2 Ιουνίου 1985, ημέρα εκλογών. Μετά τη δύση του ηλίου, ο Ανδρέας Παπανδρέου παρακολουθούσε τα αποτελέσματα από το σπίτι του στο Καστρί. Σε μια εποχή δίχως exit polls, Διαδίκτυο και ιδιωτική τηλεόραση, η έκβαση της αναμέτρησης του ίδιου με τον τότε πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ήταν λιγότερο προβλέψιμη. Ωστόσο, τα μηνύματα που λάμβανε ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού ήταν ελπιδοφόρα.
Αργά το βράδυ, καθώς είχε ολοκληρωθεί η καταμέτρηση σε ποσοστό εκλογικών τμημάτων τέτοιο που να θεωρείται ενδεικτικό, ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ καθησυχάστηκε μόνο όταν παρατήρησε το ποσοστό του ΚΚΕ. Ηταν μικρότερο από 10%, λιγότερο από όσο είχε λάβει στις ευρωεκλογές έναν χρόνο νωρίτερα. «Αν είναι σε αυτό το ποσοστό το ΚΚΕ, πάμε καλά» φέρεται να είπε ο Ανδρέας Παπανδρέου στον στενό κύκλο συνεργατών και φίλων που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του. Και πράγματι, το ΠαΣοΚ ανανέωσε τη λαϊκή εντολή επιτυγχάνοντας το –εξωπραγματικό για τα σημερινά δεδομένα –45,82%.
Ουδείς μνημονεύει σήμερα τον ιδρυτή του ΠαΣοΚ ως έναν αριστερό ηγέτη, ειδικά υπό την έννοια της «ορθόδοξης» Αριστεράς. Ωστόσο, οι στιγμές στην πορεία του που ανέπτυξε λόγο τόσο ριζοσπαστικό ώστε να «ανταγωνίζεται» τα κόμματα της Αριστεράς δεν σπάνιζαν. Από τα μαθητικά του χρόνια, όταν αποβλήθηκε από το Κολλέγιο Αθηνών εξαιτίας της συμμετοχής του στην έκδοση της μαθητικής εφημερίδας «Το ξεκίνημα» και του μαρξιστικής εμπνεύσεως άρθρου του «Οι οικονομικές σχέσεις των τάξεων», οι αναφορές του σοσιαλιστή ηγέτη στην Αριστερά και στη μυθολογία της υπήρξαν πολλές. Οπως επίσης και οι πολιτικές σχέσεις με τα στελέχη της που εκτείνονταν από τη συμπόρευση ως την απόλυτη τρικυμία του 1989. Μόνο ως απότοκες των παραπάνω μπορούν να χαρακτηριστούν οι –μολαταύτα, αυθαίρετες –συγκρίσεις που συχνά επιχειρούνται μεταξύ του Ανδρέα Παπανδρέου και του σημερινού προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα.
O πονοκέφαλος της Κεντροαριστεράς
Επιπλέον, σήμερα, ανάμεσα σε προκλήσεις και αναφορές στην Ιστορία, η παράταξη την οποία ίδρυσε ο πρώην Πρωθυπουργός, η πολύφερνη Κεντροαριστερά, αναζητεί εναγωνίως την ταυτότητά της. Πρόκειται εξάλλου για έναν «πονοκέφαλο» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας εν συνόλω. Καθώς αύριο συμπληρώνονται 18 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, μια αναδρομή σε γνωστές και άγνωστες ιδεολογικά φορτισμένες στιγμές του παραμένει χρήσιμη. Επιπλέον, είναι επίκαιρη και διαθέσιμη προς πολλαπλές αναγνώσεις τόσο από τη σημερινή Κεντροαριστερά όσο και από την ίδια την Αριστερά.
Με την εκλογική νίκη του ΠαΣοΚ το 1981 και την Αλλαγή, ο Ανδρέας Παπανδρέου ευαγγελίστηκε τη δικαίωση τριών γενιών: της γενιάς της Εθνικής Αντίστασης, της γενιάς του ανένδοτου καθώς και της γενιάς του Πολυτεχνείου. Επρόκειτο για μια αφήγηση η οποία ασφαλώς αφορούσε το αριστερό ακροατήριο και ελάχιστα γινόταν λόγος για τη μεταρρύθμιση του κράτους. Η επούλωση των μετεμφυλιακών τραυμάτων των ηττημένων ήταν ζητούμενο. Τουλάχιστον η πρώτη τετραετία του ΠαΣοΚ στην εξουσία στηρίχτηκε πάνω της, όπως και η πορεία προς αυτή, ήδη από το 1970.
Παραμένει ακόμη ασαφές το τι ήταν εκείνο που έκανε έναν αστό πολιτικό, πρώην καθηγητή Οικονομικών σε αμερικανικό πανεπιστήμιο, να πετάξει το κοστούμι και να βγει στον δρόμο με πέτσινα μπουφάν και ζιβάγκο, να ηγηθεί ενός αντιστασιακού κινήματος, του ΠΑΚ, του οποίου τα μέλη το ενέτασσαν στο κύμα διαμαρτυρίας της εποχής κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, κατά των επεισοδίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, κατά του καθεστώτος της Χιλής. Καθώς και να ιδρύσει ένα σοσιαλιστικό κόμμα με έμβλημα, κατά μια εκδοχή, εμπνευσμένο από την ΕΠΟΝ, την οργάνωση νέων του ΕΑΜ. Μάλιστα ο ίδιος αντιτέθηκε σφόδρα στους προερχόμενους από την Ενωση Κέντρου συντρόφους, οι οποίοι ήθελαν το κόμμα να ονομαστεί Πανελλήνιο Δημοκρατικό Κίνημα.
Από τον Κέινς στον Πάμπλο
Σύμφωνα με μια αφήγηση, καθοριστική στιγμή ήταν οι οκτώ μήνες τους οποίους είχε περάσει ως φυλακισμένος της χούντας. Στην απομόνωση της φυλακής, παρέα με βιβλία Γραμμικού Προγραμματισμού και φοβίες, ένας άνθρωπος ο οποίος τρεφόταν από τη συλλογική δράση και απολάμβανε την ανθρώπινη παρουσία, είναι πιθανό να υπέστη κρίση ταυτότητας. Μετά την αποφυλάκισή του, επήλθε η απογοήτευση από τα σχεδόν τρία χρόνια αποτυχίας των όποιων «θεσμικών» προσπαθειών για την πτώση της δικτατορίας των Απριλιανών. Τα διαβήματα ξένων κυβερνήσεων και η «αστικού τύπου» διπλωματία δεν κατέστη δυνατό να ρίξουν τους πραξικοπηματίες. Είχε καταστεί επιτακτική ανάγκη η κινητοποίηση να είναι αντιστασιακή, περίπου επαναστατική.
Μπορεί κατά τα χρόνια του στις ΗΠΑ μόνιμες αναφορές του να ήταν ο Τζον Μέιναρντ Κέινς καθώς και ο μέντοράς του, Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, ωστόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε διαβάσει το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ σε ηλικία 14 ετών. Ηδη από νεαρός παρακολουθούσε στενά και με θαυμασμό την πορεία του Λέοντος Τρότσκι –επί δικτατορίας συνδέθηκε φιλικά με τον διάδοχο του Τρότσκι στη γραμματεία της 4ης Διεθνούς, Μιχάλη Ράπτη, με τον οποίο παρέμειναν φίλοι ως το τέλος. Ανέπτυξε πυρετώδη δράση για το παλαιστινιακό ζήτημα, προσεγγίζοντας τον Γιάσερ Αραφάτ.
Με τη Μεταπολίτευση, ενέταξε στο ΠαΣοΚ πλήθος στελεχών προερχόμενων από το ΚΚΕ, πολλούς τροτσκιστές (τους οποίους συντόμως διέγραψε), αλλά και κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 επέλεξε να στηρίξει συνδικαλιστές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κατά τις μεγάλες απεργίες. Η μόνη διαρροή ψήφων την οποία φοβόταν ανέκαθεν ήταν εκείνη προς τα αριστερά. Ο λόγος του τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αντανακλούσε μια συνεχή αγωνία να είναι αντιδεξιός, αντιαμερικανικός, ριζοσπαστικός. Ακόμη και η ανακοίνωσή του μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα το 1974 ήταν οξεία απέναντι στη νέα κατάσταση, στην οποία –πρόωρα –απέδιδε φιλονατοϊκά χαρακτηριστικά.
Ο Ανδρέας και η Αμερική
«Αντι, δεν μπορούμε να τα βρούμε;» ρώτησε, πίσω στο 1964, τον τότε υπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου, Ανδρέα Παπανδρέου, ο Βίνσεντ Τζόις, επικεφαλής της αμερικανικής USIA, μιας διπλωματικής υπηρεσίας των ΗΠΑ υπεύθυνης για την επικοινωνία των θέσεων της υπερδύναμης.
«Από εδώ και πέρα δεν θα με αποκαλείς Αντι, θα με αποκαλείς «κύριε υπουργέ»» ήταν η απόκριση του Ανδρέα. Η διένεξη αφορούσε την εκπομπή του αμερικανικού προγράμματος Voice of America (και της συνακόλουθης αντικομμουνιστικής προπαγάνδας) από τα ελληνικά ραδιοκύματα. Η δημοσιοποίηση του παραπάνω διαλόγου μερικούς μήνες αργότερα ήρθε προκειμένου να στείλει το μήνυμα ότι ο Ανδρέας έχει απολέσει οριστικά την αμερικανική υπηκοότητά του.
Ως το 1964 ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αφήσει την έδρα του στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ των ΗΠΑ και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα έπειτα από πρόσκληση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο τότε διαπρεπής οικονομολόγος δεν άργησε να εμπλακεί στην ελληνική πολιτική σκηνή και στα εσωκομματικά της Ενωσης Κέντρου.
Ωστόσο, καθώς η στάση των Αμερικανών υπήρξε δεδομένα ψυχροπολεμική απέναντι σε καθετί αριστερίζον τη συγκεκριμένη περίοδο, ο γιος τού τότε Πρωθυπουργού συχνότατα κατηγορούνταν από τον Τύπο, αλλά και από στελέχη της Αριστεράς, ως «άνθρωπος των Αμερικανών». Ο ίδιος ουδέποτε απέκρυψε τη στενή σχέση του με τους Αμερικανούς. Το γραφείο του στην οδό Σουηδίας είχε μετατραπεί σε ένα μικρό think tank όπου επιστολές και συμβουλές κατέφθαναν, κυρίως από έναν κύκλο προοδευτικών συμβούλων του προέδρου Κένεντι, ανάμεσά τους ο πρώην ειδικός βοηθός του Κένεντι σε θέματα εθνικής ασφάλειας, Καρλ Κάιζεν, και ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ. Ηταν οι ίδιοι οι οποίοι άσκησαν πίεση για την αποφυλάκισή του επί δικτατορίας.
Η καχυποψία της Αριστεράς
Οι παραπάνω σχέσεις κατά πολλούς «έθρεψαν» την καχυποψία της Αριστεράς απέναντι στον Ανδρέα Παπανδρέου. Στις κρυφές συναντήσεις του με τον εντεταλμένο από τον Ηλιού Λεωνίδα Κύρκο, όπου διερευνούσαν το ενδεχόμενο πολιτικής συμπόρευσης με την ΕΔΑ μετά τα Ιουλιανά, το θέμα επανερχόταν επίμονα στην κουβέντα. Επιπλέον, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αντίστοιχο πρόβλημα και με την «αριστερή» πτέρυγα της Ενωσης Κέντρου. Ακόμη και αργότερα, μετά τη δικτατορία, μετά τον ακτιβιστικό αντιδικτατορικό αγώνα με το ΠΑΚ, κατά την πρώτη πενταετία του ΠαΣοΚ, αμφισβητήθηκε έντονα από στελέχη της Δημοκρατικής Αμυνας (μιας εκ των αρχικών «συνιστωσών» του ΠαΣοΚ) ότι λειτουργούσε ως πράκτορας των Αμερικανών. Και βεβαίως, ακόμη και κατά τη δεκαετία του ’80, όταν η ΕΟΚ ταυτιζόταν από μέρους του με το ΝΑΤΟ ως «το ίδιο συνδικάτο», τα πυρά συνεχίστηκαν με αφίσες αριστερής εμπνεύσεως να κυκλοφορούν και να απεικονίζουν τον ίδιο πλάι σε μπίρες, αστερόεσσες και κόκα-κόλες.
Οι κοριοί του παρακράτους
Ποια ήταν, όμως, η πραγματική σχέση του Ανδρέα Παπανδρέου με τους Αμερικανούς; Και πόσο αντιαριστερή υπήρξε; Εχουν δει το φως της δημοσιότητας πλείστα έγγραφα αμερικανικών και άλλων δυτικών μυστικών υπηρεσιών που περιγράφουν τον Ανδρέα περίπου ως «διάβολο» με αντιδυτική δράση.
Ενδεικτικό είναι ότι στην πρώτη εκείνη θητεία του ως υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, ανάμεσα στα καθήκοντά του ήταν και η εποπτεία της ΚΥΠ, τότε στενά συνεργαζόμενης με τη CIA –το γνωστό «παρακράτος της Δεξιάς». Αφότου αντιλήφθηκε ότι το τηλέφωνο του γραφείου του παρακολουθείται, κάλεσε επανειλημμένως τους τεχνικούς της ΚΥΠ να αφαιρέσουν τον κοριό. Εκείνοι αρνούνταν, δηλώνοντας ότι δεν γνωρίζουν πώς να κάνουν κάτι τέτοιο. Τα συνεργεία των συνεργαζόμενων υπηρεσιών για τις υποκλοπές ήταν εγκατεστημένα λίγο πιο δίπλα, στο τότε κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, πάνω από του Zonar’s. Και ασφαλώς «άκουγαν» απρόσκοπτα.
Από το 1970 και έπειτα, στο πλαίσιο της γενικότερης ριζοσπαστικοποίησης, ο λόγος του Ανδρέα έλαβε έντονα αντιαμερικανική χροιά. Αν και οι σχέσεις του ΠΑΚ με τα υπόλοιπα αντιδικτατορικά κινήματα ήταν μάλλον ψυχρές, δεν δίσταζε να οικειοποιηθεί το αντιαμερικανικό λεξιλόγιο των πιο ριζοσπαστικών εξ αυτών. Μιλούσε συχνότατα για «αμερικανοκίνητη» δικτατορία, για «διευθυντήριο», για την παντοδυναμία των αμερικανικών πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι σπανίως απέδιδε τις κατηγορίες του προσωπικά στον εκάστοτε αμερικανό πρόεδρο, στον Τζόνσον, στον Νίξον ή στον Ρίγκαν, αλλά στον αμερικανικό παράγοντα συνολικά, στο «κράτος» της διπλωματίας και των μυστικών υπηρεσιών. Και αυτή αποτελεί σίγουρα μια διαφορά του με τον ηγέτη της σημερινής Αριστεράς Αλέξη Τσίπρα. Αν θεωρήσει κάποιος ότι σήμερα είναι η Γερμανία που επιχειρεί να παρέμβει στην ελληνική πολιτική, οι βολές του Τσίπρα απευθύνονται προσωπικά προς την καγκελάριο Μέρκελ και προς τον υπουργό Οικονομικών της.
Οι τρεις πολιτικές ταφές του Ανδρέα
Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ανδρέα Παπανδρέου είχαν –λανθασμένα –προβλέψει τον πολιτικό θάνατό του τρεις φορές, πολύ πριν από τον φυσικό. Η πρώτη ήταν με την αιφνίδια παραίτησή του από την κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου το 1965. Η δεύτερη ήταν μετά τις εκλογές του 1974, όταν το ΠαΣοΚ δεν επιβεβαίωσε τις προσδοκίες του ίδιου και σημείωσε κάτω του αναμενόμενου επίδοση. Η πιο πρόσφατη ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, εξαιτίας της ασθένειάς του, του στενού κύκλου συνεργατών του και των επιλογών στην προσωπική ζωή του, αλλά και της γεωπολιτικής κοσμογονίας στην οποία οδήγησε η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης.
Το 1987, στην αυγή μιας περιόδου όπως η τελευταία, όταν η απήχησή του έβαινε μειούμενη, ο Ανδρέας Παπανδρέου επιχείρησε τον «εκσυγχρονισμό» του σοσιαλιστικού λόγου του και μια ρεαλιστική στροφή. Καθώς προέβαινε στις γνωστές δηλώσεις για το χρέος («ή θα μας καταπιεί ή θα το αντιμετωπίσουμε») και επιχειρούσε πολιτική λιτότητας με υπουργό Οικονομικών τον Κώστα Σημίτη, προσπάθησε να επικαιροποιήσει τον χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας. Σε συνέντευξή του στην επιθεώρηση «New Perspectives» είχε παρατηρήσει: «Μεταξύ σοσιαλιστών, η αντίληψη του κράτους πρόνοιας έχει υποστεί κάποιες μεταβολές, καθώς αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα της εφαρμογής». Βεβαίως, συντόμως θα ακουγόταν το σύνθημα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», αλλά και η Αριστερά θα συνεργαζόταν με τη Δεξιά.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη ανατροπή όλων θα ήταν διεθνής: η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η προσαρμογή της ρεαλπολιτίκ στη νέα πραγματικότητα. Τον Ιούλιο του 1991, σε διάλεξή του με τίτλο «Τι σημαίνει σοσιαλισμός σήμερα;» στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, παρέθεσε κάποιες σκέψεις οι οποίες θα ακούγονταν εξίσου φρέσκες στο περιβάλλον οποιουδήποτε σημερινού φόρουμ περί Κεντροαριστεράς. Παρατίθεται ένα μικρό απόσπασμα, αντί επιλόγου.
«Το σοσιαλιστικό μοντέλο που έχουμε στο μυαλό μας πρέπει να «διορθώνει» την αγορά εκεί που αποτυγχάνει. Αυτό είναι όντως ο κύριος κανόνας. Σημαίνει την απουσία της ανεργίας –και μια κατανομή εισοδήματος που φθάνει σε υψηλά επίπεδα δικαιοσύνης. Αυτό επιτυγχάνεται με οικονομικές και εισοδηματικές πολιτικές, οι οποίες όμως πρέπει να είναι συνεπείς προς τη νομισματική πολιτική, η οποία έχει αντιπληθωριστικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο όρος γίνεται απαραίτητος λόγω της ανάγκης επιβίωσης στον στυγνό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό κάλλιστα μπορεί να είναι το τεστ-κλειδί για το είδος του μοντέλου που συζητάμε».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Ιουνίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ