Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Η φωτογράφισή της δεν έχει τελειώσει ακόμη. Βρίσκεται επάνω στη σκηνή. Ποζάρει στον φακό. Ζητά να της βάλουν λίγη μουσική. Αρχίζει να χορεύει στον ρυθμό και γελά δυνατά. Τη χαζεύεις. Λίγο αργότερα, βρισκόμαστε στο καμαρίνι της. Οι πρόβες για το έργο «Νύφη κουράγιο», που παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά στη Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη» του Πολυχώρου Αθηναΐς, βρίσκονται στην τελική ευθεία –η πρεμιέρα έχει οριστεί για τις 24 Νοεμβρίου. Τη ρωτώ αν είχε δημιουργήσει από μικρή αυτή την ερωτική σχέση με τον φακό. «Ποτέ δεν το έχω σκεφθεί» μου απαντά. «Απλά δεν αγαπούσα το στημένο. Από μικρή έτσι στεκόμουν και περπατούσα. Μάλλον είναι το σκαρί μου. Και δεν έκανα ποτέ γυμναστική. Ημουν πολύ τεμπέλα». Ενας μεγάλος καθρέφτης βρίσκεται μπροστά της. Πόσο ερωτεύτηκε το είδωλό της; «Είμαι προσγειωμένο άτομο» αναφέρει. «Εγώ έκανα απλώς μια δουλειά που αγαπούσα πάρα πολύ, με έναν άνθρωπο που λάτρευα, τον Φίνο, και από εκεί και πέρα η ζωή, οι παρέες μου, ήταν έξω από όλα αυτά. Δεν έκανα θυσίες, όπως για παράδειγμα η Αλίκη. Και ξενυχτούσα, και πολλές φορές πήγαινα κατευθείαν στο γύρισμα. Ευτυχώς χάρηκα όλες τις ηλικίες μου».

Φέτος επανέρχεστε με το έργο «Νύφη κουράγιο». Γιατί; «Γιατί λαχτάρησα να κάνω μια κωμωδία. Υστερα από 36 χρόνια, με όλους αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς που έπαιξα και όλα αυτά τα βαριά έργα, ήθελα να ανασάνω. Παρακάλεσα τον Νίκο Μουτσινά να μου γράψει ένα έργο (σ.σ.: ο ίδιος υπογράφει και τη σκηνοθεσία), να περάσω ευχάριστα στη σκηνή. Και το κάναμε πέρυσι. Εφέτος αλλάζουν πάρα πολλά. Προσθέτουμε πράγματα, αλλάζουν τα κοστούμια, γίνεται λίγο πιο παλαβό το έργο».

Υποδύεστε μια βιτριολική πεθερά. Την καταλαβαίνετε αυτή τη γυναίκα;
«Την καταλαβαίνω γιατί βλέπω τόσο πολλές μανάδες που έχουν γιους να είναι έτσι τρελαμένες. «Aχ, θα μου φύγει» λένε. Μα, πρέπει εσύ να τον διώξεις. Πρόκειται για ένα πολύ ελληνικό φαινόμενο, ξέρετε. Δημιουργούν στο παιδί μια φωλιά και το κάνουν εξαρτημένο, γιατί οι ίδιοι τελικά το έχουν ανάγκη. Ερχονταν πολλές κυρίες πέρυσι στο καμαρίνι και μου έλεγαν: «Βλέπουμε τον εαυτό μας». «Kαλό σας κάνει» τους απαντούσα. «Nα τον δείτε και να τον αλλάξετε»».

Eσείς δεινοπαθήσατε από κακή πεθερά; «Οχι. Ειδικά η μητέρα του δεύτερου συζύγου μου, του Αλέξανδρου, ήταν ένα κομμάτι μάλαμα».
Aν είχατε, όμως, γιο ίσως να τα βλέπατε διαφορετικά τα πράγματα… «Ούτε κατά διάνοια. Ηθελα τα παιδιά μου να είναι ανεξάρτητα. Εφευγε η κόρη μου, η Μάρθα, να πάει στο μπαλέτο, θυμάμαι. Η σχολή ήταν δυο δρόμους από το σπίτι μας. Την πήγα μία, την πήγα δύο φορές. Μετά ήθελα να πάει μόνη της. Κατέβηκα, χωρίς να το ξέρει, και την πήρα από πίσω για να δω αν συμπεριφέρεται σωστά στον δρόμο. Τα παιδιά δεν πρέπει να τα βάζεις σε μια γυάλα, γιατί όταν τα βγάλεις, θα αρπάξουν το πρώτο μικρόβιο που θα βρουν μπροστά τους. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να τρώει και τα μούτρα του. Αλλιώς δεν προχωράει. Αν φοβάσαι συνέχεια, δεν μπορείς να αγαπήσεις. Γιατί φοβάσαι μην απογοητευθείς. Ε, δεν είναι ζωή αυτή».

Ως μητέρα τι βαθμό θα βάζατε στον εαυτό σας; «Δυστυχώς, μαθαίνουμε να οδηγούμε, να μαγειρεύουμε, αλλά δεν μαθαίνουμε πώς να είμαστε καλές μάνες. Ναι, δεν ξέρω πώς ήμουν ως μητέρα. Τα παιδιά σίγουρα θέλουν όρια. Οταν χρειαζόταν, και τιμωρίες έμπαιναν, και η Μάρθα και η Μαρία Ελένη, αλλά τιμωρίες του στυλ «σου βγάζω την πόρτα από το δωμάτιο για έναν μήνα για να χάσεις την ιδιωτικότητά σου». Θα έλεγα, πάντως, ότι η αγάπη που έχω στα παιδιά μου επικαλύπτει πολλά λάθη, αν έχω κάνει λάθη».

Τη σταρ την αφήνετε έξω από το σπίτι σας; «Δεν υπάρχει αυτό που λέτε. Τα πάντα έκανα στο σπίτι. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ σταρ. Τι, να παριστάνω την Γκρέτα Γκάρμπο με ένα τσιγάρο στο χέρι; Είναι βασανιστικό να πρέπει να υποδύεσαι έναν ρόλο και μέσα στο σπίτι σου».

Αν μπορούσατε να ξαναζήσετε μία ημέρα από το παρελθόν σας, ποια θα ήταν αυτή; «Εκείνη η ημέρα που θα ζούσαν όλοι οι φίλοι μου. Φύγανε πολλοί, πολύ γρήγορα. Θυμάμαι ο Ανδρέας Μπάρκουλης μου μάθαινε πώς να παίρνω τις στροφές σωστά, γιατί οδηγούσα πολύ γρήγορα όταν πήρα το δίπλωμα. Με την Αλίκη μετρούσα τα βήματα από το σπίτι μου έως το σπίτι της. Μου λείπουν αυτοί οι άνθρωποι».
Αλήθεια, όμως, η Αλίκη ήταν τόσο ανταγωνιστική όσο λέγεται; «Ο,τι θέλουν λένε. Η Αλίκη απλώς έκανε καριέρα και έκανε καθημερινά κατάθεση ψυχής. Και νομίζω ότι αυτό την έφαγε. Ηταν ένα μοναχικό, τρυφερό, ντροπαλό άτομο. Ολα τα έβαζε μέσα της. Της έλεγαν κάτι και δεν γύρναγε να απαντήσει και της έλεγα «γιατί, βρε κοριτσάκι μου;». Και είχε και κάτι άλλο: ήθελε να τα έχει με όλους καλά. Αυτό όμως δεν γίνεται, σε τρώει τελικά. Εμεινε, όμως, αθάνατη. Εμένα δεν με ενδιαφέρει να μείνω αθάνατη. Με ενδιαφέρει να περάσω καλά».

Με την πολιτική, πέρα από μια μικρή ανάμειξη στον Δήμο Αθηναίων, δεν ασχοληθήκατε ποτέ ξανά… «Ναι, γιατί είδα το μικρό κοινοβούλιο από μέσα και κατάλαβα γρήγορα ότι δεν κάνω για αυτό».
Ποιος πολιτικός σάς λείπει σήμερα; «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Καραμανλής ήταν δωρικός, ταγμένος σε αυτό που έκανε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή όταν είπε ότι η Μακεδονία είναι ελληνική και δάκρυσε. Οταν γνώρισα τον Ανδρέα, είδα έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφερόταν για τα χρήματα, για όλα αυτά που του καταλόγιζαν. Θυμάμαι, ο Τάσος Μπιρσίμ μού είχε πει ότι στο νοσοκομείο έκανε πρόβα με ποιον τρόπο θα έκανε το νεύμα στη Δήμητρα, όταν κατέβαινε από το αεροπλάνο. Τον λάτρεψα για αυτό. Με μια κίνηση έριξε χειροβομβίδα στην ψευτιά και στην υποκρισία των παντρεμένων που πηγαίνουν σε μια γκαρσονιέρα με μια γυναίκα δύο ώρες και μετά γυρίζουν στη γυναίκα τους».
Η σημερινή κυβέρνηση πώς σας φαίνεται; «Δεν μπορώ να την κρίνω ακόμη. Δεν θέλω να βιαστώ, γιατί όσες φορές βιάστηκα το πλήρωσα. Περιμένω. Την κίνησή τους, πάντως, για τα κανάλια τη θεώρησα απαράδεκτη. Ευτυχώς, ακυρώθηκε».
Τον πατέρα σας στον Εμφύλιο τον σκότωσαν αριστεροί. Νιώθετε ακόμη θυμό; «Είχα πάει στο 1o συνέδριο του ΚΚΕ Eσωτερικού γιατί αγαπούσα πολύ τον Λεωνίδα Κύρκο. Οταν μας ζήτησαν να κάνουμε ενός λεπτού σιγή για αυτούς που είχαν πέσει θύματα, εγώ σπάραζα από το κλάμα. Σκεφτόμουν ότι μπορεί εκείνη τη στιγμή να έκανα ενός λεπτού σιγή για εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα μου. Ολο αυτό ήταν μια κάθαρση, έφυγε το δηλητήριο από μέσα μου. Ενα πράγμα μόνο με στενοχωρεί, ότι πάντα τιμούν τη μία πλευρά και ποτέ την άλλη, γιατί και η άλλη πλευρά είχε θύματα που μπορεί να πικραίνονται».
Η σχέση σας με τον Θεό ποια είναι; «Τον Θεό τον έχω μέσα μου. Εμείς είμαστε η Εκκλησία. Δεν υπάρχει η εκκλησία ως κτίριο. Πιστεύω βαθύτατα, κοινωνώ, έχω πνευματικό εδώ και 35 χρόνια».
Δεν έχετε θυμώσει ποτέ μαζί Του; «Γιατί να θυμώσω; Ξέρει απόλυτα τι κάνει. Πολλοί λένε: «Γιατί σε εμένα, Θεέ μου;». Αυτό είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα. Είναι σαν να Τον αμφισβητείς. Kαι δεν είμαι καμιά θεούσα. Υπάρχει, φυσικά, η άποψη ότι αν πιστεύεις στον Θεό δεν είσαι καλλιεργημένος. Πόσο πλανεμένοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, αλήθεια».
Κυρία Λάσκαρη, τι βαριέστε αφόρητα να κάνετε στη ζωή σας; «Κοσμική ζωή. Δεν μου πάει καθόλου. Δεν περνάω καλά. Προτιμώ να πάω σε ένα ταβερνάκι με τις φίλες μου, να πιω ένα κρασάκι. Δεν έχω τι να πω σε τέτοιες εκδηλώσεις. Νιώθω ηλίθια. Και κάνω προσπάθεια, μη νομίζετε. Και γελάω, και είμαι κανονική, γιατί δεν θέλω να προσβάλλω κανέναν. Αλλά φεύγω άδεια. Προτιμώ να είμαι σπίτι μου, να ράβω, να φτιάχνω τα σκουλαρίκια μου».
«Νύφη κουράγιο»: Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη», Πολυχώρος Αθηναΐς (Καστοριάς 34-36 και Ιερά Οδός, Βοτανικός), από 24 Νοεμβρίου (Πέμπτη έως Κυριακή).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ