Aπό τον Γκάμπριελ Γκαρσία Μαρκές
O Κάρλος Αντρές Πέρες κατέβηκε από το αεροπλάνο που τον έφερε από το Νταβός της Ελβετίας το απόγευμα και ξαφνιάστηκε που είδε στον διάδρομο τον στρατηγό Φερνάντο Οτσόα Αντίτς, τον υπουργό του Αμυνας. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε παραξενεμένος. Ο υπουργός τον καθησύχασε με τόσο αξιόπιστες δικαιολογίες, που ο πρόεδρος δεν πήγε στο Mέγαρο του Μιραφλόρες, παρά στην προεδρική κατοικία της Κασόνα. Είχε αρχίσει να αποκοιμιέται όταν ο ίδιος ο υπουργός Αμυνας τον ξύπνησε μ’ ένα τηλεφώνημα για να τον πληροφορήσει για μια ένοπλη εξέγερση στο Μαρακαΐμπο. Δεν είχε προλάβει να μπει μες στο Προεδρικό Μέγαρο όταν ακούστηκαν τα πρώτα πυρά του Πυροβολικού.
Ηταν η 4η Φεβρουαρίου του 1992. Ο στρατηγός Ούγκο Τσάβες Φρίας, με τη μυστήρια μανία του για τις ιστορικές ημερομηνίες, βρισκόταν επικεφαλής της επίθεσης από το αυτοσχέδιο στρατηγείο του στο Μουσείο Ιστορίας της Πλανίσιε. Ο πρόεδρος αντιλήφθηκε τότε πως μόνη ελπίδα του ήταν η υποστήριξη του λαού και πήγε στα στούντιο της Βενεβιζιόν για να απευθυνθεί στη χώρα. Ωρες αργότερα, το στρατιωτικό κίνημα είχε αποτύχει. Ο Τσάβες απλώς παραδόθηκε με τον όρο να του επιτρέψουν να απευθύνει κι αυτός ένα μήνυμα στον λαό. Ο νεαρός κρεολός συνταγματάρχης, με τον μπερέ των αλεξιπτωτιστών και την αξιοθαύμαστη ευφράδειά του, ανέλαβε την ευθύνη του κινήματος. Αλλά ο λόγος του ήταν ένας πολιτικός θρίαμβος. Εμεινε δύο χρόνια στη φυλακή, μέχρι που ο πρόεδρος Ραφαέλ Καλδέρα τού έδωσε χάρη. Ωστόσο, πολλοί υποστηρικτές, όπως και ουκ ολίγοι εχθροί του, είχαν πιστέψει πως η ομιλία της ήττας ήταν η πρώτη της εκλογικής εκστρατείας που τον οδήγησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας σε λιγότερο από εννιά χρόνια αργότερα.
Ο πρόεδρος Ούγκο Τσάβες Φρίας μού εξιστορούσε αυτά τα γεγονότα μες στο αεροπλάνο της Πολεμικής Αεροπορίας της Βενεζουέλας που μας μετέφερε από την Αβάνα στο Καράκας, πριν από δύο εβδομάδες, μόλις 15 ημέρες μετά την ορκωμοσία του ως εκλεγμένος συνταγματικός πρόεδρος της Βενεζουέλας. Είχαμε γνωριστεί τρεις ημέρες πριν στην Αβάνα, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με τους προέδρους Κάστρο και Αντρές Παστράνα Αράνγκο (πρόεδρος της Κολομβίας, 1998-2002), και το πρώτο που με εντυπωσίασε ήταν η δύναμη του σώματός του σαν φτιαγμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα. Είχε μια άμεση εγκαρδιότητα και την κρεολή χάρη ενός καθαρόαιμου Βενεζουελάνου. Και οι δυο μας προσπαθήσαμε να ξαναβρεθούμε, αλλά δεν μπορέσαμε από φταίξιμο και των δυο μας, κι έτσι φύγαμε μαζί για το Καράκας για να συζητήσουμε για τη ζωή και τα θαύματά του μες στο αεροπλάνο.
Ηταν μια καλή εμπειρία για έναν ρεπόρτερ σε άδεια. Οσο μου μιλούσε για τη ζωή του, εγώ διέγραφα μια προσωπικότητα που δεν αντιστοιχούσε καθόλου στην εικόνα του τύραννου που είχαμε σχηματίσει από τα μέσα επικοινωνίας. Ηταν ένας άλλος Τσάβες. Ποιος ήταν ο πραγματικός;
Το πιο ισχυρό επιχείρημα εναντίον του στην προεκλογική εκστρατεία ήταν το παρελθόν του συνωμότη και πραξικοπηματία. Αλλά η ιστορία της Βενεζουέλας είχε αντέξει πάνω από τέσσερις. Αρχίζοντας από τον Ρόμουλο Μπετανκούρ, που τον μνημονεύουν δίκαια ή άδικα ως τον πατέρα της δημοκρατίας της Βενεζουέλας, ο οποίος έριξε τον Ισαΐας Μεντίνα Αγκαρίτα, έναν πρώην δημοκράτη στρατιωτικό που προσπαθούσε να εξυγιάνει τη χώρα του από τα 36 χρόνια του Χουάν Βισέντε Γκόμες. Τον διάδοχό του, τον συγγραφέα Ρόμουλο Γκαλιέγος, τον ανέτρεψε ο στρατηγός Μάρκος Πέρες Χιμένες, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία σχεδόν δέκα χρόνια. Αυτός με τη σειρά του ανετράπη από μια ολόκληρη γενιά νεαρών δημοκρατών που εγκαινίασαν την πιο μακροχρόνια περίοδο εκλεγμένων προέδρων.
Το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου μοιάζει να είναι το μόνο που δεν του βγήκε σε καλό του Ούγκο Τσάβες Φρίας. Ωστόσο, αυτός το είχε δει από τη θετική πλευρά του, ως μια θεόσταλτη ανατροπή. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν τα πράγματα, η μαγική πνοή που θα κυβερνούσε τη ζωή του από τότε που είχε έρθει στον κόσμο στη Σαμπανέτα της επαρχίας Μπαρίνας, στις 28 Ιουλίου του 1952 στο ζώδιο της εξουσίας, τον Λέοντα. Ο Τσάβες, πιστός καθολικός, αποδίδει την καλή του μοίρα στο εκατόχρονο φυλαχτό του που φοράει από παιδί και που κληρονόμησε από τον παππού της μητέρας του, τον συνταγματάρχη Πέδρο Πέρες Ντελγάδο, που είναι ένας από τους ήρωες φύλακές του.
Οι γονείς του επιβίωναν με δυσκολία με μισθούς δασκάλων του δημοτικού και αυτός είχε αναγκαστεί να τους βοηθάει από τα εννιά του πουλώντας γλυκά και φρούτα μ’ ένα καροτσάκι. Μερικές φορές πήγαινε με το μουλάρι να επισκεφθεί τη γιαγιά του στο Ραστρόχος, ένα γειτονικό χωριό που του φάνταζε σαν ολόκληρη πολιτεία, γιατί είχε μια μικρή εγκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικού με δύο ώρες φωταγώγηση όταν βράδιαζε και μια μαμή που υποδέχτηκε στη ζωή και αυτόν και τα τέσσερα αδέλφια του. Η μητέρα του ήθελε να γίνει ιερέας, αλλά αυτός έφτασε μέχρι παπαδοπαίδι και χτυπούσε τις καμπάνες με τέτοια χάρη, που όλος ο κόσμος τον αναγνώριζε από το χτύπημά του. «Αυτός που χτυπάει την καμπάνα είναι ο Ούγκο» έλεγαν. Ανάμεσα στα βιβλία της μητέρας του είχε βρει μια θεόσταλτη εγκυκλοπαίδεια, το πρώτο κεφάλαιο της οποίας τον γοήτευσε αμέσως: Πώς να θριαμβεύσετε στη ζωή.
Στην πραγματικότητα, ήταν ένα συνταγολόγιο με επιλογές κι αυτός τις δοκίμασε σχεδόν όλες. Ως ζωγράφος, γοητευμένος με τους πίνακες του Μιχαήλ Αγγελου και τον Δαβίδ του, κέρδισε το πρώτο βραβείο στα 12 του σε μια επαρχιακή έκθεση. Ως μουσικός, ήταν απαραίτητος σε γενέθλια και σερενάτες με τη δεξιοτεχνία του στο κουάτρο και την ωραία φωνή του. Ως παίκτης του μπέιζμπολ, έφτασε να γίνει ένας κάτσερ πρώτης τάξεως. Η στρατιωτική επιλογή δεν βρισκόταν στη λίστα ούτε κι αυτός την είχε σκεφτεί από μόνος του, μέχρι που του είπαν πως ο καλύτερος τρόπος να φτάσει στις μεγάλες κλάσεις ήταν να γίνει δεκτός στη Στρατιωτική Ακαδημία της Μπαρίνας. Θα πρέπει να ήταν άλλο ένα θαύμα του φυλαχτού του, γιατί εκείνη την ημέρα ξεκινούσε το πρόγραμμα «Αντρές Μπέλιο», που επέτρεπε στους τελειόφοιτους των στρατιωτικών σχολών να ανέλθουν ως το πιο υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο.
Σπούδασε από πολιτικές επιστήμες, Ιστορία και μαρξισμό, μέχρι λενινισμό. Είχε πάθος με τη μελέτη της ζωής και του έργου του Μπολίβαρ, του μεγάλου Λέοντα, του οποίου τις ομιλίες είχε μάθει από μνήμης. Αλλά η πρώτη συνειδητή αντιπαράθεσή του με την πολιτική ήταν ο θάνατος του Αλιέντε τον Σεπτέμβριο του 1973. Ο Τσάβες δεν καταλάβαινε. Και γιατί, εφόσον οι Χιλιανοί είχαν εκλέξει τον Αλιέντε, έρχονταν τώρα οι στρατιωτικοί να τον ανατρέψουν; Λίγο αργότερα, ο λοχαγός του λόχου τού ανέθεσε να παρακολουθεί έναν γιο του Χοσέ Βισέντε Ράνχελ, τον οποίο θεωρούσαν κομμουνιστή. «Πρόσεξε πώς τα φέρνει η ζωή!» μου είπε ο Τσάβες ξεσπώντας σε γέλια. «Τώρα ο πατέρας του είναι ο υπουργός μου Εσωτερικών». Ακόμη πιο ειρωνικό είναι το γεγονός ότι όταν αποφοίτησε πήρε το ξίφος από τα χέρια του προέδρου που 20 χρόνια αργότερα θα προσπαθούσε να ρίξει: του Κάρλος Αντρές Πέρες.
«Επιπλέον», του είπα, «ήσασταν έτοιμος να τον σκοτώσετε».
«Κάθε άλλο» απάντησε ο Τσάβες. «Η ιδέα ήταν να επαναφέρουμε το σύνταγμα και τη Βουλή και να επιστρέψουμε στους στρατώνες».
Από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκα πως είχε το χάρισμα του παραμυθά. Χειριζόταν με άνεση τον χρόνο και διέθετε μια σχεδόν υπερφυσική μνήμη που του επέτρεπε να απαγγέλλει απέξω ποιήματα του Νερούδα και του Ουίτμαν και ολόκληρα κατεβατά του Ρόμουλο Γκαλιέγος.
Από πολύ νεαρός, εντελώς τυχαία, ανακάλυψε πως ο προπάππος του δεν ήταν ο εξώλης και προώλης δολοφόνος, όπως ισχυριζόταν η μητέρα του, παρά ένας θρυλικός πολεμιστής της εποχής του Χουάν Βισέντε Γκόμες. Ηταν τέτοιος ο ενθουσιασμός του, που αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για να αποκαταστήσει το όνομά του. Ερεύνησε λεπτομερώς τα ιστορικά αρχεία και τις στρατιωτικές βιβλιοθήκες και διέτρεξε την περιοχή από χωριό σε χωριό με το σακίδιο του ιστορικού στην πλάτη για να ανακατασκευάσει τις διαδρομές του προπάππου με τις μαρτυρίες όσων είχαν επιβιώσει. Από τότε τον τοποθέτησε στον βωμό των ηρώων του και άρχισε να φοράει το φυλαχτό που ήταν δικό του.
Μία από εκείνες τις ημέρες πέρασε τα σύνορα στη γέφυρα του Αράουκα χωρίς να το καταλάβει και ο κολομβιανός λοχαγός που έψαξε το σακίδιό του βρήκε πραγματικά στοιχεία για να τον κατηγορήσει για κατάσκοπο: είχε μια φωτογραφική μηχανή, ένα κασετόφωνο, απόκρυφα αρχεία, φωτογραφίες της περιοχής, έναν στρατιωτικό χάρτη με σχέδια και δύο στρατιωτικά πιστόλια. Η ταυτότητά του, όπως αρμόζει σ’ έναν κατάσκοπο, μπορεί να ήταν πλαστή. Η ανάκριση κράτησε αρκετές ώρες σ’ ένα γραφείο όπου μόνη διακόσμηση ήταν ένας πίνακας του Σιμόν Μπολίβαρ καβάλα στο άλογο. «Εγώ είχα σχεδόν εξαντληθεί», μου είπε ο Τσάβες, «γιατί όσο περισσότερο του εξηγούσα, τόσο λιγότερο με καταλάβαινε». Μέχρι που σκέφτηκε τη φράση που τον έσωσε: «Κοίτα, λοχαγέ μου, πώς είναι η ζωή: μόλις πριν από έναν αιώνα ήμασταν στον ίδιο στρατό κι αυτός που μας κοιτάζει από τον πίνακα ήταν ο αρχηγός μας. Πώς μπορώ να είμαι κατάσκοπος;». Ο λοχαγός, συγκινημένος, άρχισε να μιλάει με θαυμασμό για τη Μεγάλη Κολομβία. Η Μεγάλη Κολομβία δημιουργήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1821 και περιελάμβανε τις σημερινές χώρες της Κολομβίας, του Παναμά, της Βενεζουέλας, του Ισημερινού, το Βόρειο Περού και τη Βορειοδυτική Βραζιλία με πρόεδρο τον Σιμόν Μπολίβαρ, αντιπρόεδρο τον Φρανσίσκο ντε Πάουλα Σανταντέρ και πρωτεύουσα την Μπογκοτά. Και οι δυο τους κατέληξαν να πίνουν μπίρα και απ’ τις δυο χώρες σε μια καντίνα στο χωριό. Το επόμενο πρωί, με πονοκέφαλο και οι δυο τους, ο λοχαγός επέστρεψε στον Τσάβες τον εξοπλισμό του ιστορικού και τον αποχαιρέτησε με μια αγκαλιά στη μέση της συνοριακής γέφυρας.
«Από εκείνη την εποχή μού μπήκε η ιδέα πως κάτι δεν πάει καλά στη Βενεζουέλα» είπε ο Τσάβες. Τον είχαν διορίσει στα ανατολικά επικεφαλής σε μια διμοιρία με 13 στρατιώτες και μια μονάδα επικοινωνίας για να διαλύσουν τα τελευταία αντάρτικα μετερίζια. Μια νύχτα με δυνατή βροχή, ζήτησε καταφύγιο στο στρατόπεδό τους ένας αξιωματικός πληροφοριών με μια περίπολο και κάποιους υποτιθέμενους αντάρτες που μόλις είχαν συλλάβει, κιτρινιάρηδες και αποστεωμένους. Γύρω στις 10.00, όταν ο Τσάβες είχε αρχίσει να αποκοιμιέται, άκουσε κάτι σπαραχτικές κραυγές από το διπλανό δωμάτιο. «Ηταν οι στρατιώτες που χτυπούσαν τους φυλακισμένους με μπαστούνια του μπέιζμπολ τυλιγμένα σε πανιά για να μην αφήνουν σημάδια» διηγήθηκε ο Τσάβες. Αγανακτισμένος, απαίτησε από τον συνταγματάρχη να του παραδώσει τους αιχμαλώτους ή να αποχωρήσουν από εκεί, γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί να βασανίζεται κανείς υπό τις διαταγές του. «Την επομένη με απείλησαν με στρατοδικείο για ανυπακοή», είπε ο Τσάβες, «αλλά με κράτησαν μόνο για ένα διάστημα υπό επιτήρηση».
Λίγες ημέρες αργότερα, είχε άλλη εμπειρία που ξεπέρασε τις προηγούμενες. Αγόραζε κρέας για τους άνδρες του όταν ένα στρατιωτικό ελικόπτερο προσγειώθηκε στην αυλή του στρατώνα μ’ ένα φορτίο από βαριά τραυματισμένους στρατιώτες σε μια συμπλοκή με αντάρτες. Ο Τσάβες κουβάλησε ο ίδιος έναν στρατιώτη που είχε πολλά τραύματα από σφαίρες. «Μη μ’ αφήσεις να πεθάνω, υπολοχαγέ μου» του είπε αυτός τρομοκρατημένος. Μόλις που πρόλαβε να τον βάλει σ’ ένα αυτοκίνητο. Αλλοι επτά πέθαναν. Εκείνη τη νύχτα, άγρυπνος στην αιώρα του, ο Τσάβες αναρωτιόταν: «Για ποιον λόγο βρίσκομαι εδώ; Από τη μια μεριά αγρότες ντυμένοι με στρατιωτικά βασάνιζαν αγρότες αντάρτες κι από την άλλη πλευρά αγρότες αντάρτες σκότωναν αγρότες ντυμένους στα πράσινα. Εκεί που είχαμε φτάσει, όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει πια, δεν είχε νόημα να πυροβολούμε κανέναν». Και κατέληξε μες στο αεροπλάνο που μας πήγαινε στο Καράκας: «Εκεί αντιμετώπισα το πρώτο υπαρξιακό μου πρόβλημα».
Την επομένη ξύπνησε βέβαιος πως το πεπρωμένο του ήταν να δημιουργήσει ένα κίνημα. Και το έκανε στα 23 του μ’ ένα πολύ απλό όνομα: Μπολιβαριανός Στρατός του Λαού της Βενεζουέλας. Τα ιδρυτικά μέλη του: πέντε στρατιώτες και ο ίδιος με τον βαθμό του υπολοχαγού. «Με τι σκοπό;» τον ρώτησα. «Πολύ απλό», είπε αυτός, «με σκοπό να προετοιμαστούμε μήπως και συμβεί κάτι». Εναν χρόνο αργότερα, ως αξιωματικός αλεξιπτωτιστών σ’ ένα απρόσβλητο τάγμα στο Μαρακάι, άρχισε να συνωμοτεί στα σοβαρά. Αλλά μου εξήγησε ότι χρησιμοποιούσε τη λέξη «συνωμοσία» μόνο με τη μεταφορική της σημασία, να καταστρώνουν δηλαδή από κοινού σχέδια.
Αυτή ήταν η κατάσταση τη 17η Δεκεμβρίου 1982, όταν συνέβη ένα ανέλπιστο γεγονός που ο Τσάβες θεωρεί αποφασιστικό στη ζωή του. Ηταν ήδη λοχαγός στο 2ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών και βοηθός αξιωματικού πληροφοριών. Εντελώς αναπάντεχα, ο διοικητής του συντάγματος, Ανχελ Μανρίκε, ανέθεσε σε αυτόν να μιλήσει μπροστά σε 1.200 άνδρες, αξιωματικούς και στρατιώτες.
Στη 1.00 το μεσημέρι, όταν πια το σύνταγμα είχε συγκεντρωθεί στο ποδοσφαιρικό γήπεδο, ο τελετάρχης τον ανήγγειλε. «Και η ομιλία;» τον ρώτησε ο διοικητής του συντάγματος καθώς τον είδε να ανεβαίνει στο βήμα χωρίς χαρτιά. «Δεν την έχω γραμμένη» του είπε ο Τσάβες. Και άρχισε να αυτοσχεδιάζει.
Ηταν μια σύντομη ομιλία εμπνευσμένη από τον Μπολίβαρ και τον Μαρτί, αλλά με πολλά προσωπικά του στοιχεία σχετικά με την καταπίεση και τις αδικίες στη Λατινική Αμερική που είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια των 200 χρόνων από την ανεξαρτησία. Οι αξιωματικοί, οι δικοί του και όσοι δεν ήταν, τον άκουσαν ατάραχοι. Ανάμεσά τους, οι λοχαγοί Φελίπε Ακόστα Κάρλες και Χεσούς Ουρδανέτα Ερνάντες, προσκείμενοι στο κίνημά του. Ο διοικητής της φρουράς, πολύ συγχυσμένος, τον κάλεσε στο γραφείο του και αντέδρασε με μια επίπληξη που άκουσαν όλοι:
«Τσάβες, μοιάζετε με πολιτικό».
«Σαφές» του απάντησε ο Τσάβες.
Ο Φελίπε Ακόστα, που ήταν δυο μέτρα και δέκα νοματαίοι δεν κατάφεραν να τον συγκρατήσουν, στήθηκε μπροστά στον διοικητή και του είπε: «Κάνετε λάθος, κομαντάντε. Ο Τσάβες δεν είναι κανένας πολιτικός. Είναι λοχαγός από τους σημερινούς κι όταν ακούσετε όσα είπε στην ομιλία του θα τα κάνετε πάνω σας». Τότε ο συνταγματάρχης Μανρίκε διέταξε το σύνταγμα να σταθεί σε προσοχή και είπε:
«Θέλω να ξέρετε ότι ο λοχαγός Τσάβες είχε εξουσιοδοτηθεί από μένα. Εγώ του έδωσα τη διαταγή να μιλήσει και όλα όσα είπε, παρ’ όλο που δεν τα είχε γραμμένα, μου τα είχε διηγηθεί χθες». Εκανε μια θεατρική παύση και ολοκλήρωσε με μια κατηγορηματική διαταγή: «Και τίποτε απ’ αυτά δεν θα βγει από εδώ μέσα».
Στο τέλος της τελετής ο Τσάβες πήγε να τρέξει με τον Φελίπε Ακόστα και τον Χεσούς Ουρδανέτα ως το Σαϊμάν ντελ Γκουάιρε, δέκα χιλιόμετρα μακριά, κι εκεί επανέλαβαν τον επίσημο όρκο του Σιμόν Μπολίβαρ στο όρος Αβεντίνο. Στις 15 Αυγούστου 1805 ο Σιμόν Μπολίβαρ ορκίστηκε πάνω στον λόφο Αβεντίνο της Ρώμης (Monte Aventino ή Monte Sacro) να ελευθερώσει τη Νότια Αμερική από τον ζυγό των Ισπανών. «Τελικά, βέβαια, του έκανα μια αλλαγή» μου είπε ο Τσάβες. Αντί για το «μέχρι να σπάσουν οι αλυσίδες που καταπιέζουν τον λαό μου με τη θέληση των Ισπανών», λέμε «μέχρι να σπάσουν οι αλυσίδες που μας καταπιέζουν και καταπιέζουν τον λαό με τη θέληση των ισχυρών».
Από τότε, όλοι οι αξιωματικοί που εισχωρούσαν στο μυστικό κίνημα έπρεπε να δίνουν εκείνον τον όρκο. Η τελευταία φορά ήταν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ενώπιον 100.000 ανθρώπων. Για χρόνια οργάνωναν παράνομες συνελεύσεις ολοένα και πιο πολυάριθμες με στρατιωτικούς αντιπροσώπους από όλη τη χώρα. «Δύο ολόκληρες ημέρες οργανώναμε συναντήσεις σε απομακρυσμένα μέρη, μελετώντας την κατάσταση της χώρας, κάνοντας αναλύσεις, επαφές με ομάδες πολιτών, με φίλους. Μέσα σε δέκα χρόνια», μου είπε ο Τσάβες, «καταφέραμε να οργανώσουμε πέντε συνελεύσεις χωρίς να μας ανακαλύψουν».
Επειτα από τόση συζήτηση ο πρόεδρος γέλασε πονηρά και αποκάλυψε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο: «Λοιπόν, πάντα λέγαμε πως στην αρχή ήμασταν τρεις. Αλλά τώρα πια μπορούμε να πούμε πως στην πραγματικότητα υπήρχε κι ένας τέταρτος, που πάντα κρύβαμε την ταυτότητά του για να τον προστατεύσουμε, κι έτσι δεν αποκαλύφθηκε την 4η Φεβρουαρίου και παρέμεινε δραστήριος στον στρατό και έφθασε στον βαθμό του συνταγματάρχη. Αλλά βρισκόμαστε στο 1999 και μπορούμε πια να αποκαλύψουμε πως εκείνος ο τέταρτος άνθρωπος βρίσκεται εδώ μαζί μας σε αυτό το αεροπλάνο. Εδειξε με τον δείκτη τον τέταρτο άνθρωπο σ’ ένα κάθισμα παραπέρα και είπε:
«Ο συνταγματάρχης Μπεδουέλ!».
Σύμφωνα με την ιδέα που ο «κομαντάντε» Τσάβες έχει για τη ζωή του, το αποκορύφωμα ήταν το Καρακάσο, η ένοπλη σύγκρουση που διέλυσε το Καράκας. Συνήθιζε να επαναλαμβάνει: «Ο Ναπολέων είπε πως μια μάχη αποφασίζεται σ’ ένα δευτερόλεπτο έμπνευσης του στρατηγού». Ξεκινώντας από αυτόν τον συλλογισμό, ο Τσάβες ανέπτυξε τρεις έννοιες: Πρώτη, η ιστορική ώρα. Η άλλη, το στρατηγικό λεπτό. Και τέλος, το δευτερόλεπτο τακτικής. «Ημασταν ανήσυχοι, γιατί δεν θέλαμε να φύγουμε από τον στρατό» έλεγε ο Τσάβες. «Είχαμε οργανώσει ένα κίνημα, αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο για ποιον λόγο». Ωστόσο, το τρομερό δράμα ήταν ότι αυτό που επρόκειτο να συμβεί συνέβη και δεν ήταν προετοιμασμένοι. «Δηλαδή», κατέληξε ο Τσάβες, «μας αιφνιδίασε το στρατηγικό λεπτό».
Αναφερόταν, βέβαια, στη λαϊκή απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος της 27ης Φεβρουαρίου του 1989: στο Καρακάσο. El Caracazo. Πρόκειται για συγκρούσεις που κράτησαν δύο ημέρες – 27-28 Φεβρουαρίου 1989 – και κατέληξαν σε μακελειό με αμέτρητα θύματα στην πόλη του Καράκας, όταν η Αστυνομία και οι Ενοπλες Δυνάμεις προσπάθησαν να ελέγξουν και να διαλύσουν μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Ενας από τους πιο αιφνιδιασμένους ήταν αυτός ο ίδιος. Ο Κάρλος Αντρές Πέρες είχε μόλις αναλάβει την προεδρία με ευρεία πλειοψηφία και ήταν αδιανόητο να συμβεί κάτι τόσο σοβαρό μέσα σε 20 ημέρες. «Εγώ πήγαινα στο πανεπιστήμιο για ένα μεταπτυχιακό εκείνο το διάστημα και το βράδυ της 27ης μπήκα στο Φουέρτε Τιούνα, το αντίστοιχο Πεντάγωνο του Καράκας και η Στρατιωτική Ακαδημία, αναζητώντας έναν φίλο για να μου βάλει λίγη βενζίνη για να γυρίσω σπίτι μου» μου είπε ο Τσάβες λίγα λεπτά προτού προσγειωθούμε στο Καράκας. «Τότε βλέπω ότι βγάζουν τον στρατό και ρωτάω έναν συνταγματάρχη: “Πού πάνε όλοι αυτοί οι στρατιώτες;”. Γιατί είχαν βγάλει τους γραφιάδες που δεν είχαν εκπαιδευτεί για τη μάχη και ακόμη λιγότερο για συγκρούσεις σε αστικούς χώρους. Ηταν νεοσύλλεκτοι τρομαγμένοι από το ίδιο το τουφέκι που κρατούσαν. Κι έτσι ρωτάω τον συνταγματάρχη: “Πού πάνε αυτές οι μικρές ομάδες;”. Και ο συνταγματάρχης μού απαντάει: “Στους δρόμους, στους δρόμους”. “Θεέ και Κύριε! Ομως τι διαταγή σάς έδωσαν;”. “Ακου, Τσάβες”, μου απαντάει ο συνταγματάρχης, “η διαταγή είναι να σταματήσουμε αυτό το πράγμα με οποιονδήποτε τρόπο, κι αυτό κάνουμε”. Κι εγώ του λέω: “Αλλά, συνταγματάρχα μου, φαντάζεστε τι μπορεί να συμβεί;”. Κι αυτός μού απαντάει: “Ακου, Τσάβες, είναι διαταγή και δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα πια. Θα γίνει το θέλημα του Θεού”».
Ο Τσάβες λέει πως ψηνόταν στον πυρετό από ιλαρά κι όταν έβαλε μπρος το αυτοκίνητό του είδε έναν στρατιωτάκο που έτρεχε προς το μέρος του χωρίς κράνος, με το τουφέκι κρεμασμένο και σκορπισμένες τις σφαίρες. «Τότε σταματώ και τον φωνάζω» λέει ο Τσάβες. Κι αυτός μπαίνει μέσα, νευρικός, ιδρωμένος, ένας νεαρός 18 χρόνων. Κι εγώ του λέω: «Αχά, για πού το έβαλες τρέχοντας έτσι;». «Οχι», λέει αυτός, «είναι που με άφησε η διμοιρία κι εκεί πέρα είναι ο υπολοχαγός μου στο φορτηγό. Πήγαινέ με, ταγματάρχα μου, πήγαινέ με». Κι εγώ προλαβαίνω το φορτηγό και ρωτάω αυτόν που τους οδηγούσε: «Πού πηγαίνετε;». Κι αυτός μού λέει: «Εγώ δεν ξέρω τίποτα». Ποιος μπορεί να ξέρει λοιπόν. Ο Τσάβες παίρνει μια βαθιά ανάσα και σχεδόν φωνάζει, πνιγμένος από την αγωνία εκείνης της νύχτας: «Εσύ ξέρεις. Εσύ στέλνεις τους στρατιώτες στον δρόμο, τρομαγμένους, μ’ ένα τουφέκι και 500 φυσίγγια που τα ξοδεύουν όλα». Σάρωναν τους δρόμους με σφαίρες, σάρωναν τους λόφους, τις λαϊκές συνοικίες. Ηταν ένα μακελειό! Ετσι έγινε: Χιλιάδες και ανάμεσά τους ο Φελίπε Ακόστα. «Η διαίσθησή μου λέει πως τον έστειλαν για να σκοτωθεί» είπε ο Τσάβες. «Ηταν η στιγμή που περιμέναμε για να δράσουμε». Το είπε και έγινε: Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να εκκολάπτεται το κίνημα που απέτυχε τρία χρόνια αργότερα.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Καράκας στις 3.00 τη νύχτα. Από το παραθυράκι αντίκρισα τον βάλτο των φώτων εκείνης της αξέχαστης πόλης όπου έζησα τρία κρίσιμα χρόνια για τη Βενεζουέλα, αλλά και για τη δική μου ζωή. Ο πρόεδρος με αποχαιρέτησε με το κρεολό αγκάλιασμά του και μια αυτονόητη πρόσκληση: «Θα βρεθούμε εδώ στις 2 Φεβρουαρίου. Ενώ απομακρυνόταν ανάμεσα στην τιμητική συνοδεία του από παρασημοφορημένους στρατιωτικούς και παλιούς φίλους, ανατρίχιασα με την ιδέα ότι είχα ταξιδέψει και συζητήσει ευχάριστα με δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Εναν που η πεισματάρα τύχη τού πρόσφερε την ευκαιρία να σώσει τη χώρα του. Κι έναν άλλο, έναν ταχυδακτυλουργό, που μπορούσε να μείνει στην Ιστορία σαν ένας ακόμη τύραννος. l
* Απόδοση από τα ισπανικά: Κλαίτη Σωτηριάδου. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα El Tiempo της Μποκοτά της Κολομβίας.
**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Απριλίου