Είχαν προηγηθεί οι επιθέσεις του κόμματος σε Ραφήνα, Μεσολόγγι και Καλαμάτα, η απόφαση του υπουργού Νίκου Δένδια να αποσυρθεί η αστυνομική φρουρά των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, η διαθεσιμότητα του διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Ραφήνας για «την επιχειρησιακή διαχείριση του συμβάντος», ομοίως και του αστυνομικού της προσωπικής ασφαλείας του βουλευτή Κωνσταντίνου Μπαρμπαρούση και η παραπομπή του στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο με το ερώτημα της απόταξης. Το συμβάν ήταν άλλη μια επίθεση βουλευτών – συνοδευόμενων από αστυνομικούς -σε μετανάστες το βράδυ της προηγούμενης Παρασκευής. Η Χρυσή Αυγή έστειλε εξώδικο στον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., Νίκο Παπαγιαννόπουλο, εξέδωσε ανακοίνωση που ανέφερε ότι «αυτή είναι η σταλινικού τύπου δημοκρατία του καθεστώτος του μνημονίου» και δεσμεύτηκε δημοσίως να αγνοεί τον νόμο, δηλαδή να «εφαρμόζει τον νόμο υπέρ των Ελλήνων που αγνοεί η πολιτεία». Ακολούθως κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά κατά του υπουργού Δημόσιας Τάξης & Προστασίας του Πολίτη, του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. και παντός άλλου υπευθύνου. Την ώρα της δημόσιας μάχης ανακοινώσεων, στα αρχηγεία της Αστυνομίας έφθαναν καταγγελίες για επιθέσεις, εμπρησμούς και ξυλοδαρμούς μεταναστών σε διάφορες περιοχές της Αθήνας. Η ύπατη αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Νάβι Πιλάι εξέφρασε την ανησυχία της για τις αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά των μεταναστών στην Ελλάδα. Είναι πια ξεκάθαρο ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει εκτός ελέγχου.
Τι ψηφίζουν οι αστυνομικοί;
Ποια είναι, όμως, παραδοσιακά η σχέση της Ελληνικής Αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή; Ανώτερος αξιωματούχος της Αστυνομίας εξηγεί στο ΒΗmagazino: «Οντως υπήρχε ανοχή των ΜΑΤ προς ακροδεξιές ομάδες. Χρυσαυγίτες έβγαιναν μέσα από τις γραμμές των ΜΑΤ σε διάφορες εκδηλώσεις. Οι αστυνομικοί θεωρούσαν ότι δεν κινδύνευαν από αυτούς και επέτρεπαν να συμβαίνει. Αυτό προφανώς ήταν και πρόβλημα της διοίκησης, η οποία υιοθετούσε στάση που έδειχνε ανεκτικότητα, ίσως και συμπάθεια. Από το 2009, αυτά τα φαινόμενα περιορίστηκαν. Ενδεικτικά θα σας αναφέρω ότι ένας άνδρας των ΜΑΤ που έφερε το σήμα των Ες Ες στο κεφάλι του διώχθηκε. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκλογών συμπυκνώνουν μια αντίδραση που είναι ανησυχητική. Δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει εκκόλαψη. Χρειάζονται προσεκτικές προσεγγίσεις. Ακόμη και μεγαλοδημοσιογράφοι από τις εφημερίδες τους προπαγανδίζουν τις θέσεις του συγκεκριμένου φορέα, αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι ο ολόκληρος ο ελληνικός Τύπος είναι ακροδεξιός».
Ο έμπειρος αστυνομικός έχει δίκιο σε αρκετά σημεία. Για παράδειγμα, την ημέρα που η βρετανική εφημερίδα «The Guardian» αποκαλούσε τη Χρυσή Αυγή «μια συμμορία κακοποιών», δημοσιογράφοι εντός των συνόρων επέμεναν να κάνουν διθυραμβικά λάιφσταϊλ αφιερώματα στους πρωταγωνιστές της, νομιμοποιώντας την παρουσία τους. Δεν υπάρχουν ακόμη ειδικοί εκλογικοί κατάλογοι για δημοσιογράφους ώστε να μετρηθεί η διεισδυτικότητα της Χρυσής Αυγής σε αυτόν τον κλάδο. Για τους αστυνομικούς, όμως, υπάρχουν.
Ο αστυνομικός που επιβεβαιώνει τις σχέσεις της Αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή υπήρξε ένας από τους ανώτατους αξιωματούχους της Ελληνικής Αστυνομίας, με επαρκέστατη γνώση των πραγμάτων. Οπως και αρκετοί άλλοι στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, προτίμησε να μη δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία του. Εξάλλου, τα περισσότερα από όσα θα γραφτούν, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα γνωρίζουν από πρώτο χέρι ως κοινά και πάντα ανομολόγητα μυστικά του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας που εύστοχα ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε παρατηρήσει ότι «ηχητικά παραπέμπει στον γνωστό όρο που καθορίζει το φινάλε μιας παρτίδας σκακιού». Τα ΜΑΤ.
Η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα αναζωπυρώθηκε μετά την επεξεργασία των εκλογικών αποτελεσμάτων της 17ης Ιουνίου. Από την ανάλυση σε 11 εκλογικά τμήματα της Αθήνας στα οποία ψήφισαν, στις 17 Ιουνίου – με βάση ειδικούς εκλογικούς καταλόγους – χιλιάδες αστυνομικοί που υπηρετούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση η Χρυσή Αυγή έλαβε ποσοστό από 17,2% έως 23,04%. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα εξ αυτών (στο 809) η Χρυσή Αυγή έλαβε ποσοστό 21,7%, ενώ στις εκλογές της 6ης Μαΐου το ποσοστό αυτό ήταν 21,06%. Σύμφωνα με υπολογισμούς, ένας στους δύο αστυνομικούς στα συγκεκριμένα τμήματα ψήφισε Χρυσή Αυγή.
Τα «τάγματα ασφαλείας»
Δεν ήταν έκπληξη. Η οργάνωση επαίρονταν πάντα για την προνομιακή σχέση της με τους ένστολους. Στα ψηφοδέλτιά της συμπεριέλαβε ορισμένους απόστρατους αξιωματικούς (όχι τόσο πολλούς όσους είχε αφήσει να διαρρεύσει), όπως ο απότακτος αξιωματικός της τάξης του 48 Ηλίας Παπάς στο Επικρατείας «από τους πρωταγωνιστές των ιδεών της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου του 1967» κατά τον γενικό γραμματέα του κόμματος Νίκο Μιχαλολιάκο – και ο Πολύβιος Ζησιμόπουλος, συνταγματάρχης Καταδρομών εν αποστρατεία στην Α΄ Θεσσαλονίκης. Υποψήφιός της στον Νομό Μεσσηνίας υπήρξε επίσης και ο απόστρατος αστυνομικός Φώτης Μπέλλος, ο οποίος τώρα αποφάσισε να αξιοποιήσει την «τεχνογνωσία» του στη σύσταση «ταγμάτων ασφαλείας», αψηφώντας τον αστυνομικό διευθυντή της Μεσσηνίας Βασίλη Γεωργακόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι «δεν θα ανεχτεί κανένας να υποκαταστήσει την Αστυνομία». Η επίθεση σε μετανάστες στην Καλαμάτα έγινε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα.
Αστυνομικός που έχει υπηρετήσει επί επτά χρόνια στην Κρατική Ασφάλεια επιβεβαιώνει στο ΒΗmagazino τη διαρκώς διογκούμενη ανησυχία: «Tα δημοσιεύματα με τις εκλογικές προτιμήσεις των αστυνομικών είναι 100% αληθή. Οι συνάδελφοι τείνουν όλο και πιο δεξιά. Ειδικά στους Ειδικούς Φρουρούς που μπήκαν στην Αστυνομία χωρίς πανελλαδικές εξετάσεις, αναπτύσσεται μεγάλο ρεύμα προς τη Χρυσή Αυγή. Το ίδιο συμβαίνει και σε τομείς όπως η ομάδα ΔΙΑΣ ή τα ΜΑΤ. Πρόκειται κυρίως για νέους συναδέλφους που υπηρετούν σε σκληρές και κλειστές υπηρεσίες και κοινωνικοποιούνται μόνο μεταξύ τους». Είναι αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν «δημιουργία ομαδικού πνεύματος στο πλαίσιο του Σώματος».
Οι αστυνομικοί, από πολύ νεαρή ηλικία, εντάσσονται σε μια κλειστή ομάδα με αυστηρή πειθαρχία και σκληρή ιεραρχία, ομογενοποιούνται, ενστερνίζονται τις ιδέες της και αποκτούν μια αίσθηση «ανήκειν», αφού οι εργασιακές σχέσεις και οι αναπαραστάσεις τους περιορίζουν σχεδόν το σύνολο της κοινωνικής τους ζωής εντός αυτής της ομάδας.
Αναζητώντας τον Περίανδρο
Το ΒΗmagazino ρώτησε έναν από τους ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά την Αστυνομία εάν πέρα από ένα ρεύμα συμπάθειας ή ταύτισης υπάρχουν και οργανωμένοι θύλακοι της Χρυσής Αυγής στην Αστυνομία. «Υπήρχαν πάντα τέτοιοι θύλακοι» απαντά. «Πριν από την κρίση ήταν μεμονωμένοι, κυρίως στην Κρατική Ασφάλεια, και εκδηλώνονταν με τη διοχέτευση πληροφοριών προς τη Χρυσή Αυγή».
Διοχέτευση πληροφοριών ακόμη και εις βάρος της επίσημης κατευθυντήριας γραμμής της ηγεσίας της ΕΛ.ΑΣ., όπως συνέβη στην περιβόητη υπόθεση «Περίανδρου». Ο τότε υπαρχηγός της Χρυσής Αυγής, Αντώνης Ανδρουτσόπουλος, με το κωδικό όνομα «Περίανδρος», ήταν ένας εκ των δραστών της δολοφονικής επίθεσης εις βάρος τού τότε φοιτητή και στελέχους της Αριστεράς, Δημήτρη Κουσουρή, και δύο φίλων του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων τον Ιούνιο του 1998. Ο Ανδρουτσόπουλος παρέμενε ασύλληπτος από τον Ιούνιο του 1998 που πραγματοποιήθηκε η επίθεση ως και το 2005, όταν παραδόθηκε μόνος του. Αυτή η αποτυχία οφείλεται κατ’ αρχήν στην πρωτοφανή ολιγωρία που επέδειξαν οι αστυνομικές αρχές το πρώτο χρονικό διάστημα, η οποία επέτρεψε στον δράστη να διαφύγει. Ακόμη, όμως, και όταν συστήθηκε ειδική ομάδα της ΕΛ.ΑΣ. για τη σύλληψη του δράστη με προσωπική εντολή τού τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, αυτή, όπως αποκάλυψε η εφημερίδα «Τα Νέα» τον Απρίλιο του 2004, είχε υπονομευτεί εκ των έσω. Από το άκρως απόρρητο έγγραφο που δημοσίευσε η εφημερίδα προέκυπτε ότι η οργάνωση διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με αξιωματικούς, αλλά και απλούς αστυνομικούς, ότι η Αστυνομία στο παρελθόν τούς είχε προμηθεύσει με ασύρματους και κλομπ, ότι τα περισσότερα μέλη της Χρυσής Αυγής οπλοφορούσαν παράνομα και ότι οι διασυνδέσεις της οργάνωσης και του ίδιου με την Αστυνομία καθιστούσαν δύσκολη τη σύλληψή του.
«Αγανακτισμένοι πολίτες»
Η μεγαλύτερη ομολογία, βέβαια, προέρχεται από το ίδιο το πρώην «πρωτοπαλίκαρο» της οργάνωσης. Ο Περίανδρος, λίγο μετά την αποφυλάκισή του, συνέταξε επιστολή με την οποία καταγγέλλει εν πολλοίς τους συναγωνιστές του για την καταδίκη του και για συνεργασία με τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα γράφει: «Συνεργάζοντο πολιτικώς με κάποιον τον οποίο μέχρι και σήμερα αποκαλούν καταδότη και πληροφοριοδότη της ΚΥΠ και τον οποίο την περίοδο της συνεργασίας τους αποκαλούσαν ΑΡΧΗΓΟ». Λαλίστατος υπήρξε και ο πρώην ταμίας της οργάνωσης, Χάρης Κουσουμβρής, στο βιβλίο του «Γκρεμίζοντας τον μύθο της Χρυσής Αυγής»: «Ημασταν αποφασισμένοι να συντρίψουμε ό,τι στεκόταν στον δρόμο μας. Αντ’ αυτού όμως γυρίσαμε πίσω στα γραφεία αγανακτισμένοι για την απραξία μας υπακούοντας τις άνωθεν εντολές. Πολλές ώρες αργότερα θα μας έστελναν μεμονωμένα λες και ήμασταν παρακρατικοί αγανακτισμένοι πολίτες να ενισχύσουμε την προσπάθεια της Αστυνομίας. Πουθενά στην Ευρώπη δεν υπάρχει φιλοφασιστικό κόμμα που να απολαμβάνει την ασυλία που έχει η Χρυσή Αυγή από το ελληνικό κράτος».
Τα περιστατικά είναι πολλά. Υπάρχει το περίφημο «χουντογλέντι» της Θέρμης το 1993, όταν αστυνομικοί, φορώντας διακριτικά της δικτατορίας, γλέντησαν «βαφτίζοντας» με ρετσίνα νεαρό Αλβανό και πυροβολώντας στον αέρα. Υπάρχει ο ψαλμός του ύμνου των Απριλιανών ανήμερα τη 17η Νοεμβρίου το 2011 στη Σχολή Ευελπίδων, όπως είχε αποκαλύψει «Το Βήμα της Κυριακής». Τα «σταγονίδια» στα οποία αναφερόταν ο Χρήστος Παπουτσής απειλούν να διαβρώσουν τα ελληνικά σώματα ασφαλείας. Η τοποθέτηση του Αθανάσιου Ανδρεουλάκου στη θέση του γενικού γραμματέα Δημόσιας Τάξης πριν από λίγους μήνες προκάλεσε άλλη μια πολιτική κόντρα, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε πως υπήρξε βασιλικός επίτροπος του στρατοδικείου που εκδίκαζε υποθέσεις αντιστασιακών την περίοδο της χούντας, μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Ζάννας, θείος του σημερινού Πρωθυπουργού.
Αυτό που όλοι γνωρίζουν είναι ότι έχουν καταγραφεί αρκετές περιπτώσεις σύμπνοιας μεταξύ μελών της Χρυσής Αυγής και αστυνομικών δυνάμεων. Τόσες, που δύσκολα μπορούν να εμπίπτουν στην πολύ βολική κατά τα άλλα θεωρία του «μεμονωμένου περιστατικού». Δυστυχώς, οι περισσότερες καταγράφηκαν στις δημοσιογραφικές έρευνες και όχι στα πειθαρχικά συμβούλια της Αστυνομίας. Ηδη από το 1992, την περίοδο του «Μακεδονικού», μέλη της Χρυσής Αυγής, με τη μορφή των «αγανακτισμένων πολιτών», συνέδραμαν τις επιχειρήσεις της Αστυνομίας ενάντια σε φοιτητικές καταλήψεις, πρακτική που εντάθηκε τη διετία 1994-95. Θα απαιτούνταν πολλές σελίδες για να συμπληρωθεί ο κατάλογος των βίαιων επιθέσεων που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι σχεδόν καμία δεν έφτασε ως την πόρτα της Δικαιοσύνης. Από τις πιο εύγλωττες σκηνές ανοιχτής συνεργασίας ήταν εκείνη που κατέκλυσε τους τηλεοπτικούς δέκτες τον Φεβρουάριο του 2008, με τα μέλη της οργάνωσης να κρατούν ρόπαλα και στιλέτα δίπλα και ανάμεσα στους άνδρες των ΜΑΤ, κυνηγώντας διαδηλωτές αντιφασιστικής συγκέντρωσης με απολογισμό τρεις τραυματίες. Εξίσου εύγλωττο ήταν και το βίντεο που απαθανάτιζε τον Σεπτέμβριο του 2010 άνδρες που φορούσαν μπλούζες της Χρυσής Αυγής με ρόπαλα ανά χείρας να εισέρχονται στις κλούβες της ΕΛ.ΑΣ. και να ξαναβγαίνουν ανενόχλητοι έπειτα από κάποια ώρα. Οι λήψεις δεν σταμάτησαν εκεί. Ακολούθησε, λίγο καιρό αργότερα, ένα νέο βίντεο που έδειχνε κουκουλοφόρους με στειλιάρια να φυγαδεύονται από διμοιρία των ΜΑΤ στα ενδότερα του περιβόλου της Βουλής. Στη συνέχεια μάθαμε ότι επρόκειτο για συνδικαλιστές της ΕΘΕΛ οι οποίοι, κατά δήλωσή τους, ουδεμία σχέση είχαν με την Ακροδεξιά. Προφανώς και η αρθρογραφία τους στο περιοδικό «Απολλώνειο Φως» – γνωστό για την «πολιτιστική» προσφορά προς τους αναγνώστες του των τραγουδιών του Γ΄ Ράιχ – επίσης ουδεμία σχέση έχει με την Ακροδεξιά.
Το περιστατικό με τον Αλέκο Αλαβάνο
Τον Νοέμβριο του 2010, λίγο πριν από τη διεξαγωγή των περιφερειακών εκλογών, ο Αλέκος Αλαβάνος αποφάσισε να κάνει περιοδεία στον Αγιο Παντελεήμονα. Από νωρίς είχαν στρατοπεδεύσει στην πλατεία μέλη και υποψήφιοι βουλευτές της Χρυσής Αυγής εφοδιασμένοι με αβγά, αλλά και με πιο επικίνδυνο εξοπλισμό.
Η Αστυνομία ήταν εκεί, αλλά αποσύρθηκε την ώρα που ο Αλέκος Αλαβάνος δέχθηκε επίθεση. Εμφανίστηκε μόνον όταν έληξε το περιστατικό, χωρίς να προβεί σε συλλήψεις. Ο υπεύθυνος των αστυνομικών μέτρων, για να δικαιολογήσει το φιάσκο, υποστήριξε ότι ο επικεφαλής της φρουράς του Αλαβάνου τούς ζήτησε να μην επέμβουν. Σύμφωνα με την πλευρά του πολιτικού, ο επικεφαλής της φρουράς του Αλαβάνου τού είπε ότι δεν χρειαζόταν καμιά βοήθεια πλέον, αφού οι αστυνομικοί αδιαφόρησαν την ώρα της επίθεσης. Η υπόθεση έκλεισε εκεί.
Λίγο παραδίπλα, στην πλατεία Αττικής, στις 28 Οκτωβρίου 2010, τρεις σκηνοθέτες, ο Κώστας Γιάνναρης, ο Χρήστος Βούπουρας και ο Γιώργος Κόρρας, δέχτηκαν το μένος μιας ομάδας ακροδεξιών που νωρίτερα είχε ξεσπάσει σε δύο Αφγανούς και κατέφυγαν στο κατάστημα ενός Μπανγκλαντεσιανού για να γλιτώσουν. Οταν ήρθε η Αστυνομία, τους ρώτησε αν «γνωρίζουν αυτούς τους Αφγανούς που τους επιτέθηκαν». Οι σκηνοθέτες απάντησαν: «Μα ήταν Ελληνες αυτοί που μας κυνήγησαν, οι ίδιοι που προηγουμένως κυνήγησαν τους Αφγανούς». Ηταν μάταιο. Τις επόμενες ημέρες, τους καλούσαν από τα κεντρικά της Αστυνομίας για να επιβεβαιώσουν την αναφορά, ότι δηλαδή τους επιτέθηκαν Αφγανοί! Δύο χρόνια αργότερα, ο Γιώργος Κόρρας εξηγεί στο ΒΗmagazino ότι «αυτή η κατάσταση πλέον έχει εδραιωθεί στην πλατεία Αττικής» και πως «ο Μπανγκλαντεσιανός που είχε το συγκεκριμένο κατάστημα αναγκάστηκε να το κλείσει».
Το μεταναστευτικό έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια βασικό πεδίο σύγκλισης μεταξύ ακροδεξιών ομάδων και τμημάτων της Ελληνικής Αστυνομίας. Σύγκλιση που εκφράζεται σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σιωπηλή συναίνεση της Αστυνομίας στη ρατσιστική βία, αλλά κυρίως στην υιοθέτηση ξενοφοβικών ιδεολογημάτων από ορισμένους ένστολους. Οι αντιρατσιστικές οργανώσεις υπολογίζουν ότι τα ρατσιστικά πογκρόμ του τελευταίου εξαμήνου φθάνουν τα 500. Οι συλλήψεις που έχουν γίνει για αυτά παραμένουν μηδενικές. Είναι δυνατόν η Ελληνική Αστυνομία, που κατά καιρούς έχει επιδείξει δυνατότητες διαλεύκανσης πολύ καλά οργανωμένων εγκλημάτων, να μην μπορεί να εξιχνιάσει ούτε μία από αυτές τις υποθέσεις; Οι καταγγελίες για ρατσιστική μεταχείριση εις βάρος των μεταναστών σε αστυνομικά τμήματα είναι αρκετές και ελάχιστες βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ο Τζαβέτ Ασλάμ, πρόεδρος της Πακιστανικής Κοινότητας, υποδεικνύει δύο αστυνομικά τμήματα, της Νίκαιας και το Β΄ Αιγάλεω, ως υπεύθυνα για πλήθος αυθαιρεσιών και υπερβάσεων. Ο Θανάσης Κούρκουλας από την Κίνηση «Απελάστε τον Ρατσισμό» αναφέρει ένα ενδεικτικό περιστατικό: «Στο Αστυνομικό Τμήμα της Καλλιθέας τον περασμένο Απρίλιο προσήχθησαν ορισμένοι μετανάστες για απλό έλεγχο εγγράφων. Οταν τους άφησαν, τους προειδοποίησε απειλητικά ένας αστυνομικός ότι θα φάνε πολύ ξύλο. Λίγο αργότερα το ίδιο βράδυ δέχθηκαν επίθεση από 70 άτομα. Οι μετανάστες θυμούνται ότι κάποιοι από αυτούς φορούσαν μπλούζες της Χρυσής Αυγής».
Η σημασία του «Φακέλου 88»
Πριν από μερικά χρόνια, η δημοσιογραφική ομάδα του «Ιού» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» είχε αποκαλύψει την ύπαρξη μεταξύ των στελεχών της Αστυνομίας ενός ηλεκτρονικού φακέλου με την ονομασία «88». Σύμφωνα με την αποκρυπτογράφηση, πρόκειται για το σύνθημα «Heil Hitler» καθώς το H είναι το 8ο γράμμα του γερμανικού αλφάβητου. Το υλικό του φακέλου κάθε άλλο παρά συνίσταται για παιδαγωγική χρήση. Περιελάμβανε μια προσωπογραφία του Χίτλερ, αναφορά στον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο με τον τίτλο «ΗΓΕΤΗΣ», το σήμα της 21ης Απριλίου, τον κελτικό σταυρό, συνθήματα τύπου «Πας μη Ελλην βάρβαρος», καθώς επίσης και φωτογραφίες αστυνομικού σε διαδήλωση της Χρυσής Αυγής για τα Ιμια τον Ιανουάριο του 2006 να χαιρετά ναζιστικά. Είναι γνωστό ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνδρες που υπηρετούν στην Ελληνική Αστυνομία και φέρουν τατουάζ με χιτλερικά/ναζιστικά σύμβολα. Είναι γνωστό επίσης το γεγονός ότι άνδρας των ΜΑΤ που έχει επιδείξει συμπεριφορά σαν αυτή που κωδικοποίησε ο Χρήστος Παπουτσής με τη λέξη «σταγονίδια», υπηρετεί κανονικά στη θέση του. Ορισμένες από αυτές τις υποθέσεις έφτασαν ως το στάδιο της ΕΔΕ (Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης), σχεδόν καμία δεν προχώρησε πιο πέρα. Δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι υπάρχει μια επιλογή αλληλοϋποστήριξης και κουκουλώματος στους κόλπους της Αστυνομίας. «Η τάση στις ΕΔΕ είναι να προστατεύονται οι συνάδελφοι μεταξύ τους. Ακόμη και αν κάποιος φανεί επίορκος, προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην υπηρεσία» αναφέρει στο ΒΗmagazino νεαρός αστυνομικός.
Η ακροδεξιά καταγωγήτης Αστυνομίας
Είναι η οικονομική κρίση υπεύθυνη για τη στενή σχέση Χρυσής Αυγής και Αστυνομίας; Ο καθηγητής Εγκληματολογίας και βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς Γιάννης Πανούσης διαφωνεί: «Η υποτιθέμενη ή ενδεχόμενη απήχηση απόψεων της Χρυσής Αυγής σε αστυνομικούς δεν μπορεί να συνδεθεί αποκλειστικά με την οικονομική κρίση, καθώς αυτή επηρεάζει τη στάση όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Πρέπει να συνδεθεί κυρίως με αντιλήψεις σχετικές με την εξουσία και την ασφάλεια. Στα 38 χρόνια Μεταπολίτευσης και παρά την εισαγωγή στις Σχολές Αστυνομίας παιδιών από όλες τις κοινωνικές τάξεις, η λεγόμενη «μπλε υποκουλτούρα», δηλαδή η ιδεολογία ότι η Αστυνομία είναι το κράτος και τίθεται υπεράνω όλων των δημοκρατικών θεσμών και λειτουργιών, δεν έχει εκλείψει» υποστηρίζει.
Η στάση της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, με την παραστρατιωτική δράση και τον έντονο αντικομμουνισμό, και η μετέπειτα ένταξή της στον κατασταλτικό και αντιδραστικό μηχανισμό της χούντας, είχαν απόρροια τη διαρκή έλλειψη κοινωνικής αποδοχής της. Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια δεν επήλθε σημαντική κάθαρση. Οι προσλήψεις των αστυνομικών εξακολουθούσαν να γίνονται με γνώμονα τα κοινωνικά φρονήματα. Ο άνθρωπος, εξάλλου, που ανέλαβε μεταδικτατορικά να συγκροτήσει τα ΜΑΤ επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Ηλίας Ψυχογιός, είχε συμμετάσχει και στην προδικτατορική καταστολή και στην καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Ο μοναδικός άνθρωπος που έχει μιλήσει δημοσίως για τα ΜΑΤ ονομάζεται Χρήστος Μπρατάκος. Παραιτήθηκε το 1981 (μήνες μετά την πορεία για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν ο Ιάκωβος Κουμής και η Σταματίνα Κανελλοπούλου) και τόλμησε να εκδώσει το βιβλίο «ΜΑΤ, οι κρανοφόροι». «Δεν μετανιώνω», λέει στο ΒΗmagazino, «τότε ήταν κυρίως ιδεολογικοί οι λόγοι ένταξης στην Αστυνομία. Tους αστυνομικούς τούς διάλεγαν ο δήμαρχος και ο παπάς του χωριού. Μπαίναμε με «γλείψιμο». Kαι εγώ έτσι μπήκα. Τώρα, οι λόγοι είναι κυρίως οικονομικοί. Οταν βγήκε το ΠαΣοΚ, ξήλωσε πολλούς χουντικούς. Τότε, μου έκαναν και εμένα πρόταση να επιστρέψω, γιατί νόμιζαν, επειδή έβγαλα το βιβλίο, ότι ήμουν κομμουνιστής. Δεν ήμουν όμως. Με ενδιέφερε απλώς ο τρόπος με τον οποίο φέρεσαι στους συνανθρώπους σου». Στο ερώτημα αν κατεβαίνει σήμερα σε διαδηλώσεις ο Χρήστος Μπρατάκος απαντά: «Μπούχτισα με τις διαδηλώσεις, επειδή ήμουν στη λάθος πλευρά».
Από το 1981 και μετά, όντως επιχειρήθηκαν τομές στην Αστυνομία, όπως η ενοποίηση της Χωροφυλακής με την Αστυνομία Πόλεων, η φιλελευθεροποίηση των εσωτερικών κανονισμών, η προσπάθεια επαναπροσέγγισης ιστορικών γεγονότων, φθάνοντας μέχρι και την καθιέρωση εισαγωγής στις Αστυνομικές Σχολές μέσω πανελλαδικών εξετάσεων το 1995. Η τελευταία αυτή κίνηση αξιοκρατίας, όμως, ακυρώθηκε de facto με τις προσλήψεις ειδικών φρουρών και συνοριοφυλάκων. Το βήμα της αλλαγής παρέμεινε μετέωρο. Ιχνη της προηγούμενης περιόδου διατηρούνται μέχρι και σήμερα, έστω και σημειολογικά. Τον τοίχο του Αστυνομικού Τμήματος Κουκακίου πριν από πέντε χρόνια διακοσμούσε φωτογραφία με τα ονόματα «αυτών που έπεσαν από τους κομμουνιστοσυμμορίτες». Διατηρούνται θύλακοι ιστορικής μνήμης που ενισχύονται από μια εκπαίδευση ελλιπή και βαθιά στρατοκρατική, με ένα ανύπαρκτο δίκτυο ψυχολογικής υποστήριξης και με προσανατολισμό κυρίως στην καταστολή και όχι στην πρόληψη.
Υποχρεωτικά στα ΜΑΤ
Ο τρόπος, για παράδειγμα, με τον οποίο εντάσσονται στα ΜΑΤ, απευθείας μετά τη σχολή και χωρίς απαραίτητα να το επιθυμούν, έχει στηλιτευτεί από τα ίδια τα συνδικαλιστικά τους όργανα. Οι νεαροί αστυνομικοί, λένε οι συνδικαλιστές, πρέπει να εντάσσονται στις ειδικές υπηρεσίες πέντε χρόνια μετά την αποφοίτησή τους και να μην υπηρετούν εκεί για πάνω από πέντε χρόνια. «Δεν ερωτώνται βγαίνοντας από τη σχολή. Οσους χρειαστούν τους πάνε υποχρεωτικά στα ΜΑΤ και εγκλωβίζονται στις κλούβες χωρίς να δοκιμαστούν σε κανένα άλλο πεδίο συναναστροφής», ισχυρίζεται ο υπεύθυνος του ΣΥΡΙΖΑ για τα Σώματα Ασφαλείας, Τάσος Μαυρόπουλος, «γι’ αυτό και υπάρχουν πολλά αιτήματα μετάθεσης από αυτή την υπηρεσία, αλλά ελάχιστα ικανοποιούνται. Να φανταστείτε ότι πριν από τις δεύτερες εκλογές του καλοκαιριού γινόταν σε όλα τα σώματα προπαγάνδα ότι αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ θα τους αφοπλίσουν, θα τους απολύσουν, θα τελειώσουν οι σφαίρες κλπ., και ορισμένοι το πίστευαν».
Δεν είναι τυχαίο ότι παλαιότερη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο ΤΕΙ Ρεθύμνου έδειξε ότι οι γυναίκες-θύματα της ενδοοικογενειακής βίας αντιμετωπίζουν την αποθάρρυνση των αστυνομικών αρχών στην προσπάθεια καταγγελίας του γεγονότος. Το ιδεολογικό υπόβαθρο της Αστυνομίας παραμένει σε γενικές γραμμές συντηρητικό, με υπολανθάνοντα στοιχεία σεξισμού, ομοφοβίας και ξενοφοβίας. Ο διδάκτορας του Παντείου Γιώργος Παπακωνσταντής με ειδίκευση στην οργάνωση και διοίκηση πολιτικών ασφάλειας και αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας έως το 2008, υποστηρίζει πως «Υπάρχει ακροδεξιά ιδεολογία. Είναι το διαμορφωμένο πνεύμα της ΕΛ.ΑΣ. Μπορεί να μην κινδυνεύει η Δημοκρατία, αλλά γίνονται καθημερινά παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα περιστατικά είναι πολύ περισσότερα από όσα φθάνουν στη δημοσιότητα. Σε εποχές διάλυσης του κράτους, φυσικά και θα αναπτυχθούν ομάδες αστυνομικών που θα εφαρμόζουν κατά το δοκούν τις κεντρικές εντολές» καταλήγει.
«Προσέξτε τι θα ψηφίσετε» Πιθανότατα, τα περιστατικά όπου απλοί πολίτες, αλλά και θεσμικοί παράγοντες, όπως ο δήμαρχος Σύμης, Ελευθέριος Παπακαλοδούκας (που ζήτησε τη βοήθεια της Χρυσής Αυγής για την επισκευή σκάφους του Λιμενικού), προστρέχουν στη Χρυσή Αυγή για τη διευθέτηση προβλημάτων. Η διαπόμπευση της χώρας, με εικόνες «φουσκωτών» και βουλευτών καλυπτόμενων πίσω από την ασυλία τους να καταστρέφουν ξένη περιουσία σε λαϊκές αγορές και πανηγύρια υποδυόμενοι το ΣΔΟΕ ή την Αστυνομία, πήρε διαστάσεις που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα. Οι προτροπές «Σηκώστε ψηλά τις σημαίες» με βαγκνερική υπόκρουση σε πρόσφατο «χάπενινγκ» της Χρυσής Αυγής στις Θερμοπύλες θα ήταν απλώς φαιδρότητες αν δεν υπήρχε ένα όλο και μεγαλύτερο κοινό έτοιμο να τις ακολουθήσει. Αυτά τα σημάδια – άγνωστο σε ποιον βαθμό – τα έχει εντοπίσει και η ίδια η Αστυνομία. Εμπειρος αστυνομικός λέει στο ΒΗmagazino ότι αξιωματικός των ΜΑΤ, θορυβημένος πριν από τον δεύτερο γύρο των εκλογών, συμβούλευε τους υφιστάμενούς του «να προσέξουν τι θα ψηφίσουν». Ο ίδιος ο υπουργός Δημόσιας Τάξης & Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Δένδιας, εξαγγέλλει διαρκώς ότι «τάγματα εφόδου δεν θα γίνουν ανεκτά», ωστόσο η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Αστυνομικός με πολύχρονη πείρα και αναγνωρισμένη δράση στην υπόθεση του εκδημοκρατισμού του Σώματος εξηγεί: «Δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα. Τον τελευταίο καιρό η Χρυσή Αυγή προσεταιρίζεται τμήματα του χουλιγκανισμού και αυτή η σύμπλευση σφυρηλατείται στα γυμναστήρια. Παράλληλα, αρκετοί αστυνομικοί έχουν ως δεύτερη απασχόληση την εργασία σε εταιρείες σεκιούριτι που συχνά σχετίζονται με ακροδεξιά συμφέροντα. Υπάρχουν κρούσματα διαπλοκής ορισμένων αστυνομικών με οίκους ανοχής, ναρκωτικά και όπλα. Γίνεται σε μια χώρα όπου μονοψήφιος αριθμός οίκων ανοχής διαθέτει νόμιμη άδεια να υπάρχουν εκατοντάδες μπουρδέλα; Αναρωτηθήκατε γιατί στις διάφορες επιχειρήσεις συλλαμβάνουν εξαθλιωμένους Πακιστανούς και Αφγανούς, αλλά σουλατσάρουν ελεύθεροι παράγοντες άλλων μεταναστευτικών κοινοτήτων που σχετίζονται με το εμπόριο ναρκωτικών και γυναικών; Και το 1985 που μπήκα εγώ στην Αστυνομία υπήρχε Ακροδεξιά. Η σημερινή είναι ίσως χειρότερη, επειδή αναφέρεται απευθείας στον χιτλερισμό».
Δεν διαπνέεται ολόκληρη η Αστυνομία από ακροδεξιές αντιλήψεις. Ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της, υπήρχαν αθέατες ιστορίες διαφοροποίησης. Αστυνομικοί που δεν συμμάχησαν με τις κατοχικές δυνάμεις και εντάχθηκαν στην Αντίσταση, αστυνομικοί που αρνήθηκαν να παίξουν τον ρόλο του δήμιου την εποχή της χούντας και παραιτήθηκαν, αστυνομικοί που διεκδίκησαν τον συνδικαλισμό και αποτάχθηκαν. Ακόμη και σήμερα, οι ομοσπονδίες των αστυνομικών έχουν καταθέσει μια δέσμη προτάσεων για ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1975 η τότε επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Μίκα Χαρίτου-Φατούρου έκανε μια κοινωνιοψυχολογική έρευνα για τον ρόλο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Στο ερώτημα αν «βασανιστής γεννιέσαι ή γίνεσαι», η ίδια απάντησε ξεκάθαρα: «Γίνεσαι».
Εντουαρντ Νόρτον
«Απογοητευτική η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα»
Ηαφύπνιση της Ακροδεξιάς έχει την τιμητική της στην ελληνική ειδησεογραφία, στον δημόσιο διάλογο, στις ιδιωτικές συζητήσεις. Μόνο ταινία δεν έχει γυριστεί ακόμη. Δεν ισχύει το ίδιο και εκτός συνόρων. Την τελευταία 20ετία, μια σειρά από κινηματογραφικές παραγωγές έχουν δοκιμάσει να μεταφέρουν – με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία – τα έργα και τις ημέρες της αμφιλεγόμενης ιδεολογίας στη μεγάλη οθόνη. Πέντε εξ αυτών – δύο από τις ΗΠΑ, μία από την Αυστραλία, μία από τη Βρετανία και μία από τη Γερμανία – προκάλεσαν αίσθηση όταν προβλήθηκαν.
«Μαθήματα αμερικανικής Ιστορίας»
Τo 1998 έκανε την εμφάνισή της στις αίθουσες η σημαντική ταινία του Τόνι Κέι «Μαθήματα αμερικανικής Ιστορίας», ένα δραματοποιημένο σχόλιο για το ανερχόμενο κίνημα των νεοναζιστών στις ΗΠΑ. Το φιλμ εστιάζει στους εύκολους τρόπους μέσω των οποίων νεαρά άτομα μπορούν να παρασυρθούν, να παγιδευτούν και εν τέλει να «μεταμορφωθούν» από τον φασισμό. Βεβαίως, στην προκειμένη περίπτωση το σενάριο στηρίζεται στην ιδέα της μετάνοιας, μια απαραίτητη (για το Χόλιγουντ) νότα «ωραιοποίησης» σε ένα τραχύ, αλλά ειλικρινές φιλμ, πόλοι του οποίου είναι δύο αδέλφια από διαλυμένη οικογένεια, μεγαλωμένα μέσα στο φυλετικό μίσος, στη μισαλλοδοξία, στη φτώχεια και στην οργή. Ο Ντέρεκ Βίνγιαρντ, ο μεγαλύτερος, με τατουάζ τη σβάστικα στη θέση της καρδιάς, βρίσκεται στη φυλακή για φόνο και είναι το είδωλο του μικρότερου Ντάνι. Με την αποφυλάκισή του, όμως, ο Ντέρεκ δείχνει μετανιωμένος και αποφασισμένος να επανενταχθεί στην κοινωνία, απογοητεύοντας τον δευτερότοκο, ο οποίος έχει ήδη εισχωρήσει στη νεοναζιστική ένωση στην οποία συμμετείχε στο παρελθόν και ο ίδιος. Ο Εντουαρντ Νόρτον στον ρόλο του Ντέρεκ αποτελεί μέγιστη υποκριτική αποκάλυψη και για αυτήν ακριβώς την ερμηνεία διεκδίκησε το Οσκαρ. Αλλωστε, παρά τις τεράστιες δημιουργικές διαφορές που είχε με τον σκηνοθέτη Τόνι Κέι στα γυρίσματα της ταινίας, ο Νόρτον οφείλει σημαντικό κομμάτι της διασημότητάς του στο φιλμ που μνημονεύει ακόμη και σήμερα, όπως έγινε στη σχετικά πρόσφατη συνάντησή μας στο Λος Αντζελες με αφορμή την «Κληρονομιά του Μπορν», που θα δούμε σύντομα στις αίθουσες. «Νιώθω υπερήφανος που έπαιξα στα «Μαθήματα αμερικανικής Iστορίας»», είπε ο Νόρτον, «αλλά την ίδια στιγμή θεωρώ απογοητευτικό και άκρως αποκαρδιωτικό ότι έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια η Ακροδεξιά γνωρίζει άνοδο σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας».
«Romper Stomper»
Ενας παρόμοιος αντιήρωας υπήρξε και το εισιτήριο του Νεοζηλανδού Ράσελ Κρόου για το Χόλιγουντ. Παραγωγής 1992, η αυστραλέζικη ταινία «Romper Stοmper» του Τζέφρι Ράιτ παρακολουθεί τη δράση μιας ομάδας σκίνχεντ της Μελβούρνης, οι οποίοι στοχεύουν κατά της βιετναμέζικης μειονότητας που «απειλεί τη λευκή αγνότητα». Αρχηγός των νεοναζιστών είναι ο Χάντο, ένας Ράσελ Κρόου θηριώδης και γυμνασμένος, μόλις 28 χρόνων, ο οποίος έχει μπει τόσο στο πετσί του ρόλου, που θα σε έκανε να αλλάξεις αμέσως πεζοδρόμιο αν τον έβλεπες μπροστά σου. Η πειστικότητα της ερμηνείας του εντυπωσίασε τόσο πολύ τη Σάρον Στόουν, που τον κάλεσε στις ΗΠΑ για το γουέστερν «Γρήγορη και θανάσιμη», δικής της παραγωγής. Τα υπόλοιπα (χρήμα, δόξα, Οσκαρ κτλ.) ανήκουν στην Ιστορία.
«Αυτή είναι η Αγγλία»
«Κάποιοι μας αποκαλούν ρατσιστές» ακούμε να λέει ο αρχηγός των νεοναζιστών της ταινίας «Αυτή είναι η Αγγλία» (2006) του Σέιν Μίντοους. «Δεν είμαστε ναζιστές. Είμαστε ρεαλιστές. Δεν είμαστε ναζιστές. Οχι, αυτό που είμαστε είναι εθνικιστές. Και υπάρχει κάποιος λόγος που ο κόσμος προσπαθεί να μας στιγματίσει. Και αυτός ο λόγος, κύριοι, συνοψίζεται σε μία λέξη: «φόβος»». Με το «Αυτή είναι η Αγγλία», ο Βρετανός Μίντοους αποπειράθηκε μια «επιστροφή» στο Νότινγκχαμ των αρχών των 80s και συνάμα μια αναδρομή στο φαινόμενο των σκίνχεντ, μέλος των οποίων υπήρξε και ο ίδιος. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο 12χρονος Σον (Τόμας Τέργκουζ) ο οποίος, έχοντας χάσει τον πατέρα του στον πόλεμο των Φόκλαντ, περιθωριοποιείται αναζητώντας διέξοδο (και οικογένεια) μέσα από την αντίδραση και τον ρατσισμό. Το ταξίδι του Σον αποτυπώνεται με την ακρίβεια του ανθρώπου που γνωρίζει σε βάθος το θέμα. Η ταινία απέσπασε το BAFTA καλύτερης βρετανικής παραγωγής, ενώ αργότερα υπήρξε πιλότος τηλεοπτικής σειράς.
«Πιστός»
Ο νεαρός κεντρικός ήρωας της ταινίας «Πιστός» (2001) του Χένρι Μπιν ντρέπεται για τις εβραϊκές ρίζες του, με αποτέλεσμα να αντιστέκεται, αναζητώντας διεξόδους στη ναζιστική ιδεολογία και σε ακροδεξιές, παρακρατικές οργανώσεις. Κατά βάθος, όμως, ο Ντάνι (Ράιαν Γκόσλινγκ) δεν παύει να παραμένει εβραίος και το μόνο που χρειάζεται είναι ένα ξάφνιασμα που θα τον «αναγεννήσει». Γιατί δεν είναι ένας τυχαίος σκίνχεντ. Εχει εντρυφήσει στα σύμβολα και στις γραφές της εβραϊκής θρησκείας, όπως επίσης έχει μελετήσει και τον «Αγώνα μου» του Αδόλφου Χίτλερ και το «Ημερολόγιο» του Γιόζεφ Γκέμπελς. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, ο «Πιστός» στηρίζεται στον λόγο – και στην εξαιρετική ερμηνεία του Γκόσλινγκ.
«Το κύμα»
Η γερμανική ταινία του 2008 επισκιάζει όλες τις παραπάνω, για έναν απλούστατο λόγο: επισημαίνει χωρίς την παραμικρή δόση υπερβολής την απίστευτη ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να παρασυρθεί στη «γλύκα» της απολυταρχίας, ακόμη και μέσα στο άγουρο σχολικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο του μαθήματος Πολιτικής Αγωγής, ένας προοδευτικός γερμανός καθηγητής (και πρώην αναρχικός) συσπειρώνει τους μαθητές του σε μια κλειστή ομάδα με ιδιαίτερα ιδεολογικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Αν και στόχος του καθηγητή (Γιούργκεν Φόγκελ) είναι η έμπρακτη απόδειξη των βλαβερών συνεπειών της απολυταρχίας, η πειθαρχία, σε συνδυασμό με την οικειότητα και την επιμέλεια, θα οδηγήσει το σχολικό πείραμα στον όλεθρο. Το «Κύμα» στηρίχτηκε σε ένα διήγημα του Αμερικανού Γουίλιαμ Ρον Τζόουνς, ο οποίος κατέγραψε τις προσωπικές εμπειρίες του, γιατί αυτός ήταν ο δάσκαλος που διεξήγαγε στην πραγματικότητα το παραπάνω πείραμα στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1960, κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος για τον Εθνικό Σοσιαλισμό. Το όλο εγχείρημα, που θα κρατούσε μόλις μία ημέρα, εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλο το σχολείο, όσοι είχαν αντίθετη άποψη γνώριζαν έναν άτυπο αποκλεισμό, τα μέλη της αρχικής ομάδας (ονόματι «Τρίτο κύμα», όπως λέμε «Τρίτο Ράιχ») άρχιζαν να κατασκοπεύουν το ένα το άλλο και όσοι αρνούνταν να συμμορφωθούν έπεφταν θύματα βίας. Για αρκετά χρόνια, οι λεπτομέρειες του πειράματος έμεναν κρυφές. Ωστόσο, το 1972, ο Τζόουνς δημοσίευσε ένα διήγημα όπου περιέγραφε ορισμένες λεπτομέρειες του πειράματος και αργότερα ο γερμανός συγγραφέας Τοντ Στράσερ, με το ψευδώνυμο Μόρτον Ρου, έγραψε το μυθιστόρημα «Το κύμα», βασισμένο στη διήγηση του Τζόουνς.