Πρωί της Πέμπτης 3 Μαΐου.
Σε αποκλεισμένο χώρο του Νεκροταφείου Περιστερίου, εκεί όπου βρίσκεται ο τάφος της οικογένειας Τσαλικίδη, κλιμάκιο του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της ΕΛ.ΑΣ. προχώρησε στην εκταφή της σορού του νεότερου «ενοίκου» του μνήματος. Παρόντες ήταν τέσσερις ιατροδικαστές, ανάμεσά τους ο σύμβουλος της οικογένειας Θεόδωρος Βουγιουκλάκης, που τις επόμενες ημέρες θα επέβλεπε την εκ νέου ιατροδικαστική εξέταση της σορού μαζί με τον Αμερικανό Στίβεν Καρς, δύο από τους τέσσερις συνηγόρους της οικογένειας – ο Σταύρος Χούρσογλου και ο Φραγκίσκος Ραγκούσης -, η Ελένη Γκλίνου, νύφη του Κώστα Τσαλικίδη, και άλλοι συγγενείς. Η ατμόσφαιρα συνδύαζε το βάρος μιας υπόθεσης σαν κι αυτή με την ελπίδα για περισσότερο φως. Η διαδικασία της εκταφής διήρκεσε περίπου δυόμισι ώρες. Ο ουρανός είχε σύννεφα.
«Ο Τσαλικίδης και μετά τον θάνατό του δίνει όλες εκείνες τις απαιτούμενες πληροφορίες για να τιμωρηθούν όλοι εκείνοι που μέσα από το σκάνδαλο των υποκλοπών στόχευαν στην καταπάτηση θεσμών και στη λεηλασία αξιών» αναφέρει ο Φραγκίσκος Ραγκούσης σε γραπτή δήλωσή του προς το BHmagazino. Οι λέξεις αποπνέουν αξιοσημείωτη βεβαιότητα.
Τα ερωτήματα για τις συνθήκες θανάτου του Κώστα Τσαλικίδη, για τις υποκλοπές με τις οποίες – «αιτιωδώς» επιμένουν οι συνήγοροι της οικογένειάς του συνδέεται ο θάνατός του καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο η υπόθεση κλείνει και ξανανοίγει κατά καιρούς είναι πράγματι ανεξάντλητα. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, έχει στηθεί ένα σωστό κατασκοπευτικό θρίλερ, όπου συμμετέχουν έλληνες βουλευτές, δικηγόροι, μυστικές υπηρεσίες, η αμερικανική πρεσβεία, η ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, το ελληνικό κράτος και παρακράτος, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και, τέλος, ανώνυμοι επιστολογράφοι / βαλκανικές εκδοχές του «βαθιού λαρυγγιού».
Οι παραλείψεις του ιατροδικαστή
Εχουν παρέλθει επτά χρόνια από την αμέσως προηγούμενη φορά που ιατροδικαστές εξέτασαν τη σορό του Κώστα Τσαλικίδη και, ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν συνοδεύτηκε τότε από μιντιακό ή άλλον θόρυβο. Ηταν Μάρτιος του 2005, η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν ακόμη ζαλισμένη από το ολυμπιακό πάρτι, τα μεγάλα σκάνδαλα της διακυβέρνησης Καραμανλή δεν είχαν γίνει γνωστά, μα μια οικογένεια στον Κολωνό θρηνούσε το παιδί της. Ο Κώστας Τσαλικίδης είχε βρεθεί κρεμασμένος στο μπάνιο του σπιτιού του, με σκοινί εννέα χιλιοστών δεμένο με ναυτικό κόμπο γύρω από τον λαιμό του. Η προηγούμενη ιατροδικαστική εξέταση του 39χρονου σχεδιαστή δικτύου και υπεύθυνου τεχνολογίας στη Vodafone από τον ιατροδικαστή Γιώργο Ντιλέρνια κατέληγε ρητά στο ότι επρόκειτο για αυτοχειρία. Το παραπάνω συμπέρασμα αμφισβητήθηκε εντόνως από την οικογένειά του, η οποία κατέθεσε περισσότερες από δεκαεπτά(!) αιτήσεις εκταφής προτού τελικά συμβεί κάτι τέτοιο.
«Θα έλεγα ότι οι ενέργειες του ιατροδικαστή παραπέμπουν σε διεκπεραίωση άρον άρον μιας υπόθεσης που αφορούσε θάνατο και οι δικαιολογίες δεν είναι καθόλου ικανοποιητικές» σχολιάζει η μία εκ των συνηγόρων της οικογένειας Τσαλικίδη, Ζωή Κωνσταντοπούλου. «Δεν έκανε στοιχειώδεις εξετάσεις όπως η αναζήτηση συγκεκριμένων δηλητηρίων και δεν προχώρησε σε ενέργειες για να λάβει υπόψη τη θερμοκρασία του χώρου και του πτώματος, ώστε να καθοριστεί η ώρα θανάτου» καταλήγει. Η βουλευτής της Α’ Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ και κόρη τού, επίσης συνηγόρου της οικογένειας και πρώην προέδρου του Συνασπισμού, Νίκου Κωνσταντόπουλου, πίνει λίγο απογευματινό καφέ, έχει τα χέρια της ακουμπισμένα στο βαρύ τραπέζι του γραφείου της στα Εξάρχεια και συνεχίζει να μιλάει για την υπόθεση. Ασφαλώς, η ώρα θανάτου του Κώστα Τσαλικίδη παραμένει ως σήμερα ένα μυστήριο, όπως τα περισσότερα γύρω από τον θάνατό του στις 9 Μαρτίου του 2005.
Οι τελευταίες ημέρες
Ο Κώστας Τσαλικίδης γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1966 και μεγάλωσε στην Αθήνα, περιτριγυρισμένος από μια οικογένεια εργολάβων οικοδομικών εργασιών που σε πολλά δικόγραφα περιγράφεται ως εύπορη. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όπου ειδικεύτηκε στις Τηλεπικοινωνίες. Δούλευε στη Vodafone επί έντεκα συναπτά έτη ενώ από το 2001 μέχρι τον θάνατό του είχε προαχθεί σε υπεύθυνο σχεδιασμού δικτύου. Κατά τα οκτώ τελευταία χρόνια διατηρούσε δεσμό με την καθηγήτρια πιάνου Σάρα Γαλανοπούλου, με την οποία έψαχναν για σπίτι προκειμένου να συγκατοικήσουν και σκόπευαν να παντρευτούν τον Ιούνιο του 2005, τρεις μήνες μετά τη μοιραία Τετάρτη. Ανάμεσα στα χόμπι του ήταν η συλλογή παλιών δίσκων βινυλίου από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 καθώς και η συλλογή παιδικών παιχνιδιών της ίδιας περιόδου.
Λεπτομέρειες από τις τελευταίες ημέρες του Κώστα Τσαλικίδη στη ζωή και στη Vodafone έχουν γραφτεί αναλυτικά από τις εφημερίδες: Περίπου έναν μήνα πριν από τον θάνατό του, είχε αναφέρει στη Γαλανοπούλου ότι πρέπει να φύγει από τη Vodafone γιατί «είναι ζήτημα ζωής και θανάτου». Λίγες εβδομάδες πριν από την 9η Μαρτίου τής είχε αναφέρει ότι «υπήρχε κίνδυνος να κλείσει η Vodafone». Εκείνη του είχε απαντήσει ότι «πάντοτε υπάρχουν διέξοδοι». Είκοσι επτά ημέρες πριν, είχε υποβάλει την παραίτησή του στον προϊστάμενό του, Νίκο Πλεύρη. «Keep walking. ΕΙΜΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ ΣΕ Ο,ΤΙ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙΣ ΠΑΡΕ ΜΕ ΟΤΑΝ ΘΕΣ» έγραφε το μήνυμα που του έστειλε ο τελευταίος την ίδια ημέρα. Η παραίτηση τελικά δεν έγινε δεκτή: έπειτα από μεσολάβηση του Κωνσταντίνου Βασιλείου και ύστερα από έξι ημέρες άδειας, ο Τσαλικίδης επέστρεψε στις 8 Φεβρουαρίου στα καθήκοντά του με μεγάλο ζήλο, καθώς φαίνεται από τα αρχεία εισόδου-εξόδου στον χώρο εργασίας του στην Παιανία.
Οι τελευταίες ώρες
Ο γάμος δεν ήταν το πιο άμεσο σχέδιο του Κώστα και της Σάρας: Δύο ημέρες πριν από τον θάνατό του και καθώς η 25η Μαρτίου έπεφτε Παρασκευή εκείνη τη χρονιά, ο Τσαλικίδης είχε ζητήσει από τη σύντροφό του να κλείσει δύο δίκλινα δωμάτια σε ξενοδοχείο στην Καλαμπάκα για τους ίδιους και για ένα φιλικό ζευγάρι τους, καθώς συχνά ταξίδευαν μαζί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Την ίδια ημέρα είχε μιλήσει στην αρραβωνιαστικιά του για τις «ευθύνες που του καταλογίστηκαν σχετικά με τη δουλειά κατά την επίσκεψη αλλοδαπών προϊσταμένων του εκείνη τη Δευτέρα». Από καταθέσεις προκύπτει ότι την προηγούμενη της ανακάλυψης του πτώματος ο Τσαλικίδης είχε συμμετάσχει σε σύσκεψη με άλλα υψηλόβαθμα στελέχη της Vodafone, ανάμεσά τους και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Γιώργος Κορωνιάς, όπου συζητήθηκε το θέμα των υποκλοπών. Δεν υπήρξαν πρακτικά της συνάντησης.
Την ίδια ημέρα η μητέρα του, Γεωργία, είχε ανεβάσει πυρετό. Περίπου στις 9.30 το βράδυ και αφού είχε αγοράσει τρεις πάστες από τον φούρνο της γειτονιάς του στον Κολωνό, ο Τσαλικίδης κάλεσε στο τηλέφωνο τη Σάρα, στην οποία είπε ότι ανησυχεί για την υγεία της μητέρας του. Μίλησαν στο τηλέφωνο ξανά στις 11.00 και την καληνύχτισε. Λίγες ώρες πριν από τον θάνατό του, τα ξημερώματα της Τετάρτης, εντελώς παραδόξως, ασχολήθηκε και τελικώς απέστειλε στις 4.20 ένα επαγγελματικό e-mail σε συναδέλφους του. Προετοίμαζε το συγκεκριμένο μήνυμα ήδη από τη Δευτέρα και σε αυτό περιέγραφε τις εκκρεμότητες του τμήματός του: κυρίως τεχνικές λεπτομέρειες για την αναβάθμιση των δικτύων που επρόκειτο να γίνει. Το e-mail μοιάζει σατανικά με ενημέρωση προς τον εργασιακό διάδοχό του.
Η μητέρα του, που κατοικεί στην ίδια πολυκατοικία όπου βρίσκεται το διαμέρισμα του Τσαλικίδη, ήταν η πρώτη που προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του το πρωινό της Τετάρτης, στις 7.35, πριν από την ώρα που έφευγε για τη δουλειά. Επέμεινε στο τηλέφωνο, μα εκείνος δεν απαντούσε στις κλήσεις. Τότε αποφάσισε να τον επισκεφτεί στο διαμέρισμά του. Πήρε μαζί της τα δεύτερα κλειδιά, κατέβηκε τις σκάλες, άνοιξε την πόρτα. Μέσα στο διαμέρισμα, αντίκρισε τον γιο της απαγχονισμένο μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.
Μία ώρα αργότερα έφθασε στο διαμέρισμα ο αδελφός του, Παναγιώτης. Εκοψε με ένα μαχαίρι το σκοινί που ήταν δεμένο σε έναν σιδερένιο σωλήνα ακριβώς πάνω από το λουτρό. Τον πήρε στα χέρια του, τον άφησε ξαπλωτό στο κρεβάτι και τον φωτογράφισε. Αργότερα, κατέφθασαν οι αστυνομικοί του Τμήματος Κολωνού. Το λάπτοπ του Τσαλικίδη κατασχέθηκε από τις Αρχές προκειμένου να ερευνηθεί και επιστράφηκε έπειτα από λίγο καιρό. Ποτέ δεν έφθασε στα χέρια της οικογένειας οποιοδήποτε σχετικό πόρισμα.
Μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 2006, έντεκα μήνες περνούν χωρίς νεότερα. Η επικαιρότητα της περιόδου περιελάμβανε την τραγωδία του «Ηλιος» στο Γραμματικό, τον «θρίαμβο» της Ελλάδας στον διαγωνισμό της Eurovision, τους θανάτους της Βίκυς Μοσχολιού και του Χαρίλαου Φλωράκη και την αιφνίδια παραίτηση του τότε υφυπουργού Δημόσιας Τάξης Χρήστου Μαρκογιαννάκη.
Τι ήξερε ο Καραμανλής
Στις 2 Φεβρουαρίου κυκλοφορούν τα «Νέα» που αποκαλύπτουν το σκάνδαλο των υποκλοπών και ως το μεσημέρι τρεις κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή έχουν σκαρώσει μια συνέντευξη Τύπου μπροστά από ένα εντυπωσιακό, βαθύ μπλε σκηνικό. Ο Θοδωρής Ρουσόπουλος, ο Γιώργος Βουλγαράκης και ο Αναστάσης Παπαληγούρας παρουσιάζουν όλες τις λεπτομέρειες που είχαν τότε διαθέσιμες σχετικά με ένα αιφνίδιο σκάνδαλο που δεν είχε προλάβει καν να γίνει γνωστό από τον Τύπο.
Οι τρεις υπουργοί εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να μιλήσουν με κάθε επισημότητα για ένα «σοβαρό ζήτημα εθνικής ασφάλειας», για το οποίο ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε ενημερωθεί έντεκα μήνες πριν, στις 10 Μαρτίου 2005, την επομένη του θανάτου του Τσαλικίδη, όταν ο Γιώργος Κορωνιάς είχε συναντηθεί με τον διευθυντή του γραφείου του, Γιάννη Αγγέλου. Δύο ημέρες νωρίτερα, δηλαδή μία ημέρα πριν από τον θάνατο του Τσαλικίδη, το παρείσακτο παράνομο λογισμικό που επέτρεπε τις υποκλοπές και είχε παρεισφρήσει στα κέντρα της Vodafone είχε αφαιρεθεί. Αρκετές πρώτες λεπτομέρειες για τον κακόβουλο προγραμματιστικό κώδικα που βρέθηκε σε πολλά ψηφιακά κέντρα της Vodafone εξήγησε με σηκωμένα τα μανίκια ο Γιώργος Βουλγαράκης κάνοντας σχεδιαγράμματα με έναν μπλε μαρκαδόρο πάνω σε έναν λευκό πίνακα. Από τότε, στην ίδια έρευνα συμμετείχαν η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με μέλη πρωτοκλασάτους βουλευτές, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και η ΕΥΠ.
Οι υποκλοπές συνέβαιναν από τις 10 Αυγούστου του 2004 ως τις 8 Μαρτίου του 2005 ή, τέλος πάντων, τόσο παρέμεινε το παράνομο λογισμικό στα κέντρα της Vodafone. Δεν υπάρχει ασφαλώς οριστική λίστα όσων παρακολουθούνταν, αλλά τα ονόματα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας εκτείνονται από τον Κώστα Καραμανλή, τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Πέτρο Μολυβιάτη ως μέλη κινήσεων πολιτών, ανθρώπους που συνδέονται με την τρομοκρατία, δημοσιογράφους, συνδικαλιστές και αλλοδαπούς, κυρίως Αραβες.
Πώς γίνονταν οι υποκλοπές;
Το πιο ενδιαφέρον από τα πορίσματα που συντάχτηκαν είναι ασφαλώς εκείνο της ΑΔΑΕ. Εκεί εξηγούνται όλες οι τεχνικές παράμετροι που επέτρεψαν την «πιο θρασεία “διάρρηξη” δικτύου κινητής τηλεφωνίας όλων των εποχών», όπως σημείωσε το τεχνικό περιοδικό «Spectrum». Οπως διασαφηνίζει η ίδια η Αρχή με δήλωσή της προς το BHmagazino, μετά τη συνέντευξη των τριών υπουργών, η Ολομέλειά της συγκλήθηκε εκτάκτως και όρισε ομάδα ελέγχου για την έρευνα. Ο πρώτος έλεγχος πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της Vodafone δύο ημέρες αργότερα και ακολούθησαν περίπου άλλοι 15 έλεγχοι στη Vodafone και στην Ericsson, παρουσία στελεχών και εργαζομένων, και ακόμη 10 έλεγχοι στην Tim, στην Q-Telecom, στην Cosmote και στον ΟΤΕ. Τα παραπάνω διήρκεσαν περίπου πέντε μήνες. Στις 83 σελίδες του πορίσματος εξηγείται λεπτομερώς το πώς δεκατέσσερα καρτοκινητά-«σκιές» σπαρμένα κυρίως στο κέντρο της Αθήνας, στην περιοχή γύρω από την αμερικανική πρεσβεία, μπορούσαν να παρακολουθούν 106 κινητά τηλέφωνα. Μάλιστα, το νούμερο των υπό παρακολούθηση τηλεφώνων αργότερα αμφισβητήθηκε και έκτοτε αορίστως αναθεωρείται εξακολουθητικά προς τα πάνω.
Ο Διομήδης Σπινέλλης εκτιμά ότι «πιθανόν να μπορούσαν με πιο εύκολο τρόπο να εντοπιστούν τα καρτοκινητά-“σκιές” με τη χρήση ραδιογωνιόμετρου, προτού φυσικά δημοσιοποιηθεί η υπόθεση και σε διάστημα συντομότερο από τους έντεκα μήνες που πέρασαν από την ενημέρωση των Αρχών ως την έρευνα της ΑΔΑΕ». Ο καθηγητής του Εργαστηρίου Πληροφοριακών Τεχνολογιών και Συστημάτων Διοίκησης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων εξηγεί ότι «κατά την αναβάθμιση του λογισμικού της Ericsson στα κέντρα της Vodafone ώστε να προστεθεί η δυνατότητα των νόμιμων συνακροάσεων δηλαδή εκείνων που δικαιούται να κάνει η Aστυνομία βάσει εισαγγελικού εντάλματος προστέθηκε ο επίμαχος κώδικας που επέτρεπε τις παράνομες συνακροάσεις. Είναι δύσκολο ο νέος κώδικας να είχε προστεθεί εν αγνοία της εταιρείας, αλλά όχι αδύνατο, είναι όπως ένας ιός μπαίνει στον υπολογιστή μας».
Ο καθηγητής συνεχίζει τις παρατηρήσεις του: «Υπήρξαν δύο πράγματα που μου έκαναν εντύπωση στην υπόθεση. Το πρώτο ήταν οτι καταστράφηκε το αρχείο πρόσβασης στο τηλεφωνικό κέντρο της Vodafone, με το οποίο θα μπορούσαν να εντοπιστούν οι “visitors”, δηλαδή οι μη εργαζόμενοι στη Vodafone που είχαν πρόσβαση στο ψηφιακό κέντρο της Παιανίας και εμφανίζονταν σε χρονικά διαστήματα-κλειδιά σε σχέση με τις αλλαγές στο λογισμικό».
Ορίστε και το δεύτερο σημείο: «Για να αναπτυχθεί ο συγκεκριμένος κώδικας του παρείσακτου λογισμικού χρειάζεται ασυνήθιστη τεχνογνωσία, περιβάλλον δοκιμών καθώς και αρκετός χρόνος τον οποίο εκτιμώ σε 4 ως 6 ανθρωπομήνες. Τα μέρη στον κόσμο όπου αυτή η τεχνογνωσία πράγματι υπάρχει είναι μετρημένα στα δάχτυλα και το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριμένη τεχνογνωσία ανάπτυξης κώδικα για τηλεφωνικά κέντρα Ericsson υπήρχε στις εγκαταστάσεις της Intracom στην Παιανία – εκεί υπήρχε πόλος ανάπτυξης τέτοιου λογισμικού».
Η αμερικανική πρεσβεία
Υπήρξαν ασφαλώς τα στοιχεία εκείνα που έκαναν τις φήμες και τη συνωμοσιολογία να οργιάσουν. Οπως, για παράδειγμα, το ότι τα καρτοκινητά-«σκιές» που ενεργοποιήθηκαν από τις αρχές του καλοκαιριού ως τις αρχές Αυγούστου ήταν χωρισμένα σε δύο ομάδες των επτά και ποτέ κάποιος από τη μία ομάδα δεν επικοινώνησε με κάποιον από την άλλη. Ασφαλώς παρακολουθήθηκαν οι κλήσεις, εκείνες που δέχτηκαν και εκείνες που έκαναν καθώς και τα γραπτά μηνύματα και η έρευνα επέστρεψε νούμερα από την Αγγλία, από τη Σουηδία, από την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και συγκεκριμένα από το Μέριλαντ, από την Αλβανία, καθώς και από δορυφορικό σύστημα Inmarsat. Ασφαλώς, υπήρχαν οι κυψέλες που εξυπηρετούσαν τα κινητά-«σκιές» σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους, τα δύο κέντρα στην πλατεία Μαβίλη, ένα του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, ένα του Λευκού Σταυρού, ένα στον Πύργο των Αθηνών, ένα στο ανατολικό Κολωνάκι, η κυψέλη που εξυπηρετεί το εστιατόριο «Ορίζοντες» στον Λυκαβηττό καθώς και εκείνη που κάνει το ίδιο για το ξενοδοχείο «Αθηναΐς». Οι κλήσεις από και προς τα καρτοκινητά-«σκιές» σπανίως ξεπερνούσαν σε διάρκεια τα δύο λεπτά της ώρας.
Τα τελευταία νέα των Αρχών, όπως τα αποκάλυψε «Το Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής, αναφέρουν ότι ο άνθρωπος που είχε οργανώσει το κύκλωμα των υποκλοπών ήταν υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας και είναι γνωστός με το όνομα «Μάρκος Πέτρου». Ο «Πέτρου» φέρεται να έχει αγοράσει τα περισσότερα καρτοκινητά από κατάστημα στον Πειραιά και να έχει οργανώσει το δίκτυο των παρακολουθήσεων. Ακόμη νωρίτερα έχουμε παρακολουθήσει αποκαλύψεις για κινητά με username «American Embassy» για μη εγκεκριμένο χρήστη του λογισμικού της Vodafone με κωδικό «listener» και δικαιώματα super user.
«Θα πιούμε ένα ουίσκι»
Οι συνδέσεις της υπόθεσης των υποκλοπών με την αμερικανική πολιτική, όπως είναι φυσικό, είναι ρουτίνα για όσους εκφράζουν άποψη σχετική με το θέμα. Μάλιστα, οι υποκλοπές και η ενόχληση των Αμερικανών για τη σύνδεση μαζί τους εμφανίζεται επίσης σε τέσσερα εμπιστευτικά τηλεγραφήματα της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα που αποκαλύφθηκαν προσφάτως από το WikiLeaks.
«Το γεύμα του πρέσβη στις 8 Φεβρουαρίου με τον υπουργό Εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη είχε αρχικά σχεδιαστεί να λάβει χώρα στην οικία του πρέσβη. Μετά τις αποκαλύψεις ότι άγνωστοι είχαν “παγιδεύσει” τα κινητά τηλέφωνα στελεχών της ελληνικής κυβέρνησης, ο Μολυβιάτης πρότεινε το γεύμα να μεταφερθεί στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία” στο κέντρο της Αθήνας όπου όλοι θα μπορούσαν να δουν ότι οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας ήταν άφθαρτες» αναφέρει το τηλεγράφημα της 9ης Φεβρουαρίου 2006 με θέμα τη συνάντηση του Μολυβιάτη με τον Τσαρλς Ρις. Στο ίδιο τηλεγράφημα μπορεί κάποιος να διαβάσει: «Ο πρέσβης ρώτησε αν η παρούσα σύγχυση με την υπόθεση της Vodafone είχε αλλάξει τα σχέδια του πρωθυπουργού για ανασχηματισμό της κυβέρνησης (και απομάκρυνση του Μολυβιάτη). Ο Μολυβιάτης απάντησε ότι προτού ταξιδέψει στο Λονδίνο, ο πρωθυπουργός του είχε πει: “Οταν επιστρέψεις, θα πιούμε ένα ουίσκι και θα τα βρούμε”».
Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης έγινε λίγες ημέρες αργότερα και το τηλεγράφημα της 15ης Φεβρουαρίου σκιαγραφούσε το προφίλ των νέων υπουργών. Για τον νέο υπουργό Πολιτισμού Γιώργο Βουλγαράκη ανέφερε: «Πολύ πρόσφατα, έχει επιτρέψει να κυκλοφορήσουν φήμες ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται πίσω από το σκάνδαλο των υποκλοπών». Για το σκάνδαλο ενημερώθηκε και η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις εν όψει της επίσκεψής της στην Ελλάδα στις 27 Απριλίου. Με σχετικό τηλεγράφημα που εστάλη από την πρεσβεία διαβεβαιώθηκε ότι «ο Καραμανλής και η Μπακογιάννη είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ είναι ο δράστης των υποκλοπών να παρεμποδίσει τη διμερή συνεργασία μας».
Η ψύχωση των Αμερικανών
Εχουν περάσει επτά χρόνια από την αποκάλυψη του παρείσακτου λογισμικού και έξι από τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης και δεν έχει καταστεί σαφές το κατά πόσον οι υπαίτιοι δρούσαν πράγματι για λογαριασμό της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Από το περασμένο φθινόπωρο και έπειτα από παρέμβαση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου ασκήθηκε δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για απόπειρα κατασκοπείας από τον εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και η υπόθεση ερευνάται ξανά ως και αυτές τις ημέρες.
«Φαίνεται ότι υπήρχαν δύο φάσεις των συνακροάσεων. Η μία σχετιζόταν με την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων και έπειτα μια δεύτερη που δεν είχε καμία σχέση και υποκινούνταν από εσωτερική πολιτική ή οικονομική ατζέντα. Για κάποιους, φαίνεται ότι ήταν μια δυνητικά επικερδής δραστηριότητα… πώς το λένε στα ελληνικά; “καβάτσο”;» ρωτά ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ και η απάντηση είναι «καβάντζα». Ο 54χρονος, πρώην πολιτικός σύμβουλος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα και αμερικανός διπλωμάτης καριέρας, παραιτήθηκε από τη θέση του το 2003 λόγω της διαφωνίας του με τον πόλεμο στο Ιράκ. Η επιστολή παραίτησής του δημοσιεύτηκε στους «New York Times» και έκτοτε ζει στο διαμέρισμά του στην Πλάκα με τη σύντροφό του και τη γάτα τους. Λίγο καιρό αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο Κίσλινγκ έγραψε ένα άρθρο στο εστέτ αμερικανικό πολιτικό περιοδικό «The Nation» μιλώντας για «ένα ολυμπιακό σκάνδαλο» και χαρακτηρίζοντας τη λίστα των παρακολουθουμένων που διέρρευσε ως ένα «στιγμιότυπο των ψυχώσεων των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών».
Ωστόσο, ποια ακριβώς ήταν η επίσημη αμερικανική προ-ολυμπιακή ατζέντα; Επικρατούσε άραγε η φρενίτιδα που όλοι υποθέτουμε ότι επικρατούσε πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο εμβληματικό κτίριο της οδού Βασιλίσσης Σοφίας; Ο Τζον Μπρέιντι Κίσλινγκ περιγράφει: «Η φρενίτιδα είναι μια λανθασμένη λέξη για να χαρακτηρίσει το κλίμα στην πρεσβεία τα χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς. Οι Ολυμπιακοί, εξαιτίας της κακής φήμης της Ελλάδας στον αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία, ήταν η ευκαιρία για επιχειρήσεις και γραφειοκράτες να χτίσουν τις αυτοκρατορίες τους. Υπήρχε πίεση απέναντι στην Ελλάδα να δείξει την αφοσίωσή της στην ασφάλεια των Αγώνων αγοράζοντας ακριβό εξοπλισμό που δεν χρειαζόταν στ’ αλήθεια. Μια από τις διαφωνίες μου ήταν το ότι πίστευα ότι οι ελληνικές τρομοκρατικές οργανώσεις δεν θα χτυπούσαν τους Ολυμπιακούς. Ιδεολογικά, δεν είχε νόημα ένα τέτοιο χτύπημα. Ακόμη και για ξένες οργανώσεις, οι Ολυμπιακοί δεν ήταν ένας πολύ καλός στόχος πολιτικά οι Ολυμπιακοί του Μονάχου ήταν μια καταστροφή για την εικόνα των Παλαιστινίων και κάτι αντίστοιχο δεν θα ήταν λιγότερο καταστροφή τώρα. Η θέση μου ήταν ότι δεν θα έπρεπε να υπερθεματίζουμε το ρίσκο. Πράγματι, δουλεύαμε στενά με τις ελληνικές Αρχές, μα δεν είχαμε γίνει υστερικοί».
Τα ερωτήματα σχετικά με εξοπλισμούς και πιέσεις έρχονται αυτομάτως και ο Κίσλινγκ εξηγεί: «Προφανώς κάποιες αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες προσπαθούσαν να πουλήσουν πολύ ακριβά τον εξοπλισμό τους. Ηταν μέρος ενός σχεδίου για να γίνουν πλούσιοι γρήγορα. Μία από αυτές τις περιπτώσεις ήταν η SAIC που κέρδισε τελικά τον διαγωνισμό και προκάλεσε ακόμη ένα σκάνδαλο. Η Ελλάδα ήθελε μια αμερικανική επιχείρηση να κερδίσει τον διαγωνισμό γιατί αυτό θα μείωνε την πολιτική πίεση από την Ουάσιγκτον. Η επίσημη κυβέρνηση των ΗΠΑ ποτέ δεν εξέδωσε οποιουδήποτε είδους απειλή σχετικά με την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο, άνθρωποι εκτός κυβέρνησης, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άπληστοι ηλίθιοι, όπως ο πρώην διοικητής της CIA Τζέιμς Γούλσεϊ, είπαν κάθε είδους πράγματα που εξελήφθησαν ως απειλές και στην Ελλάδα ο κόσμος υπέθεσε ότι εκπροσωπούν την αμερικανική κυβέρνηση» καταλήγει.
Από τον μακρύ κατάλογο των πιθανών εξηγήσεων ή κοινών διηγήσεων συνωμοσίας ασφαλώς δεν μπορεί να εξαιρεθεί η σύμπτωση που θέλει ένα από τα αθηναϊκά κινητά-«σκιές» να έχει κάνει τρεις κλήσεις προς το Μέριλαντ των ΗΠΑ («Στην ΑΔΑΕ δόθηκε μόνο ο εθνικός κωδικός και όχι ο πλήρης αριθμός» γράφει το απόρρητο πόρισμα του 2006). Εκεί, δηλαδή, όπου βρίσκονται τα αρχηγεία της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας που είναι αρμόδια για τις επικοινωνίες και την ασφάλειά τους. Στη σύμπτωση προσθέστε και το ότι η NSA είναι από τους πιο πιστούς πελάτες της SAIC διαχρονικά. Ακόμη και όταν απέτυχε να σχεδιάσει το κεντρικό σύστημα της NSA μετά την 11η Σεπτεμβρίου, υπήρχε μια δεύτερη ευκαιρία για τον τεχνολογικό κολοσσό. Η ιστορία έγινε γνωστή από άρθρο του περιοδικού «Vanity Fair» ως σκάνδαλο Trailblazer, καθώς έτσι ονομαζόταν το σύστημα-γεφύρι της Αρτας. Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω είναι μονάχα πιθανολογίες.
Σκηνοθετημένη αυτοκτονία;
Πριν από το άρθρο του Κίσλινγκ στο «Nation», υπήρχε ένας ακόμη που παρατήρησε δημοσίως τη σχέση των υποκλοπών και του θανάτου του Κώστα Τσαλικίδη με τον αμερικανικό παράγοντα· μάλιστα το έκανε με μεγαλύτερο ζήλο και με σιγουριά. Επρόκειτο για έναν ανώνυμο επιστολογράφο που έστελνε τα πονήματά του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» και στον τότε συνήγορο της οικογένειας Τσαλικίδη Θέμη Σοφό. Οι ισχυρισμοί του «βαθιού λαρυγγιού» ήταν οι εξής: «Αμερικανοί βρίσκονται πίσω από τις υποκλοπές, ο αντισυνταγματάρχης της ΕΥΠ γνωρίζει (για τις υποκλοπές) και ο Κώστας Τσαλικίδης, του οποίου ο θάνατος συνδέεται με τις υποκλοπές, δολοφονήθηκε με το δηλητήριο κουράρε» (σ.σ. πρόκειται για δηλητήριο που παραλύει τους μύς). Εκτοτε, ο ανώνυμος δεν έχει εμφανιστεί ξανά.
«Η εξ αρχής τοποθέτηση της οικογένειας ήταν ότι ο θάνατος του Κώστα Τσαλικίδη δεν υπήρξε αυτοκτονία, αλλά ήταν σκηνοθετημένη αυτοκτονία και συνδέεται άρρηκτα με μια υπόθεση στην οποία ενεργοποιούνται κολοσσιαία κρατικά, οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα και θεωρούμε ότι επιβεβαιώνεται η θέση μας» σημειώνει η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Εκείνο που έχουμε πλέον να περιμένουμε είναι τα αποτελέσματα των κάθε είδους εξετάσεων τοξικολογικών, εργαστηριακών και ιατροδικαστικών που γίνονται εκ νέου μετά την εκταφή της σορού του Κώστα Τσαλικίδη. Είναι οι εξετάσεις που πρότεινε ο καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Θεόδωρος Βουγιουκλάκης σε έκθεσή του από τον περασμένο Σεπτέμβριο. «Είναι γνωστό ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός χημικών ενώσεων με κατασταλτικές ιδιότητες που ενδεχομένως να “διαφύγουν” της τοξικολογικής ανάλυσης» αναφέρει ο Βουγιουκλάκης στην έκθεσή του. Ωστόσο, συνεχίζει: «Αναφορικά με το ερώτημα της εκταφής για τη διενέργεια τοξικολογικής ανάλυσης, στοιχείο που ενδεχομένως θα οδηγούσε στο συμπέρασμα της ακούσιας απαιώρησης του ατόμου προς παραπλάνηση των Αρχών, σας γνωρίζω (…) ότι σε εξειδικευμένα τοξικολογικά εργαστήρια είναι δυνατή η ανεύρεση τοξικών ουσιών για μεγάλο χρονικό διάστημα (χρόνια) μετά την ταφή».
Δεν έχει εξακριβωθεί το πόσα ακριβώς πράγματα ενδεχομένως να γνώριζε ο Κώστας Τσαλικίδης για την υπόθεση των υποκλοπών· αν γνώριζε όλες τις λεπτομέρειες και τους ενόχους ή αν γνώριζε απλώς την ύπαρξη του παρείσακτου λογισμικού ενώ επισήμως δεν έχει αποκλειστεί το ότι μπορεί να ήταν παντελώς ανίδεος. Το γεγονός είναι ότι, ως υπεύθυνος σχεδιασμού δικτύου, είχε πρόσβαση σε όλους τους χώρους των τηλεφωνικών κέντρων της Vodafone. Επιπλέον, είχε τις τεχνικές γνώσεις προκειμένου να κατανοήσει κάθε λεπτομέρεια και ήταν υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση των μοιραίων αναβαθμίσεων του δικτύου, εκείνη τον Αύγουστο του 2004 με την οποία εισήχθη ο παράνομος κώδικας και εκείνη λίγους μήνες αργότερα με την οποία διαγράφηκε.
Η ΑΔΑΕ επέβαλε πρόστιμα ύψους 76 εκατ. ευρώ στη Vodafone και 7,3 εκατ. στην Ericsson, τα οποία τελικώς ακυρώθηκαν καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε παράνομο το ότι τα πρόστιμα επιβλήθηκαν ύστερα από μη δημόσια διαβούλευση («για τυπικούς λόγους» διευκρινίζει η ΑΔΑΕ στη δήλωση που απέστειλε στο περιοδικό). Οι τροποποιήσεις στους σχετικούς κανονισμούς βρίσκονται σε εξέλιξη και η ανεξάρτητη Αρχή ξεκαθαρίζει ότι «θα αποφασίσει εκ νέου στο άμεσο μέλλον επί του θέματος της διοικητικής κυρώσεως για την υπόθεση».
Καθώς δεν υπάρχει επίσημη λίστα των υπό παρακολούθηση κινητών, το μόνο θύμα που φέρεται να συνδέεται με την υπόθεση των υποκλοπών είναι ο Κώστας Τσαλικίδης. Το πτώμα του 39χρονου βρέθηκε το πρωινό της 9ης Μαρτίου 2005 στον Κολωνό και το χρώμα του ήταν κανονικό ενώ τα συγγράμματα προβλέπουν ότι σε περιπτώσεις απαγχονισμού συνήθως είναι έντονα κυανωπό. Το νεκρό σώμα ήταν παντελώς ανέπαφο ενώ κάποιος θα περίμενε ότι θα εμφανίζονταν κακώσεις από την περίοδο των σπασμών μετά τον απαγχονισμό, οπότε σίγουρα θα προσέκρουε σε κάποια αμβλεία επιφάνεια. Η σορός του Κώστα Τσαλικίδη εξετάζεται ξανά και η υπόθεση των υποκλοπών είναι πλέον ορθάνοιχτη.