Εδώ ο μύθος βαραίνει επάνω σου σαν τις Φαιδριάδες Πέτρες που κρέμονται πάνω από το κεφάλι σου. Οχι για να καταπλακώσει το παρόν, τις αισθήσεις, τον νου και τα συναισθήματα, αλλά για να το φορτίσει με θετική ενέργεια που πηγάζει σαν την Κασταλία πηγή στην άκρη του δημόσιου δρόμου και πάει πολύ μακριά, σαν το αρχαίο μονοπάτι που κατηφόριζε από τον «άγιο στίβο των Δελφών», όπως έλεγε ο οραματιστής Αγγελος Σικελιανός, ως το λιμάνι, την Κίρρα –εκεί όπου ο Απόλλων οδήγησε το μινωικό σκαρί μεταμορφωμένος σε δελφίνι –τη σημερινή Ιτέα, για να επιβιβαστεί στα καράβια και να ανοιχτεί στην απέραντη θάλασσα. Οταν ο ποιητής συλλάμβανε την ιδέα των Δελφικών Εορτών, υπήρχαν στον νου του το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ή, αλλιώς, οι τρεις τρόποι της ορφικής παράδοσης· ο επιστρεπτικός, ο προνοητικός και ο εράσμιος. Και τα αισθάνεσαι καθώς περιηγείσαι στον επιβλητικό αρχαιολογικό χώρο, παρά την πολυκοσμία, μέσα στην «ολάνθιστη σιωπή», για να επικαλεστούμε και πάλι τον ποιητή της άνοιξης.
Ο Ηνίοχος και οι δονήσεις
Η επίκληση των ποιητών σημαίνει ότι η ζωή συνεχίζει να κάνει κύκλους γύρω από τον «Ομφαλό της Γης». Μπορεί να μην έχει πια την καλύβα του ο Φοίβος εδώ, αλλά έχει το σπίτι του, ψηλά πάνω στο Στάδιο, ο ποιητής. Ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος αισθάνθηκε τις δονήσεις του τοπίου από το σπίτι του Σικελιανού, γράφει για το σύγχρονο μήνυμα των χρησμών: «(…) Εκείνο που αισθάνεται κανείς είναι ότι, στο βάθος του σημερινού στοχασμού, κάτι πρέπει να μένει από εκείνες τις παλιές καταλυμένες εκφράσεις. Αλλιώς, πώς θα μπορούσαμε να νιώσουμε εδώ μια τέτοια δόνηση;».
Καθώς ανεβαίνεις και αισθάνεσαι, τα μοβ λουλούδια λες και έχουν ακουμπήσει το κεφάλι τους στο σκαλοπάτι του Θησαυρού των Αθηναίων. Ενα πουλί ζει την καθημερινότητά του στην κορυφή ενός από τους ευθυτενείς στύλους του Ναού του Απόλλωνα, ένα άλλο απευθύνει κελαηδιστά την πρόσκλησή του για ταίρι καθισμένο στην άκρη ενός χαμηλού κιονόκρανου και ένα άλλο έχει ήδη φωλιάσει στον αρχαίο τοίχο.
Ο τόπος είναι ζωντανός, όπως το βλέμμα του Ηνίοχου στο κέντρο της μοναχικής του αίθουσας στο Μουσείο των Δελφών. Αισθάνεσαι αυτό το διαπεραστικό βλέμμα που εκπορεύεται από τα αμυγδαλωτά μάτια, το νιώθουν όλοι, οι μυριάδες επισκέπτες της σάλας του Ηνίοχου. Παρακολουθούσα ένα ξανθό κορίτσι, ίσως από τις υπερβόρειες χώρες, που επισκεπτόταν κάθε χρόνο μερικούς μήνες ο Απόλλωνας σύμφωνα με τον μύθο. Εμεινε πίσω από την ομάδα του, η οποία προχώρησε στις άλλες αίθουσες του μουσείου, με τη Σφίγγα των Ναξίων, τους Κούρους του Αργους, τον Ομφαλό. Μόνο του με τον Ηνίοχο. Τον κοίταξε, δεν ξέρω γιατί, με ένα συνοφρυωμένο, έως και αγριωπό, βλέμμα. Μετά πέρασε από μπροστά του χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω του και συνέχισε να τον κοιτάζει από την απέναντι γωνία. Το πρόσωπό της γαλήνεψε, σήκωσε τη μεγάλη φωτογραφική μηχανή που κρεμόταν στον λαιμό της και κράτησε δικό της για πάντα το βλέμμα του. Πάντα οι Δελφοί φιλοξενούσαν αφιερώματα και ο καθένας κάνει εδώ το δικό του τάμα.
Γεύση από Ρούμελη
Το ταξίδι το ζεις με τη δική σου ζωή, τη γήινη και πραγματική, με την οποία αισθάνεσαι, απολαμβάνεις, μυρίζεις, γεύεσαι, αλλά και κουράζεσαι. Εντάξει, αυτό το αισθαντικό μονοπάτι από τους Δελφούς ως κάτω στην Ιτέα, αν και είναι μακρύ, κάπου τρεισήμισι ώρες πεζοπορίας, δεν είναι και τόσο κουραστικό όταν το κατεβαίνεις. Ετσι, σχεδόν άκοπα, αποτυπώνεις σε μία μόνο εικόνα την πιο γοητευτική αντίθεση του ελληνικού τοπίου: κάτω στον Κρισσαίο κόλπο τη μαλαματένια θάλασσα να αστράφτει μπροστά στα πόδια του επίσης ασημένιου, μεγάλου ελαιώνα της Αμφισσας, και πίσω να λάμπουν οι χιονισμένες κορφές του Παρνασσού, με όλα τα αρώματα της Ιστορίας και της άνοιξης να πάλλονται γύρω σου στο μάξιμουμ. Και λίγο πριν από τη μέση της διαδρομής (1 ώρα και 10 λεπτά από τους Δελφούς), το Χρισσό, μια ενδιαφέρουσα στάση, που για εμάς, την παρέα του Απόστολου Χατζηδήμου από τον Δήμο Δελφών, έγινε τέρμα για τη δοκιμή της εμπειρίας της Ρούμελης στο οφτό κρέας.
Με το «καλωσόρισες» σε αυτή την περιοχή «πειράζεται» η γεύση σου, χάρη στη Δήμητρα, στη Ρούλα και στις άλλες καλές κυρίες της Δεσφίνας που μας υποδέχθηκαν πραγματικά στο σπίτι τους, με τον τρόπο τους, στο στρωμένο τραπέζι με τα παραδοσιακά παξιμάδια από τον φούρνο του Σαμουήλ, τη φταλιά (ψωμί με λάδι και σουσάμι σαν πίτα) με φέτα Παρνασσού ή γνήσιο πετιμέζι, το οψιμοτύρι –όψιμο κατσικίσιο τυρί αλειμμένο στο ψωμί -, την τριψάνα –γάλα, παξιμάδι και αλάτι -, τα κοκοτάκια (είδος δίπλας, με πλαστό φύλλο), τον χαλβά κόλλας με αμύγδαλα και κανέλα. Και η γεύση του «καλωσόρισες» από καρδιάς σημαδεύει όλη την περιήγησή σου και χρωματίζει το αίσθημα του τόπου…
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Απριλίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ