Σκεφτείτε ένα παιδί που έζησε την εφηβεία του στην κορύφωση της «ισχυρής Ελλάδας». Ενα παιδί που έτρεχε στους δρόμους με τη γαλανόλευκη για να πανηγυρίσει την κατάκτηση του Euro, που παρακολουθούσε μαγεμένο την τελετή έναρξης του Δημήτρη Παπαϊωάννου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην καινούργια plasma τηλεόραση που αγόρασαν οι δικοί του με καταναλωτικό δάνειο και ονειρευόταν τη στιγμή που θα περάσει στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει business administration. Ενα παιδί που φαντασιωνόταν τα φοιτητικά του χρόνια κατά προτίμηση σε μια άλλη πόλη, για να δοκιμάσει τη ζωή μακριά από την οικογενειακή στέγη, τα φοιτητικά ξενύχτια, ίσως και με λίγη καταδίκη της αλλοτρίωσης μέσα από τα βιβλία του Εριχ Φρομ για τους πιο ψαγμένους.
Ενα παιδί το οποίο, προτού το καταλάβει, βρέθηκε στη δίνη του Δεκέμβρη του 2008, το προμήνυμα κινδύνου της ελληνικής κοινωνίας, και ακολούθως προσγειώθηκε απότομα στην πραγματικότητα της Ελλάδας της κρίσης. Αυτό το παιδί, ενήλικος με υποχρεώσεις σήμερα, στήνεται στην ουρά για να συμπληρώσει βιογραφικό, περιμένει στο ταμείο ανεργίας, στέλνει αίτηση εργασίας στο εξωτερικό, ανησυχεί για τον διακανονισμό της ΔΕΗ. Πιθανότατα άφησε πίσω τα γεμάτα τασάκια του φοιτητικού δωματίου του και γύρισε στο πατρικό σπίτι με τα εφηβικά πόστερ πάνω από το μπερδεμένο κεφάλι του, παρακολουθώντας εκπομπές για επαγγελματικές ευκαιρίες στην καλλιέργεια σαφράν και σαλιγκαριών.
Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν σε μια κρίσιμη καμπή της ελληνικής κοινωνίας. Η επόμενη γενιά, αυτή της οικονομικής κρίσης, αυτή που έχει ενηλικιωθεί μέσα στον πανικό των τελευταίων χρόνων, πώς θα διαμορφώσει τα οράματά της για το μέλλον; Ποια κοινωνικά μαθήματα θα πάρει; Και γιατί –όπως δείχνουν οι έρευνες –ριζοσπαστικοποιείται όλο και περισσότερο σε ένα περίεργο μείγμα φανατισμού, είτε προς την αντίδραση είτε προς τη συντήρηση; Ποια είναι η πιο μπερδεμένη γενιά της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας;
Από τις διαδηλώσεις, στην οικογένεια
Είναι η νεολαία της οικονομικής κρίσης που κωδικοποιείται ως «χαμένη γενιά» στις διεθνείς μελέτες και φιγουράρει στο 60% στους δείκτες ανεργίας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Διαδηλώνει κατά του μνημονίου, φτιάχνει στένσιλ δίπλα στις άδειες βιτρίνες και περνάει περισσότερο χρόνο από όσο θα φανταζόταν ποτέ στα social media. Ενα τμήμα της παρεκτρέπεται σε συνθήκες παραβατικότητας, ατομικής βίας ή χουλιγκανισμού. Ενα άλλο τμήμα αναζητεί την ταυτότητά του μέσα από την ένταξη σε συμπαγείς ομάδες που ευνοούν τον ακροδεξιό εξτρεμισμό. Μέσα σε αυτές ενσωματώνονται η επιστροφή σε αξίες όπως η οικογένεια και η Εκκλησία σε πρωτόγνωρο ρυθμό.
Η νεολαία βιώνει έντονες ανακατατάξεις που ανατρέπουν τις παραδοσιακές αξίες και χαρακτηρίζονται από τη γενικευμένη αμφισβήτηση του παλιού. Παρ’ ότι συχνά τη θεωρούν απολιτίκ στον δημόσιο λόγο, στην πραγματικότητα η νεολαία ψηλαφίζει μια νέα πολιτικοποίηση. Η απαξίωσή της είναι πολιτική πράξη.
Γίνεται φανερό ότι η νέα γενιά έχει μια πιο χαλαρή σχέση με την πολιτική –με την έννοια της οργανικής ένταξης ή της σταθερής στήριξης ενός κομματικού φορέα. Ακόμη πιο χαλαρή είναι η σχέση της με τις κάλπες, αφού σε μεγάλο βαθμό δεν προσδοκά σημαντικές αλλαγές από την εκλογική διαδικασία. Τα τελευταία στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου έδειξαν ότι μόλις το 54% των νέων στην Ελλάδα προτίθεται να ψηφίσει στις επερχόμενες ευρωεκλογές, το 74% εκτιμά ότι η ψήφος του δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε, ενώ το 50% δηλώνει έλλειψη ενδιαφέροντος για την ευρωπαϊκή πολιτική και τις εκλογές.
Η αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από τους ευρωπαίους εταίρους με την εκπόνηση προγραμμάτων λιτότητας έχει αποτέλεσμα την αποδόμηση του ευρωπαϊκού οράματος και την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού. Το 30% των νέων τοποθετείται ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το 55% εξ αυτών αποτιμά αρνητικά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Η νεολαία απορρίπτει το πολιτικό σύστημα ταυτίζοντάς το με τα κόμματα που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας το προηγούμενο διάστημα, τα οποία και θεωρεί υπεύθυνα για τη σημερινή κατάσταση. Η εμπλοκή της σε μαζικές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας και συλλογικές πρωτοβουλίες γύρω από καλλιτεχνικά ή οικολογικά ζητήματα την κάνει πιο ανοιχτή στην Αριστερά που δεν έχει τη «ρετσινιά» της διακυβέρνησης. Ο μέσος όρος αυτοτοποθέτησης των νέων κινείται αριστερότερα από τον συνολικό μέσο όρο της κοινωνίας. Η ηλικιακή πόλωση είχε καταγραφεί με καθαρότητα ήδη από τις βουλευτικές εκλογές. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων των εκλογών της 17ης Ιουνίου του 2012 προκύπτει ότι στην ηλικιακή κατηγορία 18-24 ετών ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε το 45,5% της προτίμησης, σε απόλυτη αντιδιαστολή με την κατηγορία άνω των 65 ετών, όπου η Νέα Δημοκρατία έλαβε ποσοστό 49,4%.
Το «Ιδρυμα Μαμάς και Μπαμπά»
Ο πολιτικός αναλυτής και πρόεδρος της GPO Τάκης Θεοδωρικάκος σχολιάζει στο ΒΗmagazino: «Η νέα γενιά της Ελλάδας βιώνει με ένταση την κρίση της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας μας και αυτό καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις και τις αντιλήψεις της. Εχει επανέλθει σε μεγάλο βαθμό στο προσκήνιο η άμεση συσχέτιση της ταξικής – κοινωνικής ένταξης με την πολιτική, ιδεολογική, εκλογική συμπεριφορά. Ασχολείται με την πολιτική σε μικρότερο βαθμό από ό,τι οι μεγαλύτερες ηλικίες και ενημερώνεται πλέον για τις πολιτικές εξελίξεις από το Internet και όχι από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης». Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραθέτει, στην ιδεολογική κλίμακα ένα ποσοστό της τάξης του 40% αυτοτοποθετείται στις θέσεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, το 40% γύρω από τις κεντρώες θέσεις και ένα 20% στις θέσεις της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς. Το 95% νιώθει πολύ και αρκετά κοντά στην οικογένειά του. Το 40% αισθάνεται κοντά στην Εκκλησία και το αντίστοιχο ποσοστό για το κράτος πέφτει στο 25%.
Η οικογένεια συγκριτικά με τους άλλους θεσμούς φαίνεται να διατηρεί μια δυναμική στη συνείδηση των νέων τόσο ως δομή βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία όσο και ως άτυπο δίκτυο αλληλεγγύης, αφού εξασφαλίζει όρους οικονομικής συντήρησης. Στην Αμερική το λένε «M & D Foundation» (Ιδρυμα Μαμάς και Μπαμπά) όταν αναφέρονται στους νέους που εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων, με κυρίαρχο την οικονομική δυσπραγία, αναγκάστηκαν να διακόψουν απότομα την πορεία προς την ανεξαρτησία και να επιστρέψουν στην οικογενειακή θαλπωρή.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μέχρι στιγμής αντίστοιχη κωδικοποίηση. Εξάλλου στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ ιδιαίτερα η κουλτούρα της αυτόνομης διαβίωσης, όπως στις βορειοευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες η ανεξαρτησία μετά την ενηλικίωση ήταν κάτι το αυτονόητο, μέρος της κουλτούρας των κοινωνιών.
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Κολεγίου Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Κώστας Δουζίνας τοποθετεί την ενδεχόμενη αναδίπλωση των νέων σε παραδοσιακούς θεσμούς ως εξής: «Η επιστροφή στην οικογένεια με όλες τις δυσκολίες της είναι προσωρινή απάντηση στο πρόβλημα της επιβίωσης. Η θρησκευτική στροφή απαντά σε έναν βαθμό στο πνευματικό έλλειμμα. Και οι δύο είναι αμυντικές κινήσεις. Δεν απαντούν ριζικά στη γενικότερη μιζέρια ενός συστήματος που έμαθε στους νέους ότι καμία αξία δεν έχει αξία, εκτός από την ανταλλακτική, δηλαδή απόλυτος μηδενισμός. Εδώ έχει μεγάλη ευθύνη η Αριστερά και η Εκκλησία. Ούτε η απλή αντιστροφή της ανθρωπιστικής κρίσης ούτε η δογματική αναφορά στα επουράνια μπορούν να πληρώσουν το πνευματικό έλλειμμα. Η Αριστερά, χωρίς ενεργό όραμα μιας κοινωνίας αλληλεγγύης, μπορεί να γλιστρήσει σε έναν οικονομισμό διαφορετικό μεν, αλλά ομόλογο αυτού των νεοφιλελεύθερων λογιστών. Ο θρησκευτικός φανατισμός από την άλλη δεν στηρίζεται στη βεβαιότητα της πίστης και των αξιών, αλλά στον φόβο. Το μέλλον της νεολαίας θα παιχτεί στον χώρο αυτής της πνευματικής αντιπαράθεσης».
Δραπετεύοντας από την κρίση
Η νεολαία βρίσκεται σε αδιέξοδο και προσπαθεί να δραπετεύσει με κυριολεκτικό και συμβολικό τρόπο. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, το 64% των νέων Ελλήνων ηλικίας 15-35 δηλώνει πρόθυμο για οικονομική μετανάστευση προς αναζήτηση ενός βιώσιμου περιβάλλοντος. Το ρήγμα, όμως, δεν αφορά απλώς τη σφαίρα της οικονομίας, αλλά συνιστά επί της ουσίας διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού. Είναι μια νεολαία σε κατάθλιψη χωρίς ντιβάνι.
Εγκλωβισμένη στην ανικανοποίητη επιθυμία και στην καταπίεση, επιτελεί με ψυχαναλυτικούς όρους τη δική της εκδραμάτιση ως απόρριψη. Ερευνα της VPRC στα σχολεία έδειξε ότι το 87% του δείγματος θεωρεί ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση, το 79% δεν αισθάνεται καμία σιγουριά για το μέλλον, το 73% δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική και το 86% δηλώνει δυσαρεστημένο από τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα.
Παρόλα αυτά, η απαισιοδοξία δεν γίνεται απόσυρση, οι νέοι ψάχνουν να βρουν τρόπο να ακουστεί η φωνή τους και να γίνουν ορατοί. Σε ερώτηση για το ποιες ενέργειες θεωρούν αποτελεσματικές, το 45,6% απαντά η συμμετοχή σε διαδηλώσεις, το 21,1% η συμμετοχή σε απεργίες, το 12,8% η δημιουργία μπλογκ και μόλις το 7% απαντά η συμμετοχή σε κόμμα. Ακόμη πιο απαξιωμένα είναι τα συνδικάτα, αφού το 1,1% πιστεύει ότι έχει νόημα η ένταξη σε εργατικά σωματεία. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η δημόσια ατζέντα συχνά μονοπωλείται από ζητήματα
τρομοκρατίας ή εγκληματικότητας, μόνο το 3% των ερωτώμενων το ιεραρχεί ως σοβαρό πρόβλημα. Σε συντριπτικά ποσοστά αξιολογούν ως σημαντικά προβλήματα την ανεργία, το εκπαιδευτικό σύστημα και την οικονομική κρίση.
τρομοκρατίας ή εγκληματικότητας, μόνο το 3% των ερωτώμενων το ιεραρχεί ως σοβαρό πρόβλημα. Σε συντριπτικά ποσοστά αξιολογούν ως σημαντικά προβλήματα την ανεργία, το εκπαιδευτικό σύστημα και την οικονομική κρίση.
Το υπαρξιακό κενό των άκρων
Σε αυτή τη συνθήκη της μειωμένης θετικής προσδοκίας για το μέλλον και της αποστέρησης νοήματος και με δεδομένη την έφεση των εφήβων στην παραβατικότητα –όπως προκύπτει διαχρονικά από τις έρευνες πεδίου –όλο και συχνότερα τα αστυνομικά συμβάντα καταγράφουν συλλήψεις νέων ανθρώπων που κατηγορούνται για τρομοκρατία και συμμετοχή σε οργανώσεις όπως η «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς». Το πιο σοκαριστικό από αυτά τα στιγμιότυπα ήταν τον Φεβρουάριο του 2013, όταν οι τηλεοπτικές οθόνες γέμισαν με το άγαρμπο Photoshop της Ελληνικής Αστυνομίας στα εμφανώς κακοποιημένα πρόσωπα των τεσσάρων συλληφθέντων στο Βελβεντό Κοζάνης. Οι τέσσερις κατηγορούμενοι μέχρι και σήμερα ακολουθούν με χαρακτηριστικά θρησκευτικής πίστης τη διαδρομή τους, αρνούμενοι να συνδιαλαγούν με τη δικαστική εξουσία, ούτε καν για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Η μητέρα ενός εκ των συλληφθέντων λέει στο ΒΗmagazino: «Είναι έξυπνα και δημιουργικά παιδιά. Πιστεύουν στην κοινότητα και ήθελαν να ζήσουν με έναν αυθεντικό τρόπο. Η εξουσία τούς άδειασε. Ετσι δημιουργείται το κενό που γεννά την εχθρότητα. Είναι αυτή η έλλειψη νοήματος που είχε καλυφθεί με την τσιχλόφουσκα της ανάπτυξης. Η βίαιη μεταχείριση του κράτους, τόσο αναντίστοιχη με αυτή που επιφυλάσσουν σε εγκληματίες που καταχρώνται δημόσιο χρήμα, απλώς επιβεβαίωσε το βίαιο πρόσωπο της εξουσίας. Αντί να στήσει μια γέφυρα η δικαστική εξουσία και να τους αντιμετωπίσει ως νέα παιδιά που αναζητούν ταυτότητα, τους απέδωσε τον ρόλο του εγκληματία. Τα media έχουν μια συνενοχή σε αυτή τη διαπόμπευση, εξωθούν στα άκρα μια ευαίσθητη νεολαία που έχει υπαρξιακό κενό. Ούτε το προφίλ των οικογενειών είναι αυτό που παρουσιάζουν. Οι οικογένειές μας έχουν συνοχή και αγάπη. Είναι σαν να θέλουν να γράψουν στο πετσί τους τα κρίματα μιας ολόκληρης εποχής».
Η ριζοσπαστικοποίηση ενός τμήματος της νεολαίας εκτρέπεται στο μονοπάτι της ατομικής βίας και της παραβατικότητας. Παλαιότερη έρευνα της Public Ιssue έδειχνε ότι η πρόσληψη της κοινωνικής βίας είναι ιδιαίτερα αυξημένη στους νέους 18-34 ετών και τα μεγαλύτερα ποσοστά ευαισθητοποίησης σε αυτή την κατηγορία καταγράφονται στην καθημερινή βία στους δρόμους (43%), στη βία κατά των μεταναστών (26%) και στη βία σε βάρος των γυναικών (24%). Στον βαθμό ειδικά που η πολιτεία δεν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη βία της Χρυσής Αυγής κατά των μεταναστών και των αντιφασιστών, είναι πιθανό να ενταθούν αυτά τα φαινόμενα.
Προκύπτει, όμως, το ερώτημα αν μέσα από αυτό το πρίσμα της γενικευμένης δυσαρέσκειας η αμιγώς ποινική και κατασταλτική μεταχείριση του κράτους συμβάλλει στην ομαλοποίηση της κοινωνικής συμπεριφοράς ή απλώς κάνει περιστρεφόμενες τις πόρτες της φυλακής. Ο Βασίλης Καρύδης, καθηγητής Εγκληματολογικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, το διατυπώνει ως εξής: «Αποτελεί προτεραιότητα η εγρήγορση σχετικά με την ιδεολογική και πολιτική απαξίωση απόψεων που προβάλλουν τον ρατσισμό, τον σεξισμό και το μίσος στο διαφορετικό ως αποδεκτές συμπεριφορές που δήθεν θίγουν το «διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα» και την «υποκρισία των βολεμένων». Το ίδιο ισχύει και για κηρύγματα χρήσης τυφλής βίας από αυτόκλητους τιμωρούς και εκδικητές, τύπου «ληστές των ορέων». Από την άλλη, απαιτείται γνώση και κατανόηση της ιδιάζουσας ψυχολογίας των νέων για την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας, ακόμη και σε περιπτώσεις σοβαρής παραβατικής εμπλοκής, έτσι ώστε να μην καταλήγουν οι δράστες σαν τις πεταλούδες της νύχτας που καίγονται στις λάμπες της καταστολής. Αυτό δεν συμφέρει την κοινωνία».
Η στροφή στη συντήρηση
Ενα άλλο κομμάτι της νεολαίας έλκεται από τον αντιπολιτικό και συνθηματικό λόγο και το αντισυστημικό προφίλ της Χρυσής Αυγής. Οι ξιφολόγχες δεν ακονίζονται μόνο στον δρόμο, αλλά και στα μυαλά νέων ανθρώπων χωρίς αποκρυσταλλωμένη ιστορική μνήμη. Στα ντοκουμέντα που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης παρακολουθήσαμε μικρά παιδιά να χαιρετούν ναζιστικά σε τελετές μύησης και νέους να επιδίδονται σε προσομοιώσεις μάχης σε γυμναστήρια και κατασκηνώσεις.
Η διείσδυση στη νεολαία αποτέλεσε στρατηγικό στόχο για τη Χρυσή Αυγή με συστηματική παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους της νεολαίας όπως τα σχολεία και τα γήπεδα. Το Μέτωπο Νεολαίας της Χρυσής Αυγής μπήκε στα σχολεία κυρίως των υποβαθμισμένων και φτωχών περιοχών και εκεί όπου υπήρχαν αρκετοί μετανάστες μαθητές και προσπάθησε να αξιοποιήσει εργαλειακά την ανάγκη του ανήκειν προσφέροντας μια συντηρητική και μισαλλόδοξη πλην όμως συνεκτική ταυτότητα και καλλιεργώντας τη δυσανεξία απέναντι στο διαφορετικό. Το παιδομάζωμα βρήκε πρόσφορο έδαφος στην άγνοια για τα εγκλήματα του ναζισμού κατά της ανθρωπότητας. Η εικόνα που συλλέγουν οι καθηγητές της ΟΛΜΕ δείχνει μια υποχώρηση της επίδρασης της νεοναζιστικής οργάνωσης μετά το σοκ που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ακόμη μεγαλύτερο έρεισμα έχει η Χρυσή Αυγή στην αμέσως επόμενη ηλικιακή κατηγορία, των 25-44 ετών.
Ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ και επιστημονικός σύμβουλος της VΡRC Χριστόφορος Βερναρδάκης εξηγεί στο ΒΗmagazino: «Στη νεολαία ο μεσαίος χώρος συνθλίβεται. Το ΠαΣοΚ δεν το βρίσκουμε εδώ και καιρό στις δημοσκοπήσεις σε αυτές τις ηλικίες. Η δυναμική της Χρυσής Αυγής αναπτύσσεται κυρίως στις ηλικίες άνω των 25. Ο ιδεότυπος της Χρυσής Αυγής, βέβαια, δεν συνεπάγεται προσκόλληση σε συντηρητικές αξίες όπως η θρησκεία ή ο στρατός. Υπάρχουν συντεταγμένοι φασίστες στην ελληνική κοινωνία αλλά στις μεγαλύτερες ηλικίες που έχουν σαφείς ιδεολογικές αναφορές και κουβαλάνε την κληρονομιά της χούντας. Στη νεολαία, όμως, η στήριξη στη Χρυσή Αυγή δεν συνεπάγεται ιδεολογική ταύτιση. Περισσότερο πρόκειται για ένα περίεργο συνονθύλευμα αντίδρασης».
H άρνηση μιας γενιάς
Αν κάτι συνοψίζει τη στάση της νεολαίας είναι η άρνηση. Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της σε ένα περιβάλλον πνευματικής και υλικής φτώχειας. Τώρα η ζωή τής βγάζει πικρόχολα τη γλώσσα και της ζητάει τον λόγο. Ο Θωμάς Τσαλαπάτης είναι 29 χρόνων, ποιητής και αρθρογράφος, και μας έφτιαξε τον σημερινό επίλογο: «Μια βουβή, ήσυχη απελπισία. Και εμείς κόβουμε βόλτες δίπλα σε φρέσκα ερείπια, πάνω από ποδοπατημένα δικαιώματα, κάτω από έναν σφραγισμένο ορίζοντα. Το τρίπτυχο κατάρτιση – δουλειά – επιτυχία αντικαταστάθηκε από αυτό της στασιμότητας – ανεργίας – μετανάστευσης. Μας ξεκουφαίνει ο θόρυβος από την υποκριτική κλάψα των ενόχων για το μέλλον της νεολαίας, την ιδιόμορφη νεολαγνεία που μας πασάρει νέες υποσχέσεις, ιστορίες επιτυχίας και δωρεάν Wi-Fi». Και δίνει τη σκυτάλη στον Πολ Κλοντέλ: «Κάποιος μέσα μου είναι πιο πολύ εγώ από ό,τι ο εαυτός μου».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ