Πρώην ανατολικό βερολίνο, 1994: Από τα παράθυρα του μεγαλειώδους κτιρίου του παλιού αυτοκρατορικού ταχυδρομείου, ενός από τα λίγα κτίρια που είχαν μείνει όρθια από τους βομβαρδισμούς του 1945, αντικρίζω το κέντρο μιας από τις πιο μαγευτικές πόλεις του κόσμου. Με θλίψη, καθώς μόλις έχω πληροφορηθεί κάτι που ακόμη αγνοούσαν οι περισσότεροι από τους κατοίκους της: ότι σε λίγο καιρό αυτή η πόλη, στην οποία γράφτηκε δύο φορές η Ιστορία του κόσμου, δεν θα υπάρχει πια, τουλάχιστον όπως οι κάτοικοί της τη γνώρισαν…

Τα περισσότερα από 220 δισεκατομμύρια μάρκα που θα διοχετεύσει στην ανακατασκευή της η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο μεγαλύτερο πρόγραμμα ανακατασκευής πόλης στην Ιστορία έπειτα από εκείνο της Ρώμης τον 16ο αιώνα και του Παρισιού τον 19ο, θα τη μεταμορφώσουν οριστικά και αμετάκλητα. Η νέα, επανενωμένη Γερμανία επεμβαίνει δραστικά στη μνήμη της…

Το Βερολίνο «σβήνει» την Ιστορία

Στα γραφεία της επιτροπής για τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Βόννη στο Βερολίνο έχω μόλις δει τα σχέδια για τη μεγαλύτερη αλλαγή μιας πόλης σε καιρό ειρήνης. Από το 1994 λοιπόν και ως το 2020, επί ένα τέταρτο του αιώνα δηλαδή, το σχέδιο προέβλεπε να εξαλειφθεί σχεδόν κάθε σημάδι που είχε αφήσει πίσω της μια περίοδος μισού αιώνα Ιστορίας.

Είναι η εποχή που η πλατεία Πότσνταμ, σήμερα η πιο σύγχρονη και εντυπωσιακή της Ευρώπης, ήταν ακόμη νεκρή ζώνη, κρανίου τόπος, και το Ράιχσταγκ μαυρισμένο από τις φλόγες που το είχαν τυλίξει πριν από τόσες δεκαετίες. Η εποχή που το κεντρικό σημείο εισόδου από τη δυτική στην ανατολική πλευρά του Βερολίνου, το «Τσεκπόιντ Τσάρλι», αν και χωρίς φύλακες, βρισκόταν στη θέση του, και το Τείχος, αν και τώρα πια οι τουρίστες το είχαν κάνει αμέτρητα εκατομμύρια κομματάκια που τα έπαιρναν μαζί τους σπίτι για ενθύμιο, ήταν ορατό παντού. Η εποχή που οι στάσεις του μετρό στο Μίτε ή στη Φριντριχστράσε ήταν ακόμη φαντάσματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμη και όταν οι συρμοί σταματούσαν σε αυτούς, νόμιζες ότι ανήκει πια σε έναν άλλον κόσμο… Η πόλη δικαίως έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, ειδικά μετά την επαναφορά της πρωτεύουσας σε αυτή. Ταυτόχρονα, όμως, επρόκειτο για μια νέα επιχείρηση διαχείρισης της συλλογικής μνήμης.

Με όλες αυτές τις σκέψεις και τις εικόνες γυρίζω στο μεγάλο τραπέζι της αίθουσας με τα ψηλά παράθυρα και τους γκρίζους γρανίτες. Οι άνθρωποι της Επιτροπής για τη μεταφορά της γερμανικής πρωτεύουσας που μόλις πριν από λίγους μήνες έχει συσταθεί έχουν τώρα μαζέψει τα χαρτιά τους. Ξαφνικά, βλέπω ότι ο επικεφαλής της επιτροπής έχει μείνει πίσω και κοιτάζει κι εκείνος έξω. Τον πλησιάζω και τον χαιρετώ. Μου γνέφει χωρίς να με κοιτάξει.

Απομακρύνομαι και, προτού κάνω λίγα βήματα, ακούω τη φωνή του: «Τρέμω», λέει, «για την επόμενη γενιά, που δεν θα μπορέσει να τα δει όλα αυτά, που δεν θα τα γνωρίσει. Και για την εποχή που οι νέοι άνθρωποι, η επόμενη γενιά πολιτικών, έπειτα από χρόνια, που θα κάθονται σε αυτά τα γραφεία, δεν θα θυμούνται και δεν θα ξέρουν…». Επιστρέφω κοντά του. «Τότε γιατί αλλάζετε το Βερολίνο;» τον ρωτάω. «Επειδή το λέει ο νόμος»… μου απαντά.

Είναι ο νέος νόμος του 1994 που καθορίζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Βόννη στο Βερολίνο, κάτι το οποίο πριν από την επανένωση η Γερμανία είχε επισήμως αρνηθεί ότι θα συμβεί. Και προτού προλάβω να πω μια λέξη, μου εύχεται καλό ταξίδι, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει… Σκέπτομαι ότι σε 20 χρόνια από σήμερα η γενιά που θα είναι «στα πράγματα» και θα διοικεί από εδώ την ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, δεν θα έχει γνωρίσει περίπου τίποτε από το αληθινό Βερολίνο της πτώσης της Βαϊμάρης του τέλους του πολέμου, της δικτατορίας του Χόνεγκερ… Ο κόσμος, οι κάτοικοι, οι επισκέπτες θα μπορούν να ζήσουν την ανάσα της Ιστορίας περιδιαβάζοντας στους δρόμους της;

2012, Αθήνα

Δεκαοκτώ χρόνια μετά, οι εικόνες αυτές, μαζί με πολλές άλλες από ένα Βερολίνο που το είχα ζήσει πολύ ήδη από το 1990, τη χρονιά της γερμανικής επανένωσης, δεν έχουν φύγει ποτέ από το μυαλό μου. Αντίθετα τώρα, τις ανακαλώ στη μνήμη όλο και πιο συχνά. Διότι τώρα κυριαρχούν παντού άλλες εικόνες φτιαγμένες από εκείνους τους ανθρώπους που ο συνομιλητής μου τότε στο Βερολίνο είχε στο μυαλό του όταν μιλήσαμε για τελευταία φορά. Είναι οι άνθρωποι που υποστηρίζουν τον μύθο ότι η Ελλάδα είναι επικίνδυνη για την Ευρώπη. Οτι στην πιο ζεστή γωνιά της Ευρώπης ζει ένας λαός διεφθαρμένος και τεμπέλης που μόνον ένα πράγμα ξέρει να κάνει καλά: να ζει με τα λεφτά των άλλων.

Φταίει η Ελλάδα για την κρίση;

Σύμφωνα με τον παραπάνω μύθο, ο λαός αυτός, αν και ήταν μικρός, με τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη ζημιά. Εξαιτίας του υποτίθεται ότι το ευρώ κινδυνεύει με διάλυση, δύο ακόμη λαοί τέθηκαν υπό επιτήρηση και αναγκάστηκαν να υποστούν το σκληρό πρόγραμμα του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Η Ιταλία, μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές οικονομίες του κόσμου, αναγκάστηκε να αλλάξει άρον άρον κυβέρνηση, ενώ η Ισπανία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση.

Το πραγματικό θέμα, όμως, που συζητούσαν οι πάντες ήταν ο ρόλος της Γερμανίας στην Ευρώπη και αν το Βερολίνο ακολουθεί πολιτική που καθιστά τη Γερμανία πολύ περισσότερο επικίνδυνη για την Ευρώπη από όσο είναι η Ελλάδα. Διότι πώς είναι δυνατόν η απειλή στην Ευρώπη να προέρχεται μόνο από την Ελλάδα, όταν ακόμη και στην Ολλανδία, μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου, η κυβέρνηση θα έπεφτε ξαφνικά επειδή δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στο πώς θα κρατηθούν τα ελλείμματα μέσα στο πλαίσιο αυτού ακριβώς του Συμφώνου;

Στη Γαλλία, μία από τις ηγέτιδες δυνάμεις της Ευρώπης, διεξάγονταν εκλογές, με κεντρικό ζήτημα το αν θα εφαρμοστεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το νέο σύστημα κανόνων της ΕΕ. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας ένα κόμμα που πρεσβεύει την πλήρη απαγκίστρωση της Γαλλίας όχι απλώς από το ευρώ, αλλά από την ίδια την Ενωμένη Ευρώπη, το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, θα λάμβανε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών πάνω από το 18% των ψήφων!

Στην Ελλάδα οι εθνικές εκλογές της 6ης Μαΐου συμπίπτουν με τον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας κατέστη εμφανές ότι όλο και περισσότεροι πολίτες κατευθύνονται προς την υποστήριξη των άκρων. Η πολιτική σταθερότητα, για πρώτη φορά έπειτα από περίπου 40 χρόνια, βρίσκεται σε κίνδυνο από την ύφεση, τη φτώχεια και την απελπισία.

Το κρισιμότερο στοιχείο είναι ότι τα δύο νέα βασικά νομικά κείμενα που διέπουν τώρα την ευρωζώνη, το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, τα οποία προκαλούν κατακλυσμιαίες μεταβολές στη ζωή περισσότερων από 400 εκατ. ευρωπαίων πολιτών, θα είχαν «περάσει» χωρίς να ερωτηθεί ούτε ένας εξ αυτών! Και, για όλα αυτά, σύμφωνα με τη γερμανική εκδοχή που υιοθέτησαν και άλλοι λαοί, αλλά και αρκετοί έλληνες πολιτικοί, φταίει ο ελληνικός λαός. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η αιτία που η Ευρώπη εμφανίζει σημάδια αποσταθεροποίησης εντοπίζεται λιγότερο στην Αθήνα και περισσότερο στην πολιτική του Βερολίνου για τη θέση και τον ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη.

Από τη Βόννη στο Βερολίνο

Πολλοί, ακόμη και σήμερα, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η Γερμανία του τέλους της Βόννης δεν είναι η ίδια χώρα με τη Γερμανία του Βερολίνου. Η σημερινή Γερμανία είναι πλέον πολιτικά και οικονομικά παντοδύναμη. Την ώρα που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υποφέρουν από την ύφεση, η γερμανική οικονομία εξακοντίζεται. Οι Γερμανοί πέτυχαν εκεί που πολλές άλλες χώρες του ευρώ απέτυχαν. Ετσι, και ο πολιτικός ρόλος του Βερολίνου στα ευρωπαϊκά και στα διεθνή πράγματα έχει μεγιστοποιηθεί.

Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μόλις τώρα αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η ευρωπαϊκή ισορροπία, επί της οποίας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η παλιά ΕΟΚ και στη συνέχεια η ΕΕ, δεν υπάρχει πια. Πολλοί προβληματίζονται αν η γερμανική πολιτική αναιρεί τη θεμελιώδη ουσία του κοινού εγχειρήματος, αφού φαίνεται ότι ενεργεί με εθνικό κίνητρο και πολιτική στο όνομα μιας ολόκληρης ένωσης κρατών. Αυτό το ερώτημα, που μέχρι πρότινος ήταν «ακαδημαϊκό», αρχίζει να αποκτά πολιτική βαρύτητα στην Αθήνα, στο Παρίσι, στη Μαδρίτη, στη Ρώμη.

Η Γερμανία της δεκαετίας του 2010 χωράει όλο και λιγότερο στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα των αρχών της δεκαετίας του 1990. Η Γερμανία της ήρεμης Βόννης ουδεμία σχέση έχει με εκείνη του αυτοκρατορικού Βερολίνου. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Γερμανία πράττει σε θεσμικό επίπεδο στην ΕΕ κάτι αντίστοιχο με εκείνο που έπραξε σε αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό επίπεδο στο Βερολίνο: σβήνει το παρελθόν για να χτίσει το μέλλον.

Γι’ αυτό απαιτεί με κάθε τρόπο να αναθεωρηθούν τα κύρια θεσμικά κείμενα της ΕΕ, κάτι το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει από την ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου 2011 η οποία οδήγησε στο Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας και στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο.
Σε αυτή τη νέα κατασκευή είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν έχουν θέση χώρες που αδυνατούν να ακολουθήσουν τον γερμανικό οικονομικό ρυθμό. Ο συνδυασμός του εξαιρετικά σκληρού νομίσματός της και των δημοσιονομικών περιορισμών που απαιτεί από τις χώρες που έχουν το ίδιο νόμισμα με αυτή μοιάζει ανέφικτος, τη στιγμή που ακόμη και η Ολλανδία χάνει την κυβέρνησή της ακριβώς για αυτόν τον λόγο…

Το Βερολίνο επικρίνεται σκληρά μέσα στην ίδια τη Γερμανία

Ωστόσο οι επικρίσεις κατά του Βερολίνου προέρχονται πρώτα από όλα μέσα από την ίδια τη Γερμανία. Ηδη από τον Μάιο του 2011 ο Χέλμουτ Κολ και ο Γκέρχαρντ Σρέντερ ακολούθησαν τον προκάτοχό τους Χέλμουτ Σμιτ λέγοντας ότι η πολιτική Μέρκελ είναι η κύρια πηγή του προβλήματος στην ευρωζώνη και οδηγεί την Ευρώπη σε εθνικιστική διάλυση.

Αμφότεροι επιχείρησαν να ταρακουνήσουν την κοινή κοινή της χώρας τους. Παρουσία της κυρίας Μέρκελ, ο πάλαι ποτέ πολιτικός της πατέρας, ο Χέλμουτ Κολ, απευθύνει δραματική έκκληση να μην «επανεθνικοποιηθούν οι ευρωπαϊκές πολιτικές». Ζητάει ξεκάθαρα από το Βερολίνο να πάψει να λειτουργεί ηγεμονικά, εθνικιστικά και αντιευρωπαϊκά.

Ταυτόχρονα, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ εξαπολύει εξίσου σκληρά πυρά: κατηγορεί την κυρία Μέρκελ για ακραίο λαϊκισμό, λέει ότι υπέθαλψε τον κίτρινο Τύπο στη χώρα, ότι καθυστέρησε, ότι έκανε λάθος, ότι η πολιτική της να «εξοντώνει τους Ελληνες, ακινητοποιώντας την οικονομία» και ότι έχει εγκλωβίσει τώρα και την ίδια την κυβέρνηση που το υπέθαλψε. Αμέσως μετά τη σκυτάλη παίρνει ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών, ο Σίγκμαρ Γκάμπριελ, λέγοντας για την κυρία Μέρκελ ότι «είναι ντροπή να εξευτελίζει τόσο αβασάνιστα την ευρωπαϊκή ιδέα, μόνο και μόνο για να αποσπάσει το φτηνό χειροκρότημα του λαϊκιστικού Τύπου. Ετσι υποδαυλίζει τις αντιευρωπαϊκές προκαταλήψεις, αντί να αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες της για το σύνολο της Ευρώπης». Γιατί άραγε όλοι οι παραπάνω αντιδρούν με τέτοια οξύτητα;

Αντιδρούν επειδή συνειδητοποιούν ότι η σημερινή πολιτική του Βερολίνου στρέφεται εναντίον της πολιτικής που υπηρέτησαν εκείνοι, όπως και όλοι οι μεταπολεμικοί γερμανοί καγκελάριοι: Βλέπουν ότι η πολιτική της ευρωπαϊκής Γερμανίας έχει αντικατασταθεί από την πολιτική της γερμανικής Ευρώπης. Και ανησυχούν για τις συνέπειες. Δεν είναι, όμως, μόνο οι πολιτικοί. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ο «γκουρού» των γερμανών κοινωνιολόγων, ο Ούλριχ Μπεκ, είπε μιλώντας προς «Το Βήμα»: «Θυμώνω που η Μέρκελ θέλει να κάνει την Ευρώπη Γερμανία»… Και, τελευταίος χρονολογικά, μόλις πριν από λίγες ημέρες, ένας από τους πέντε «σοφούς» της γερμανικής οικονομίας, τους ανώτατους θεσμικούς συμβούλους της γερμανικής κυβέρνησης στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, ο Πέτερ Μπόφινγκερ.

Ο Μπόφινγκερ εξαπέλυσε πριν από δέκα ημέρες κεραυνούς κατά της καγκελαρίου Μέρκελ, της «καγκελαρίου χωρίς ανάστημα», όπως την αποκάλεσε δημοσίως. Τι είπε; Οτι οι αγορές θα αποδυναμώνονταν εν μιά νυκτί με την έκδοση ευρωομολόγου. Και ότι η κυρία Μέρκελ αντιστρατεύεται με πάθος την έκδοσή του, ακριβώς επειδή επιθυμεί τη συνέχιση των επιθέσεων των αγορών στα κράτη, επειδή με αυτόν τον τρόπο τούς ασκούνται πιέσεις για εφαρμογή της δημοσιονομικής προσαρμογής! Το Βερολίνο φαίνεται να χρησιμοποιεί τις «αγορές» για να επιβάλει την πολιτική του στην υπόλοιπη ευρωζώνη αντί να τις κατευνάσει και να τις ελέγξει ακολουθώντας την κλασική συνταγή που εφαρμόζουν και σήμερα η Ιαπωνία, η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες για τον έλεγχο της κρίσης, δηλαδή την εκτύπωση χρήματος.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Αγκελα Μέρκελ είπε ότι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο «δεν είναι διαπραγματεύσιμο», αφού έχει υπογραφεί από 25 χώρες της ΕΕ και έχει επικυρωθεί ήδη από ορισμένες εξ αυτών. Τα ίδια είπε μία ημέρα πριν και ο υπουργός Οικονομικών της, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια συντονισμένη πολιτική που υποστηρίζεται από την πλειονότητα της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ.

Τι σημαίνει «Ράιχ» και πώς ο λαϊκισμός συσκοτίζει την ουσία

Οταν οι τρεις ζώντες πρώην καγκελάριοι της Γερμανίας μιλούν δημόσια για τον κίνδυνο επανεθνικοποίησης της Ευρώπης μέσα από τη γερμανική πολιτική, κάτι πάρα πολύ σοβαρό συμβαίνει. Ωστόσο, η προσπάθεια να συσχετίσει κανείς τη σημερινή Γερμανία με το Γ΄ Ράιχ είναι λαϊκιστική, ανιστόρητη, άδικη και εν τέλει επικίνδυνη για πολλούς λόγους: ένας εξ αυτών είναι ότι έτσι ακριβώς συσκοτίζεται η ουσία του ζητήματος.

Ο γερμανικός λαός έχει σκοτώσει εδώ και πολλά χρόνια αυτά τα φοβερά φαντάσματα, το γερμανικό πολιτικό σύστημα επίσης, ενώ, ούτως ή άλλως, και οι διεθνείς ισορροπίες είναι απολύτως απαγορευτικές για κάθε μετάπτωση άλλων ανταγωνισμών και τάσεων σε επίπεδο πολεμικής, σκληρής, όπως αποκαλείται, ισχύος. Η Γερμανία ούτε είναι ούτε πρόκειται να γίνει Γ΄ Ράιχ. Είναι, όμως, ήδη και πάλι Ράιχ. Το Ράιχ είναι μια έννοια που προϋπάρχει του ναζισμού. «Deutsches Reich», «γερμανικό Ράιχ», σημαίνει «γερμανικό βασίλειο» ή «αυτοκρατορία». Ο όρος προέρχεται από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Εθνους (Heiliges Römisches Reich Deutscher Nation), από το έτος 962 ως το έτος 1806.

Αυτή ήταν η επίσημη ονομασία του ενιαίου γερμανικού κράτους από τότε που σχηματίστηκε, στα 1871, υπό τον καγκελάριο της Πρωσίας Μπίσμαρκ, ο οποίος ένωσε τα γερμανικά κράτη και άπλωσε την κυριαρχία τους και πέρα από αυτά, μέχρι την κατάργησή του από τους Συμμάχους νικητές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945. Περιλαμβάνει το Α΄ Ράιχ, την ονομαζόμενη περίοδο του Μπίσμαρκ (1871-1918), το Β΄ Ράιχ, την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933). Το Γ΄ Ράιχ είναι η παρεκβατική μορφή του Ράιχ, η ναζιστική, εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ (1933-1945).

Η επανένωση της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990 δημιούργησε de facto εκ νέου το Ράιχ – σε όλα εκτός από το όνομα. Από την ένωση του 1871 στην επανένωση του 1990, η έννοια «Ράιχ» σηματοδοτεί την ενοποίηση του γερμανικού κόσμου που ήταν κατακερματισμένος και ενώθηκε, κατακερματίστηκε ξανά και ενώθηκε ξανά το 1990. Ετσι γεννήθηκε σήμερα μια νέα εκδοχή του Ράιχ, μια νέα εκδοχή της ενότητας του γερμανικού κόσμου. Ιστορικά, η ενότητα του γερμανικού κόσμου, όταν επιτυγχάνεται, συμβαδίζει με την ισχυροποίηση της Γερμανίας και τη μεταβολή της επιρροής της στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Χωράει στην Ευρώπη της ισότητας των κρατών η μεγάλη Γερμανία;

Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό που διέπει τη σχέση του Ράιχ με την Ευρώπη, ο κοινός παρονομαστής, είναι ότι ούτε χωράει στα όριά της ούτε, όπως αντιλαμβάνονται πλέον όλοι, δέχεται την πραγματική ισότητα με τα υπόλοιπα κράτη που τη συγκροτούν. Ισότητα που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κράτος-συνιδρυτής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και αργότερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποδεχόταν. Εκείνη όμως δεν ήταν η «πλήρης Γερμανία».

Σήμερα η μεγάλη Γερμανία αισθάνεται ότι δεν χωράει στην παλιά Ευρώπη, γι’ αυτό επιμένει για την αλλαγή της. Ισως πιστεύει ότι οι χώρες που δεν χειρίστηκαν με προνοητικότητα τη συμμετοχή τους στην ευρωζώνη πρέπει τώρα να συνθηκολογήσουν με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας επί της οικονομικής πολιτικής που συνοδεύει τα «πακέτα διάσωσης» και όχι να διεκδικούν την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής μέσα από την εκτύπωση χρήματος ή την έκδοση ευρωομολόγου.

Η Γερμανία δείχνει να εκτιμά ότι η αδυναμία των υπολοίπων να αντιληφθούν τα μειονεκτήματα του ευρώ και να διεκδικήσουν αλλαγή της νομισματικής πολιτικής νωρίτερα πρέπει να πληρωθεί με επιβολή καταστρεπτικής λιτότητας και ότι δεν πρέπει να μεταφερθεί το κόστος στον «πειθαρχημένο» γερμανικό λαό, είτε με την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού που θα σηματοδοτούσε το ευρωομόλογο είτε με τον πληθωρισμό που ενδεχομένως θα μπορούσε να προκληθεί από την εκτύπωση χρήματος. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, το Βερολίνο μοιάζει σαν να ζητάει από τους εταίρους του να αποδεχθούν την «καθοδήγηση» της οικονομίας τους από τη Γερμανία για τα επόμενα πολλά χρόνια.

Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών, δήλωνε ότι, είτε με τον Σαρκοζί είτε με τον Ολάντ, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο θα ψηφιστεί: Ωστόσο, ο ίδιος ο υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ δηλώνει κάθε μέρα ότι χωρίς αλλαγές δεν πρόκειται να το ψηφίσει!.. Φυσικά, αυτό είναι ένα από τα αμέτρητα περιστατικά: Σύγκρουση έλαβε χώρα και στο ιρλανδικό κοινοβούλιο, αλλά και στα πρωτοσέλιδα όλων των μεγάλων εφημερίδων της χώρας μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού της στη Γερμανία: «Ποιος μας κυβερνά;» ήταν το ερώτημα που μετά τη «διαρροή» εγγράφου από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών πυροδότησε την έκρηξη, δημοσιοποιώντας εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες η Ιρλανδία κάθε άλλο παρά πετυχαίνει τους στόχους της…

Μετά τη γερμανική επανένωση του 1990 και ιδίως μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος που υποβοήθησε την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενσωμάτωσης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στην πρώην Δυτική, η θεμελιακή ισορροπία της Ευρώπης άλλαξε ριζικά, αφού άλλαξε ριζικά και η ισχύς της Γερμανίας έναντι των εταίρων της. Η αλλαγή αυτή έγινε ανεπαίσθητα και χωρίς να συζητηθεί στην Ευρώπη. Αλλωστε, λόγω του συντριπτικά αρνητικού ιστορικού βάρους του όρου «Ράιχ» μετά τους ναζί, η σημερινή Γερμανία, αν και στην πραγματικότητα αποτελεί την εκπλήρωση του Ράιχ, διατηρεί τον χαρακτηρισμό Bundes-, ομοσπονδιακή.

Ανάμεσα σε εκείνους που φοβούνταν αυτές τις εξελίξεις ήταν και η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία προσπαθούσε να αποτρέψει την επανένωση της Γερμανίας, ενώ ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν υιοθέτησε και προώθησε την ιδέα του κοινού νομίσματος ως ένα μέσο για τον «έλεγχο» της Γερμανίας. Μέσα σε δέκα χρόνια οι Γερμανοί κατόρθωσαν να αντιστρέψουν τους όρους και να μετατρέψουν το ευρώ σε μέσο άσκησης επιρροής επί των άλλων. Η προσαρμογή των υπόλοιπων κρατών σε αυτή την πραγματικότητα μοιάζει επιβεβλημένη και, όπου χρειαστεί, γίνεται βίαια, όπως αυτή τη στιγμή συμβαίνει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, χωρίς αυτό ασφαλώς να αίρει ειδικά τις δικές μας τεράστιες ευθύνες… Είναι αυτή η πολιτική που κλείνει το εργοστάσιο της Fiat στη Νότια Ιταλία, την ώρα που η Mercedes ανοίγει το δικό της στο Πεκίνο.

Με το βλέμμα στην Κίνα και τους Ευρωπαίους «κινεζοποιημένους»

Οι Γερμανοί δεν κρύβουν ότι το μεγάλο στοίχημά τους είναι τώρα η κατάκτηση της ανερχόμενης κινεζικής αγοράς. Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά οδηγούν στην κινεζοποίηση της Ευρώπης, στη διάσπασή της, στη φτώχεια, στην ανεργία και στον εθνικισμό. Το Βερολίνο επικαλείται την πρόκληση του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Ωστόσο, η ανισορροπία στο παγκόσμιο σύστημα είναι δεδομένη. Οι Γερμανοί υποτιμούν το γεγονός ότι είναι η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED) εκείνη διατηρεί «εν ζωή» την παγκόσμια οικονομία εκτυπώνοντας χρήμα και μάλιστα αναπληρώνοντας το κενό που δημιουργεί η άρνηση της ΕΚΤ να κάνει το ίδιο.

Οι Γερμανοί δεν συζητούν το γεγονός ότι η Κίνα είναι μια ιδιότυπη δικτατορία όπου το εργατικό κόστος είναι προσαρμοσμένο στον… Μεσαίωνα. Ξεχνούν, επίσης, τις αμέτρητες παρεμβάσεις των οικονομολόγων, από τον Στίγκλιτζ και τον Κρούγκμαν μέχρι τον δικό τους Μπόφινγκερ, οι οποίοι τονίζουν ότι όλη αυτή η πολιτική οδηγεί στην καταστροφή. Θέλουν την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, αλλά χωρίς τα εργαλεία τα οποία, λόγου χάρη, οι Αμερικανοί διαθέτουν και χρησιμοποιούν, δηλαδή χωρίς δυνατότητες άσκησης επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, το «κόστος της ανταγωνιστικότητας» μεταφέρεται ολόκληρο στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Πρόκειται, δηλαδή, για το πρότυπο της Κίνας. Αλλωστε ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, παραδέχτηκε πρόσφατα ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο δεν έχει κανένα μέλλον. Αναπόφευκτα, όμως, το κόστος αυτής της πολιτικής μεταφέρεται και στην ίδια τη Γερμανία, αφού η χώρα έχει «ξεφύγει» πάνω από 20 ποσοστιαίες μονάδες από τα όρια του χρέους τα οποία η ίδια έχει επιβάλει, όπως προέκυψε από τα προ ημερών ανακοινωθέντα επίσημα ομοσπονδιακά στοιχεία…

Είναι, λοιπόν, η Ελλάδα επικίνδυνη για την Ευρώπη; Ευθύνεται για τις μαζικές διαδηλώσεις στην Ισπανία και για την άνοδο της Ακροδεξιάς σχεδόν παντού στην Ευρώπη; Φταίει για το ότι ο Φρανσουά Ολάντ είπε προ ημερών ότι «δεν κυβερνά μόνο η Γερμανία στην Ευρώπη»; Φταίει για το διαφαινόμενο «άνοιγμα» του Βερολίνου στην Ιταλία με σκοπό την «αντικατάσταση» της Γαλλίας σε μια παράξενη ευρωπαϊκή «συμμαχία» εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης;

Οι κίνδυνοι για την Ευρώπη από τη γερμανική πολιτική επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις σε πολλές χώρες. Και είναι όλο και περισσότερο εμφανές ότι μόνο η αλλαγή της γερμανικής πολιτικής για την ευρωζώνη μπορεί να διασώσει το κοινό νόμισμα και να κατοχυρώσει ότι η Ενωμένη Ευρώπη ελεύθερων λαών θα παραμείνει ένα ιστορικό υπόδειγμα ανάπτυξης, ειρήνης και αλληλεγγύης. Δυστυχώς, κάθε ημέρα που περνάει πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι μια τέτοια αλλαγή δεν πρόκειται να έρθει από τη μεγάλη Γερμανία.

* Ψηφίστε στην ψηφοφορία του vimagazino.gr «Είναι επικίνδυνη η Γερμανία για την Ευρώπη;»