«Η λογοτεχνία είναι ειδήσεις που παραμένουν ειδήσεις» έγραφε ο Εζρα Πάουντ στην «Αλφαβήτα της ανάγνωσης», ένα βιβλίο το οποίο, όπως όλα σχεδόν τα πεζά κείμενά του, συνδυάζει εξαίρετες παρατηρήσεις και άλλα τόσα ιδεοληπτικά και κακεντρεχή σχόλια. Ο ορισμός εξηγεί, έστω και εμμέσως, γιατί έχουν τόση σημασία οι μεγάλες επέτειοι στη λογοτεχνία –και γενικότερα.
Εφέτος έχουμε μια μεγάλη επέτειο: τον επόμενο μήνα συμπληρώνονται 450 χρόνια από τη γέννηση του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Και δύο χρόνια αργότερα θα συμπληρωθούν 400 χρόνια από τον θάνατό του. Επόμενο ήταν, λοιπόν, οι εορτασμοί να κρατήσουν ως τότε.
Οι μοντερνιστές υποστήριζαν πως ο συγγραφέας δεν έχει βιογραφία. Αν το πάρει κανείς τοις μετρητοίς, οδηγείται στο συμπέρασμα πως οι μεγαλοφυείς συγγραφείς είναι κατ’ εξοχήν εκείνοι που δεν έχουν βιογραφία, υπό την έννοια ότι η ζωή τους παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον, όταν το έργο την επισκιάζει –και όχι μόνο αυτήν, αλλά και την εποχή, τη χώρα και τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε. Καλύτερο παράδειγμα από τον Σαίξπηρ δεν υπάρχει. Οσες βιογραφίες του βάρδου κυκλοφόρησαν ως τώρα δεν προσθέτουν ουσιαστικά τίποτε στο έργο του. Ούτε καν αυτή του έμπειρου Πίτερ Ακρόιντ το 2005, η πιο φιλότιμη και ενδιαφέρουσα προσπάθεια.
Το πλήθος των εκδοχών και των ερμηνειών του σαιξπηρικού κόσμου υπερβαίνει τα όρια στα οποία μπορεί να κινηθεί ένας άνθρωπος, ενώ το εύρος της επίδρασής του καθιστά απαγορευτική την όποια προσπάθεια σφαιρικής ερμηνείας. «Ο Σαίξπηρ είναι για την παγκόσμια λογοτεχνία ένα πνεύμα που διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις» γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ στον «Δυτικό κανόνα» του. Και αυτό που κατάφερε, να μετατρέψει «όλον τον κόσμο σε μια σκηνή», καθώς λέει στο «Οπως σας αρέσει» (Δεύτερη πράξη, έβδομη σκηνή) είναι μάλλον απίθανο να το επιτύχει οποιοσδήποτε στο μέλλον.
Ερωτευμένοι με τον Σαίξπηρ
Σχεδόν ποτέ δεν ανακαλούμε την πατρότητα πολλών στερεότυπων φράσεων αντλημένων από τον Σαίξπηρ που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή. Ποιος σκέφτεται όταν λέει «πολύ κακό για το τίποτε» ότι είναι ο τίτλος έργου του βάρδου, όπως και το «όνειρα θερινής νυκτός»; Ή πως το «ο έρωτας είναι τυφλός» προέρχεται από τον «Εμπορο της Βενετίας»; Ή ότι το πασίγνωστο «ό,τι έγινε έγινε» προέρχεται από τον «Μακμπέθ»; Ή ακόμη «το βασίλειό μου για ένα άλογο» από τον «Ριχάρδο Γ΄»; Και αυτά τα ελάχιστα είναι από τα πλέον πολυχρησιμοποιημένα.
Ο Χάρολντ Μπλουμ, ο οποίος τοποθετεί στο κέντρο του «Δυτικού κανόνα» τον βάρδο, γράφει πως μπροστά στον Σαίξπηρ μαρμαρώνει η φαντασία και του πιο σπουδαίου δημιουργού. Μαρμαρώνει, όμως, ή απογειώνεται; Ο τίτλος του σημαντικότερου μυθιστορήματος του Φώκνερ «The Sound and the Fury» (Η βουή και η μανία) είναι από τον «Μακμπέθ». Ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος», τίτλος του διασημότερου μυθιστορήματος του Χάξλεϊ και κορυφαίου δυστοπικού έργου του 20ού αιώνα, προέρχεται από την «Τρικυμία». Ο πασίγνωστος στίχος του Σεφέρη «κι α με δικάσετε να πιω το φαρμάκι, ευχαριστώ» στο τρίτο μέρος της «Κίχλης», του πιο φιλόδοξου ποιήματός του, είναι κρυπτομνησία τού «κι αν θα μου δώσετε φαρμάκι θα το πιω» από τον «Βασιλιά Ληρ».
Ο Τ.Σ. Ελιοτ στο δοκίμιό του «Αμλετ», γραμμένο το 1919, προσπαθεί να εξηγήσει γιατί κατά τη γνώμη του το ομώνυμο έργο του βάρδου είναι προβληματικό. Αλλά σε αυτό το δοκίμιο εισήγαγε τον όρο «objective correlative» (αντικειμενική συστοιχία) που έμελλε να στοιχειώσει την κριτική για πάνω από μισό αιώνα.
Οταν ο Ωντεν το 1939 έφυγε από την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, ο εξαίρετος ποιητής –καίτοι χολερικός άνθρωπος –Φίλιπ Λάρκιν τον κατηγόρησε πως «εγκατέλειψε το κοινό του και βούτηξε στη λογοτεχνία». Ο Ωντεν ασφαλώς και «βούτηξε» στη λογοτεχνία: στην κριτική, στο δοκίμιο, στο λιμπρέτο. Αρχίζοντας, όμως, με μια σειρά θαυμάσιων διαλέξεών του για τον Σαίξπηρ, που έδωσε στο New School for Social Research του Γκρίνουιτς Βίλατζ μεταξύ του 1946 και 1947, όταν πλησίαζε τα 40 του χρόνια. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως «βουτώντας» στον Σαίξπηρ ο Ωντεν έγραψε το πιο σημαντικό από τα τέσσερα συνθετικά του έργα, «Η θάλασσα και ο καθρέφτης», το οποίο μετριοπαθώς χαρακτήριζε ως σχόλιο στη σαιξπηρική «Τρικυμία». Αυτό ακριβώς το ποίημα θα τον καθιέρωνε ως ποιητή πρώτης γραμμής. Ηταν ένα έργο συναρπαστικό και έδειχνε, όπως είπαν τότε, το πώς ένας σύγχρονος ποιητής διαβάζει την ψυχή και τη συνείδηση του μεγάλου προγόνου του.
Θα μιλούσαμε, άραγε, για «θέατρο μέσα στο θέατρο» χωρίς τον «Αμλετ»; Υπάρχει κανένα άλλο έργο που να θέτει με τέτοιο συγκλονιστικό τρόπο το θέμα της αμφιβολίας; «Ολος ο κόσμος είναι μια σκηνή» («Οπως σας αρέσει», Δεύτερη πράξη, έβδομη σκηνή), αλλά η σκηνή εντός της σκηνής μπορεί να γίνει παγίδα. Αυτό επιδιώκει ο δανός πρίγκιπας Αμλετ λέγοντας «θα ρίξω μια θηλιά να πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά».
Οταν οι Δυτικοί στις παραστάσεις τους εστίαζαν στην υπαρξιακή πλευρά του έργου, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να αναδείξουν το κοινωνικό του περιεχόμενο, δηλαδή τη φύση και την καρδιά της εξουσίας, το «κάτι σάπιο» που «υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Και μας έδωσαν το 1964 μία από τις σπουδαιότερες ταινίες της εποχής: τον «Αμλετ», σκηνοθετημένο από τον Γκριγκόρι Κόζιντσεφ με την εξαίσια μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς και έναν πρωταγωνιστή ανεπανάληπτο, τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι. Η ταινία είναι από τα κορυφαία επιτεύγματα του σοβιετικού κινηματογράφου μετά τον Αϊζενστάιν. Το μεγαλύτερο μέρος της γυρίστηκε στο κάστρο του Ιβάνγκοροντ, στα σύνορα Εσθονίας – Ρωσίας. Και μολονότι το σενάριο βασίστηκε στη μετάφραση του έργου από τον Μπορίς Παστερνάκ, οι σιωπές και η κίνηση της κάμερας, η πλαστικότητα της εικόνας, οι φωτοσκιάσεις και το μοντάζ έγραψαν πάνω στο σελιλόιντ μια άλλη, ρεαλιστική και εξπρεσιονιστική παράσταση.
Ο βάρδος των 31.534 λέξεων
«Κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προγόνους του» έλεγε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Τον Σαίξπηρ δεν έχει την ικανότητα να τον «δημιουργήσει» κανείς, υπό την έννοια ότι ουδείς μπορεί να αναδείξει, να μεταμορφώσει ή να διασκευάσει πάνω από μία ή δύο, το πολύ, πλευρές του έργου του. Και επειδή για κανέναν άλλον δεν γράφτηκαν τα χιλιάδες βιβλία και οι δεκάδες χιλιάδες ακαδημαϊκές μελέτες που γράφτηκαν για τον Σαίξπηρ, επιστρατεύθηκε και η λεγόμενη λογοτεχνική στατιστική (μας έχουν συνηθίσει σε τέτοια τα τελευταία χρόνια οι Αγγλοσάξονες): Πόσες λέξεις χρησιμοποίησε ο βάρδος στα έργα του; Πόσες γνώριζε και δεν χρειάστηκε να τις χρησιμοποιήσει; Πόσες νέες λέξεις πρόσθεσε στο αγγλικό λεξιλόγιο; Τις μέτρησαν όλες οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε 31.534 διαφορετικές λέξεις. Τις 846 περισσότερο από 100 φορές την καθεμία. Αλλά 14.376, δηλαδή σχεδόν τις μισές, τις χρησιμοποίησε άπαξ. Που σημαίνει ότι γνώριζε περίπου 65.000 λέξεις (ο μέσος αγγλόφωνος σήμερα γνωρίζει 10.000-20.000)!
Η μελέτη του Πολωνού Γιαν Κοτ «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας» αποτελεί αξιόλογη προσπάθεια να προβληθεί το έργο του βάρδου πάνω στο έργο του Μπέκετ και του Ιονέσκο. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι η προσέγγισή του επηρέασε τον «Μακμπέθ» του Πολάνσκι και τον «Βασιλιά Ληρ» του Πίτερ Μπρουκ, αλλά το έργο του Σαίξπηρ στο σύνολό του υπερβαίνει τις ερμηνείες.
Υπάρχουν τόσοι Σαίξπηρ όσες και οι παραστάσεις και οι μελέτες που έχουν γραφτεί για αυτόν, όμως ο βάρδος παραμένει ένας. Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι κάποιες παραστάσεις δεν υπήρξαν μοναδικές. Είχα τη μεγάλη τύχη να δω μία από αυτές το 1987, το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», σκηνοθετημένο από τον Πίτερ Χολ. Ηταν μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις που σκηνοθέτησε, με πρωταγωνιστές τον Αντονι Χόπκινς στον ρόλο του Αντωνίου και την Τζούντι Ντεντς στον ρόλο της Κλεοπάτρας.
Ο Τολστόι και η Σχολή της Μνησικακίας
Θα περίμενε κανείς πως δεν θα υπήρχε συγγραφέας, διανοούμενος ή επιστήμονας πρώτης γραμμής που θα αμφισβητούσε –πόσω μάλλον θα απέρριπτε –τον Σαίξπηρ. Και όμως, αυτό συνέβη και μάλιστα από έναν μεγάλο πεζογράφο, τον Λέοντα Τολστόι, ο οποίος στο δοκίμιό του «Ο Σαίξπηρ και η δραματική τέχνη» το 1906 σχολιάζοντας κυρίως τον «Βασιλιά Ληρ», γράφει μεταξύ άλλων για τα «ευτελή και ανήθικα έργα του Σαίξπηρ» που το θέμα τους είναι «η ελεεινή και χυδαία αντίληψη της ζωής», αφού «περιφρονούν τον λαό» και «εξυψώνουν τους άρχοντες». Και ποιο αντιπροτείνει ως ηθικό, σημαντικό και ανθρωπιστικό έργο ο Τολστόι; Την «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» της Χάριετ Μπίτσερ Στόου!
Προερχόμενες από οποιονδήποτε άλλον και όχι από έναν μεγάλο συγγραφέα, τέτοιες εξωφρενικές αποστροφές μόνο καγχασμούς θα προκαλούσαν. Ομως εδώ δεν πρόκειται περί απλής αντιζηλίας, αλλά περί «μιας ιδιότυπης μανίας», η οποία οδηγεί στην άρνηση της υπεροχής «που ο Σαίξπηρ μοιράζεται από κοινού με τον Ομηρο» λέει ο Χάρολντ Μπλουμ. Δίπλα στον Τολστόι μπορεί να βάλει κανείς και μιαν άλλη σημαντική φυσιογνωμία, τον Φρόιντ, ο οποίος πίστευε πως ο Σαίξπηρ ήταν απλή βιτρίνα και τα έργα του τα έγραψε άλλος. Και κατόπιν τον Μπέρναρ Σο, έστω και με ειρωνική συγκατάβαση (την οποία, άλλωστε, χρησιμοποιούσε και ο ίδιος σε βαθμό καταχρήσεως), ο οποίος πίστευε πως ήταν τόσο ευφυής –όσο και δημοφιλής –ώστε να ξεστομίσει (σε ελεύθερη μετάφραση): «Με μοναδική εξαίρεση τον Ομηρο, δεν υπάρχει εξέχων συγγραφέας, ούτε καν ο σερ Ουόλτερ Σκοτ, που να περιφρονώ τόσο ολοκληρωτικά όσο τον Σαίξπηρ όταν αναμετριέμαι πνευματικά μαζί του». Αργότερα, βέβαια, ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για ρητορική υπερβολή.
Αυτούς θεωρεί ο Χάρολντ Μπλουμ προδρόμους εκείνης που ονομάζει Σχολή της Μνησικακίας, στην οποία ανήκουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο πολιτισμός μέσω των μεγάλων έργων είναι μια μορφή συνωμοσίας εναντίον των καταπιεσμένων: των φτωχών, των γυναικών, των μειονοτήτων και πάει λέγοντας. Και όταν τα έργα δεν προσφέρουν αφορμές για να αναπτυχθούν θεωρίες τραβηγμένες από τα μαλλιά, τότε οι οπαδοί αυτής της σχολής στρέφονται στη ζωή των μεγάλων συγγραφέων ή αναπτύσσουν αστυνομικά σενάρια. Σύμφωνα με ένα από αυτά, τα έργα του Σαίξπηρ τα έγραψε κάποιος ευγενής. Σύμφωνα με έναν άλλον, ο Φράνσις Μπέικον.
Η ζωή, όμως, συχνά είναι και τραγική και ειρωνική. Ο Τολστόι, λόγου χάριν, ο οποίος επετέθη με δριμύτητα εναντίον του «Βασιλιά Ληρ», έμελλε να έχει παρόμοια τύχη με τον σαιξπηρικό ήρωα στο τέλος της ζωής του. Το 1910 άφησε πίσω του τα πάντα (το τεράστιο κτήμα του και τα δικαιώματα των βιβλίων του) για να πεθάνει από πνευμονία σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό.
«Το μεγαλείο του Σαίξπηρ είναι, αναμφίβολα, ο βράχος επί του οποίου θα καταρρεύσει τελικά η Σχολή της Μνησικακίας» προφήτευε ο Μπλουμ το 1994. Το μεγαλείο του Σαίξπηρ ασφαλώς και δεν πρόκειται να θαμπωθεί. Ωστόσο η κατά τον Μπλουμ Σχολή της Μνησικακίας ζει, βασιλεύει και αναπτύσσεται, ιδιαίτερα μάλιστα στη χώρα του, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο βάρδος και το χρήμα
Τον περασμένο Ιούλιο δύο εκδοτικοί κολοσσοί, ο Bertelsmann και ο Pearson, δημιούργησαν από κοινού έναν εκδοτικό οίκο στον οποίο συγχωνεύθηκαν οι εκδόσεις Random House, που ανήκαν στον Bertelsmann, και τα Penguin Books, που ανήκαν στον Pearson. Ηταν η απάντησή τους στην απειλή της Amazon να μονοπωλήσει τις εκδόσεις.
Στην παγκόσμια εκδοτική σκακιέρα τα μεγάλα αναστήματα, όπως και οι επέτειοι, έχουν τεράστιο οικονομικό ενδιαφέρον. Ετσι, τα στελέχη του νέου εκδοτικού οίκου είχαν μια «φαεινή» ιδέα: να ζητήσουν από τους πιο εμπορικούς πεζογράφους τους να διαλέξουν ένα έργο του Σαίξπηρ και να το διασκευάσουν σε μυθιστόρημα τιμώντας, υποτίθεται, με τον τρόπο αυτόν τον βάρδο. Κάποιοι, μάλιστα, έχουν ήδη ανταποκριθεί. Ανάμεσά τους η Μάργκαρετ Ατγουντ, η Αν Τάιλερ, ο Χάουαρντ Τζέικομπσον και ο Τζο Νέσμπο. Ο τελευταίος επέλεξε τον «Μακμπέθ», διότι, όπως είπε, το έργο είναι θρίλερ! Διαβάζοντας τη δήλωσή του θυμήθηκα την αναδρομική έκθεση των έργων του Βαν Γκογκ το 1990 στο Αμστερνταμ, όπου οι διοργανωτές εμπορευματοποίησαν τα πάντα. Ακόμη και ένα πλαστικό κύπελλο με νερό (μισογεμάτο) από τον ψύκτη, στον οποίο είχε τοποθετηθεί κερματοδέκτης, στοίχιζε ένα φιορίνι (μισό ευρώ!). Ολλανδός δημοσιογράφος έγραψε τότε πως αν ζούσε ο Βαν Γκογκ, θα έκοβε και το άλλο του αφτί.
Η πρωτοβουλία να διασκευαστούν σε μυθιστορήματα τα έργα του Σαίξπηρ εορτάστηκε τον περασμένο μήνα πανηγυρικά στην έδρα του Bertelsmann στο Βερολίνο, ένα «παλάτι» στην Unter den Linden 1. Την εκδήλωση, με τίτλο «Η σπουδαιότητα του Σαίξπηρ για τους σύγχρονους συγγραφείς και τα έργα τους», διοργάνωσε το Βρετανικό Συμβούλιο.
Από θεωρίες άλλο τίποτε, θα έλεγε ο κυνικός. Οταν, όμως, πήρε το μικρόφωνο και μίλησε η Ελεν Μίλερ, επικεφαλής των πολιτιστικών σχέσεων του Bertelsmann, είπε ξεκάθαρα μέσα σε πέντε φράσεις δύο πράγματα: πρώτον, σε τι στοχεύουν τέτοιες και συναφείς πρωτοβουλίες και, δεύτερον, ποιος είναι το αφεντικό: «Με τη συγχώνευση των Penguin και Random House και τη δημιουργία του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου (παγκοσμίως), αποδεικνύουμε πως και οι δύο οίκοι παίζουν μεγάλο ρόλο για τον Bertelsmann και τα τμήματά του. Πέραν αυτού, η ιστορία της λογοτεχνίας είναι από πολλές απόψεις η ιστορία της έκδοσης της λογοτεχνίας».
Στο ζήτημα, όμως, της διασκευής σε μυθιστόρημα των σαιξπηρικών έργων, η πτωχή πλην «τιμία» (λέμε τώρα) Ελλάς προηγήθηκε κατά 40 χρόνια! Στη δεκαετία του 1960 ο εκδοτικός οίκος του Δημ. Δαρεμά ανέθεσε σε δύο μεταφραστές και συγγραφείς ξεχασμένους σήμερα, το ζεύγος Στάθη και Γεωργίας Αλεξίου Πρωταίου, να κάνουν ό,τι ακριβώς ανέλαβαν και ο Νέσμπο, η Ατγουντ και οι υπόλοιπες διασημότητες. Και το έκαναν! Μετέτρεψαν σε μυθιστορήματα έργα του βάρδου. Τα βιβλία που κυκλοφόρησαν ήταν φθηνά, κακοτυπωμένα και διακινούνταν κυρίως μέσω των πρακτορείων Τύπου της εποχής με αξιοσημείωτη, για εκείνα τα χρόνια, επιτυχία. Δεν ξέρω αν κυκλοφορούν και σήμερα, πάντως δεν τα βρήκα στην ιστοσελίδα της Biblionet.
* Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας και συντάκτης της εφημερίδας «Το Βήμα». Το πλέον πρόσφατο βιβλίο του, «Οι μηχανές της Ιστορίας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ολκός.**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Μαρτίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ