Δεν θα δει κανείς την απαγωγή του στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, διοικητή μεραρχίας της Φρουράς της Κρήτης, από μια επίλεκτη ομάδα κρητικών ανταρτών και βρετανών κομάντος τον Απρίλιο του 1944, να καταλαμβάνει πολυσέλιδες αφηγήσεις στα σημερινά μεγάλα συνθετικά χρονικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανήκει σε εκείνα τα στιγμιότυπα της μικροϊστορίας των γεγονότων που σπρώχνονται σε δεύτερο πλάνο, στο βάθος του πίνακα, πίσω από την απόβαση στη Νορμανδία ή τη σαρωτική επίθεση των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Κι όμως, για την Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία αυτή η σύμπραξη δολιοφθορέων και ανταρτών συνιστά ένα από τα πιο γνωστά κατορθώματα καταδρομέων όλου του Πολέμου, επεισόδιο που έχει ειπωθεί, αναπαραχθεί και διαδοθεί πλείστες όσες φορές από τότε. Σήμερα, ωστόσο, η ταυτόχρονη έκδοση, για πρώτη φορά στα ελληνικά, των βιβλίων των βασικότερων άγγλων πρωταγωνιστών του (Πάτρικ Λη Φέρμορ, «Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε» / Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος, «Κακό φεγγαραντάμωμα: Το χρονικό της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε», αμφότερα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να δούμε σε βάθος τις λεπτομέρειες του συμβάντος, αλλά και τις ματιές των αυτουργών του να διασταυρώνονται μιλώντας για τα πρόσωπα και τα πράγματα.
Στη γραφή, όπως και στη ζωή, Πάντι Φέρμορ και Μπίλι Μος αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Πάντι είναι στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ένας 25χρονος γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, πολύγλωσσος, περιπετειώδης και με λογοτεχνικό τάλαντο, που έχει διασχίσει την Ευρώπη οριζοντίως και καθέτως και σκέφτεται ότι «αν είναι να πεθάνω, τουλάχιστον ας πεθάνω φορώντας ωραία στολή». Ο Μος, ακόμη νεότερος, κατατάσσεται στον βρετανικό στρατό στα 18 του, με την έκρηξη της σύρραξης, μάχεται με τον στρατάρχη Μοντγκόμερι στο Ελ Αλαμέιν κατά του Ρόμελ και τον Σεπτέμβριο του 1943 ζητά μετάθεση στον SOE, τη Διεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων, κάτι που θα τον φέρει στο πλευρό του Φέρμορ σε δράσεις στα μετόπισθεν των γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Οι δυο τους συναντώνται στο πρελούδιο της «επιχείρησης Κράιπε» στην Τάρα, μια βίλα στο Κάιρο όπου διαβιούν διάφοροι επικοί χαρακτήρες του βρετανικού σαμποτάζ, απείθαρχοι αριστοτέχνες κομάντος και οι γνωριμίες τους (μεταξύ των οποίων και η ανώνυμη γυναίκα των στρατιωτικών αναφορών που επιβιώνει στα έγγραφα μόνο με το παρατσούκλι «σεξουλιάρα μανγκούστα»). Το 1944 ο Φέρμορ είναι πια έμπειρος αξιωματικός, δρα στην Κρήτη από τον Ιούνιο του 1942, γνωρίζει τη γλώσσα, τον χώρο και τους ανθρώπους, ο Μος είναι ένας ενθουσιώδης νεοσύλλεκτος των μυστικών επιχειρήσεων που ζει στο παρόν, για το παρόν: «Τη ζωή μας την όριζαν κυρίως το χθες (όχι, όμως, το προχθές), το σήμερα και το αύριο το πρωί» σημειώνει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου του.
Η ακτινογραφία του εγχειρήµατος
Ο Πάντι μηχανεύεται αρχικά την απαγωγή του στρατηγού Φρίντριχ Μύλλερ, διοικητή της 22ης Μεραρχίας Πεζικού στο Ηράκλειο, ως «ένα ύπουλο χτύπημα στο ηθικό των Γερμανών». Βάναυσος και μισητός, ο Μύλλερ χρεώνεται από τον Φέρμορ με επιστράτευση του πληθυσμού σε καταναγκαστικά έργα, μαζικές εκτελέσεις ομήρων, βασανιστήρια και εκτελέσεις της Γκεστάπο, την καταστροφή χωριών και την εξολόθρευση του πληθυσμού τους ως αντίποινα αντιστασιακών πράξεων. Γι’ αυτά τα εγκλήματα πολέμου θα καταδικαστεί σε θάνατο στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1946 και θα εκτελεστεί στις 20 Μαΐου 1947, έκτη επέτειο της εισβολής στην Κρήτη. Ο Μύλλερ αρχικά θα σταθεί τυχερός: τρεις εβδομάδες πριν από την εκτέλεση του σχεδίου αντικαθίσταται από τον 49χρονο Χάινριχ Κράιπε, διακριθέντα του ρωσικού μετώπου, παρασημοφορημένο με τον Σιδηρούν Σταυρό για τη δράση του στο Λένινγκραντ το 1941. Καθώς, όμως, οι τροχοί του εγχειρήματος έχουν τεθεί σε κίνηση, δεν αλλάζει κάτι: η ομάδα στελεχώνεται με τον Μπίλι Μος και τους Κρητικούς Μανώλη Πατεράκη και Γιώργο Τυράκη (αργότερα και με τους Αντώνη Ζωιδάκη, Αντώνη Παπαλεωνίδα, Στρατή Σαβιολάκη, Ηλία Αθανασάκη, Νίκο Κόμη και άλλους), η μεταφορά της οργανώνεται, το πολεμικό υλικό συγκεντρώνεται –μεταξύ άλλων, και παράξενοι μηχανισμοί όπως «εκρηκτικές σβουνιές αγελάδων και, πιο ταιριαστά με τη γεωγραφία του τόπου, εκρηκτικές κοπριές κατσίκας για να ανατινάξουμε τα τεθωρακισμένα του εχθρού» περιγράφει ο Φέρμορ στον επίλογο του βιβλίου του Μος.
Τη νύχτα της 26ης Απριλίου σταματούν το αμάξι του Κράιπε στον δρόμο από τη «βίλα Αριάδνη», πρώην κατοικία του αρχαιολόγου και ανασκαφέα της Κνωσού σερ Αρθουρ Εβανς, εξουδετερώνουν τον οδηγό του και απομακρύνονται. Ακολουθεί μια μνημειώδης διαδρομή: με τον Πάντι και τον Μπίλι ντυμένους με γερμανικές στολές, τον Φέρμορ στον ρόλο του στρατηγού με το πηλήκιο επί κεφαλής και τον στρατηγό ασκεπή στο πίσω κάθισμα, περνούν από 22 μπλόκα και ανάμεσα από καμιόνια με γερμανούς στρατιώτες που επιστρέφουν μαζικά στα καταλύματά τους έπειτα από προβολή ταινίας. Με τολμηρό και κωμικό εν τέλει τρόπο, οι απαγωγείς φέρνουν την πραγματικότητα στα μέτρα τους: οι πεζοί Γερμανοί «έκαναν χώρο χωρίς καθυστέρηση όποτε κορνάραμε, πάντως, και όταν είδαν ποιανού ήταν το αυτοκίνητο μαζεύτηκαν στις άκρες του δρόμου και μας χαιρέτησαν» γράφει ο Μος.
Τέλος καλό, όλα καλά; Οχι ακριβώς. Επονται 18 ημέρες περιπλάνησης σε σπηλιές και κρησφύγετα, έλλειψης τροφής, καταρρακτώδους βροχής, επίπονων πεζοποριών, προβλημάτων στην επικοινωνία με τη βρετανική διοίκηση στο Κάιρο και αυτού που ο Φέρμορ περιγράφει ως «το κρυφτούλι με τους Ούννους» –της προσπάθειας να αποφύγουν μεγάλο μέρος από τους 50.000 Γερμανούς της Κρήτης που ψάχνουν τον στρατηγό τους. Για τον Μος, ο Κράιπε αποδεικνύεται γκρινιάρης αιχμάλωτος που «η κύρια ανησυχία του μοιάζει να είναι ότι κάποια στιγμή στη χθεσινή πορεία έχασε τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού». Για τον Φέρμορ, ένας κουρασμένος πολέμαρχος με τον οποίο διαθέτουν την κοινή παιδεία των κλασικών –τη γνώση στίχων από τις «Ωδές» του ρωμαίου ποιητή Οράτιου. Στις 14 Μαΐου 1944 τον φυγαδεύουν τελικά με βρετανικό σκάφος που έρχεται από την Αίγυπτο στις Περιστερές, παραλία κοντά στο Ροδάκινο, στο Λιβυκό Πέλαγος. Αιχμάλωτος και απαγωγείς αποχαιρετούν αλλήλους ανταλλάσσοντας ενθύμια. Ο στρατηγός τούς επαινεί δημόσια επειδή του φέρθηκαν «ιπποτικά και με ευγένεια». Εκείνοι του χαρίζουν «παξιμάδια κι ένα μπουκάλι ρακή». Η αφήγηση του Μος τελειώνει με μια αποθέωση οριενταλισμού στο Κάιρο: «Τα κάρα, τα σκούρα πρόσωπα, τα φέσια και οι κελεμπίες, τα απίστευτα ταξί και τα ανεξέλεγκτα τραμ», τα πιτσιρίκια και οι τύποι που πουλούν πράγματα, ο τοπικός νταβατζής που εκπορνεύει γυναίκες, η επιστροφή στην Τάρα με τους συντρόφους, τους φίλους, τα σκυλιά τους.
Με τα µάτια δύο Δυτικών
Το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο Μπίλι Μος βλέπει την αποστολή: με τους όρους της εθνολογίας, του παράξενου και του εξωτικού, μεταφράζοντας τις διαστάσεις ενός σκληρού πολέμου στο ιδίωμα του «πικαρικού» μυθιστορήματος, του περιπετειώδους αναγνώσματος του 18ου αιώνα. Στην πρώτη του επαφή με τους Κρητικούς βλέπει γύρω του «όλα αυτά τα τριχωτά, πειρατικά πρόσωπα». Ο Πάντι έχει την εμφάνιση «ενός λαθρεμπόρου από τα παλιά». Ενας αντάρτης τον διαβεβαιώνει ότι η αγαπημένη διασκέδαση ενός άλλου είναι να κόβει λαρύγγια «και μοιάζει να έχει εξασκηθεί πολύ στο άθλημα». Κάποτε βρίσκεται στην ανάγκη να χρειαστεί τις υπηρεσίες δύο ζωοκλεφτών, την έκφραση των οποίων παρομοιάζει με ένα «μείγμα της κακίας που περιγράφεται στην Αγία Γραφή και θεατρικού γκανγκστερισμού». Η Κρήτη για τον νεαρό Μος είναι ο τόπος του αλλότριου, όπου παράξενοι άνθρωποι εξασκούν παράξενα ήθη και έθιμα. Ο τοπικός οπλαρχηγός Αθανάσιος Μπουρτζάλης («επιβλητικός «λήσταρχος»») «φέρνει κάτι από τον Φάλσταφ», ένας γέρος με «κιρκασιανό καπέλο στο κεφάλι διαβάζει προσεκτικά τη στήλη του κοινωνικού κουτσομπολιού των «Times»», ένας πιο ηλικιωμένος με θητεία γκαρσονιού στο Λος Αντζελες κατατάσσει Γερμανούς, κομμουνιστές και μια άτακτη κατσίκα στην ίδια κατηγορία, αυτήν του «Goddam sonofabitch». Οι Κρητικοί είναι ιδιαίτερα ικανοί στο να επινοούν πολλαπλές χρήσεις για τα λιγοστά εργαλεία τους: «Εχω δει πιστόλια να χρησιμοποιούνται ως ανοιχτήρια για κονσέρβες, χειροβομβίδες ως βαρίδι για την πετονιά (…) και χαρτονομίσματα του ενός εκατομμυρίου δραχμών ως χαρτί υγείας». Εν τέλει, πάντως, «αυτό που έχουν κοινό όλοι αυτοί οι άντρες είναι η προθυμία τους να φανούν χρήσιμοι, η γενναιοδωρία τους, τα κότσια και η ικανότητά τους να βρίσκουν κάτι αστείο στα πάντα. Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερους συντρόφους».
Πέρα, όμως, από το πικαρέσκο ή το εξωτικό υπάρχει και η ωμή πραγματικότητα που εισβάλλει διά της βίας στην αφήγηση. Ο Μος σημειώνει ότι ο Μπουρτζάλης εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ το 1944. Είχε τραυματίσει κάποιον στο πλαίσιο οικογενειακής βεντέτας, η κίνησή του έδωσε την αφορμή –«προκάλυμμα για πολιτική εκδίκηση», κατά τον συγγραφέα. Ενας βοσκός που τους βοήθησε δολοφονείται από τους Γερμανούς που αρπάζουν το κοπάδι του. Με την έναρξη της προετοιμασίας της απαγωγής αναφύονται κίνδυνοι: σε μια αναγνωριστική προσέγγιση της «βίλας Αριάδνη» ο Φέρμορ και ο αντάρτης Μίκης Ακουμιανάκης έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον ίδιο τους τον στόχο. «Καθώς το αυτοκίνητο περνούσε από δίπλα τους του κούνησαν το χέρι, και ο στρατηγός, αναμφίβολα ικανοποιημένος που έβλεπε δύο Ηρακλειώτες να τον χαιρετάνε αναπάντεχα από το πλάι του δρόμου, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό». Το βράδυ πριν από την προγραμματισμένη επιχείρηση τέσσερις γερμανοί στρατιώτες χτυπούν την πόρτα του σπιτιού όπου ο Μος και ο Φέρμορ προβάρουν τις γερμανικές στολές τους. Προδοσία; Οχι, οι Γερμανοί απλώς αναζητούν φαγητό και ο έλληνας οικοδεσπότης των δύο Αγγλων καταφέρνει να τους διώξει –και μάλιστα με άδεια στομάχια.
Αν για την ανθρωπολογία της «επιχείρησης Κράιπε» ο Μος είναι η καλύτερη πηγή, στα διαδικαστικά και ιστορικά της στοιχεία ο Φέρμορ υπερέχει. Περιγράφοντας πώς οργανώθηκε η παρακολούθηση της «βίλας Αριάδνη», πώς επιλέχθηκε το σημείο της επίθεσης στον δρόμο από τις Αρχάνες προς το Ηράκλειο, πώς ο Ηλίας Αθανασάκης απομνημόνευσε όλα τα χαρακτηριστικά του Opel του στρατηγού (ακόμη και τον ήχο της μηχανής του, για να το αναγνωρίζει στο σκοτάδι), πώς προβλέφθηκε αντιπερισπασμός με ψευτοεπίθεση ανταρτών σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά, ο Πάντι κατορθώνει να καταστήσει ενδιαφέροντα όλα εκείνα τα κατά κανόνα βαρετά δεδομένα της επιμελητείας (δίκτυα επαφών με αντιστασιακούς, σινιάλα, σχέδια διαφυγής), ενώ στις αναφορές του που επισυνάπτονται στο τέλος του βιβλίου κάνει λόγο και για πιο σκοτεινές υποθέσεις, όπως εκτελέσεις προδοτών ή ο φόνος από δική του αδέσποτη σφαίρα του φίλου του Γιάννη Τσαγκαράκη. Ακόμη και όταν αφηγείται σπαρταριστά στιγμιότυπα, το κάνει πάντοτε επειδή απορρέουν από κάποιο ζωτικό ζήτημα της αποστολής. Μετά τη σύλληψη του στρατηγού, για παράδειγμα, η εξαφάνιση ενός ασυρματιστή τούς αποκόπτει την απρόσκοπτη επικοινωνία με το Κάιρο. Προκειμένου να αποκαταστήσει την επαφή, ο Φέρμορ αναζητεί άλλους ασυρματιστές που συνδέονται με ένα χωριό όπου δεν είναι γνωστός προσωπικά. «Δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ και δεν υπήρχε κανείς εκεί να εγγυηθεί για μας. Οι γέροι ήταν αμετακίνητοι. Ο Μιχάλης (σ.σ.: το ψευδώνυμο του Φέρμορ μεταξύ των Κρητικών) λες ότι είσαι; Ποιος Μιχάλης; Και ποιοι είναι ο Σήφης (Ραλφ Στόκμπριτζ) και ο Παύλος (Ντικ Μπαρνς); Δεν τους έχω ακούσει ποτέ μου. Εγγλέζοι; Μα, παιδιά μου, όλοι οι Εγγλέζοι έφυγαν από την Κρήτη πριν από τρία χρόνια». Οι Κρητικοί της Παντάνασσας κερνούν καφέ και κάνουν τους ανήξερους έως ότου εμφανίζεται τυχαία κάποιος γνώριμος του Πάντι από άλλο χωριό και εγγυάται γι’ αυτόν. Ταιριαστό τέλος, μια και δεν υπάρχει σχεδόν σελίδα από το βιβλίο του που να μην εμφανίζει το όνομα κάποιου φίλου ή σύντεκνου: για τα χρόνια του πολέμου η Κρήτη υπήρξε ουσιαστικά η δεύτερη πατρίδα του Φέρμορ, ο τόπος που ο ίδιος θαύμασε και οι κάτοικοί του τον αγάπησαν.
Ο επίλογος του χρόνου
Τι έμεινε, ωστόσο, στην Ιστορία από την τολμηρή αυτή επιδρομή; Εν πρώτοις, η υστεροφημία. Η βρετανική κινηματογραφική παραγωγή του βιβλίου του Μος το 1957 (στις ελληνικές αίθουσες παίχθηκε ως «Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε», αν και ο πρωτότυπος τίτλος, «Ill Μet by Μoonlight», απηχεί στίχο από το «Ονειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ) μπορεί να τόνιζε στην αφίσα της τη βυρωνική όψη και το κεντητό γιλέκο του Ντερκ Μπόγκαρτ που υποδυόταν τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, ωστόσο ο ρόλος του Ντέιβιντ Οξλεϊ – Μπίλι Μος δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητος. Στα Σφακιά επιβίωνε έως τη δεκαετία του ’60 «μια μακριά ομοιοκατάληκτη τραγουδιστή αφήγηση» με παραμυθιακά στοιχεία –την όμορφη ηρωίδα και τον έφιππο ήρωα. Ο Φέρμορ όντως εξελίχθηκε σε ήρωα, και όχι μόνο λογοτεχνικό. Πέρα από τα διάσημα έργα του «Η εποχή της δωρεάς» και «Ανάμεσα στα δάση και τα νερά» (εκδ. Μεταίχμιο), όταν πέθανε το 2011, σε ηλικία 96 ετών, στην Καρδαμύλη, όπου περνούσε μερικούς μήνες τον χρόνο, ο βρετανικός Τύπος τον περιέγραψε ως «διασταύρωση Ιντιάνα Τζόουνς, Τζέιμς Μποντ και Γκράχαμ Γκριν». Αν και ο Μος έφυγε πολύ πιο πριν, στα 44 του, το 1965, πρόλαβε να δει το βιβλίο του να γίνεται ένα από τα πρώτα πολεμικά μπεστ σέλερ και να μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη.
Υπήρξε, ωστόσο, και μια σκοτεινότερη συνέπεια της αποστολής, αυτή που αφορά τα γερμανικά αντίποινα. Πράγματι, παρά τις έντεχνες ενέργειες του Φέρμορ για να πείσει ότι το εγχείρημα ήταν αποκλειστικά βρετανικό, τον Αύγουστο του 1944, έχοντας επιστρέψει στο νησί ως γενικός διοικητής Κρήτης και γνωρίζοντας πλέον ότι υπήρξε ο αρχικός στόχος, ο Μύλλερ βρήκε αφορμή αντεκδίκησης καίγοντας τα Ανώγεια και πολλά χωριά της κοιλάδας του Αμαρίου, με τελικό απολογισμό πάνω από 450 νεκρούς. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο τυπολάτρης Κράιπε χλευάστηκε από τους άνδρες του μετά την απαγωγή (άρα, η επίδραση στο ηθικό τους ήταν περιορισμένη) και αποδείχθηκε «ασήμαντος» από πλευράς άντλησης πληροφοριών, όπως δηλώνουν οι αναφορές των βρετανών ανακριτών του, το ερώτημα είναι αν η απαγωγή άξιζε τον κόπο. Κάποιοι, όπως ο τότε ανώτερος βρετανός αξιωματικός Μπίκαμ Σουίτ – Εσκοτ, είπαν «όχι»: η νίκη ήταν θέμα μηνών, το κόστος τυχών αντιποίνων δυσβάστακτο. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, η «επιχείρηση Κράιπε» θεωρείται «σύμβολο της κρητικής αντίστασης και συναρπαστική ιστορία πειρατών και πολεμικής τόλμης» βεβαιώνει στον πρόλογο του βιβλίου του Φέρμορ ο Ρόντρικ Μπέιλι. Η συλλογική μνήμη διάλεξε να σταθεί στο φρόνημα, όχι στο τίμημα.
Τα βιβλία «Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε» του Πάτρικ Λη Φέρμορ και «Κακό φεγγαραντάμωμα: Το χρονικό της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε» του Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος κυκλοφορούν στις 24 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ