Η Σέριλ Σάντμπεργκ είχε αναλάβει ήδη δύο χρόνια COO (διευθύντρια επιχειρησιακών λειτουργιών) του Facebook, όταν αποχώρησε αιφνιδίως ο διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών. Κλήθηκε να παρέμβει η ίδια για την ολοκλήρωση ενός γύρου χρηματοδότησης. Η συγκέντρωση κεφαλαίων δεν ήταν προσφιλές για αυτήν έδαφος, δεν το είχε ξανακάνει, την τρόμαζε. Ταξίδεψε με την ομάδα της στη Νέα Υόρκη για την αρχική παρουσίαση σε εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Η παρθενική συνάντηση έλαβε χώρα σε ένα από αυτά τα γραφεία όπου νομίζεις ότι θα ανοίξεις το παράθυρο και θα χαϊδέψεις το skyline του Μανχάταν. Επειτα από μια συνοπτική παρουσίαση της εταιρείας και κάποιες ερωτήσεις, έγινε ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα για καφέ και cookies. Ως εδώ όλα καλά. Η Σάντμπεργκ γύρισε στον κύριο μέτοχο και τον ρώτησε, με τον πιο casual τόνο φωνής που μπορούσε να επιστρατεύσει, πού βρίσκονταν οι γυναικείες τουαλέτες. Εκείνος την κοίταξε αμήχανος. «Πόσον καιρό είστε σε αυτό το γραφείο;» τον ρώτησε. «Εναν χρόνο» απάντησε. «Και είμαι η μόνη γυναίκα που επιχείρησε να κλείσει μια δουλειά εδώ και έναν χρόνο;». «Μάλλον» είπε εκείνος. «Ή μάλλον είστε η μόνη που ζήτησε να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα!».
Η επιστροφή των γυναικών
Εν έτει 2014 οι γυναίκες επιστρέφουν, αν όχι στην ηγεσία, τουλάχιστον στο ντιμπέιτ γύρω από τη σχέση τους με αυτήν. Το «Lean In» επιμένει έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του να φιγουράρει στο Top 5 της λίστας των «New York Times» με τα ευπώλητα βιβλία. Η Σέριλ Σάντμπεργκ, το απόλυτο φεμινιστικό icon της νέας χιλιετίας και ένας από τους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους του πλανήτη (σύμφωνα με το περιοδικό «Time»), συνεχίζει να βλέπει αντίτυπα του βιβλίου της (κάτι σαν μανιφέστο, αυτοβιογραφία και εγχειρίδιο girl power) να «φεύγουν» σαν ζεστές μπαγκέτες. «Είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι η επανάστασή μας έχει αδρανήσει» υπογραμμίζει. «Τα σημερινά κορίτσια δεν είναι η πρώτη γενιά που έχει ίσες ευκαιρίες, είναι όμως η πρώτη γενιά που γνωρίζει ότι όλες αυτές οι ευκαιρίες δεν μεταφράζονται απαραιτήτως σε επαγγελματική επιτυχία. Πολλά είδαν τη μητέρα τους να προσπαθεί να τα «κάνει όλα» και κατόπιν να αποφασίζει ότι κάτι πρέπει να θυσιάσει. Αυτό το «κάτι» ήταν συνήθως η καριέρα της».
Μόνο σε 17 από τις 195 χώρες στον κόσμο κυβερνούν γυναίκες. Οι γυναίκες κατέχουν μόλις το 20% των κοινοβουλευτικών εδρών παγκοσμίως, ενώ το ποσοστό είναι ακόμη πιο αποκαρδιωτικό στον χώρο των επιχειρήσεων: μόλις ένα 4% από τους διευθύνοντες συμβούλους της λίστας του περιοδικού «Fortune» με τις 500 μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες είναι γυναίκες.
Σήμερα η φιλοσοφία «Lean In» («γυναίκες, «βγείτε μπροστά» και διεκδικήστε ηγετικές θέσεις») έχει ήδη μεταλαμπαδευτεί στο μη κερδοσκοπικό «Lean Ιn Foundation», που με τη σειρά του έχει δημιουργήσει τη «Lean Ιn Community» καθώς και τα «Lean Ιn Circles» (μετέχουν και άνδρες), κάτι σαν «θύλακοι» εκπαίδευσης σε θέματα ισότητας. Μία από τις τελευταίες πρωτοβουλίες του «Lean Ιn Foundation» ήταν η συνεργασία με το φωτογραφικό πρακτορείο Getty Images για την απάλειψη «σεξιστικών και κιτς φωτογραφιών» από την κατηγορία «businesswoman» και «career woman». Η εικόνα της σούπερ executive με την ψηλόμεση pencil φούστα (με το φερμουάρ στο πίσω μέρος) και τα γάντια του μποξ να ανεβαίνει τη σκάλα παραπέμπει πλέον σε παρηκμασμένα φεμινιστικά στερεότυπα των 80s. Τότε που η Μάργκαρετ Θάτσερ (μία ακόμη στραγγισμένη από τη θηλυκότητά της ηγέτιδα) έφερε το παρατσούκλι «Attila the Hen» («Αττίλας η Κότα», ένα εσκεμμένο «μαγείρεμα» του «Attila the Hun» –«Αττίλας ο Ούννος» –με το προσφιλές πουλερικό).
Διασχίζοντας ένα ναρκοπέδιο με ψηλοτάκουνα Στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του «Lean In. Βγείτε μπροστά: Γυναίκες, εργασία και θέληση για ηγεσία» (εκδ. Πατάκη) στις αρχές αυτού του μήνα «βγήκαν μπροστά» και Ελληνίδες σε ηγετικές θέσεις. Μεταξύ αυτών, η Αγάθη Πλώτα, managing director της Tribal Worldwide Athens, η Μαρίκα Λάμπρου, διευθύνουσα σύμβουλος της Singular Logic, και η Νίκη Κουτσιανά, πρόεδρος της Apivita, η οποία στον πρόλογο του βιβλίου θυμάται τον δικό της αγώνα ανώμαλου δρόμου προς τα πάνω: «…Eίχαμε φτιάξει περίπου 50.000 σαπούνια. Οταν προσπαθήσαμε να βρούμε επαγγελματίες πωλητές, κανείς δεν δεχόταν να το κάνει, καθώς το εγχείρημα έμοιαζε ακατόρθωτο. Τότε αποφάσισα να πουλήσω μόνη μου. Ηταν η δική μου στιγμή να βγω μπροστά! Ακόμη και σήμερα, 35 χρόνια μετά, δεν θα βρεις πολλές γυναίκες που να θέλουν να ασχοληθούν με τις πωλήσεις».
Στην Ελλάδα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, παρά τα κάποια ενθαρρυντικά στοιχεία (π.χ. η εκκωφαντική πλέον θηλυκή συνιστώσα του ελληνικού Kοινοβουλίου με 64 βουλευτές ή το ότι σε σύνολο 22.500 εταιρειών που δημοσίευσαν ισολογισμό για το 2012, μία στις πέντε εταιρείες διοικείται από γυναίκα, δηλαδή 21%, σε σχέση με το 19% του 2011), οι ευκαιρίες στην ανώτατη στελεχιακή κλίμακα παραμένουν απροκάλυπτα λίγες. Από έρευνες της ICAP, ένα 20% των εταιρειών που αναζητούν ανώτερα στελέχη θέτουν ως προϋπόθεση οι υποψήφιοι να είναι άνδρες, ενώ ένα άλλο 30% αυτών θα προτιμήσουν τελικά άνδρα μεταξύ των υποψηφίων. Είναι, όπως θα έλεγε με ένα «I-told-you-so» μειδίαμα η Σάντμπεργκ, «σαν να προσπαθείς να διασχίσεις ναρκοπέδιο με ψηλοτάκουνα».
Ο «φεμινισμός του Facebook» (όπως έχει βαπτιστεί εκθειαστικά από τους φίλα προσκείμενους και χλευαστικά από τους αυξανόμενους, συνήθως θηλυκού γένους, επικριτές το κίνημα της Σάντμπεργκ) κονταροχτυπιέται με ένα «εγγενές έλλειμμα φιλοδοξίας για ηγεσία». Ολόκληρες γενιές γυναικών έχουν γαλουχηθεί να μην κάθονται στο τραπέζι, αλλά να παρακολουθούν από τον πάγκο. Στο «Lean Ιn» αναλύονται τα στερεότυπα του φύλου που εισάγονται από την παιδική ηλικία και ενισχύονται ισοβίως (πριν από λίγες ημέρες η βρετανή υπουργός Εργασιακών Σχέσεων Τζένι Γουίλοτ δήλωσε ότι το να ντύνεις την κόρη σου στα ροζ «βλάπτει σοβαρά το μέλλον της οικονομίας»). Αλλά και οι μισθολογικές διακρίσεις, τα «εσώτερα εμπόδια» που υψώνουν οι ίδιες γυναίκες όταν πρόκειται για την ανάρρησή τους σε ηγετικές θέσεις, καθώς και το «μπουκέτο» φόβων που τις συνοδεύει: ο φόβος του ρίσκου, ο φόβος τού ότι αν διεκδικήσεις θα στεφθείς αυθωρεί η ασεξουαλική bitch του γραφείου που «κάνει πολιτική», ο φόβος της αποτυχίας, του επαίνου και της κακής επιλογής, ο πλέον διαβρωτικός φόβος μήπως καταπιάνεσαι με κάτι υπεράνω των δυνάμεών σου και βέβαια η κατά Σάντμπεργκ «αγία τριάδα του φόβου»: μήπως είσαι κακή μητέρα / σύζυγος / κόρη.
Γιατί οι γυναίκες δεν μπορούν να τα έχουν όλα
Στο διαβόητο άρθρο της με τίτλο «Γιατί οι γυναίκες ακόμη δεν μπορούν να τα έχουν όλα» («The Atlantic», Ιούνιος 2012) η Αν-Μαρί Σλότερ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και πρώην αξιωματούχος στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, θύμιζε πόσο «βλάσφημο» θεωρείται, ακόμη και σήμερα, το να εγκαταλείψεις μια σίγουρη θέση στα υψηλά κλιμάκια για να νταντέψεις (όπως αναγκάστηκε να πράξει η ίδια) π.χ. τον 14χρονο γιο σου που εμφανίζει συμπτώματα «βαριάς» εφηβείας. Διόλου τυχαίο ότι στον Λευκό Οίκο το «φεύγω για να περνάω περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου» χρησιμοποιείται κατ’ ευφημισμόν στη θέση τού «μαζεύω τα πράγματά μου από το γραφείο».
Ενδεικτικό το παράδειγμα της Μισέλ Φλερνόι, υφυπουργού Αμύνης στην κυβέρνηση Ομπάμα (η πρώτη γυναίκα στην Ιστορία του Πενταγώνου που έφτασε τόσο ψηλά), η οποία το 2012 υπέβαλε την παραίτησή της για να περνάει περισσότερο χρόνο με τα τρία παιδιά της. Αρθρο των «New York Times» σχολίασε την παραίτηση της αμερικανίδας υφυπουργού ως εξής: «Η ανακοίνωση της κυρίας Φλερνόι συνέλαβε εξαπίνης τους φίλους της και έναν αριθμό αξιωματούχων του Πενταγώνου, που όμως δήλωσαν ότι πιστεύουν πως αυτός είναι ο αληθινός λόγος για τον οποίο παραιτήθηκε και ότι δεν πρόκειται για τη συνήθη δικαιολογία της Ουάσιγκτον όταν δείχνει σε έναν αξιωματούχο την έξοδο».
Η Σάντμπεργκ αποδομεί και αυτή με τη σειρά της τον μύθο «να τα έχουμε όλα»: «Η μεγαλύτερη ίσως παγίδα που στήθηκε ποτέ σε γυναίκες ήταν η επινόηση αυτής της φράσης». Μόνο που, εν αντιθέσει με τη Σλότερ, θεωρεί ότι καριέρα και οικογένεια μπορούν να συνυπάρξουν αναίμακτα αρκεί να υπάρχουν όρια –και όχι αμετροέπεια –στους στόχους που θέτεις. Η επιφανής φεμινίστρια των 70s Γκλόρια Στάινεμ είχε προειδοποιήσει ότι ο μεγαλύτερος εχθρός παραμένει η σαρκοβόρος τελειοθηρία: «Δεν μπορείτε να τα κάνετε όλα. Κανείς δεν μπορεί να κάνει δύο εργασίες πλήρους απασχόλησης, να έχει τέλεια παιδιά, να μαγειρεύει τρία γεύματα την ημέρα και να έχει απανωτούς οργασμούς μέχρι τα χαράματα. Η σουπεργούμαν είναι η εχθρός του γυναικείου κινήματος».
Το «Lean Ιn» κάνει σαφές πως όταν μεγαλώνεις παιδιά δεν μπορείς να ελέγχεις όλους τους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν ανά πάσα στιγμή να κατεδαφίσουν το ατσαλάκωτο προφίλ της career woman που ποδοπατάει με τις ψηλοτάκουνες Prada την τηλεδιάσκεψη. Η Σάντμπεργκ παραθέτει μια δική της τραυματική ιστορία, όταν σε ένα εταιρικό ταξίδι (στο οποίο αποφάσισε να πάρει μαζί και τα δύο τέκνα της) ανακάλυψε μέσα στο αεροπλάνο (το εταιρικό τζετ της eBay) ότι η κόρη της ήταν γεμάτη ψείρες. Μεταξύ άλλων, έχασε το δείπνο της επίσημης έναρξης του συνεδρίου στη Σίλικον Βάλεϊ, ξενυχτώντας αγκαλιά με ένα αντιφθειρικό σαμπουάν. Αρκετές σκληροτράχηλες businesswomen αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο χάος που επισύρει η μητρότητα.
Μελετώντας μια ομάδα αποφοίτων του Γέιλ (2007), η ψυχολόγος Τζένιφερ Στιούαρτ διαπίστωσε ότι «η προσπάθεια να συνδυάσουν καριέρα και μητρότητα μπορεί να γίνει πηγή μεγάλου άγχους. Οταν δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα υψηλά ιδεώδη τους, μπορεί να αποσυρθούν εντελώς –από τον χώρο εργασίας στο σπίτι ή το αντίστροφο».
Η ίδια η Σάντμπεργκ μυείται εγκαίρως στην αναγκαιότητα των ορίων: «Ημουν εξαιρετικά τυχερή», εξομολογείται στο «Lean Ιn», «που κάποιος τον οποίο θαύμαζα απεριόριστα με προειδοποίησε νωρίς στην καριέρα μου πόσο επικίνδυνο ήταν να προσπαθώ να τα κάνω όλα». Επρόκειτο για τον Λάρι Κάναρικ που διηύθυνε το υποκατάστημα της McKinsey & Company στην Ουάσιγκτον το 1994, χρονιά που εκείνη έκανε την πρακτική της εξάσκηση. Ο Κάναρικ διαπίστωσε ότι αφότου είχε αναλάβει τη διεύθυνση πολλοί εργαζόμενοι δήλωναν την παραίτησή τους, διότι ήταν… εξουθενωμένοι. Ουδείς, όμως, είχε κάνει χρήση της άδειας που εδικαιούτο. Φώναξε λοιπόν τους εναπομείναντες εργαζομένους: «Μας εξόρκισε να ελέγχουμε καλύτερα την καριέρα μας. Μας είπε ότι η McKinsey δεν θα έπαυε ποτέ να διεκδικεί τον χρόνο μας, οπότε ήταν δική μας ευθύνη να αποφασίσουμε τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε. Ηταν ευθύνη μας να θέσουμε τα όρια».
Πολλές εργαζόμενες γυναίκες με παιδιά ζουν με τον φόβο πως όλοι (πρωτίστως οι άρρενες συνάδελφοι και οι single γυναίκες) τις κατηγορούν υπογείως ότι δίνουν προτεραιότητα στην οικογένεια εις βάρος της καριέρας τους. Το αποτέλεσμα είναι να πολεμούν να αναπληρώσουν το «έλλειμμα» με υπερωρίες και κάμποσες έξτρα συνεδρίες με τον ψυχαναλυτή τους. Και όμως, ακόμη και στα πλέον υπερανταγωνιστικά περιβάλλοντα (όπως η Σίλικον Βάλεϊ ή ο Λευκός Οίκος) έχεις καθήκον να θωρακίσεις τον ζωτικό σου χώρο. Αλλωστε, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, οι πολλές ώρες εργασίας είναι το αντι-βιάγκρα της παραγωγικότητας.
Στο τελευταίο βιβλίο του «It Worked for Me: In Life and Leadership» (2012), ο αμερικανός πρώην υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ απορρίπτει τους ταγμένους workaholics με τα συμπτώματα burnout και την ημικατεστραμμένη προσωπική ζωή: «Σε κάθε ανώτερη θέση που είχα, προσπαθούσα να διαμορφώσω ένα περιβάλλον επαγγελματισμού με πολύ υψηλές προδιαγραφές. Οταν ήταν απαραίτητο να γίνει μια δουλειά, περίμενα από τους υφισταμένους μου να δουλεύουν όλο το εικοσιτετράωρο. Οταν αυτό δεν ήταν απαραίτητο, ήθελα να τηρούν το κανονικό ωράριο, να γυρίζουν στο σπίτι τους την ώρα που έπρεπε, να παίζουν με τα παιδιά τους, να χαίρονται την οικογένειά τους και τους φίλους τους, να διαβάζουν κανένα βιβλίο να καθαρίζει το κεφάλι τους, να ονειροπολούν εκτός γραφείου. Ηθελα να έχουν ζωή εκτός γραφείου. Πληρώνονται για την ποιότητα της δουλειάς τους, όχι για τις ώρες που εργάζονται».
Οι περισσότεροι συγχαίρουν τη Σάντμπεργκ για το ωστικό κίνημα γυναικείας «αλληλεγγύης» που έχει προκαλέσει (τουλάχιστον στα ανώτατα κλιμάκια). Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που εντοπίζουν ρωγμές στη φεμινιστική σταυροφορία της. Υπενθυμίζουν ότι η Σάντμπεργκ που τρώει brunch με τον «Μαρκ» (σ.σ.: Ζούκερμπεργκ) και που η περιουσία της εκτιμάται αισίως (Ιανουάριος 2014) στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια, δεν είναι ακριβώς το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα της μέσης γυναίκας που καλείται να ακροβατήσει ανάμεσα στην προσωπική φιλοδοξία και σε μια αδυσώπητη καθημερινότητα. Οπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πιο δηλητηριώδη είναι τα φίλια πυρά. Η βραβευμένη με Πούλιτζερ αρθρογράφος των «New York Times» Μορίν Ντάουντ σπεύδει να δηλώσει ότι αυτή «η πνευματώδης, όμορφη, γοητευτική, στυλάτη 44χρονη γυναίκα με τον υπέροχο σύζυγο και τα δύο παιδιά», που «τη δεκαετία του ’80 είχε πρωτοστατήσει, φορώντας μπλε σκιά ματιών και γκέτες, για τη δημιουργία προγράμματος αεροβικής στο Χάρβαρντ», έχει διαπράξει ένα ολέθριο σφάλμα: «Δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα σε ένα κοινωνικό κίνημα και σε μια καμπάνια μάρκετινγκ ενός κοινωνικού μέσου δικτύωσης».
Οσο για την grand dame του «Huffington Post», Αριάνα Χάφινγκτον, με τη σειρά της προειδοποιεί: «Οι γυναίκες χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της επιτυχίας, να την αντιληφθούν πέρα από τα χρήματα και την εξουσία». Καλεί μάλιστα τη Σάντμπεργκ σε γενική οπισθοχώρηση. «Υπάρχει μία γαλλική έκφραση που λέει «reculer pour mieux sauter», που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «κάνεις πίσω για να μπορέσεις να πηδήξεις ψηλότερα». Αυτό που κάνουν οι γάτες».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ