Μοιάζει ειρωνικό, αλλά είναι πραγματικό: χαραγμένο ανεξίτηλα σε κάθε κομμάτι χάλυβα με επικάλυψη χαλκού που κυκλοφορεί στην Ελλάδα ως το παραμελημένο νόμισμα των 5 λεπτών του ευρώ, είναι ένα μοντέρνο σούπερ τάνκερ· το σύμβολο της ελληνικής ναυτιλίας. Η απόφαση για την τιμητική χάραξη του τάνκερ είχε παρθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τότε που η αφήγηση της χώρας ήταν διαφορετική, τότε που υπήρχε χρόνος για αναπολήσεις.
Ηταν η εποχή που η διήγηση της ελληνικής ναυτιλίας συνδεόταν με τις λαμπρές εποχές του Αριστοτέλη Ωνάση, του Σταύρου Νιάρχου, της οικογένειας Γουλανδρή, του Λεωνίδα Εμπειρίκου και όλων των πασπαλισμένων με μύθο εφοπλιστών που ξεκίνησαν από τις αρχές του 20ού αιώνα και η ιστορία τους φτάνει μέχρι σήμερα, που ο ελληνόκτητος στόλος (αξίας 105,6 δισ. δολαρίων) βρίσκεται στην πρώτη θέση της παγκόσμιας ναυτιλίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της VesselsValue.com που δημοσιεύτηκαν στις 19 Φεβρουαρίου του 2015, στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ιαπωνία, με την αξία του στόλου της να διαμορφώνεται σε 89,7 δισ. δολάρια, στην τρίτη η Κίνα με 70,7 δισ. δολάρια, στην τέταρτη η Γερμανία με 49,7 δισ. δολάρια και στην πέμπτη η Σιγκαπούρη με 38,2 δισ. δολάρια.
Η εποχή που το τάνκερ χαρασσόταν επάνω στο νόμισμα των 5 λεπτών έχει περάσει. Ηταν τότε που το άρθρο 107 του Συντάγματος περνούσε απαρατήρητο. Πρόκειται για το άρθρο του Νόμου 27/75 «περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της εμπορικής ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». Συνοπτικά, το άρθρο του Συντάγματος αναφέρει το εξής: Οι εφοπλιστές πληρώνουν φόρο με βάση το τονάζ (η χωρητικότητα σε τόνους κάθε πλοίου) και όχι με βάση τα κέρδη των πλοίων τους και προβλέπει πως το ποσό που εισπράττει το κράτος από τη φορολογία των πλοίων καθορίζεται από χαμηλούς συντελεστές. Μοιάζει προκλητικό, αλλά εξηγείται από τους νόμους της παγκόσμιας αγοράς. Ακόμη και με τις υπάρχουσες συνθήκες, με την ευνοϊκή φορολόγηση η συνεισφορά της ελληνικής ναυτιλίας στο ελληνικό ΑΕΠ αγγίζει το 7%. Αν αυξηθεί χωρίς τη συγκατάθεση των εφοπλιστών, με μια απλή νομική κίνηση, μπορούν να μεταστεγάσουν τις επιχειρήσεις τους σε ευνοϊκότερες φορολογικά χώρες. Και η ελληνική οικονομία να βουλιάξει ακόμη πιο βαθιά στην ύφεση.
Το θέμα μοιάζει οικονομικό, αλλά ίσως και να είναι ηθικό. Οι δηλώσεις του Ανδρέα Δρακόπουλου, προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του κοινωφελούς Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το οποίο ιδρύθηκε από τον θείο του Σταύρο Νιάρχο, υπογραμμίζουν το πρόβλημα: «Το άρθρο του Συντάγματος που επιτρέπει φοροαπαλλαγές στους εφοπλιστές ανήκει σε μια άλλη εποχή. Τότε που ο Ωνάσης και ο θείος μου επέστρεψαν στην Ελλάδα, έχτισαν διυλιστήρια, έδωσαν δουλειές. Ηταν ένας νόμος για διαφορετικές συνθήκες. Τότε, η Ελλάδα χρειαζόταν επενδύσεις τέτοιου είδους. Νομίζω όμως πια ότι αυτός ο νόμος έχει κακοποιηθεί». Οι δηλώσεις του κ. Δρακόπουλου έγιναν την προηγούμενη εβδομάδα στον δημοσιογράφο του περιοδικού «TIME» Σάιμον Σούστερ. Σε επικοινωνία του ΒΗΜΑgazino με το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, επισημάνθηκε πως οι δηλώσεις ισχύουν στο ακέραιο και προς το παρόν ο κ. Δρακόπουλος δεν έχει κάτι να προσθέσει. Τι έχουν να πουν όμως οι υπόλοιποι έλληνες εφοπλιστές; Το ΒΗΜΑgazino επικοινώνησε με την Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών και ζήτησε κάποιο σχόλιο σχετικά με την επικαιρότητα, αλλά ο πρόεδρος της Ενωσης, Θεόδωρος Βενιάμης, απάντησε: «Δεν είμαι διαθέσιμος για δηλώσεις».
Ο κ. Δρακόπουλος, 48 ετών, είναι ανιψιός του Σταύρου Νιάρχου, εγγονός της αδελφής του Μαίρης Δρακοπούλου. Εφυγε από την Ελλάδα αποφοιτώντας από το Κολλέγιο Αθηνών στα 18 του χρόνια για να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων στη Σχολή Wharton του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας. Δεν επέστρεψε ποτέ. Σήμερα ζει στη Νέα Υόρκη, με τη γυναίκα του και τα τρία μικρά παιδιά του. Στο παρελθόν έχει δηλώσει πως δεν έχει ανάγκη τίποτε από το ελληνικό «κατεστημένο» και γι’ αυτό μπορεί να λέει ελεύθερα την άποψή του. Και μάλλον γι’ αυτό δεν μίλησε μόνο για το άρθρο 107 του Συντάγματος. Προσδίδοντας μια διαφορετική ταξική σύγκρουση στην πόλωση των ημερών, έκανε δηλώσεις για μια συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων, που φαίνεται να αδιαφορούν για τις δραματικές συνθήκες της εποχής: «Είμαι πολύ ενοχλημένος με αυτή την τάξη των ανθρώπων. Δεν είναι προσωπικό. Ξέρω κάποιους απ’ αυτούς. Είναι φίλοι μου, παλιοί συμμαθητές. Αλλά πρέπει να το πούμε πια: ηθικά, πρακτικά, δεν κάνουν αρκετά. Θα μπορούσαν να κάνουν πολύ περισσότερα. Εχουμε πολλούς ανθρώπους που έχουν χρήματα, αλλά δεν κάνουν κάτι, δεν κάνουν τίποτε απ’ αυτά που θα έπρεπε να κάνουν. Δεν κάνουν φιλανθρωπίες, δεν πληρώνουν φόρους, δεν ξεκινούν επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Δεν κάνουν ούτε ένα από τα τρία πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν…».
Στις 8 Φεβρουαρίου 2015, ο Αλέξης Τσίπρας, κλείνοντας μια ομιλία του στη Βουλή, είχε δηλώσει: «Είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας». Επειδή κάθε δήλωση έχει διαφορετική ερμηνεία, στην περίπτωση των εφοπλιστών ισχύει στο ακέραιο. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις για «φορολόγηση του πλούτου» έχουν προσγειωθεί και αυτές στον ρεαλισμό, γνωρίζοντας το αδιέξοδο της απόπειρας φορολόγησης της ελληνικής ναυτιλίας.
Τον Ιούλιο του 2013, ο τότε Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε υπογράψει με τον πρόεδρο της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Θεόδωρο Βενιάμη, παρουσία των τότε υπουργών Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα και Ναυτιλίας και Αιγαίου Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, Συνυποσχετικό Σύμφωνο Οικειοθελούς Προσφοράς προς το Ελληνικό Δημόσιο. Το Σύμφωνο αυτό προέβλεπε πως οι έλληνες εφοπλιστές θα προσφέρουν οικειοθελώς περισσότερους φόρους στον κρατικό προϋπολογισμό. Το Ελληνικό Δημόσιο υπολόγισε την είσπραξη κοντά στα 140 εκατομμύρια ευρώ, οι εφοπλιστές μιλούσαν για ένα ποσό που θα έφτανε κοντά στα 100 εκατομμύρια. Η λέξη «οικειοθελώς» σπάνια συνδυάζεται με τη λέξη «φόροι» και γι’ αυτό ο τότε δραστήριος αντιπολιτευτικά ΣΥΡΙΖΑ είχε ανακοινώσει πως «τα φορολογικά έσοδα του κράτους από την ποντοπόρο ναυτιλία είναι σκανδαλωδώς μικρά».
Στο διάστημα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην κυβέρνηση όμως δεν έχει δείξει αντίστοιχες τάσεις. Το αντίθετο, στις 28 Μαΐου του 2015, στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 977) δημοσιεύτηκε μια Υπουργική Απόφαση των υπουργών κ.κ. Σταθάκη και Δρίτσα με την οποία συνεχίζεται το καθεστώς της πλήρους φοροαπαλλαγής των εφοπλιστών. Λίγο καιρό πριν, το περιοδικό «Spiegel» υποστήριζε σε έρευνά του πως από το 2002 οι έλληνες εφοπλιστές δεν έχουν φορολογηθεί για τουλάχιστον 140 δισ. ευρώ, ενώ βάσει 58 ειδικών ρυθμίσεων οι περίπου 800 ελληνικές οικογένειες του κλάδου δεν πληρώνουν σχεδόν καθόλου φόρους.
Καθώς η Ελλάδα πιέζεται για όλο και πιο ασφυκτικά δημοσιονομικά μέτρα, ποια είναι η στάση της κυβέρνησης σήμερα; Στην πρόταση που απέστειλε προς τους θεσμούς την Παρασκευή 9 Ιουλίου η ελληνική κυβέρνηση, αναφέρει πως προτείνεται «η αύξηση του φόρου στο τονάζ των πλοίων και η απαλοιφή των φορολογικών εξαιρέσεων από τη ναυτιλία». Η συμφωνία που κατατέθηκε στο ελληνικό Κοινοβούλιο όμως μετά τις μαραθώνιες διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες δεν αναφέρει κάτι σχετικό.
Στις 29 Ιουνίου, λίγες ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, ενώ η μάχη χαρακωμάτων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών ήταν στο απόγειό της, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ δήλωσε σε εκείνη την επιθετική προς την ελληνική κυβέρνηση συνέντευξη Τύπου πως «έπρεπε να κάνω τη δουλειά της ελληνικής κυβέρνησης. Εχω προτείνει στον κ. Τσίπρα να αποσύρει τις φορολογικές εξαιρέσεις προς τους εφοπλιστές, αν και δεν θα έπρεπε: είναι κοινή λογική και φορολογική δικαιοσύνη να το κάνει…».
Στην πραγματικότητα η επιμονή της Κομισιόν στη φορολόγηση της ναυτιλίας είναι υποκριτική. Γιατί όλοι γνωρίζουν καλά πως όποτε έχει υπαινιχθεί κάτι σχετικό, η αντίδραση των εφοπλιστών είναι αφοπλιστική: η ναυτιλία δεν έχει καμία νομική υποχρέωση να έχει βάση την Ελλάδα. Η πίεση, η επίθεση, η έξτρα φορολόγηση σημαίνει μετανάστευση.
Η απειλή έχει εκφραστεί πολλάκις, από την εποχή που ο Αντώνης Σαμαράς, πιεσμένος από τις απαιτήσεις της τρόικας για έξτρα μέτρα, επιχείρησε να αλλάξει το φορολογικό καθεστώς της ελληνικής ναυτιλίας. Τον Φεβρουάριο του 2014, στην Ετήσια Γενική Συνέλευση της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, είχε λάβει απάντηση από τον πρόεδρό της κ. Βενιάμη: «Το επιτελείο της κυβέρνησης προέβη σε κατάφωρη συνταγματική εκτροπή. Η πολιτεία καλό θα ήταν να μην ξεχνάει ότι η ναυτιλία δεν ταμπουρώθηκε πίσω από το θεσμικό της πλαίσιο, αλλά αυτοβούλως, σε πρώιμο χρονικό στάδιο, δήλωσε παρούσα να συνεισφέρει».
Παρόμοια απάντηση, με παρόμοιο τρόπο, ήρθε και πρόσφατα, στις αρχές Ιουνίου του 2015, όταν ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης δήλωσε: «Οσοι σκέφτονται να αλλάξουν το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής ναυτιλίας, το οποίο είναι δομημένο πάνω σε διεθνή πρότυπα, θα πρέπει να καταλάβουν ότι η ναυτιλία είναι ένας παγκόσμιος παίκτης, που δεν περιορίζεται σε στενόμυαλες φορολογικές πολιτικές».
Μέσα στο 2015, 718 ναυτιλιακές εταιρείες δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα με περίπου 60.000 εργαζομένους. Μαζί με τα παραναυτιλιακά επαγγέλματα, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου οι εργαζόμενοι αγγίζουν τις 200.000. Ηδη, την επομένη του δημοψηφίσματος ορισμένες εταιρείες μετακόμισαν στην Κύπρο και όπως είχε δηλώσει παλιότερα στο Bloomberg ο πρόεδρος της DryShipsΓιώργος Οικονόμουσε περίπτωση που γίνει πράξη η αλλαγή φορολογικού καθεστώτος, τότε σίγουρα η ελληνική ναυτιλία «θα μεταναστεύσει με αποτέλεσμα να μειωθεί το ελληνικό ΑΕΠ». Στο ίδιο άρθρο ο επικεφαλής της συμβουλευτικής εταιρείας ναυτιλιακών επιχειρήσεων PetrofinΘεόδωρος (Τεντ) Πετρόπουλος είχε δηλώσει: «Η ναυτιλία αποτελεί μια υπεράκτια επιχειρηματική δραστηριότητα και κάθε πράξη εναντίον της είναι σαν να πυροβολεί κάποιος το πόδι του».
Στο ίδιο δημοσίευμα του περιοδικού «ΤΙΜΕ», ο εφοπλιστής Νίκος Βερνίκος, μέλος του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, υπεραμύνεται της προσφοράς των εφοπλιστών: «Σε όποιο νησί και αν πάτε, θα δείτε σχολεία, νοσοκομεία, δημαρχεία, όλα να είναι χτισμένα από εφοπλιστές. Το ίδιο ισχύει για νοσοκομεία στην Αθήνα, για πολιτιστικές εκδηλώσεις, για φιλανθρωπικές δράσεις».
Επιστρέφοντας στις δηλώσεις του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος Ανδρέα Δρακόπουλου, γίνεται σαφές πως η υπόθεση της έξτρα συνεισφοράς των εφοπλιστών είναι περισσότερο ηθικό, ανθρωπιστικό, υπαρξιακό, παρά φορολογικό ζήτημα. Λίγες ημέρες μετά την έγκριση δωρεάς 100 εκατομμυρίων ευρώ για την ανακούφιση ενάντια στην κρίση –ήδη οι Δήμοι Αθηναίων και Θεσσαλονίκης έχουν πάρει από 10 εκατομμύρια ευρώ –ο κ. Δρακόπουλος δήλωσε: «Μερικές φορές νιώθω σαν τον ηλίθιο θείο από την Αμερική που έρχεται, δίνει χρήματα και φεύγει. Οταν κατασκευάζαμε το Κέντρο Πολιτισμού, αναρωτηθήκαμε τι ακριβώς κάνουμε μέσα στην κρίση. Αλλά ύστερα από σκέψη, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Το θεωρήσαμε μια επένδυση πολιτισμού».
Καθώς έχουν ξεκινήσει οι πρώτες εκδηλώσεις του Ιδρύματος στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος, δίπλα στην υπό κατασκευή Εθνική Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη, σε μια περίεργη εποχή, που η δίνη της οικονομικής κρίσης κάνει κάθε προοπτική για το μέλλον να μοιάζει αμφίβολη, οι δηλώσεις του κ. Δρακόπουλου δίνουν μια άλλη σημασία στην ταξική διαμάχη των ημερών: «Οι πλούσιοι άνθρωποι μπορούν να επενδύσουν περισσότερα σε τοπικές επιχειρήσεις, να πολεμήσουν την ανεργία ή να δώσουν φθηνά δάνεια σε νέους επιχειρηματίες. Και μη σας ξεγελάσει κανείς αν λένε το αντίθετο. Είναι μια τάξη ανθρώπων που θα μπορούσε να κάνει πολλά…».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Ιουλίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ