Είναι ωραίος τύπος ο Ζοζέ Μουρίνιο. Και εξωτερικά και εσωτερικά. Είναι τόσο παρεξηγήσιμα ωραίος, που έχει φτάσει την έννοια της αντίστροφης γοητείας σε δυσθεώρητα επίπεδα. Είναι τόσο μεφιστοφελικός, τόσο λάτρης της συνωμοσίας, που αν μπορούσε θα συμβούλευε τον ίδιο τον Μακιαβέλι σε ορισμένους τομείς. Είναι τόσο ξεδιάντροπος, που έχει συλληφθεί από την κάμερα να χτυπάει αντιπάλους ποδοσφαιριστές, να τους προβοκάρει, να τους ενοχλεί και μετά να φεύγει γελώντας πονηρά. Είναι τόσο ωραίος, που ελάχιστοι τον συμπαθούν. Και όταν μισεί κάτι, το κάνει με την ψυχή του, όπως μόνο οι άνθρωποι που αρνούνται την ήττα μπορούν να κάνουν.
Και την Μπαρτσελόνα ο προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης τη μισεί. Οχι μόνο επειδή κάποτε φυτοζωούσε παραγνωρισμένος στο προπονητικό της τιμ. Ούτε επειδή η εικόνα του μοναδικού νικητή στραπατσάρεται μόλις τη συναντήσει. Περισσότερο τη μισεί επειδή κάτω από τις στρώσεις του ναρκισσισμού του το ξέρει πως είναι καλύτερη από τη δική του ομάδα, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Και φροντίζει με κάθε τρόπο να το δείχνει. Θα ήταν απλώς μια ιστορία ανεπιθύμητης ήττας και τσαλακωμένου εγωισμού. Αν δεν ήταν ο μόνος που την αμφισβητούσε.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Δεν είναι μια μπάλα και 22 πόδια να την κυνηγάνε. Πάνω από όλα είναι μια μάχη κατά της νοσταλγίας. Κάθε ποδοσφαιρόφιλος παρακολουθεί μπάλα έχοντας στη φαρέτρα του μια ατάκα έτοιμη να εκμηδενίσει το παρόν: «Παλιά ήταν καλύτερα» θέλει να πει. Η γκρίνια έρχεται αυθόρμητα, αταβιστικά, μόλις δει κάτι στραβό, όταν κάτι δεν του αρέσει, τότε θα θυμηθεί κάτι που με την πάροδο του χρόνου έχει γιγαντωθεί σε κάτι μνημειώδες, έχει λουστραριστεί από τον χρόνο και έχει επανέλθει στο μυαλό του σαν ανείπωτο μεγαλείο. Αν έχει καταφέρει κάτι ανείπωτο η Μπαρτσελόνα, παίζοντας αυτό το όλο και πιο απλό, όλο και πιο μεγαλειώδες, όλο και πιο φανταχτερό ποδόσφαιρο, είναι ότι έχει καταφέρει να εκμηδενίσει τη νοσταλγία. Και να θέσει το ερώτημα που τίθεται λίγες φορές μέσα σε έναν αιώνα: Μήπως είναι η καλύτερη ομάδα όλων των εποχών; Και αν ναι, γιατί;
Υπάρχουν πολλά γιατί. Τη συγκεκριμένη λέξη την είπε 12 φορές εκείνο το βράδυ του Απριλίου του 2011 ο Ζοζέ Μουρίνιο. Η ομάδα του είχε χάσει πάλι από την Μπαρτσελόνα και ο ίδιος ήταν συντετριμμένος. Φαινόταν στο βλέμμα του. Δεν σκέφτηκε καν τα γνωστά mind games του. Γυμνός απέναντι στην κάμερα, δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός πως αποκλείστηκε πάλι από αυτούς. Και ξέσπασε: «Απλώς θέλω να θέσω ένα ερώτημα: Γιατί; Γιατί οι διαιτητές τη βοηθούν τόσο; Γιατί;». Το παραλήρημα συνεχίστηκε με πολλά ακόμη αναπάντητα γιατί. Απάντηση δεν πήρε ποτέ. Αλλά ένα δίκιο το είχε. Οι καλύτεροι, οι ομορφότεροι, οι πιο ταλαντούχοι πάντα είχαν τον τρόπο τους να χαίρουν ειδικής μεταχείρισης. Το ίδιο και η Μπαρτσελόνα.
Λίγες ημέρες πριν η ιστορία επαναλήφθηκε. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν γιατί. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Μετά το τέλος του αγώνα της Μπαρτσελόνα με τη Μίλαν για τους προημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ, ένα παιχνίδι στο οποίο η Μπαρτσελόνα είχε νικήσει με 3-1, ακόμη και οι φανατικότεροι της φιλοσοφίας της έμοιαζαν μουδιασμένοι. Ο διαιτητής Μπιόρν Κάιπερς είχε βοηθήσει την ομάδα του Πεπ Γκουαρδιόλα περισσότερο από το συνηθισμένο. Οι φωνές αγανάκτησης μεγάλωσαν. Η Μπαρτσελόνα σιώπησε, όπως κάνουν όλες οι βεντέτες. Ο Ζοζέ Μουρίνιο δεν έκανε σχόλιο. Η σιωπή του θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν προειδοποίηση.
Το ελιξίριο του ντόπινγκ
Η δράση φέρνει πάντα αντίδραση. Στην περίπτωση της Μπαρτσελόνα, ο φάκελος αμφισβήτηση δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαιτησία. Το ντόπινγκ, μια λέξη που κυκλοφορεί σαν κηλίδα αμφισβήτησης σε οτιδήποτε αθλητικό μοιάζει με εξωπραγματικό, εμφανίζεται και εδώ. Ολα ξεκινούν από τον προπονητή της Μπαρτσελόνα, τον μειλίχιο Πεπ Γκουαρδιόλα, ο οποίος ως ποδοσφαιριστής της Μπρέσια είχε πιαστεί θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ στην ουσία ναδρολόνη. Το ιταλικό δικαστήριο τον είχε απαλλάξει από τις κατηγορίες, ωστόσο τα κλιμάκια του ιταλικού ποδοσφαίρου ισχυρίστηκαν, στη συνέχεια, πως η έρευνα θα έπρεπε να συνεχιστεί. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Ο γιατρός της ιταλικής ομάδας εκείνη την εποχή, ο Ραμόν Σεγκούρα, τώρα δουλεύει στην Μπαρτσελόνα. Οι αμφισβητίες της υποστηρίζουν πως ενώ η ομάδα αυτή έχει σχετικά μικρό ρόστερ (μόλις 21 παίκτες), παίκτες όπως οι Μέσι και Τσάβι σπάνια τραυματίζονται, αν και παίζουν σχεδόν σε όλα τα παιχνίδια της ομάδας και μάλιστα σε φουλ ρυθμό. Επιπλέον, όλη η ομάδα της Μπαρτσελόνα στο τέλος των παιχνιδιών φαίνεται πολύ φρέσκια παρ’ όλο το συνεχές πρέσινγκ και την ανεξάντλητη κατοχή της μπάλας που έχει στο παιχνίδι της. Ο αριθμός τραυματισμών των παικτών είναι ελάχιστος σε σύγκριση με αυτόν άλλων ομάδων. Πριν από λίγο καιρό ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Ερίκ Αμπιντάλ σόκαρε την ποδοσφαιρική κοινωνία ανακοινώνοντας πως έχει σοβαρό πρόβλημα στο συκώτι και θα χρειαστεί να κάνει μεταμόσχευση ήπατος. Ενας νέος, υγιής ποδοσφαιριστής με πρόβλημα στο συκώτι; Ανεπιβεβαίωτα, πολλοί έκαναν λόγο για ύποπτα κοκτέιλ φαρμάκων για ενδυνάμωση. Το ότι η Μπαρτσελόνα πάντα ταξιδεύει στα εκτός έδρας παιχνίδια της την ημέρα του αγώνα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να μειώνονται οι πιθανότητες για κάποιο ξαφνικό αντιντόπινγκ κοντρόλ από την UEFA, δεν βοηθάει πολύ τους υπερασπιστές της.
Οι δύο βασίλισσες
Μπορείς να κατηγορήσεις για πολλά μια αθλητική ομάδα. Τα ταμπού, όμως, της ομοφυλοφιλίας είναι πολύ ισχυρά για να μείνουν αναπάντητα. Την άνοιξη του 2009, όταν ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς έπαιζε στην Μπαρτσελόνα, είχε συλληφθεί από τον φακό σε μια τρυφερή στιγμή έξω από το γήπεδο της ομάδας με τον συμπαίκτη του, Ζεράρ Πικέ. Η κορυφή είναι δύσκολη και οι κακές γλώσσες πάντα έτοιμες για κριτική. Αλλο ένα σκάνδαλο είχε ξεσπάσει. Ο Σουηδός, μετά τον κανιβαλισμό των media, ξέσπασε στην ερώτηση μιας δημοσιογράφου λέγοντάς της πως αν πήγαιναν σπίτι του αυτή και η αδερφή της θα καταλάβαιναν για τα καλά αν είναι ομοφυλόφιλος ή όχι. Λίγο καιρό αργότερα, όταν έγινε γνωστή η σχέση του Ζεράρ Πικέ με την κολομβιανή τραγουδίστρια Σακίρα, η κριτική σταμάτησε. Τέλος σκανδάλου. Μέχρι το επόμενο.
Ο ποδοσφαιρικός θυρεός της Μπαρτσελόνα, με μεγάλη δόση αλαζονείας, γράφει: «Més que un club». Κάτι περισσότερο από μια ομάδα. Και η πραγματικότητα είναι πως η τωρινή φουρνιά της με κάτι τέτοιο μοιάζει. Με μια περίεργη χορογραφία, με μια όμορφη αναρχία, με ένα παιχνίδι που όσο και να μοιάζει απρόβλεπτο, στην πραγματικότητα φαίνεται να ορίζεται από την αρχή ως το τέλος από ένα απόλυτο τελeτουργικό νίκης.
Το μυστικό του ποδοσφαίρου
Οι λάτρεις του παιχνιδιού της είναι πολλοί. Ο δημοσιογράφος Χρήστος Σωτηρακόπουλος ισχυρίζεται πως είναι μία από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών. «Απολαμβάνεις να τη βλέπεις. Είναι η καλύτερη ομάδα της τελευταίας δεκαετίας στο ποδόσφαιρο. Σε δέκα χρόνια μπορεί να λέμε πως ο Μέσι είναι ο καλύτερος όλων των εποχών». Ο δημοσιογράφος Χρίστος Χαραλαμπόπουλος είναι φαν του παιχνιδιού της και εξηγεί πως «στη Βαρκελώνη έχουν καταλάβει το μυστικό του ποδοσφαίρου, που είναι η αξιοποίηση του κενού χώρου. Τους βλέπεις μες στο γήπεδο να κινούνται και νομίζεις πως βλέπεις κάτι το γεωμετρικό». Ο Αντώνης Καρπετόπουλος πιστεύει πως κάθε ποδοσφαιρική εποχή πρέπει να έχει τον ηγεμόνα της. «Στα 70s ήταν ο Αγιαξ με το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, στα τέλη των 80s και στις αρχές του ’90 η Μίλαν των Ολλανδών, τώρα είναι η Μπαρτσελόνα, που είναι βασισμένη και αυτή σε ολλανδικό μοντέλο. Λογικά, σε κάποια χρόνια θα βρεθεί μια άλλη που θα την ξεπεράσει. Προς το παρόν ας τη θαυμάζουμε όσο μπορούμε…».
Και επειδή το ποδόσφαιρο, είπαμε, είναι πολλά, είναι φήμες, είναι ντόπινγκ, είναι Τύπος, είναι χορηγοί και ακατανόητα πολλά χρήματα, αλλά πάνω από όλα είναι νοσταλγία, ας μιλήσουμε λίγο για αυτή. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης έγραφε για την τόσο παρεξηγημένη μπάλα, με αναπόφευκτο τόνο νοσταλγίας. Το κείμενό του αναφερόταν στη δική του νοσταλγία, στον Αγιαξ του Κρόιφ της δεκαετίας του ’70. Αλλά, ποδοσφαιρική αδεία, θα μπορούσε να σταθεί και για την τωρινή Μπαρτσελόνα. Αντί επιλόγου: «Τώρα βασιλεύει η δυναστεία των συστημάτων, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια. Θα μας θυμίσει άραγε κάποιος καμιά φορά πάλι πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες; Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο τέχνης;».