Σαν την εικόνα της Κύθνιας Παναγιάς Κανάλας, με ένα ανέσπερο φωτάκι στο κατάρτι τους, ταξιδεύουν οι ευχές, οι προσευχές, τα τάματα, τα πανηγύρια και οι ελπίδες στα κανάλια μεταξύ των νησιών του Αρχιπελάγους την ακριβή γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, την κορύφωση του θέρους. Σαν καράβια στολισμένα πρώρα-πρίμα με τα εορταστικά σινιάλα, τα νησιά λικνίζονται μέσα στη γλυκύτητα της μητρικής στοργής μέχρι τη δίνη του ξεφαντώματος με άπειρες γουλιές Ασύρτικο στην αυλή της Παναγίας Επισκοπής στη Σαντορίνη γύρω από τα μεγάλα καζάνια με τη φάβα και τα φασόλια που κοχλάζουν. Και όντως το καμπαναριό της Πέρα Παναγιάς της Κάσου είναι στολισμένο με αυθεντική εξάρτυση και καθώς τα πολύχρωμα σινιάλα ανεμίζουν στο μελτέμι, η εκκλησιά, με τις δύο αυλές της γεμάτες γλεντιστές, μοιάζει να ταξιδεύει σαν καράβι. Από πού έρχεται, πού πάει;
Σίγουρα έρχεται από πολύ μακριά, από τις απαρχές της ζωής του ανθρώπου που άρχισε να στέκεται στα δυο του πόδια. Ισως, ακόμη ακόμη, και από το πρώτο σημείο πολιτισμού, ένα βότσαλο στα χέρια ενός νεκρού που τάφηκε στο δάπεδο της σπηλιάς-κατοικίας των ανθρώπων της νεολιθικής εποχής. Μα και τον Δεκαπενταύγουστο εορτάζεται μία κοίμηση, η Κοίμηση της Θεοτόκου, ο θάνατος ενός συμβόλου της συνέχειας της ζωής. Αμέσως μετά το βότσαλο στα χέρια του νεκρού, ή αλλιώς την πρώτη απορία για το τι γίνεται μετά την τελευταία πνοή επί Γης, ο πρωτόγονος άνθρωπος άρχισε να ψάχνει την ίδια την έλευσή του στην τωρινή ζωή. Και βέβαια λάτρεψε τη Μεγάλη Μητέρα, τη θεά της γονιμότητας στη φύση και στους ανθρώπους, είτε αυτή την αναπαριστούσε με μια ακατέργαστη πέτρα, είτε με πήλινο ειδώλιο με φουσκωμένη κοιλιά και μαστούς γεμάτους ζωογόνο γάλα, είτε περίτεχνη, μινωική, γυμνόστηθη, κυρά των όφεων ή κυκλαδίτικη αρχόντισσα από μάρμαρο με τονισμένο το εφηβαίο και τα στήθη της, την κλασική Αφροδίτη της Μήλου, μέχρι την τωρινή εικόνα της Παναγίας Γαλατούσας στο Βάτι της Νότιας Ρόδου που έχει αποκαλύψει το στήθος της και θηλάζει τον Χριστό. Πουθενά αλλού το τέλος δεν εορτάζεται ως αρχή της ζωής ή συνέχειά της επί Γης, ή κάπου στους ουρανούς. Εξάλλου, οι νησιώτες έχουν μάθει να πηδούν μέσα στο ταξίδι χωρίς να βλέπουν τον προορισμό τους. Απλώς πιστεύουν ότι κάπου εκεί υπάρχει και ταξιδεύουν εν κινδύνω για να τον βρουν. Χωρίς αυτή την υπέρτερη του κινδύνου πίστη δεν θα φτάναμε πουθενά και δεν θα κάναμε κανένα ταξίδι, ούτε καν αυτό της ζωής μας. Απλώς το γλεντάμε πριν. Τους σφουγγαράδες της Καλύμνου ξεπροβόδιζαν για το πιο επικίνδυνο ταξίδι τους στην Μπαρμπαριά και το Τούνεσι οι εικόνες της Παναγίας και των θαλασσινών αγίων, μαζί με τα βιολιά και τα λαγούτα.
Θείο και ταξίδι, αυτοί οι δύο σπουδαίοι άγνωστοι και αόρατοι που σε συναρπάζουν και σε παρακινούν χωρίς να τους βλέπεις. Τι θα ήταν η εικόνα της Χώρας της Ανδρου χωρίς το εκκλησάκι επάνω στον βράχο της Παναγίας Θαλασσινής; Το Αιγαίο ταιριάζει πολύ με την ιδεολογία που συμβολίζει η Παναγία ή εμείς, αν θέλετε, έχουμε φέρει το πιο σεβαστό Σύμβολο στα μέτρα της θάλασσάς μας. Και πάντα επικαλούμασταν τη χάρη Της με λιτανείες της εικόνας Της που κορυφώνονταν με φαγητό, ποτό και γλέντι. Την εικόνα της Κυράς της Φολεγάνδρου ανήμερα το Πάσχα, τη Λαμπρή Δευτέρα και Τρίτη, την υποδέχονται σε κάθε σπίτι, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα αγροτόσπιτα, με ένα πλούσια στρωμένο τραπέζι και στο τέλος κατεβαίνει στον Καραβοστάση και μπαίνει σε μεγαλόπρεπο τρεχαντήρι για να κάνει μια βόλτα στη θάλασσά Της και τη θάλασσά μας. Και τον Δεκαπενταύγουστο στρώνει εκείνη τραπέζι στην αυλή της που γεμίζει πανηγυριώτες.
Τον Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο η αύρα της Μεγαλόχαρης χάνεται μέσα στην κοσμοπλημμύρα. Ακόμη και οι άνθρωποι που ανεβαίνουν με τα γόνατα από το λιμάνι μέχρι τη βοτσαλωτή αυλή και μετά τα πολλά σκαλοπάτια μέσα στον ναό με χίλιους κόπους –ελάχιστοι για αυτούς που βασανίζονται από κάποιον άλλον μεγαλύτερο πόνο –χάνονται μέσα στην κοσμοπλημμύρα. Ομως τον Νοέμβριο, στον εσπερινό των Εισοδίων της Θεοτόκου, αισθάνεσαι πραγματικά να σε συναρπάζει όλη η γλυκιά αύρα της Μεγαλόχαρης, η οποία όντως μπορεί να είναι θαυματουργή. Και τα τάματα γύρω σου, λογιών λογιών πλεούμενα, μέχρι και ένα τρικάταρτο μπρίκι, που πλέει πλησίστιο κατά τον Νοτιά.
Το μπρίκι μάς πάει στο Τρίστομο της βυζαντινής Ολύμπου στην Πάνω Κάρπαθο, όπου το Πλατύ, το μοναδικό άνοιγμα στον σφιχτοδεμένο οικισμό, μπροστά από την πολύ ηλικιωμένη, από την εποχή της εικονομαχίας ήδη, εκκλησιά της Κοίμησης, λάμπει από το πολύχρωμο πλήθος των ανθρώπων που συμμετέχουν σε ένα από τα πιο παραδοσιακά πανηγύρια. Οι ανύπανδρες γυναίκες φορούν το φανταχτερό καβάι και τον «θώρακα» από χρυσά πεντόλιρα, ενώ οι παντρεμένες που δεν έχουν πια λόγους να εντυπωσιάσουν φορούν μια πιο λιτή, μαύρη και μπλε παραδοσιακή στολή, με «κεντημένα» από τον Γιάννη Πρεάρη (που παίζει και λαούτο) υποδήματα. Οι ακόμη μεγαλύτερες γυναίκες φορούν στιβάνια και φθάνουν στην εκκλησιά κρατώντας στο κεφάλι τούς άρτους που έψησαν στον ξυλόφουρνο, διακοσμημένους με σχέδια από γαρίφαλα και στολισμένους με λουλούδια. Από τους μεγάλους βασιλικούς που φέρνουν στην εκκλησιά, οι πρώτοι γλεντιστές περνούν κλωνιά στον γιακά τους και κάθονται γύρω από ένα τραπέζι για να αρχίσει η γιορτή. Την ώρα που ο ήλιος βουτά στο Καρπάθιο από τη μεριά της Αστακίδας, η τσαμπούνα, η λύρα και το λαούτο έχουν πάρει φωτιά όπως ο ορίζοντας και βρίσκουν το πραγματικό νόημά τους μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον.
Η εικόνα της Παναγιάς είναι τόσο οικεία, που μία από τις παλαιότερες εκκλησιές της Σαντορίνης (10ος αιώνας) μέσα στο Καστέλι του Πύργου αποκαλείται Θεοτοκάκι και γιορτάζει και αυτή τον Δεκαπενταύγουστο. Το ίδιο και η εκκλησιά με το παράξενο όνομα Παναγία Τόσο Νερό στη Σίφνο, όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι. Είναι σπουδαίο το θείο να βρίσκεται τόσο ψηλά στον ουρανό και τόσο κοντά σου στη γη, στο νησί σου, στο χωριό σου, δίπλα στο σπίτι σου, καθώς γλεντάς στην κορυφή του βράχου της Χώρας της Ιου, στον εξώστη της Παναγίας Γκρεμιώτισσας.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 13 Αυγούστου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ