Memento mori.Να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις. Πόσο ταιριάζει αυτό το ρητό στο Λιβίσι, το χωριό-φάντασμα της Μικράς Ασίας, έτσι όπως στέκει άδειο και ερημωμένο από όταν έφυγαν οι τελευταίοι κάτοικοί του το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι ο οικισμός που ενέπνευσε το Εσκίμπαχτσε στο βιβλίο «Πουλιά χωρίς φτερά» του Λουί ντε Μπερνιέρ. Είναι το φυσικό σκηνικό στο οποίο γυρίστηκε μέρος της ταινίας «The Water Diviner» του Ράσελ Κρόου.
Τα πειστήρια της σημερινής κατάστασής του μας τα μετέφερε η φωτογράφοςΠόπη Τσουκάτουμέσα από το οδοιπορικό της. Στο πλαίσιο μιας εκδρομής που ξεκίνησε από το Αϊβαλί και κατέληξε την Αττάλεια, επισκέφθηκε αυτό το μοναδικό χωριό νοτίως της Φετιγέ (πρόκειται για την πάλαι ποτέ Μάκρη). Αντίκρισε εκατοντάδες ερειπωμένα σπίτια επάνω σε λόφους της Δυτικής Λυκίας, μέσα σε μια απόλυτη, σχεδόν νεκρική ησυχία. «Θρυλείται ότι είναι το «καταραμένο χωριό», καθώς ποτέ δεν κατοικήθηκε αφότου το εγκατέλειψαν οι Ελληνες» θα πει. Ωστόσο η τουρκική κυβέρνηση το δημοπρατεί για να γίνει ξενοδοχειακό συγκρότημα. Ο τοπικός πληθυσμός έχει διχαστεί. Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί αυτός ο πανέμορφος οικισμός; Ως επενδυτική ευκαιρία ή ως σύμβολο της Ιστορίας; Είναι μια συγκλονιστική ιστορία, ιδίως όταν μαθαίνεις τις λεπτομέρειές της».
Μια φορά κι έναν καιρό
Στη θέση όπου βρίσκεται το Λιβίσι θεωρείται ότι υπήρξε η αρχαία Καρμυλησσός. Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί τη μετεγκατάσταση της βυζαντινής Λεβισσού, ενός νησιού (του Αγίου Νικολάου των Λιβισιανών) του οποίου οι κάτοικοι κατέφυγαν στην ενδοχώρα εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Λιβίσι διέθετε μιαν αμιγώς ελληνική, ακμάζουσα κοινότητα στα τέλη του 19ου αιώνακαι στις αρχές του 20ούείχε φθάσει να αριθμεί 6.500 κατοίκους, στην πλειονότητά τους περιοδεύοντες τεχνίτες. Ηταν χριστιανοί με τις εκκλησίες τους και τα σχολεία τους, οι οποίοι ζούσαν σε αρμονία με τους μουσουλμάνους των γειτονικών οικισμών.
Και ύστερα άρχισαν οι διωγμοί. Ηδη από το ’14 οικογένειες άρχισαν να εκτοπίζονται, άνδρες να εξορίζονται στο πλαίσιο του σχεδίου των Νεότουρκων για την εκκένωση των παραλίων από τους Ελληνες. Οσα μέλη οικογενειών που κατοικούσαν στα 700 σπίτια είχαν απομείνει υποχρεώθηκαν να φύγουν οριστικά και αμετάκλητα βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923. ΗΔέσποινα Δαμιανού, επίκουρη καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και πρόεδρος του Συλλόγου Μακρηνών-Λιβισιανών, θυμάται πολλά περιστατικά που έχουν αφηγηθεί οι παππούδες της και άλλοι πρόσφυγες από το Λιβίσι. Πώς, για παράδειγμα, στο λιμάνι της γειτονικής, «αδελφής πόλης» Μάκρης ορισμένοι Τούρκοι έψαχναν τους πρόσφυγες για να τους αποσπάσουν ό,τι πολύτιμο προσπαθούσαν να διασώσουν, ως επί το πλείστον λίρες, και πώς ορισμένοι άλλοι συμπατριώτες τους αναλάμβαναν να φυλάξουν τις οικονομίες των γειτόνων τους Ελλήνων και να τους τις παραδώσουν με ασφάλεια στη Ρόδο.
Η κατάρα του χωριού-φάντασμα
Στην Ελλάδα, Μακρηνοί και Λιβισιανοί εγκαταστάθηκαν ως επί το πλείστον στην Αττική, στην περιοχή που ονομάστηκεΝέα Μάκρη. Αλλοι διασκορπίστηκαν σε Ρόδο, Ιτέα, Φαράκλα Ευβοίας ή στο εξωτερικό. Ωστόσο οι Τούρκοι που εγκαταστάθηκαν στα σπίτια τους δεν ρίζωσαν ποτέ σε αυτά. Θρύλοι άρχισαν να πλανώνται πάνω από το Λιβίσι(και να αναπαράγονται προσφάτως από ιστοσελίδες με έφεση στη συνωμοσιολογία). Οι Λιβισιανοί είχαν «καταραστεί» τον τόπο που άφησαν πίσω τους (ή δηλητηρίασαν τα πηγάδια ρίχνοντας μέσα ψοφίμια), ενώ στα σοκάκια του κυκλοφορούσαν «φαντάσματα». Πιο καλοπροαίρετες εικασίες εστίασαν στο δέος που ενέπνευσε ο οικισμός στους Τούρκους με αποτέλεσμα να σεβαστούν το παρελθόν και να μην προσπαθήσουν να αλλοιώσουν το μέλλον του. Η λύση του μυστηρίου είναι ωστόσο πιο «πεζή». «Οι ανταλλαγέντες μουσουλμάνοι που έφτασαν στο Λιβίσι προέρχονταν από τη Μακεδονία και τη Θράκη και ήταν γεωργοί. Ο κάμπος που απλώνεται μπροστά από τον οικισμό είναι μικρός και δίνει μόνο λίγα χωραφάκια –εξ ου και στο Λιβίσι οι γεωργοί ήταν ελάχιστοι. Δεν έφταναν οι εκτάσεις για γεωργία, δεν μπόρεσαν να βιοποριστούν και οι περισσότεροι έφυγαν» εξηγεί η κυρία Δαμιανού.
Οσοι έμειναν, εγκατέλειψαν οριστικά τον οικισμό έπειτα από έναν καταστροφικό σεισμό με επίκεντρο τη Φετιγέ το 1957. Το Λιβίσι ρήμαξε από ανθρώπους αλλά και από το πλιάτσικο. Πόρτες, παράθυρα και οτιδήποτε κρίθηκε χρήσιμο χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των ζημιών στα γειτονικά χωριά. Ο οικισμός απέμεινε με τα «φαντάσματά» του.
Το χωριό Ειρήνης και Φιλίας
Το 1999 στο Λιβίσι, ή Καγιάκιοϊ όπως λέγεται από το 1922, τούρκοι αρχιτέκτονες ανέλαβαν δυναμικά δράση. Επειτα από Συμφωνία ανάμεσα στο Τουρκικό Επιμελητήριο Αρχιτεκτόνων και στην Τουριστική Ενωση Τουρκίας εκπονήθηκε μελέτη που αφορούσε τις δύο μεγάλες εκκλησίες (την Παναγία την Πυργιώτισσα και τον Ταξιάρχη), τον δρόμο που τις συνέδεε και ορισμένα σπίτια. Ακολούθως το ελληνικό τμήμα του ICOMOS και το Τουρκικό Επιμελητήριο μελέτησαν από κοινού την αποκατάσταση προκειμένου να αναδειχθεί το Λιβίσι σε «χωριό Ειρήνης και Φιλίας».
«Το σκεπτικό ήταν ότι το Λιβίσι πρέπει να μετατραπεί σε ένα ζωντανό κύτταρο πολιτισμού. Να διερευνηθούν η οικοτουριστική χρήση του οικισμού και η δημιουργία επιστημονικού-πολιτιστικού κέντρου ανοιχτού στο ελληνοτουρκικό κοινό» λέει ο κ.Πέτρος Στ. Μεχτίδης, αρχαιολόγος και συντηρητής έργων τέχνης στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, ο οποίος έχει μελετήσει επισταμένα την ιστορία του Λιβισίου. Σε αυτό το πνεύμα άρχισαν να διοργανώνονται εκδηλώσεις πολιτιστικού χαρακτήρα με στόχο την προώθηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, «όπως το πολιτισμικόφεστιβάλ KayaFest, το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 3.000 νέων από την Τουρκία, την Ελλάδα και άλλες χώρες».
Πολιτισμός ή τουρισμός;
Στις 23 Οκτωβρίου το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας δημοπράτησε «την ενοικίαση του Λιβισίου για 49 χρόνια» όπως είχε προαναγγείλει η εφημερίδα «Hürriyet Daily News» τον Σεπτέμβριο του 2014. Στόχος είναι να μετατραπεί το 1/3 του οικισμού σε πολυτελές ξενοδοχείο μέσα από ένα σχέδιο ανάπλασης αξίας 30 εκατ. τουρκικών λιρών. Τοπικοί αξιωματούχοι εξήραν την πρωτοβουλία να «μετατραπεί η πόλη-φάντασμα σε διεθνές brand», όμως μέλη της τοπικής κοινωνίας αντέδρασαν έντονα, όπως ακριβώς είχαν κάνει και με την πρώτη δημοπράτηση του οικισμού πριν από δύο χρόνια, για την οποία ωστόσο δεν είχε υπάρξει επιχειρηματική ανταπόκριση. Οπως λέει η βρετανίδα δημοσιογράφος Τζέιν Ακατάι, η οποία μένει στη Φετιγέ και έχει τουρκική υπηκοότητα:«Η πλειονότητα του κόσμου που μένει στην κοιλάδα του Καγιάκιοϊ θα προτιμούσε να το δει να αναπτύσσεται ως τουριστικό θέρετρο. Αυτοί που αντιμάχονται το σχέδιο της τουριστικής εκμετάλλευσης είναι κόσμος που προέρχεται από το εξωτερικό, από την Κωνσταντινούπολη και τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα». Οπως ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο Λουί ντε Μπερνιέρ και ο μουσικοσυνθέτης και συγγραφέας Ζουλφί Λιβανελί, στους οποίους απευθύνθηκε η Ακατάι προκειμένου να γράψει ένα άρθρο αφύπνισης της κοινής γνώμης. Είχαν όλοι την ίδια άποψη: «Αυτός ο τόπος πρέπει να ζωντανέψει ξανά, αλλά με ευαισθησία και με σεβασμό στην Ιστορία και στο παρελθόν».
Η τουρκάλα αρχιτέκτωνΣέμα Κουμιόλ-Ρίντπαθ, κάτοικος Φετιγέ και μέλος του Επιμελητηρίου των αρχιτεκτόνων της πόλης της, εκφράζει και τους συναδέλφους της όταν λέει με δυναμισμό: «Αρκετά με τις κλίνες, έχουμε αρκετές στη Φετιγέ. Και ο πολιτισμός μπορεί να αποφέρει κέρδη, όχι μόνο τα ξενοδοχεία». Σημειωτέον ότι το Λιβίσι είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός στην Τουρκία. Οι επισκέπτες –της τάξης των δεκάδων χιλιάδων –καλούνται να πληρώσουν εισιτήριο οκτώ τουρκικών λιρών για να περιδιαβάσουν το χωριό. Και μολονότι το Λιβίσι είναι «ειδικά προστατευμένη περιοχή» (χωρίς ωστόσο να έχει ανακηρυχθεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO), οπότε οι επενδυτές θα πρέπει να σεβαστούν τον αρχιτεκτονικό του χαρακτήρα, η ανησυχία για το μέλλον του οικισμού εστιάζεται στο γεγονός ότι «δεν υπάρχουν υποδομές, ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτρισμός. Θα πρέπει να σκάψουν όλον τον οικισμό για να τις εγκαταστήσουν, οπότε αποκλείεται να μην προκληθούν καταστροφές» λέει η Κουμιόλ-Ρίντπαθ. «Και μετά θα έρθουν οι πισίνες, τα γήπεδα και οι υπόλοιπες υποδομές που περιλαμβάνει ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Δεν είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα και τα σχέδια πρέπει ούτως ή άλλως να εγκριθούν από τις τοπικές αρχές. Κυκλοφορούν φήμες ότι το υπουργείο έχει επιλέξει τον ανάδοχο/επενδυτή του έργου, αλλά δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη ποιος είναι. Ούτως ή άλλως το συγκεκριμένο υπουργείο έχει αποδείξει ότι δεν διαθέτει καλό ιστορικό όσον αφορά την ανάπτυξη μέσω του πολιτιστικού τουρισμού».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ