Η Αγγελική Αριστομενοπούλου ξέρει να αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές των ανθρώπων. Το έχει άλλωστε αποδείξει. Μετά την Ταξιδιάρα Ψυχή του Γιάννη Αγγελάκα για την οποία κέρδισε και το Fipresci Critic’s Award στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης το 2011, σειρά παίρνει τώρα το A Family Affair και το συνώνυμο της κρητικής μουσικής, η οικογένεια Ξυλούρη, η φήμη της οποίας ξεπερνά τα «ηλίθια σύνορα» για να κατακτήσει τον κόσμο και να μιλήσει σε μια γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουν.

Τρεις γενιές, δύο χώρες, μια οικογένεια. Η βραβευμένη σκηνοθέτις ακολουθεί εδώ και δύο χρόνια τους γνωστούς χαρακτήρες –τον Ψαραντώνη, τον γιο του Ψαρογιώργη και τα εγγόνια του- για τις ανάγκες του νέου της ντοκιμαντέρ και πρόσφατα ταξίδεψε και στη Μελβούρνη για να αναζητήσει το γονίδιο της μουσικής που περνά από πατέρα σε γιο και από αυτόν στα εγγόνια. Κατάφερε όμως και κάτι ακόμη. Μαγνητοσκόπησε τη δύναμη της νότας που αψηφά την απόσταση και ενώνει τα μέλη μιας οικογένειας που κουβαλά στο όνομά της ένα κομμάτι της ελληνικής παράδοσης. Και όχι μικρό.

Γιατί επέλεξες τη συγκεκριμένη ιστορία;

Πριν από μερικά χρόνια κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της προηγούμενης ταινίας μου με κεντρικό χαρακτήρα τον Γιάννη Αγγελάκα, βρέθηκα σε ένα αυτοσχέδιο γλέντι όπου ο Ψαρογιώργης έπαιζε μουσική με τους γιους του γύρω από την φωτιά. Μου έκανε εντύπωση η ισχυρή τους σχέση και ο σεβασμός που είχαν ο ένας για τον άλλο.

Η μουσική είναι αυτό που ενώνει και παράλληλα διαχωρίζει τις τρεις γενιές των ταλαντούχων μουσικών της οικογένειας. Με ενδιέφερε να αναλύσω τη σχέση του κάθε μέλους με την παράδοση και την επιρροή που ασκεί το καθένα στις επιλογές της οικογένειας. Το βασικό ερώτημα είναι πόση ελευθερία μπορεί να έχουν οι νεότερες γενιές στο να αποφασίζουν για τη ζωή και τη μουσική τους, όταν μια τόσο ζωντανή, πλούσια και βαριά κληρονομιά συνοδεύει το κάθε τους βήμα.

Πώς ήταν τα γυρίσματα στην Αυστραλία;

Η δυσκολία του να μπαίνεις μέσα στην καθημερινότητα μιας οικογένειας είναι μεγάλη και θέλει υπομονή και δουλειά πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις για να μπορέσεις να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Το ταξίδι στην Αυστραλία κινήθηκε σε εξαιρετικά έντονους ρυθμούς, με πολλά road trips, συναυλίες, ηχογραφήσεις σε μεγάλα στούντιο, οικογενειακές συνευρέσεις, εξορμήσεις στα δάση της Αυστραλίας, συναντήσεις με καγκουρό. Το αποτέλεσμα; Πίστεψα ακόμη περισσότερο στην δυναμική της ταινίας.

Από την αρχή δεν με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία φολκλόρ για την παράδοση, αλλά μια σύγχρονη ταινία που να απευθύνεται σε ένα διεθνές κοινό και αυτό επιβεβαιώθηκε στα γυρίσματα στην Αυστραλία. Τα παιδιά του Ψαρογιώργη, έχοντας μεγαλώσει στην Κρήτη, βουτηγμένα μέσα στην κρητική παράδοση, ζουν τώρα στη Μελβούρνη και παντρεύουν τους δύο κόσμους στην καθημερινότητά τους. Τους βλέπεις να φτιάχνουν ηλεκτρονική μουσική και να δουλεύουν ως dj’s σε κλαμπ τη μία ημέρα και την επόμενη να φορούν τα μαύρα τους πουκάμισα και να παίζουν κρητική μουσική σε ελληνικά μαγαζιά με εξαιρετική δεξιοτεχνία, μπροστά σε ένα εντελώς διαφορετικό κοινό.

Ποια στιγμή από τα γυρίσματα θα σου μείνει χαραγμένη στη μνήμη;

Μια από τις πιο δυνατές στιγμές που μου έρχεται στο μυαλό τώρα, ήταν όταν έπαιξε όλη η οικογένεια μαζί σε μια μεγάλη συναυλία. Εβλεπες τον παππού Ψαραντώνη, αρχηγό στο κέντρο της σκηνής, να έχει στη μια μεριά τον γιο του τον Ψαρογιώργη και στην άλλη τα τρία του εγγόνια. Η επικοινωνία μεταξύ τους, τα βλέμματα αποδοκιμασίας και επιβράβευσης ανάμεσα στα διάφορα μέλη σε συνδυασμό με την εικόνα του κόσμου που χόρευε ξέφρενα με μια μουσική και γλώσσα εντελώς ξένη στα αυτιά του, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα μαγική.

Γιατί επέλεξες να προβάλεις για ακόμη μία φορά τη μουσική μέσα από τη δουλειά σου;

Πραγματικά δεν ξέρω πως έχει συμβεί αυτό με τους μουσικούς. Φαίνεται πως είναι μια ανώτερη δύναμη που με οδηγεί συνέχεια κοντά τους. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Πάντως σε αυτή την ταινία το επίκεντρο είναι η οικογένεια και οι σχέσεις μεταξύ τους. Η μουσική είναι το στοιχείο που ενώνει τις τρεις αυτές γενιές.

Η μουσική γνωρίζει από σύνορα;

Τι είναι αυτή η ηλίθια έννοια των συνόρων; Ας μην μπούμε σε αυτό καλύτερα γιατί για την Ελλάδα του σήμερα, μάλλον θα χαρακτηριστώ ακραία.

Η προώθηση του ντοκιμαντέρ μέσω του kickstarter είχε ανταπόκριση;

Μπήκαμε στην διαδικασία του crowd funding μέσω του kickstarter για να καταφέρουμε να καλύψουμε κάποια από τα έξοδα των γυρισμάτων στην Αυστραλία. Φτιάξαμε τη σελίδα με τα κείμενα και ένα πεντάλεπτο βιντεάκι που μπορεί κάποιος να πάρει μια γεύση από την ταινία. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέραμε καθόλου ποια θα ήταν η ανταπόκριση του κόσμου, μιας και ήταν η πρώτη φορά που κάναμε κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και βάλαμε ένα αρκετά μικρό ποσό σε σχέση με το κόστος των γυρισμάτων. Ομως, η ανταπόκριση ήταν μεγάλη και το ποσό των 5.000 λιρών που ζητούσαμε για τα έξοδα των εισιτηρίων μαζεύτηκε σε περίπου ένα μήνα. Μέσα από αυτή την σελίδα ο κόσμος μπορεί να μάθει για την ταινία, να γνωρίσει τους χαρακτήρες και να τη στηρίξει.

Μπορεί κάποιος να ακολουθήσει το επάγγελμα του σκηνοθέτη στην Ελλάδα σήμερα;

Φαντάζομαι ότι είναι εξίσου δύσκολο με τα υπόλοιπα επαγγέλματα να το ακολουθήσει κάποιος. Εγώ δουλεύω για αυτή την ταινία δύο χρόνια χωρίς απολαβές, μιας και τα λίγα χρήματα που έχει πάρει η παραγωγή έχουν χρησιμοποιηθεί για να καλύψουν τις ανάγκες των γυρισμάτων. Το καλό αποτέλεσμα όμως ευελπιστώ ότι θα ανταμείψει την προσπάθεια.

* Για τις επόμενες 16 ημέρες μπορείτε να στηρίξετε την ταινία μέσα από τη σελίδα του kickstarter.