Σύμφωνα με την αγγλική μη κυβερνητική οργάνωση PRB, η οποία διεξάγει έρευνες για τον παγκόσμιο πληθυσμό, ως σήμερα έχουν έρθει στον κόσμο 106 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Σε αυτό το τεράστιο «μαιευτήριο» λοιπόν υπάρχουν 12.000 «αόρατα μωρά» τα οποία γεννήθηκαν κατόπιν διαταγών μιας σκοτεινής ιδεολογίας. Ενα τέτοιο «προϊόν», όπως αποκαλεί ήρεμα η ίδια τον εαυτό της, είναι και η Γκίζελα Χάιντενραϊχ: ψηλή, περίπου 1,80 μ., με κατάλευκη επιδερμίδα, έντονα γαλανά μάτια, χαρακτηριστικά που ακολουθούν μέχρι κεραίας τα δημογραφικά κλισέ της γερμανικής φυλής.
Η τύχη της Χάιντενραϊχ «σφραγίστηκε» οκτώ χρόνια προτού γεννηθεί. Το 1935 το συνέδριο του Ναζιστικού Κόμματος αποθέωνε τις εμπνεύσεις του αρχηγού του: οι «Νόμοι της Νυρεμβέργης» αφαιρούσαν τη γερμανική υπηκοότητα από τους εβραίους και απαγόρευαν τους γάμους και τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ εβραίων και «γερμανών πολιτών με ευγενές αίμα». Εκείνη την εποχή ωστόσο η μείωση των γεννήσεων προβλημάτιζε τον Χίτλερ. Και ήταν τότε που ο αρχηγός της Γκεστάπο, Χάινριχ Χίμλερ, θα πρότεινε τη δημιουργία ενός προγράμματος που θα αναγεννούσε τη χώρα: αυτό ήταν το Λέμπενσμπορν. Στην πράξη; Γερμανοί στρατιωτικοί ή μέλη του κόμματος όφειλαν να έρθουν σε επαφή, εκτός γάμου, με Γερμανίδες, και με τις ευλογίες του Γ΄ Ράιχ θα έφερναν στον κόσμο τη γενιά των εκλεκτών της Μεγάλης Γερμανίας.
Μηχανές αναπαραγωγής
Το 1943 είδε το φως του κόσμου η Γκίζελα Χάιντενραϊχ: «Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου κυλούσαν με δύο παιδιά που νόμιζα ότι ήταν αδέλφια μου, τη θεία Μαρία και τη γιαγιά. Αργότερα, όταν επέστρεψε από το μέτωπο εκείνος που θεωρούσα ότι ήταν ο μπαμπάς μου, έτρεξα να τον αγκαλιάσω, εκείνος όμως μου το έκοψε απότομα: “Δεν είμαι ο πατέρας σου” μου είπε, “αλλά ο θείος σου και τα αγόρια είναι εξαδέλφια σου”. Τότε έμαθα ότι η γυναίκα που ως εκείνη τη στιγμή φώναζα “θεία Μαρία” στην πραγματικότητα ήταν η μητέρα μου. Ηταν το πρώτο μεγάλο σοκ της ζωής μου. Ανέκαθεν ήξερα ότι είμαι ένα διαφορετικό παιδί – δεν είχε να κάνει με το γεγονός ότι δεν είχα πατέρα· εκείνα τα χρόνια πολλά παιδιά ήταν ορφανά. Οποτε έκανα κάτι που ενοχλούσε τον θείο, με αποκαλούσε “μπάσταρδο των Ες Ες”. Οταν ρωτούσα “γιατί;”, δεν έπαιρνα απάντηση» θυμάται σήμερα η Γκίζελα.
Μόλις στα 16 της ήρθε αντιμέτωπη με το Λέμπενσμπορν, την άγνωστη λέξη που σημάδευε όχι μόνο το πιστοποιητικό γέννησής της, αλλά και την ίδια της την ύπαρξη. «Ενα περιοδικό είχε αφιέρωμα στο Λέμπενσμπορν της Νορβηγίας. Σχετιζόταν, όπως έγραφε, με ένα ρατσιστικό πρόγραμμα, σύμφωνα με το οποίο στη Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες είχαν επιταχθεί σπίτια που είχαν διαμορφωθεί σε μαιευτικές κλινικές, αλλά και σε “χώρους συνάντησης” γερμανών στρατιωτικών με όμορφες κοπέλες. Το κείμενο υπονοούσε διάφορα για την ηθική των κοριτσιών αυτών. Περιέγραφε τα άτυπα ζευγάρια σαν μηχανές αναπαραγωγής που αποστολή είχαν να φέρουν στον κόσμο τη νέα, “βόρεια” γενιά της Γερμανίας. Αμέσως ζήτησα από τη μητέρα μου την αλήθεια για τη “μυστηριώδη καταγωγή μου”. Για άλλη μία φορά αρνήθηκε να μου μιλήσει. Υστερα από πάρα πολλά παρακάλια, μου διηγήθηκε ότι στον πόλεμο δούλευε ως γραμματέας στην αριστοκρατική στρατιωτική σχολή του Μπαντ Τελτς, όπου διοικητής ήταν ο Καρλ Κέτλερ. Με απίστευτη ψυχραιμία μού εξήγησε ότι εκείνη και ο (βιολογικός) πατέρας μου προσφέρθηκαν με τη θέλησή τους να ενταχθούν στο πρόγραμμα (σ.σ.: ευγονικής), αφού και οι δύο ήταν υγιείς, ψηλοί, ανοιχτόχρωμοι και Γερμανοί».
Πατέρες με δύο οικογένειες
Η Μαρία Κένιχ υπηρετούσε το Ράιχ, όμως το αυστηρό ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον της δεν θα μπορούσε να την αποδεχθεί ως ανύπαντρη μητέρα. Για να αποφύγει το σκάνδαλο, είπε σε όλους ότι την καλούσαν στο Οσλο για «υπηρεσιακούς λόγους»· στην πραγματικότητα πήγε εκεί για να γεννήσει σε μία από τις νορβηγικές κλινικές του Λέμπενσμπορν. «Το τυπικό ήθελε αυτά τα μωρά, όπως και εγώ, να μη βαφτιζόμαστε. Ο “νονός” ρωτούσε: “Μητέρα, αναλαμβάνεις την υποχρέωση το παιδί να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές του εθνικοσοσιαλισμού;” και έπειτα μας άγγιζαν με το εγχειρίδιο των Ες Ες. Με αυτόν τον τρόπο γινόμασταν μέλη της “οικογένειας” των ναζί. Ντρέπομαι, άθελά μου έγινα ναζί από κούνια. Πιστεύω ότι το Λέμπενσμπορν ήταν το ανάποδο του Αουσβιτς, αλλά εξίσου τρομακτικό» εκμυστηρεύεται σήμερα η Χάιντενραϊχ. Λίγους μήνες αργότερα η Μαρία με το μωρό επέστρεψε στην οικογένειά της στο Τελτς, λέγοντας σε όλους ότι το Γκιζάκι ήταν ένα ταλαιπωρημένο, ορφανό Νορβηγάκι.
Στις περισσότερες περιπτώσεις των παιδιών του Λέμπενσμπορν, ο έρωτας ανάμεσα στους γονείς απουσίαζε. Η Χάιντενραϊχ θέλει να πιστεύει πως ανήκει στις ευαίσθητες εξαιρέσεις: «Δεν ήμουν απλώς το παιδί που διέταξε ο Χίμλερ, μου το διαβεβαίωσε αργότερα ο πατέρας μου ότι υπήρχε και αίσθημα, αν και καμιά στιγμή δεν σκέφτηκαν να παντρευτούν. Ηταν βαθιά ενταγμένοι στις αρχές του ναζισμού και με τη γέννησή μου ένιωθαν ότι τις υπηρετούσαν. Ο πατέρας μου είχε ήδη τη δική του ευτυχισμένη οικογένεια, δεν ήταν άπιστος απέναντι στη γυναίκα του, ήταν πιστός στον Φύρερ. Αλλωστε, και ο Χίμλερ, δίνοντας το καλό παράδειγμα, είχε “διπλή οικογένεια”. Δεν υπήρχε κανένα αντάλλαγμα, ούτε χρήματα ούτε προαγωγή».
Η συνάντηση με τον πατέρα
Ανάλογα με τις επιταγές της οικογένειας, η μικρή Γκίζελα ήταν το «Γκιζάκι το Νορβηγάκι», το «παιδί της Μαρίας», η «μικρή ανεπιθύμητη», η «ανιψιά της Μαρίας», για να καταλήξει «κόρη της Μαρίας». Αλλά και ο πατέρας της αναφερόταν ως «νεκρός», «εξαφανισμένος», «αιχμάλωτος στη Ρωσία». Ενα γράμμα ωστόσο θα αποκάλυπτε ότι ήταν ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης που ήθελε να έχει λόγο στη ζωή της κόρης του. «Οταν τελικά τον συνάντησα, ένιωσα ευτυχισμένη, ήταν ένας καλοκάγαθος, ευγενικός άνθρωπος και δοτικός πατέρας. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω πώς ένας τέτοιος χαρακτήρας ήταν “στρατιώτης του Χίτλερ”. Αυτό που “γεμίζει” την καρδιά μου είναι ότι ουδέποτε σκότωσε κάποιον».
Ο χρόνος έφερε τη Χάιντενραϊχ αντιμέτωπη με άλλη μία σοκαριστική αποκάλυψη και άλλο ένα οδυνηρό ψέμα της μητέρας της, η οποία την είχε κρατήσει τόσον καιρό μακριά από τον πραγματικό της πατέρα. Μετά τη γέννηση της Γκίζελα, η Μαρία Κένιχ σταμάτησε να δουλεύει στη στρατιωτική σχολή και μετατέθηκε στο πρόγραμμα Λέμπενσμπορν ως υπεύθυνη για την υιοθεσία παιδιών, τα οποία αρπάχτηκαν από κατεχόμενες χώρες, από οικογένειες με «καθαρές αρχές», με σκοπό την «γερμανοποίησή» τους. Στο τέλος του 1945 ξεκίνησε η Δίκη της Νυρεμβέργης και στο πλαίσιό της η Μαρία κατέθεσε για την «υπόθεση Λέμπενσμπορν» «παίζοντας» με τους δικαστές, επικαλούμενη κενά μνήμης. Η Χάιντενραϊχ ακόμη θυμάται πόσο έντονη και κάθετη ήταν η αντίδραση της μητέρας της όταν την έφερνε αντιμέτωπη με τις ευθύνες της: «“Δεν μετανιώνω για τίποτε! ” μου φώναζε. “Το Λέμπενσμπορν έμοιαζε με τις σημερινές υιοθεσίες. Επιτελούσαμε έργο”!».
Μάνα και κόρη τελικά δεν τα βρήκαν ποτέ, δεν «συναντήθηκαν» πουθενά, οι λογαριασμοί ανάμεσά τους δεν έκλεισαν ούτε και λίγο πριν από τον θάνατο της Μαρίας Κένιχ. Αν η έκβαση του πολέμου ήταν διαφορετική, τα «άρια», τα «ιδανικά» χαρακτηριστικά της Γκίζελα θα την έχριζαν ευλογημένο παιδί. Σήμερα, 69 χρόνια από τη γέννησή της, θεωρεί εαυτόν «ένα λάθος της Ιστορίας και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει, αλλά μπορούμε όλοι να μην επιτρέψουμε να συμβεί ξανά!».