«Δεν θα ισχυριστώ ότι οι Ελληνες του 5ου αιώνα π.Χ. (…) παρά τους θεούς, τους δαίμονες, τα μιάσματα, την ενοχή του αίματος, τις θυσίες, τις γιορτές γονιμότητας και τη δουλεία έμοιαζαν πραγματικά σχεδόν τόσο άγγλοι τζέντλεμεν της βικτωριανής εποχής όσο, ας πούμε, κάποιοι άγγλοι τζέντλεμεν της βικτωριανής εποχής ήθελαν να πιστεύουν».
Στις περίφημες διαλέξεις Σάδερ του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, η ανάθεση των οποίων στον κόσμο των κλασικών φιλολόγων θεωρείται ισάξια με την απονομή του βραβείου Νομπέλ, ο βρετανός φιλόσοφος Μπέρναρντ Γουίλιαμς, μιλώντας το 1989 για τις ηθικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, προέβαινε εξαρχής σε μια διευκρίνιση. Οχι ότι οι σύγχρονοι του Περικλή δεν εμφορούνταν από τις πουριτανικές αξίες των συγχρόνων του Καρόλου Ντίκενς, αλλά ότι αντίθετα με τις τρέχουσες αντιλήψεις που τους θέλουν περίπου σαν και εμάς, απλώς χωρίς ηλεκτρισμό και Twitter, οι αρχαίοι σκέφτονταν και ενεργούσαν με βάση το δικό τους σύνθετο δίκτυο εννοιών και πρακτικών.
Δύο όψεις της αρχαιότητας μοιάζει να καλλιεργεί για το ευρύ κοινό ο 21ος αιώνας: μία ποπκόρν κινηματογραφική βερσιόν με λογχοφόρους πολεμιστές («Τροία», «Αλέξανδρος», «300» σέρνουν τον χορό) και έναν αποκαθαρμένο εκλαϊκευτικό πίνακα με φιλοσόφους και χιτώνες («Ο Πλάτωνας στο Googleplex» της φιλοσόφου Ρεμπέκα Νιουμπέργκερ Γκόλντσταϊν ή το «Τι θα έκανε ο Αριστοτέλης;» του ψυχολόγου Ελιοτ Κοέν αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα). Εκείνο που ξεχνάμε στη χολιγουντιανή εκδοχή της αρχαιότητας είναι τα πάντα πέρα από το φολκλόρ.
Εκείνο που ξεχνάμε στην εξιδανικευμένη εικόνα της είναι οι λεπτομέρειες των αντιφάσεων που καθιστούν τον αρχαίο κόσμο πραγματικά συναρπαστικό.
Γιατί εκτός από φιλοσοφία, ορθολογισμό και υψηλές έννοιες, η αρχαία Ελλάδα είναι μια κοινωνία που παράγει σε αντίστοιχες ποσότητες και θρησκευτικό ζήλο, τελετουργίες με σεξουαλικές συνδηλώσεις ή πρακτικές ευθανασίας. Οι αρχαίοι Ελληνες δεν πιστεύουν μόνο σε σοφιστές και φιλοσόφους που ερμηνεύουν τα φυσικά φαινόμενα με τα εργαλεία της διάνοιας αλλά και σε θεούς και δαίμονες, μάντεις και εξηγητές, ονειρικούς μαντατοφόρους και «σαμάνους», οι οποίοι μεταδίδουν πληροφορίες από κόσμους διαφορετικούς εκείνων της καθημερινής εμπειρίας του αγρού ή της αγοράς.
Ο ίδιος ο Σωκράτης, όχι κανένας λιγότερο φωτισμένος Αθηναίος, παίρνει στα σοβαρά τα όνειρα και τους χρησμούς και διατείνεται ότι υπακούει σε μια εσώτερη φωνή με ευρύτερη από αυτόν εποπτεία των ανθρώπινων πραγμάτων. «Καταδέσεις» και κέρινα ομοιώματα εχθρών προς μαγική κατανάλωση κυκλοφορούν κατά κόρον στην Αθήνα του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ τρεις αιώνες αργότερα, στον «παγκοσμιοποιημένο» πια κόσμο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, αστρολόγοι όπως ο Βώλος από τη Μένδη χαίρουν τέτοιας αποδοχής ώστε το όνομά τους να μνημονεύεται στην ίδια πρόταση με εκείνο του Αριστοτέλη.
«Οι άνθρωποι που δημιούργησαν τον πρώτο ευρωπαϊκό ορθολογισμό ουδέποτε υπήρξαν –ίσαμε την ελληνιστική εποχή –«απλοί» ορθολογιστές» θα γράψει ο μεγάλος βρετανός φιλόλογος Ερικ Ρόμπερτσον Ντοντς στο κλασικό έργο του «Οι Ελληνες και το παράλογο» (εκδ. Καρδαμίτσα). Αντίθετα, ήταν άνδρες που μαστιγώνονταν μέχρι θανάτου, όπως στο σπαρτιάτικο έθιμο της διαμαστίγωσης, γυναίκες που συμμετείχαν σε σκανδαλιστικές εορτές όπως τα αθηναϊκά Αδώνια και πρόσωπα που ίσως (ίσως, βέβαια, και όχι) να διέπρατταν γεροντοκτονίες για το κοινό καλό.
Η μάστιγα της Σπάρτης
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., ο ρήτορας Λιβάνιος, φιλόσοφος, ειδωλολάτρης, προσωπικός φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη και γόνος ξακουστής οικογένειας της Αντιόχειας, αναπολεί στην αυτοβιογραφία του τα χρόνια της φοίτησής του στην Αθήνα, μιλώντας περιληπτικά για όσα είδε στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, ταξιδεύει στην ιστορική Κόρινθο, όπως όφειλε τότε να κάνει κάθε ευσυνείδητος περιηγητής –παραδόξως, όμως, όχι χάριν της ίδιας αλλά καθ’ οδόν προς κάτι άλλο: πηγαίνοντας να παρακολουθήσει «εορτήν λακωνικήν, τας μάστιγας». Και δεν είναι ο μόνος. Από τον Ξενοφώντα και τον Πλούταρχο ως τον Παυσανία, τον Κικέρωνα και τον Σενέκα, από την κλασική εποχή ως τα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, λόγιοι και λοιποί εύποροι της εποχής συρρέουν στη Σπάρτη προκειμένου να δουν με τα ίδια τους τα μάτια ένα αιματηρό έθιμο: τους εφήβους της πόλης να μαστιγώνονται στον Ναό της Ορθίας Αρτέμιδος.
Η «διαμαστίγωσις», όπως πλήθος άλλων ιδιότυπων ρυθμίσεων της αρχαίας Σπάρτης, αποδιδόταν στον Λυκούργο. Ο μυθικός νομοθέτης είχε μετατρέψει, κατά τον Παυσανία, την ανθρωποθυσία κάποιου με κλήρο (που υποτίθεται ότι απαιτούσε προκειμένου να εξευμενιστεί το ξύλινο άγαλμα της θεάς, η λατρεία της οποίας αναγόταν στη μυκηναϊκή εποχή) σε λιγότερο θανατηφόρα πρακτική, αυτή της ετήσιας τελετής μαστίγωσης των εφήβων της πόλης. Οι διάφορες μαρτυρίες συμφωνούν και επαυξάνουν: ο Πλούταρχος παραδίδει ότι οι νέοι μαστιγώνονται με χαρά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας αμιλλώμενοι για τη νίκη που θα κατήγαγε ο τελευταίος που θα έμενε όρθιος, ο Κικέρων ότι κατά την παραμονή του στη Σπάρτη είχε ακούσει πως συχνά η διαδικασία κατέληγε στον θάνατο κάποιων, ο Λουκιανός ότι όσοι χάσουν τη ζωή τους τιμώνται με αγάλματα σε δημόσιο χώρο, ο Σενέκας ότι οι ίδιοι οι πατέρες προτρέπουν τους γιους τους να μην εγκαταλείψουν ακόμη και αν είναι ετοιμοθάνατοι. Και για όσους δύσπιστους έτρεφαν αμφιβολίες για το αυθεντικό της διαδικασίας, ο Παυσανίας προσθέτει ότι αν κάποιοι δοκίμαζαν να τη νοθεύσουν καταφέρνοντας «χαϊδευτικά» χτυπήματα σε όμορφους νέους ή σε συγγενείς υψηλά ιστάμενων, το ξύλινο άγαλμα βάραινε ξαφνικά ώσπου γινόταν ασήκωτο για την ιέρεια που το κρατούσε.
«Πρόκειται στην ουσία για μυητική τελετή» σχολιάζει ο Δημήτρης Κυρτάτας, καθηγητής Ιστορίας της Υστερης Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. «Μια δοκιμασία με την οποία εντάσσεται κανείς στην κοινότητα όταν έχει ανδρωθεί. Οταν όμως φτάνουμε πια στον Πλούταρχο και στον Παυσανία, τον 1ο και τον 2ο μ.Χ. αιώνα, δεν υπάρχει τέτοιο πραγματικό αντικείμενο, έχει επιζήσει ως τουριστικό φολκλόρ».
Η Βρετανή Κάθριν Κράιμς στο βιβλίο της «Ancient Sparta. A Re-examination of the Evidence» (εκδ. Manchester University Press) περιγράφει διεξοδικά μια διαδικασία που θυμίζει μάχη, με ολοήμερες «επιθέσεις» των εφήβων στον βωμό της θεάς, «μαστιγοφόρους» που επιχειρούν να τις αποτρέψουν και τον τιμητικό τίτλο του «βωμονίκη» να συνοδεύει διά βίου τους νικητές. Πρόκειται για μια τόσο διάσημη περίσταση ώστε τους πρώτους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας «μεγάλα ακροατήρια από όλη την Ελλάδα σπεύδουν να παρακολουθήσουν τη μαστίγωση».
Το απόγειο όμως της τουριστικής έλξης της διαμαστίγωσης έρχεται τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν ο αριθμός των θεατών αποβαίνει τέτοιος ώστε για χάρη της χτίζεται ολόκληρο μαρμάρινο αμφιθέατρο και εύποροι Ρωμαίοι της εποχής καταφθάνουν προκειμένου να την παρακολουθήσουν από κοντά. Ασχετα αν αυτό που βλέπουν δεν αποτελεί παρά το κενό ουσιαστικού περιεχομένου πλαίσιο ενός ένδοξου παρελθόντος. «Η Σπάρτη λόγω του ότι έχει παρακμάσει εντελώς πολιτικά προσπαθεί να επιζήσει με βάση την πολιτισμική της παράδοση. Δεν είναι στρατιωτική δύναμη, δεν ακολουθεί την «αγωγή», έχει χτίσει τείχος, οι είλωτες έχουν απελευθερωθεί» σημειώνει ο Δημήτρης Κυρτάτας. Στα ρωμαϊκά χρόνια η αυστηρή Σπάρτη του Λυκούργου επιβιώνει μόνο ως ανάμνηση, «ένα κέλυφος», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Οι ερωτικές ολονυχτίες της Αθήνας
Εξίσου εύκολα με την κοινωνική του παρουσία το εξωλογικό στοιχείο μπορούσε να λειτουργήσει ως διαιτητής στον ατέρμονο αγώνα κυριαρχίας μεταξύ των δύο φύλων. Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη εικόνα της αρχαιότητας από το συμπόσιο, αυτή τη σύναξη καλής συντροφιάς με τη συνοδεία εκλεκτού φαγητού, ποτού και διαλόγου –αλλά όχι γυναικών. Εξόριστο από τον «ανδρώνα» στην ηθική της εποχής, το άφαντο έτερον ήμισυ προσφεύγει σε δικές του τελετουργίες για να οριοθετήσει τη θέση του. Αν στον καιρό της ισότητας το «bachelor’s party» (πάρτι εργένηδων) έχει το φυσιολογικό αντίστοιχό του στη «hen night» (νύχτα της εργένισσας), η ανισότητα της αρχαιότητας επιβάλλει, σύμφωνα με τον αμερικανό κοινωνιολόγο Ρίτσαρντ Σένετ, απέναντι στην ανδρική κοινωνική πρακτική του συμποσίου να τεθεί η γυναικεία θρησκευτική λατρεία του Αδωνη. Και μάλιστα με μια μάλλον επίμαχη διάσταση: «Τα Αδώνια», επισημαίνει ο Σένετ στο «Flesh and Stone. The Body and the City in Western Civilization» (εκδ. W. W. Norton & Company), «εξυμνούν τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία».
Ο μύθος θέλει τον Αδωνη αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ Αφροδίτης και Περσεφόνης με τον Δία σε ρόλο επιδιαιτητή. Τη σολομώντειο λύση της διανομής του χρόνου του στα τρία, ακολουθεί η απόφαση του Αδωνη να χαρίσει τον προσωπικό του χρόνο στη θεά του έρωτα και, τέλος, ο θάνατός του από τους χαυλιόδοντες ζηλόφθονου κάπρου σταλμένου από την Αρτεμη, τον Αρη ή τον Απόλλωνα στο πλαίσιο της διευθέτησης κάποιας από τις άπειρες βεντέτες των Ολύμπιων. Συνώνυμο της ηδονής, τιμημένος από την Αφροδίτη για τη μορφή του έρωτα που εκπροσωπούσε, ο Αδωνης βρισκόταν στους αντίποδες του Ηρακλή: ήταν μια προσωπικότητα του πανθέου που δεν κατανάλωνε θηλυκά με απληστία και λαιμαργία, όπως ο κατά συρροήν ερωτύλος ημίθεος ο οποίος στην επίγεια θητεία του έγινε πατέρας 72 γιων και μίας κόρης, αλλά ταυτιζόταν με την ικανοποίηση του γυναικείου φύλου.
Αποκλειστικά γυναικεία διαδικασία, ο εορτασμός του στην κλασική Αθήνα στα μέσα του Ιουλίου είχε αποκτήσει τη φήμη δραστηριότητας με λάγνα αστεία και παράνομους έρωτες: περιελάμβανε ολονυχτίες στις στέγες των οικιών, χορούς, μεθύσια και, για κάποιους μελετητές τουλάχιστον, λεσβιακές συνευρέσεις. (Η Σαπφώ στη σωζόμενη ποίησή της αναφέρεται ρητά στη λατρεία του: «- Πεθαίνει, Κυθήρεια, ο ευγενικός Αδωνις, τι να κάνουμε; –Χτυπήστε τα στήθη σας, κόρες, και σχίστε τους χιτώνες σας».)
Η επίσημη πολιτεία απέφευγε να αναγνωρίσει τα Αδώνια ή να τα εντάξει στο εορτολόγιο –επρόκειτο για ανεπίσημο θεσμό που οι άνδρες σχολίαζαν είτε κοροϊδευτικά ως σκανδαλιστική περίσταση (όπως ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη») είτε επικριτικά ως εφήμερη απόλαυση (όπως ο Πλάτωνας στον «Φαίδρο»). Για κατάργηση, φυσικά, ούτε λόγος. Αν «το έκφυλο στοιχείο και η αναισχυντία βρίσκονται στην καρδιά των Αδωνίων», όπως γράφει ο γάλλος ανθρωπολόγος Μαρσέλ Ντετιέν στο βιβλίο «Οι κήποι του Αδωνη» (εκδ. Πατάκη), ταυτόχρονα η πρακτική λειτουργεί ως «μια εικόνα αποπλάνησης». Οταν «οι εραστές θριαμβεύουν και οι γυναίκες συμπεριφέρονται ως απαιτητικές αφέντρες», επέρχεται ίσως και μια ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων. Κύριοι του οίκου, της αγοράς, της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, οι άνδρες δεν μπορούν να τα έχουν όλα.
Αυτόχειρες υπέργηροι
Είναι όμως και ο ορθολογισμός των αρχαίων Ελλήνων που θα μπορούσε να οδηγεί σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που έχουμε συνηθίσει. Παράδειγμα, το παρακάτω απόσπασμα του αρχαίου ιστορικού Ηρακλείδη Λέμβου από τον 2ο αιώνα π.Χ., τμήμα επιτομής του χαμένου σήμερα έργου του Αριστοτέλη «Πολιτείαι»: «Δεδομένου ότι το νησί έχει κλίμα υγιεινό κι οι άνθρωποι φθάνουν σε βαθιά γεράματα, ιδιαίτερα οι γυναίκες, οι κάτοικοι δεν περιμένουν να πεθάνουν από γηρατειά, αλλά πριν αρρωστήσουν ή υποστούν κάποια αναπηρία δίνουν τέλος στη ζωή τους». Εδώ μοιάζει να υποδηλώνεται χαρακτηριστικά η απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο από τον αρχαίο κόσμο: η αμφιλεγόμενη σήμερα πρακτική της ευθανασίας ήταν πλήρως αποδεκτή σε τμήματα της τότε κοινωνίας –εν προκειμένω, στο νησί της Κέας.
Η Αγγελική Πετροπούλου, κύρια ερευνήτρια στο Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, επεσήμανε το 2000 στο άρθρο της «Αρχαίες Πρακτικές Ευθανασίας: Κέα και Μασσαλία» από το βιβλίο «Ευθανασία. Η σημαντική του «καλού» θανάτου» (εκδ. ΕΙΕ) ότι ο Στράβων αναφέρει τον 1ο αιώνα π.Χ. τη φήμη για την ύπαρξη νόμου που «πρόσταζε όσους έχουν περάσει τα εξήντα να πίνουν κώνειο για να επαρκεί για τους άλλους η τροφή», ο οποίος μάλιστα παραλίγο να εφαρμοστεί μαζικά στην περίπτωση μιας πολιορκίας από τους Αθηναίους, ενώ ο Αιλιανός τον 3ο αιώνα μ.Χ. παραθέτει την πληροφορία ότι «είναι έθιμο των Κείων (…) σα να προσκαλούν ο ένας τον άλλο σε επίσημο γεύμα ή εορταστική θυσία, να συγκεντρώνονται, να βάζουν στεφάνια και να πίνουν κώνειο» –μια αυτοκτονία εν είδει συμποσίου. Και ο Ρωμαίος Βαλέριος Μάξιμος, συγγραφέας τον 1ο αιώνα μ.Χ. μιας συλλογής από 967 θαυμαστές και παράδοξες ιστορίες, περιγράφει (ως αυτόπτης μάρτυρας μάλιστα) την «εθελοντική αυτοκτονία με κώνειο» μιας υπέργηρης αριστοκράτισσας του νησιού.
Η Αφροδίτη Αβαγιανού στο άρθρο της «»Ευθάνατος θάνατος». Το «καλώς θανείν» στην αρχαία Ελλάδα» εξηγεί τη λογική πίσω από παρόμοιες πρακτικές υπό το πρίσμα με το οποίο κρινόταν η αυτοκτονία: «Η αυτοκτονία λόγω ανανδρίας και δειλίας είναι κατακριτέα», όχι όμως και αυτή για λόγους αιδούς, ενοχής, φόβου δύσκλειας, γήρατος ή ανίατης ασθένειας. «Η αυτοκτονία δεν δημιουργούσε ηθική αντίδραση, αποστροφή, αλλά έδινε στους ανθρώπους μια τιμητική απαλλαγή και απελευθέρωση από μια ανεπιθύμητη και ανυπόφορη ζωή». Εξ ου και οι περιστάσεις αυτοχειρίας υπέργηρων φιλοσόφων (Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, Εμπεδοκλής, Ζήνων ο Στωικός, Διονύσιος Επικούρειος) που μπορούν να θεωρηθούν ως «περιπτώσεις κομψής ευθανασίας». Αν νομίζετε ότι οι αρχαίοι ήταν σαν τους γείτονές σας, ξανασκεφτείτε το.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Ιουνίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ