1955
ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΟΤΕ
Πρόκειται για ένα εν πολλοίς λησμονημένο σκάνδαλο του 1955, το οποίο εξελίχθηκε σε δικαστικό θρίλερ με κύρια πρωταγωνίστρια μια σύγχρονη γνώριμη της ελληνικής δικαιοσύνης, τη γερμανική βιομηχανία Siemens. To ζήτημα, κατά την πρώτη εκείνη υπόθεση, ήταν η προμήθεια του ΟΤΕ με 50.000 αυτόματα τηλέφωνα από τη γερμανική επιχείρηση. Ο τότε εκπρόσωπος της Siemens στην Ελλάδα, ονόματι Βουλπιώτης, απέστειλε επιστολή στον στρατηγό Παπάγο, όπου εξηγούσε πώς ο υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή υφυπουργός Συγκοινωνιών, Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, του είχε ζητήσει 100.000 δολάρια μέσω του λαρισαίου πρώην αγροφύλακα Καρβούνη, προκειμένου να υπογράψει την προμήθεια. Μάλιστα, ο Βουλπιώτης κατέβαλε στον Καρβούνη 5.000 δρχ. ως προκαταβολή.
Οταν ο Καραμανλής κάλεσε τον Παπακωνσταντίνου για να ζητήσει εξηγήσεις, ο τελευταίος τού είπε ότι θα παραιτηθεί ώστε να μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη στον Βουλπιώτη για συκοφαντία. Ετσι έπραξε, ωστόσο η παραίτηση δεν έγινε δεκτή από τον Παπάγο. Τελικώς, ασκήθηκε δίωξη εναντίον του Καρβούνη και του Βουλπιώτη, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν εκτός Αθηνών. Οπως αποκαλύφθηκε κατά τη διαδικασία της ανάκρισης, ο Βουλπιώτης είχε ζητήσει υποχρεωτική παροχή συμβουλών στον ΟΤΕ για μια δεκαετία με κόστος 1 εκατ. δολάρια, ενώ η αντιπρόταση του Παπακωνσταντίνου ήταν πενταετία συμβουλών στον ΟΤΕ από τους Γερμανούς της Siemens με κόστος 240.000 δολάρια.
Η εκδίκαση της υπόθεσης άρχισε τον Σεπτέμβριο του ’55 και υπήρξε επεισοδιακή. Ο Παπακωνσταντίνου δήλωσε ότι «ο Βουλπιώτης αποπειράθηκε να με δολοφονήσει ηθικώς», ενώ την 1η Οκτωβρίου οι συνήγοροι υπεράσπισης αποχώρησαν από την αίθουσα. Μία ημέρα αργότερα, κατά την απολογία του, ο Βουλπιώτης δήλωσε ότι δεν είχε πρόθεση να δυσφημίσει τον Παπακωνσταντίνου, πράγμα που επανέλαβε τον ερχόμενο Δεκέμβριο κατά την επανάληψη της δίκης. Τελικώς, καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση, από τους οποίους εξέτισε τους εννέα.
1956
ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΣΤΟ ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ
Το σκάνδαλο του Σισμανόγλειου Σανατορίου με αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή τον βουλευτή της ΕΡΕ και γενικό διευθυντή του νοσοκομείου, Σάββα Παπαεμμανουήλ, ξέσπασε το 1956. Ωστόσο, εξελίχθηκε σε μακρά σάγκα που τελείωσε τρία χρόνια αργότερα με τον θάνατο του Παπαεμμανουήλ στο κελί του. Θεωρείται υπόθεση κατά την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιχείρησε κάθαρση στο κόμμα του.
Τον Δεκέμβριο του 1956, όταν βλέπουν το φως της δημοσιότητας ποικίλες καταγγελίες περί κακοδιαχείρισης και ατασθαλιών στο ιδιωτικό νοσοκομείο, ο Καραμανλής ζητάει από τον Παπαεμμανουήλ να παραιτηθεί από την ασυλία του. Εκείνος, ωστόσο, επιλέγει την απόδραση! Εξαφανίζεται, δίχως οι αρχές να μπορούν να τον εντοπίσουν! Τα ίχνη του τελικώς εντοπίζονται και γίνεται γνωστό ότι έχει διαφύγει από τη Βόρεια Ελλάδα. Λίγες ημέρες αργότερα στέλνει επιστολή από το Παρίσι όπου βρίσκεται και υποστηρίζει την αθωότητά του, ενώ ως τον Απρίλιο του ’57 έχει επιστρέψει στην Ελλάδα. Προφυλακίζεται με την κατηγορία της υπεξαίρεσης 1.290.000 δρχ.
Η δίκη του, που τελικά αρχίζει τον Σεπτέμβριο του ’58, φέρνει στο φως τα έργα και τις ημέρες του: «Ο Παπαεμμανουήλ ήταν ο δικτατορίσκος μιας περιοχής 80.000 τετραγωνικών μέτρων» σημειώνει ένας μάρτυρας. Πράγματι, αποκαλύπτεται ότι είχε τοποθετήσει την καρδιά του Κωνσταντίνου Σισμανόγλου που διατηρούνταν σε μια γυάλα στις τουαλέτες του ιδρύματος, ότι το προσωπικό τρεφόταν με αλλοιωμένα τρόφιμα, ότι είχαν συμβεί πληθώρα υπεξαιρέσεων και υπερτιμολογήσεων.
Ο Παπαεμμανουήλ, ψύχραιμος και χαμογελαστός, ισχυρίστηκε κατά την απολογία του ότι οι κατηγορίες προέκυψαν προκειμένου να κρατικοποιηθεί το σανατόριο. Η κατάρρευσή του ήρθε όταν λιποθύμησε στα χέρια των φρουρών του ενώ άκουγε την καταδίκη του και την ποινή του: φυλάκιση δέκα ετών και τεσσάρων μηνών. Το 1959 απεβίωσε στο κελί του από έμφραγμα.
1963
ΕΝΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΠΕΛΑΤΕΣ
Το 1963, το Μον Παρνές, το ξενοδοχείο της Πάρνηθας που προέκυψε ύστερα από έμπνευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για την επέκταση της Ελλάδας στον τομέα του χειμερινού τουρισμού, δεν είχε γίνει ακόμη καζίνο. Ωστόσο, βρισκόταν συχνά στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου. Η αιτία ήταν η χαμηλή προσέλευση επισκεπτών που τις περισσότερες φορές δεν ξεπερνούσαν τους πέντε ανά ημέρα. Οι ιδέες που «έπεσαν» ήταν οι εξής δύο: η οικοπεδοποίηση του εθνικού δρυμού της Πάρνηθας προκειμένου να υπάρξει κίνηση στην περιοχή, καθώς και η μετατροπή του σε καζίνο υπό τον βαρόνο Φον Ριχτχόφεν που διαχειριζόταν το καζίνο της Κέρκυρας. Ωστόσο, εκείνο που σημείωνε συχνά ο αντιπολιτευόμενος Τύπος ήταν η τρομερή αποτυχία του ξενοδοχείου «που κόστισε στο ελληνικό δημόσιο 120 εκατ. δρχ.». Ως επιστέγασμα στην υπόθεση ήρθε η δίκη του γάλλου μάγειρα Ντεζιρέ Μορέ του ξενοδοχείου που αφίχθηκε με περγαμηνές σπουδαίου σεφ, μα πολλοί υποστήριξαν ότι στην προηγούμενη δουλειά του ήταν απλός «σαλτσιέρης». Τελικώς, αποφασίστηκε το (χειμερινό!) ξενοδοχείο να παραμείνει κλειστό κατά τη χειμερινή σεζόν και να ανοίξει ξανά την Πρωταπριλιά του 1964.
1964
ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΕΣΙΝΕ
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κατά τις πρώτες δύο μεταπολεμικές δεκαετίες η Ελλάδα επέδειξε σύνεση στη δημοσιονομική διαχείρισή της. Ηταν μια μάλλον εξαναγκαστική κατάσταση. Τα προπολεμικά δάνεια έπρεπε να αποπληρωθούν σε ικανοποιητικό βαθμό, προκειμένου να υπάρξουν νέα, και ήταν αναμενόμενος ο αχός γύρω από τις ξένες εταιρείες που θα συνεργάζονταν με το ελληνικό δημόσιο. Η περίπτωση της σχέσης της ΔΕΗ με την Πεσινέ, τη γαλλική βιομηχανία αλουμινίου που τελικώς άνοιξε το 1964 το εργοστάσιό της στη Βοιωτία με επωνυμία «Αλουμίνιον της Ελλάδος», ανακλά με πιστότητα τη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα.
Η επιχείρηση υπέγραψε συμβάσεις με τη ΔΕΗ που της παραχωρούσαν ρεύμα σε τιμές που χαρακτηρίστηκαν αποικιοκρατικές. Συγκεκριμένα, την υπόθεση αποκάλυψε δικαστική επιτροπή της ΔΕΗ. Η σύμβαση με την εταιρεία προέβλεπε την αγορά ρεύματος προς 7 δρχ./κιλοβατώρα, ενώ οι αγρότες αγόραζαν την ίδια ποσότητα προς 14 δρχ. Σε όρους κόστους στη ΔΕΗ, η ηλεκτροδότηση των εγκαταστάσεων θα πωλούνταν προς 3,1-3,6 χιλιοστά του δολαρίου/κιλοβατώρα, ενώ το κόστος της ίδιας ποσότητας ήταν αδύνατο να κατέλθει κάτω από 4. Η ζημιά για το ελληνικό κράτος υπολογιζόταν στα 100-300 εκατομμύρια δρχ. ετησίως. Με αυτή την αφορμή, ήρθε στην επιφάνεια έτερη προσφορά για την κατασκευή σχετικού εργοστασίου από τη Βιοχάλκο, καθώς και πάγωσαν οι συνομιλίες του γενικού διευθυντή της Πεσινέ, Πιερ Ζουβέν, με τον υπουργό Βιομηχανίας του Γεωργίου Παπανδρέου, Ιωάννη Ζίγδη.
Τελικώς, η σύμβαση υπεγράφη, το εργοστάσιο λειτούργησε και «εγκαινίασε», με ανορθόδοξο τρόπο, έναν πλήρως καθετοποιημένο κλάδο αλουμινίου που ως και σήμερα συνεισφέρει στις ελληνικές εξαγωγές. Η υπόθεση απασχόλησε επίσης την κοινή γνώμη κατά το 1980, όταν ο τότε υπουργός Βιομηχανίας, Στέφανος Μάνος, επεδίωξε μια περισσότερο συμφέρουσα συμφωνία με την Πεσινέ, καθώς και το 1984, όταν η Ελλάδα έφερε την υπόθεση στο διεθνές δικαστήριο, όπου οι αξιώσεις της Ελλάδας απορρίφθηκαν. Σήμερα, πολλά χρόνια μετά το αρχικό σκάνδαλο, η «Αλουμίνιον της Ελλάδος» λειτουργεί ακόμη, και από το 2005 ανήκει στον Ομιλο Μυτιληναίος.
1964
Η ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΕΡΙΟΣΤΡΟΒΙΛΩΝ
Πρόκειται για ένα ακόμη «καυτό» σκάνδαλο της προδικτατορικής περιόδου, κατά το οποίο ο παραταξιακός Τύπος της ΕΡΕ κατηγορούσε τον τότε υπουργό Βιομηχανίας, Ιωάννη Ζίγδη, για τη «ζημιογόνο» προμήθεια τεσσάρων αεριοστρόβιλων χωρίς διαγωνισμό, από την αμερικανική Westinghouse, για τις ανάγκες της ΔΕΗ. Σύμφωνα με την ΕΡΕ, οι ζημιές του κράτους θα ανέρχονταν στα 90 εκατ. δρχ. μετά την προμήθεια, ενώ κατά την Ενωση Κέντρου η συγκεκριμένη προμήθεια ήταν απολύτως απαραίτητη και δεν αποτελούσε σκάνδαλο.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση, μέσω του Ζίγδη, υποστήριξε ότι η πρόβλεψη που είχε κάνει το 1961 η ΕΡΕ για τις ανάγκες σε ρεύμα της τότε διαρκώς αναπτυσσόμενης Ελλάδας υπολείπονταν κατά πολύ της πραγματικής κατάστασης. Επομένως, χωρίς τη συγκεκριμένη προμήθεια, ο χειμώνας του ’64-’65 δεν θα περνούσε δίχως συχνές διακοπές ρεύματος. «Αι διακοπές του ρεύματος θα ήσαν οδυνηρές διά τον λαόν και την οικονομίαν» είχε δηλώσει στο Κοινοβούλιο ο Ζίγδης. Ανέφερε ότι το έλλειμμα του ρεύματος για τον συγκεκριμένο χειμώνα θα ανερχόταν στα 100.000 κιλοβάτ, υπό την προϋπόθεση μάλιστα ότι όλα τα εργοστάσια θα λειτουργούσαν κανονικά. Με τους τέσσερις αεριοστρόβιλους θα περιοριζόταν κατά 56.000 κιλοβάτ και θα περιοριζόταν κατά ακόμη 33.000 κιλοβάτ με τα εγκαίνια του εργοστασίου της Πτολεμαΐδας.
Το επίσημο πόρισμα του αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Ζαχαρή δόθηκε στη δημοσιότητα τον Μάρτιο του 1967, λίγο πριν από το πραξικόπημα. Ανέφερε, επίσης, ότι το διάστημα ήταν πολύ σύντομο προκειμένου να προκηρυχθεί διαγωνισμός.
1964
Ο ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ Η ΔΕΗ
Το φθινόπωρο του 1964, αφού ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε ήδη αποχωρήσει για το Παρίσι και πρόεδρος της ΕΡΕ ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αναδείχθηκαν δύο μεγάλα σκάνδαλα της περιόδου διακυβέρνησης του εθνάρχη που σχετίζονταν με τη ΔΕΗ. Τα δημοσιεύματα και το κλίμα της εποχής εξανάγκασαν τον Καραμανλή να δηλώσει την άρνησή του «να συμπράξω εις μιαν υπόθεσιν, την οποίαν θεωρώ καθαράν πολιτικήν σκευωρία». Ηταν η περίοδος που λίγο έλειψε να στηθεί ειδικό δικαστήριο.
Η πρώτη υπόθεση αφορούσε τα 65 εκατ. δρχ. τα οποία ζημιώθηκε η ΔΕΗ από τις υπερβάσεις των έργων στον ποταμό Μέγδοβα από τη γαλλική OL-CO, καθώς και την αμερικανική KNAPPEN. H OL-CO πήρε πρόσθετη αμοιβή πέραν της προβλεπόμενης κατά 12,6 εκατ. δρχ., πληροφορία που ήρθε στη δημοσιότητα έπειτα από πόρισμα δικαστικής επιτροπής έκτακτου ελέγχου της ΔΕΗ. Ο μηχανικός Εμμανουήλ Βουγιούκαλος σημείωνε: «Η OL-CO επέτυχε τροποποιήσεις της μελέτης, πολλαπλασιάζουσας το κόστος της παραγωγής του έργου χωρίς να επιτυγχάνεται αύξηση της παραγωγής ενέργειας». Ο τομεάρχης και επίσης μηχανικός της ΔΕΗ, Ρουσέν, τόνισε ότι «αντιμετωπίσαμε έναν κακόπιστο εργολάβο στον οποίο είχαμε παραδοθεί χειροπόδαρα».
Η άλλη υπόθεση αφορούσε τις υποτιθέμενες πιέσεις του Καραμανλή προς το διοικητικό συμβούλιο της ΔΕΗ για να δοθούν τα έργα στην περιοχή Κρεμαστά Αχελώου στον αμερικανικό οίκο Engineering Consultants, Inc., ενώ υπήρχε άλλη προσφορά – της επίσης αμερικανικής Ebasco, η οποία τελικώς μειοδοτήθηκε.
Τον Φεβρουάριο του 1965, έπειτα από δραματική συνεδρίαση του Κοινοβουλίου, αποφασίστηκε να αρθεί η ασυλία του Καραμανλή, καθώς και του υπουργού Βιομηχανίας, Νίκου Μάρτη, και του υπουργού Συντονισμού, Παναγή Παπαληγούρα. Η συνεδρίαση έληξε με τον Κανελλόπουλο να δηλώνει ότι «από αυτή την έκβαση της συνεδρίασης θα κριθεί η δυνατότητα της ομαλής λειτουργίας του κοινοβουλευτικού και δημοκρατικού πολιτεύματος». Ενθερμος υπέρ της άρσης της ασυλίας ήταν επίσης ο Ηλίας Ηλιού της ΕΔΑ. Τελικώς, οι βουλευτές της Ενωσης Κέντρου τερμάτισαν τη διαδικασία με αναστολή της Δίωξης και την παραγραφή οποιωνδήποτε ευθυνών του Καραμανλή, ενώ ο ίδιος επέλεξε να αμυνθεί μέσω φίλων, συνεργατών και στελεχών του κόμματος της ΕΡΕ.
1964
Η ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΟΝ ΚΑΛΟ ΦΙΛΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
Η υπόθεση αναδείχτηκε από την εφημερίδα της ΕΡΕ «Ημέρα». Τον Νοέμβριο του 1964, λίγες ημέρες προτού ο Ανδρέας Παπανδρέου παραιτηθεί αιφνιδίως από αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού, η εφημερίδα δημοσίευσε την ανάθεση πολεοδομικής μελέτης για την Πάτρα χωρίς διαγωνισμό στον φίλο του Ανδρέα, αρχιτέκτονα Γιώργο Σκιαδαρέση, προς 1.800.000 δρχ. Η εφημερίδα, επίσης, ισχυρίστηκε ότι ο Σκιαδαρέσης υπηρετούσε στο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών και ότι ο προϊστάμενός του εκεί, ο Κουτσιουμάρης, ήταν ταυτοχρόνως συνεργάτης του, δηλαδή «υφιστάμενός» του στο τεχνικό γραφείο του. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το δημοσίευμα, μέρος της αμοιβής θα «επέστρεφε» στον Κουτσιουμάρη. Την επόμενη ημέρα οι συζητήσεις στη Βουλή ήταν έντονες, μετά τις εξηγήσεις του Παπανδρέου ότι «οι διαγωνισμοί παγκοσμίως γίνονται για τις αναθέσεις και όχι για τις μελέτες» και οι βουλευτές της ΕΡΕ χρησιμοποίησαν βαριές εκφράσεις. Οι τόνοι έπεσαν όταν ο ίδιος ο Κανελλόπουλος αρνήθηκε να χαρακτηρίσει την υπόθεση σκάνδαλο.
1965
ΜΙΑ ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΕ ΣΚΙΤΣΟ
«Τα έργα της Ομόνοιας (σ.σ.: διήρκεσαν από το 1954 ως το 1960 και αφορούσαν τη διαμόρφωση της πλατείας με το σιντριβάνι, καθώς και τη διαρρύθμιση υπόγειου χώρου με τράπεζες, καταστήματα και ταχυδρομείο, αλλά και με τις πρώτες κυλιόμενες σκάλες) κατά τον Ράλλη μάς αποδίδουν 60 εκατ. τον χρόνο, διότι αν δεν εγένετο το έργο αυτό δεν θα είχομεν τους τρεις μεγάλους μονοδρόμους, τα αυτοκίνητα θα κυκλοφορούσαν με βραδύ ρυθμό, θα έκαιγαν περισσότερη βενζίνη, οι οδηγοί θα έχαναν πολύτιμο χρόνο και η οικονομία μας θα επιβαρύνετο με το προαναφερθέν ποσό» έγραφε το «Βήμα» της 5ης Μαΐου του 1965 δημοσιεύοντας στοιχεία για ένα ακόμη προδικτατορικό σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει με στόχο την κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Καραμανλή, την οποία είχε διαδεχθεί εκείνη της Ενωσης Κέντρου περίπου έναν χρόνο πριν.
Η εφημερίδα συνεχίζει να μεταδίδει το τεταμένο κλίμα της εποχής σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα: «Με διστακτικό βήμα ο Ράλλης ανήλθε την κυλιόμενη κλίμακα των υπερβάσεων της Ομόνοιας. “Αρχίσαμε”, είπε, “με έναν προϋπολογισμό 6 εκατ. δρχ. Είπαμε ότι θα φτάσει τα 10 και τελικώς φτάσαμε στα 80. Διότι αρχικώς δεν είχαμε υπολογίσει τον πρώτο υπόγειο και το ταχυδρομείο. Τα έργα αυτά ηύξησαν τη δαπάνη κατά 30 εκατ. Εκείνη την εποχή ταξίδευσα στη Σκανδιναβία και μου είπαν ότι πρέπει να κατασκευάσουμε υπόγειο δίκτυο” (…) Κάτι οι κυλιόμενες σκάλες, κάτι τα βοτσαλάκια – 7 εκατ. στοίχισε το γεωμετρικό τερατούργημα. Αύξηση κόστους κατά 991%». Για το ίδιο θέμα, ο Δημήτρης Κιτσίκης, εισηγητής της ΕΔΑ, κατά τη σχετική συζήτηση στο Κοινοβούλιο είχε δηλώσει ότι για την ανάπλαση της πλατείας «δεν υπήρχαν σχέδια ούτε μελέτες, αλλά μόνο σκίτσο του αρχιτέκτονα Βασιλειάδη, τότε διευθυντή της Πολεοδομίας».
1974
ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΩΝ ΚΡΕΑΤΩΝ
Η κινητήρια δύναμη πίσω από το ξέσπασμα του συγκεκριμένου, χολιγουντιανών προδιαγραφών, σκανδάλου την άνοιξη του 1974 ήταν να δημιουργηθεί το κλίμα ότι ο δικτάτορας Ιωαννίδης επιτίθετο εναντίον των ανθρώπων του προκατόχου του, δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. Γι’ αυτό και ως στόχος επιλέχθηκε ο έμπιστος του Παπαδόπουλου, υφυπουργός Εμπορίου, Μιχαήλ Μπαλόπουλος, και ενεπλάκη επίσης ο αδελφός του Παπαδόπουλου, Χαράλαμπος. Το σύνολο των κατηγορουμένων στο Εκτακτο Στρατοδικείο που στήθηκε ανερχόταν στους 39 και ανάμεσά τους βρίσκονταν δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι και εισαγωγείς κρεάτων, επιχειρηματίες, έμποροι πολύτιμων μετάλλων· επρόκειτο για ένα φαντασμαγορικό καστ. Οι κατηγορίες εκτείνονταν από παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών μέχρι δωροδοκίες ή δωροληψίες, λαθραία εξαγωγή συναλλάγματος, λαθρεμπόριο κρεάτων και πλαστογραφία και προέκυψαν από πόρισμα 97 σελίδων!
Το βασικό τέχνασμα ήταν το εξής: υπερτιμολογούσαν κρέατα που εισήγαγαν από τη Ροδεσία προκειμένου να εξαγάγουν παρανόμως συνάλλαγμα ύψους αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων – ποσό αστρονομικό για την εποχή. Εισήγαγαν λαθραία κρέας εκλεκτής ποιότητας (από εκείνο που προοριζόταν για ξενοδοχεία και για κέντρα διασκέδασης) και για να γλιτώσουν δασμούς το «περνούσαν» ως κοινό. Ακόμη, πολλές από τις ποσότητες του κρέατος στερούνταν υγειονομικών πιστοποιητικών. Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος κατηγορήθηκε ότι έστελνε τον οδηγό του στη λαχαναγορά να λαμβάνει παρανόμως κρέατα.
Ο Μπαλόπουλος, προκειμένου να καταφέρνει να εισαγάγει γαργαντουικές ποσότητες κρέατος και ως εκ τούτου να επωφελείται από το συνάλλαγμα, είχε θεσπίσει διάφορες «ενδιαφέρουσες» διατάξεις, όπως η απαγόρευση της σφαγής ζώων στην Αθήνα και η απαγόρευση της εισαγωγής κρέατος από άλλες ελληνικές πόλεις. Πολλοί λιανοπωλητές εξαναγκάζονταν το 1/4 του κρέατος που αγόραζαν να προέρχεται από «χαλασμένες» παρτίδες. Ενας μάρτυρας κατέθεσε ότι το «καπέλο» στα κρέατα ανερχόταν σε 85-90 δρχ./το κιλό, ενώ ο Μπαλόπουλος ισχυρίστηκε ότι «είναι θύμα του Ιωαννίδη» και απολογήθηκε με δάκρυα και λυγμούς. Ο κατηγορούμενος πέθανε από οξύ έμφραγμα στο κελί του, το 1978.
1987
ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΚΟΣΚΩΤΑ
Το 1979, όταν ακόμη ήταν Πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο τότε μόλις 25 ετών Γιώργος Κοσκωτάς αναλάμβανε διευθυντής συναλλάγματος στην Τράπεζα Κρήτης. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή επαγγελματική επιτυχία του μετανάστη που επέστρεψε από την Αμερική και ενδεικτική της πορείας του ως το 1984, οπότε είχε φθάσει να κατέχει το 56% της τράπεζας, καθώς και τον εκδοτικό οργανισμό Γραμμή ΑΕ, που εξέδιδε τέσσερις εφημερίδες και έξι περιοδικά. Ως το 1987, είχε φθάσει στα χέρια του η ΠΑΕ Ολυμπιακός και στην Τράπεζα Κρήτης είχαν συγκεντρωθεί καταθέσεις ύψους περίπου 13 δισ. δρχ., προερχόμενες από ελληνικές ΔΕΚΟ.
Οι πρώτες αποκαλύψεις περί του περίεργου βίου του Γιώργου Κοσκωτά – πλαστογραφίες, φορολογικά αδικήματα, παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος – άρχισαν ήδη από τον Οκτώβριο του 1987 και έγιναν ασφαλώς από τα ΜΜΕ που δεν του ανήκαν. Ως τον Ιούλιο του 1988 ο εισαγγελέας είχε διατάξει έλεγχο στην Τράπεζα Κρήτης. Και έπειτα ήρθε η φωτογραφική τροπολογία-«Κουτσονόμος», που άφηνε προνομιακά περιθώρια στον επιχειρηματία. Ο νόμος εγκρίθηκε από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Μένιο Κουτσόγιωργα, ο οποίος απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα, χωρίς να προλάβει να δικαστεί για τις κατηγορίες που τον βάραιναν.
Από τα ευρήματα του επιτρόπου αποδείχθηκε ότι ο Κοσκωτάς είχε κάνει υπεξαίρεση 33,5 δισ. δρχ. από την Τράπεζα Κρήτης. Ο επιχειρηματίας διέφυγε στη Βραζιλία και αργότερα στις ΗΠΑ, απ’ όπου εκδόθηκε στην Ελλάδα δύο χρόνια αργότερα.
Είχε ήδη σχηματιστεί η «κυβέρνηση της κάθαρσης» ή, κατά άλλη εκδοχή, η κυβέρνηση του «βρώμικου ’89» με τη συμμετοχή της Νέας Δημοκρατίας και της Αριστεράς. Το 1989 το Κοινοβούλιο αποφάσισε την παραπομπή του τέως πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς και του Κουτσόγιωργα, του τέως υπουργού Οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα, του τέως υφυπουργού Βιομηχανίας Γιώργου Πέτσου και του τέως υπουργού Εθνικής Οικονομίας Παναγιώτη Ρουμελιώτη, ο οποίος τελικά δεν παραπέμφθηκε, γιατί ήταν ήδη ευρωβουλευτής και το ευρωκοινοβούλιο απέρριψε την πρόταση άρσης της ασυλίας του.
Η «δίκη του αιώνα» άρχισε σε φορτισμένο πολιτικά κλίμα και έληξε εξίσου οριακά, με το δικαστήριο να αθωώνει τον Ανδρέα με ψήφους 7 υπέρ και 6 κατά για την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Ο Γιώργος Κοσκωτάς αποφυλακίστηκε το 2001, έχοντας εκτίσει τα 3/5 της ποινής του. l
1953
Ο ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΞΥΠΝΗΤΗΡΙΑ
Δεν πρόκειται τόσο για σκάνδαλο όσο για θρύλο που τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’50, καθώς ο πολιτικός της Δεξιάς, Σπύρος Μαρκεζίνης, ήταν υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση του στρατηγού Παπάγου. Τότε, κατά την επίσκεψή του στην Κέρκυρα και καθώς μυστηριωδώς η αγορά του νησιού είχε γεμίσει με ξυπνητήρια, ακούστηκε ότι ο ίδιος έκανε το σχετικό… λαθρεμπόριο. Ο ίδιος θρύλος τον θέλει, όταν αργότερα τον ρώτησαν δημοσίως για την υπόθεση των ξυπνητηριών, να έχει απαντήσει «τα φέρνω για να ξυπνήσω τους Ελληνες!».