Το ραντεβού μας δόθηκε στο ιστορικό ατελιέ της, στον αριθμό 24 της οδού Κανάρη, στο Κολωνάκι. Η Λουκία με υποδέχθηκε ντυμένη στα μαύρα. «Ποτέ δεν φορώ τα ρούχα που σχεδιάζω για τους άλλους» μου εξήγησε με εκείνη τη σιγανή, εύθραυστη, σχεδόν κοριτσίστικη φωνή της. Καθίσαμε στον καναπέ. Μπροστά της βρισκόταν ένα φλιτζάνι με σκέτο γαλλικό καφέ. Παρατήρησα ότι έκοβε πάντα ένα μικρό κομματάκι από κάθε τσιγάρο πριν το ανάψει.

Βρισκόμασταν στον δημιουργικό της χώρο. Εκεί που κάποτε αντηχούσε η φωνή της Μελίνας, όταν της σχεδίαζε την περίφημη ρόμπα που φόρεσε ως Αλεξάνδρα ντε Λάγκο στο «Γλυκό πουλί της νιότης» ή τα βραδινά φορέματα με τα οποία εντυπωσίαζε ως υπουργός. Εκεί ακόμη αντηχούσαν και τα παράπονά της, γιατί η Λουκία δημιουργούσε ταγέρ για την Κάτια Δανδουλάκη και όχι για εκείνη. Εκεί από όπου πέρασαν η Δέσπω Διαμαντίδου, η Μαλβίνα και τόσες άλλες σπουδαίες Ελληνίδες. Και πάντα τα ρούχα της Λουκίας. Γήινα και ταυτόχρονα αέρινα, οι δαντέλες της και οι περίφημες μουσελίνες, που καθεμία έχει μια ιστορία να σου διηγηθεί, αποκαλύπτοντας έναν σύμπαν τέχνης.

Η συζήτησή μας ξεκίνησε παράδοξα, με μια ερώτηση δική της και όχι δική μου. «Πείτε μου, πώς σας φάνηκε η επίδειξη;» ζήτησε να μάθει, αναφερόμενη στο σχεδόν μυσταγωγικό fashion show που παρουσίασε στο Παλαιό Χρηματιστήριο τον περασμένο Νοέμβριο –ένα ντεφιλέ με το οποίο μάλιστα γιόρτασε τα σαράντα χρόνια της στη μόδα. «Μου άρεσε. Ηταν παραμυθένιο» απάντησα. «Ελπίζω, όμως, να ήταν ένα μοντέρνο παραμύθι» αντέτεινε. «Δεν μου αρέσει να με συνδέουν με παλιά παραμύθια. Γιατί εγώ προσπαθώ να πηγαίνω μπροστά. Και όταν με αποκαλούν «η ρομαντική Λουκία» θυμώνω. Είμαι ρομαντική, αλλά όχι και τόσο. Νομίζω ότι πάντα στις συλλογές μου υπάρχει και κάτι το αιχμηρό. Αλλωστε, τα παραμύθια είναι σκληρά. Χαίρομαι, πάντως, που σας άρεσε. Αλήθεια, θα φορούσατε κάποιο ρούχο μου;».
Οταν δημιουργείτε ένα ρούχο, σχεδιάζετε έχοντας στον νου σας μια συγκεκριμένη γυναίκα; «Το σίγουρο είναι ότι δεν σχεδιάζω για εμένα. Δεν φορώ ποτέ τα ρούχα μου. Ναι, έχω στο μυαλό μου κάποιες γυναίκες, αλλά δεν αποκλείω τις υπόλοιπες που ίσως δεν έχουν αυτό που ονομάζεται ιδανική, κομψή σιλουέτα. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ το στυλ, γιατί το στυλ είναι πιο σημαντικό από την ομορφιά. Ούτε αγοράζεται ούτε πουλιέται. Αν δεν το έχεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα».
Είναι δύσκολο να βλέπετε τα ρούχα σας πάνω σε ανθρώπους χωρίς στυλ; «Είναι δύσκολο, γιατί κάνεις μια δουλειά από την οποία ζεις κιόλας. Αλλά εγώ ευτυχώς δεν βρίσκομαι στην πώληση. Μπορεί να μπω μέσα να ρίξω μια ματιά. Αν μου αρέσει κάτι, θα το πω. «Τι ωραίο είναι αυτό που φοράτε». Παλαιότερα εξέφραζα και την αρνητική μου άποψη. «Αυτό δεν σας πηγαίνει». Πολλές θύμωναν. Και οι γυναίκες θυμώνουν εύκολα. Ο θυμός δεν με ενοχλεί, δεν θέλω όμως να στεναχωρώ κάποιον. Και επειδή στο παρελθόν έχω στεναχωρήσει ανθρώπους, αν δεν μου αρέσει κάτι πλέον, φεύγω».
Αναρωτιέστε ποτέ για την τύχη των ρούχων σας; «Βρίσκομαι σαράντα χρόνια σε αυτό το επάγγελμα. Πελάτισσές μου έχουν μια ολόκληρη ντουλάπα «Λουκία». «Χθες φόρεσα αυτό το φόρεμα που μου είχες κάνει πριν από δεκαπέντε χρόνια και όλοι μου έλεγαν με γεια». Για εμένα αυτή η κουβέντα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Το ρούχο πρέπει να είναι και ένα ωραίο αντικείμενο. Πρέπει να αντέχει στον χρόνο, με έναν τρόπο να είναι άχρονο. Νομίζω πως οι πελάτισσές μου τα αγαπάνε τα ρούχα μου και δεν θέλουν ούτε να τα δώσουν, ούτε να τα πετάξουν, ούτε να τα κακοποιήσουν. Τουλάχιστον οι περισσότερες έτσι μου λένε. Τώρα, τι να σας πω; Δεν ξέρω».
Πώς μετουσιώνετε την έμπνευση σε πράξη; «Δουλεύω με ένα μπλοκάκι δίπλα στο κρεβάτι μου. Αυτό μού έχει γίνει συνήθεια. Γιατί νομίζω ότι την ώρα που πας να κοιμηθείς έχεις τις πιο όμορφες ιδέες. Οταν σκεφτώ κάτι δεν θέλω να το χάσω και κάνω ένα μικρό σχεδιάκι στο μπλοκάκι μου, σημειώνω μερικά πράγματα. Και αυτό μού είναι χρήσιμο για την επόμενη ημέρα. Μπορεί τελικά να μην κάνω αυτό που σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, αλλά αυτό που σημείωσα μπορεί να με οδηγήσει κάπου αλλού. Το ατελιέ αυτό έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Γνώρισα πάρα πολύ σημαντικές προσωπικότητες και ανθρώπους που αγάπησαν εμένα και αγάπησαν και αυτό που έκανα. Γελάσαμε πολύ, πολλές φορές κλάψαμε. Φίλοι με έβαλαν στη ζωή τους και με τις δικές τους ιστορίες ζούσα. Πολλές φορές σκέφτομαι τι θα γίνει αν εγώ πάψω να δουλεύω. Είναι μια μελαγχολική σκέψη. Αλλά πρέπει να την κάνω. Πλέον προετοιμάζω κάποιους ανθρώπους για να συνεχίσουν αυτό που κάνω».
Πιστεύετε ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει η έμπνευσή σας; «Οχι, δεν νομίζω ότι θα τελειώσει. Με έναν περίεργο τρόπο, νομίζω ότι σκέφτομαι με καινούργια ματιά. Πιστεύω, όμως, ότι κάποια στιγμή μπορεί να κουραστώ. Για παράδειγμα, τώρα, αφού τελείωσα την κολεξιόν, έπρεπε να σχεδιάσω τα κοστούμια για την παράσταση «Aνκόρ» του Θεόδωρου Τερζόπουλου, αυτού του ανθρώπου που σέβομαι τόσο πολύ. Και είχα και το μεγάλο άγχος της συνεργασίας με αυτό το ιερό τέρας της έβδομης τέχνης, τον Ανγκ Λι, για τον θεατρικό μονόλογο «…και Ιουλιέτα» που παρουσιάζεται έως τις 5 Μαρτίου στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης με την Πέμη Ζούνη. Αυτός ο άνθρωπος είδε δουλειά μου και με εμπιστεύθηκε. Οπως καταλαβαίνετε, αυτά τα πράγματα δημιουργούν αγωνίες και επειδή ανήκω στο ανθρώπινο είδος, μαζί με τον μεγάλο μου ενθουσιασμό έρχεται και η κούραση».

Εχετε πολλά χρόνια να πάτε διακοπές; «Πολλά. Εχω ένα κτήμα στην Εύβοια. Παλαιότερα πήγαινα τα Σαββατοκύριακα, τώρα δεν προλαβαίνω να κάνω ούτε αυτό. Μεγαλώνοντας χρειαζόμαστε πιο πολλή ξεκούραση. Το καλοκαίρι πήγα μόνο δέκα ημέρες. Τώρα πρέπει να πω στον εαυτό μου: «Κοίτα, θα πρέπει να ξεκουραστείς λιγάκι»».

Μήπως η ξεκούραση σας προκαλεί ανία;
«Μάλλον. Ισως πάσχω από ένα είδος ψυχασθένειας, μολονότι τα πηγαίνω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Μου αρέσει να μένω μόνη, να διαβάζω τα Σαββατοκύριακα. Βλέπω πολύ κινηματογράφο, πάρα πολύ. Εκτός, όμως, από το να διαβάζω, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Σαν να είμαι τσιγγάνα, έχω μάθει να ζω έξω από το σπίτι μου. Φανταστείτε, για σαράντα χρόνια σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και τον πρώτο μου καφέ τον πίνω εδώ, στο ατελιέ. Δεν γκρινιάζω, είμαι από τους τυχερούς που κάνουν αυτό που τους αρέσει. Οι περισσότεροι Ελληνες κάνουν δουλειές που τους δυσαρεστούν. Το βλέπεις το πρωί στο πρόσωπό τους, στενοχωρημένο, αγχωμένο».
Στους νέους σχεδιαστές διακρίνετε ταλέντα; «Βέβαια. Δυστυχώς, όμως, δεν έχουν ευκαιρίες. Κανείς δεν τους βοηθάει. Εδώ εγώ, που βρίσκομαι τόσα χρόνια στη μόδα, και για να κάνω την επίδειξη χρειάστηκα χορηγούς. Το κράτος δεν βοηθά. Θα έπρεπε να κάνει μια σχολή, μια ακαδημία μόδας, γιατί οι νέοι βγαίνουν από τις υπάρχουσες σχολές στην Ελλάδα και δεν μπορούν να διακρίνουν καν τα υφάσματα. Να γίνει μια σχολή, να πηγαίνουν καλλιτέχνες να διδάσκουν, να γίνονται ανταλλαγές με το εξωτερικό, γιατί η μόδα είναι όλες οι τέχνες μαζί. Και τα περισσότερα παιδιά, λυπάμαι που το λέω, είναι εντελώς ακαλλιέργητα και μάλιστα δεν θεωρούν και την πνευματική καλλιέργεια απαραίτητη. Δεν θεωρούν αναγκαίο να δουν εκθέσεις ζωγραφικής, παραστάσεις, σινεμά, συναυλίες. Είναι απελπιστική η κατάσταση, αλλά γενικότερα στην Ελλάδα επικρατεί πολλές φορές το ακαλαίσθητο».
Η Ελλάδα απαξιώνει τη μόδα; «Ποτέ δεν της έδωσαν σημασία. Σκεφτείτε, εμένα με είχαν στείλει δυο-τρεις φορές στο εξωτερικό να δείξω τη δουλειά μου. Ξέρετε τι γινόταν; Αντί να καλέσουν ανθρώπους που είχαν σχέση με τη μόδα, ο πρέσβης καλούσε τη συμπεθέρα και τον συμπέθερό του, κερνούσαν σουβλάκια και για ντεκόρ είχαν τσολιαδάκια. Πήγα δύο φορές. Μετά δεν ξαναπήγα, ήταν σαν να πετούν τα λεφτά τους στον κάλαθο των αχρήστων. Γιατί να πήγαινα; Σε τι θα με ωφελούσε;».
Το κράτος δεν σας βοήθησε όταν δεχτήκατε και μια μεγάλη παραγγελία από το Ηarrods… «Ηταν τραγικό, γιατί ήταν κάτι που συνέβη στην αρχή της καριέρας μου. Είχα στείλει δείγματα στο Harrods και είχαν αποφασίσει να μου αφιερώσουν μία βιτρίνα τους. Μου έδωσαν, λοιπόν, μια τεράστια παραγγελία για την εποχή. Τότε βρισκόταν το ΠαΣοΚ στην εξουσία. Με τα χαρτιά της παραγγελίας τρέχω και τους ζητώ επιχορήγηση. Φυσικά δεν την πήρα, και μάλιστα ύστερα από αυτό μπήκα στη μαύρη λίστα του Ηarrods και ακόμη και σήμερα δεν παίρνουν τα ρούχα μου. Το αστείο της υπόθεσης ήταν ότι ένα φόρεμα από τα δείγματα που είχαν κρατήσει το αγόρασε η πριγκίπισσα Νταϊάνα. Τι τα θέλετε; Και πριν από μερικά χρόνια, στην Εβδομάδα Μόδας στο Παρίσι, παρουσίασα prêt-à-porter δημιουργίες. Ενώ όλα τα περίπτερα ήταν άδεια, όταν ανοίξαμε και είδε ο κόσμος τα ρούχα μας, κάναμε τεράστιες παραγγελίες. Γύρισα στην Ελλάδα να τις κατασκευάσω, τις έφτιαξα και καταστράφηκα οικονομικά, γιατί το αποτέλεσμα ήταν άθλιο, τα στείλαμε στο Παρίσι και μας τα επέστρεψαν. Τα καλά εργοστάσια ραφής ρούχων στην Ελλάδα που παλαιότερα έκαναν υπέροχη δουλειά έχουν κλείσει. Είναι τόσο κρίμα που δεν επενδύσαμε στη μόδα. Δεν απαιτείται υψηλή τεχνολογία. Θα μπορούσαν να έρθουν πολλά χρήματα στη χώρα».
Είναι αλήθεια ότι αρχικά φύγατε στο Λονδίνο για να σπουδάσετε εσωτερική διακόσμηση; «Ναι. Υστερα έκανα θέατρο, μετά μαγεύτηκα από τα υφάσματα. Βρισκόμουν στο Λονδίνο των 60s. Τα έβλεπα όλα γύρω μου και είχα ένα γρήγορο μυαλό, ρουφούσα τα πάντα. Ελεγα θα τα μάθω όλα και ύστερα θα διαλέξω αυτό που θέλω. Είχα γνωριστεί, θυμάμαι, με παιδιά από αριστοκρατικές οικογένειες. Πήγαινα και στόλιζα τραπέζια πλούσιων οικογενειών. Διακοσμούσα το δείπνο, έβαζα στο τραπέζι κρύσταλλα, γλάστρες, και με πλήρωναν. Με αυτά τα χρήματα κάλυπτα πολλές από τις υποχρεώσεις μου. Ημουν ένα κορίτσι της εποχής μου, με τις μακριές φούστες, τα χαϊμαλιά στον λαιμό. Με φώναζαν, μάλιστα, Τούγια, σαν το φυτό, γιατί τα μαλλιά μου ήταν μακριά, σγουρά και κόκκινα».
Γιατί επιστρέψατε στην Ελλάδα; «Γιατί είχα τη μητέρα μου εδώ. Μεγάλωσα χωρίς τον πατέρα μου, πέθανε πάρα πολύ νωρίς. Είχα την ευθύνη της. Δεν μπορούσα να την αφήσω μόνη. Ο φίλος μου ο Γιάννης ο Τσεκλένης πάντα λέει: «Την κακομοίρα τη Λουκία! Τι κρίμα που γεννήθηκε στην Ελλάδα». Στο Λονδίνο είχα αποκτήσει έναν ολόκληρο κύκλο τότε. Ισως δεν έπρεπε να γυρίσω. Αλλά δεν το μετανιώνω, γιατί ίσως να έβαλα και εγώ ένα λιθαράκι στην ελληνική μόδα».
Το Atelier Loukia πώς το δημιουργήσατε; «Οταν επέστρεψα στην Ελλάδα έπρεπε από κάπου να αρχίσω. Βρέθηκε κάποιος που μου ζήτησε να διακοσμήσω το σπίτι του. Αναζητώντας πράγματα για τον χώρο βρέθηκα στο αντικάδικο του Ζαχαράκη, το οποίο βρισκόταν στην οδό Κανάρη, στο ισόγειο του κτιρίου που στεγάζεται το ατελιέ μου, ενώ εκεί που είναι το ατελιέ μου βρισκόταν η αποθήκη του Ζαχαράκη. «Δεν μου το νοικιάζεις;» τον ρωτάω ξαφνικά. «Μα, τι θα το κάνεις;» μου λέει. «Ρούχα» του απαντώ αυθόρμητα. Το νοικιάζω 5.000 δραχμές. Κάθε βράδυ οι παλιατζήδες έρχονταν και ξεφόρτωναν πράγματα και εμείς θυμάμαι ότι τα κουβαλούσαμε στο μέσα δωμάτιο για να μείνει ο χώρος ανοιχτός και να δουλέψουμε».

Θυμάστε τις πρώτες σας δημιουργίες; «Ηταν κάποιες φούστες μακριές, που φορούσα κι εγώ, μερικές φαρδιές χρωματιστές μπλούζες και κάποια παλτό. Θυμάμαι έρχονταν οι άνθρωποι, κοίταζαν τα ρούχα μου, γελούσαν και έφευγαν. Ηταν εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχαν συνηθίσει. Χρωστάω πολλά, πάντως, στην Κατερίνα Τερζοπούλου. Ηρθε, είδε τα παλτό και τα πήρε για φωτογράφιση στη «Γυναίκα». Ετσι ξεκίνησε το παραμύθι».

Τα παιδικά σας χρόνια ήταν ευτυχισμένα;
«Χονδρικά θα σας πω ότι δεν είχα καλά παιδικά χρόνια. Εχασα τον πατέρα μου πολύ νωρίς, όπως σας είπα. Δεν ήξερα καν πώς είναι να έχεις πατέρα, και έτσι έφερα ένα είδος κόμπλεξ απέναντι στα άλλα παιδιά. Προερχόμουν από πολύ φτωχή οικογένεια. Η μάνα μου με μεγάλωνε μόνη της, δεν είχε χρόνο για πολλά χάδια. Ημουν πολύ καλή μαθήτρια, αλλά πολύ μαζεμένο παιδί. Δεν θυμάμαι να έχω παίξει πολύ. Σκεφτόμουν ότι δεν μπορούσα να έχω εγώ αυτά που είχαν οι άλλοι. Ισως γι’ αυτό όταν έφυγα από την Ελλάδα άνθησα. Εδειξα τον πραγματικό μου χαρακτήρα, ότι είμαι ένας επικοινωνιακός άνθρωπος δηλαδή».
Τον έρωτα τον ζήσατε; «Είμαι χορτασμένη ερωτικά. Με ερωτεύτηκαν, ερωτεύτηκα, με απέρριψαν, απέρριψα. Είχα δύο πάρα πολύ καλές σχέσεις. Εκανα έναν γάμο. Αλλά νομίζω κανείς άνδρας δεν μπορεί να αντέξει μια γυναίκα που δουλεύει τόσο έντονα και γυρίζει το βράδυ κουρασμένη. Ημουν όμως τυχερή, ο πρώην άνδρας μου, ο Γιάννης Κούκης, είναι ένας εξαιρετικά καλλιεργημένος άνθρωπος. Καθηγητής αρχιτεκτονικής, μου άνοιξε άλλους δρόμους. Με έμαθε να ακούω μουσική και να καταλαβαίνω γιατί μου αρέσει. Στο τέλος, όμως, η δουλειά μου κούρασε και εκείνον και εμένα. Εκείνος ήταν πολιταξιδευτής, εγώ δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω. Ακόμη αγαπιόμαστε. Και μολονότι είμαστε σε διάσταση αυτή τη στιγμή, τον φιλοξενώ στο σπίτι μου».
Ο έρωτας μπορεί να διαρκέσει για πάντα; «Υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Είναι θνησιγενής».

Αρα ο άνθρωπος δεν είναι μονογαμικό ον; «Οχι, δεν είναι, και θα ήταν και περίεργο να είναι. Γιατί να είναι; Οταν χώρισα με τον Γιάννη εκείνος βρήκε μια άλλη γυναίκα να τον συνοδεύει στα ταξίδια του. Μου έκανε εντύπωση. Στεναχωρήθηκα. Λέω: «Για κοίτα, ο δικός μου ο Γιάννης με μια άλλη γυναίκα». Μετά, όμως, κατάλαβα ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Aυτό ήταν το φυσιολογικό».
Στις φιλίες επενδύσατε; «Πολύ. Οι φίλοι μου είναι όλη μου η περιουσία. Εχω ένστικτο με τους ανθρώπους. Μόνο μια-δυο φορές απογοητεύτηκα».
Η Κάτια Δανδουλάκη τι είναι για εσάς; «Η Κάτια είναι η αδελφή που δεν μου έδωσε ο Θεός. Αυτό νομίζω τα λέει όλα».
Ποιος άλλος άνθρωπος σας καθόρισε; «Η Μαρία Μπέικου, αυτή η σπουδαία αγωνίστρια της Αριστεράς. Ηταν θεία μου. Βέβαια, μπήκε πολύ αργά στη ζωή μου και δεν τη χόρτασα. Μυθιστορηματική ζωή: ΕΠΟΝ, αντίσταση κατά των Γερμανών, ΕΛΑΣ, φυματίωση, κατάταξη στον Δημοκρατικό Στρατό στον Εμφύλιο και τελικά φυγή στην ΕΣΣΔ το 1949, ενώ ο άνδρας της, ο σπουδαίος δημοσιογράφος Γεωργούλας Μπέικος, είχε καταδικαστεί στην Ελλάδα σε ισόβια. Εκεί η θεία επιλέχθηκε για τη θέση της εκφωνήτριας στον ελληνόφωνο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας. Φοίτησε στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Γνώρισε τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Εγινε, μάλιστα, και κουμπάρα του. Αυτές τις ιστορίες την έβαζα να μου τις διηγείται ξανά και ξανά. Τον άνδρα της τον είδε ξανά το 1961. Εκείνη την ημέρα ο Ταρκόφσκι τής χάρισε ένα πιρούνι που είχε σκαλισμένη τη λέξη «Αράγκουι», έτσι λέγεται ένα ποτάμι στην Τιφλίδα, για να θυμάται τη στιγμή που συνάντησε τον άνδρα της ύστερα από τόσα χρόνια. Από τότε που τη γνώρισα δεν χωρίσαμε ποτέ. Την έβλεπες και έλεγες ότι είναι από τους ανθρώπους που δεν θα πεθάνουν ποτέ. Και ξαφνικά μια ημέρα έφυγε. Ηταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα τόση μοναξιά. Και ας ακουστεί παράξενο, ίσως πόνεσα περισσότερο και από τον θάνατο της μητέρας μου».
Με την πολιτική ασχολείστε; «Οταν ήμουν νέα, όπως οι περισσότεροι νέοι, πίστευα ότι θα σώσουμε τον κόσμο. Ημουν αυτό που θα λέγαμε αριστερή. Τώρα δεν θέλω να ασχολούμαι, γιατί νομίζω ότι σε όποια πλευρά και να είσαι είναι το ίδιο πράγμα. Οχι, δεν πιστεύω στις ιδεολογίες. Οι ιδεολογίες χάθηκαν μετά τον Εμφύλιο, όπως μαζί τους και οι τελευταίοι ιδεολόγοι που θυσίασαν τη ζωή τους για έναν σκοπό».
Απωθημένα κουβαλάτε; «Ισως ένα απωθημένο μου ήταν ότι δεν έκανα παιδί. Πλέον δεν είναι. Δεν κάνουν όλοι οι άνθρωποι για γονείς. Εγώ φαίνεται ότι προτίμησα την καριέρα μου. Γιατί, αν πραγματικά το ήθελα, θα το είχα κάνει».
Εχετε κάνει παράτολμα πράγματα; «Εχω ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου και κυρίως με οτοστόπ. Θυμάμαι, διάβαζα το βιβλίο «Σάλκα Βάλκα» του ισλανδού συγγραφέα Χάλντορ Λάξνες. Μου είχε κάνει τόση εντύπωση που αποφάσισα να πάω στο Ρέικιαβικ, περνώντας από χίλια βάσανα. Ομως, ήμουν πολύ νέα…».
Αλήθεια, γιατί επιλέξατε να σας γνωρίσουμε ως Λουκία, μόνο με το μικρό σας όνομα; «Δεν το διάλεξα, έτσι έγινε, από μόνο του. Τώρα, όμως, πώς να με λέτε, κυρία Μπέικου; Δεν γίνεται. Βέβαια, τρελαίνομαι όταν με φωνάζουν κυρία Λουκία. Δεν μου αρέσει καθόλου».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017l

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ