Ο Τζέικ Σίλβερσταϊν

Οταν πριν από έναν χρόνο τέτοιες ημέρες η ανακοίνωση του ονόματός του ως του νέου διευθυντή του «New York Times Magazine» έβαζε τέλος σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα «μεταγραφικά θρίλερ» της αμερικανικής δημοσιογραφικής πιάτσας, ο Τζέικ Σίλβερσταϊν δεν είχε καμία διάθεση να πανηγυρίσει. Οχι γιατί στα 39 του και ύστερα από μια μακρά, πολυβραβευμένη πορεία στο τιμόνι του εστέτ περιοδικού «Texas Monthly» δεν αναγνώριζε το ειδικό βάρος της νέας του θέσης –σε ένα περιοδικό που μόνο στην έντυπη έκδοσή του διαβάζεται από 4 εκατομμύρια αναγνώστες κάθε εβδομάδα, ενώ συνοδεύει κάθε Κυριακή, εδώ και 119 χρόνια, την πιο σημαντική έκδοση της πιο αξιόλογης εφημερίδας στον κόσμο. Αλλά γιατί οι πανηγυρισμοί φαντάζουν εκτός κλίματος τον καιρό που ακόμη και ένας θεσμός όπως οι «New York Times» προσπαθεί να βρει τα πατήματά του σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο δημοσιογραφίας (ή μήπως παραγωγής περιεχομένου;) όπως αυτό ορίζεται κυρίως από ιλιγγιώδη success stories νεότευκτων «μιντιακών κολοσσών» όπως το Buzzfeed.com, και μεταβάλλεται κυρίως κατά τη βούληση με την οποία ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ «πειράζει» τον αλγόριθμο του Facebook, του κοινωνικού δικτύου που επηρεάζει ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα τη δημοτικότητα ενός μέσου μαζικής ενημέρωσης.

Αντί κομπασμού, λοιπόν, ο Σίλβερσταϊν επιδόθηκε σε έναν προσεκτικό, «αθόρυβο», ανασχεδιασμό, τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του οποίου φάνηκαν στις 22 Φεβρουαρίου, οπότε και κυκλοφόρησε προκαλώντας διθυραμβικά σχόλια για τον ίδιο και την ομάδα του –και με ρεκόρ διαφημιστικών καταχωρίσεων στις 220 σελίδες του –το πρώτο τεύχος της νέας εποχής του «New York Times Magazine». Μιας εποχής κατά την οποία, όπως λέει και ο ίδιος στο ΒΗΜΑgazino, παρόλο που οι νέες γενιές δεν μεγαλώνουν αποκλειστικά με κραταιά περιοδικά και εφημερίδες, δεν σημαίνει ότι μεγαλώνουν χωρίς την επιθυμία για ποιοτική δημοσιογραφία. Ακόμη και αν στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον μπορεί να τη λαμβάνουν αποκλειστικά μέσω Facebook.
Πρόσφατα επιβεβαιώσατε δημόσια ότι οι «New York Times» εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο παραγωγής και όχι απλά διάθεσης περιεχομένου μέσω Facebook. Πώς ακριβώς θα γίνει αυτό; «Δεν είναι μυστικό το ειδικό βάρος που κατέχει το Facebook στην επικοινωνιακή στρατηγική της εφημερίδας. Οι «Times» εξερευνούν πολλές και διαφορετικές εκδοχές για δημιουργία και δημοσιοποίηση πρωτογενούς περιεχομένου απευθείας μέσω της συγκεκριμένης πλατφόρμας. Νομίζω πως είναι κάτι που πρέπει να σκεφτούν σοβαρά όλα τα media. Δεν έχουν καθοριστεί, όμως, όλες οι πτυχές του ζητήματος, οπότε δεν μπορώ ακόμη να περιγράψω τις λεπτομέρειες. Το σίγουρο είναι πως στόχος μας παραμένει η σωστή ενημέρωση των εκατομμυρίων αναγνωστών που μας εμπιστεύονται».

Δεν είναι εντυπωσιακό ότι τα social media, που είναι τόσο σημαντικά για τη δημοσιογραφία σήμερα, μετρούν μόλις λίγα χρόνια ζωής; «Μα φυσικά, το σκέφτομαι όλη την ώρα! Είναι απίστευτο πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα σε σχέση με πριν από μία δεκαετία. Τα social media έχουν αλλάξει κάθε πτυχή της δημοσιογραφίας. Από τη μορφή του περιεχομένου που παράγουμε μέχρι τον τρόπο με τον οποίο το διανέμουμε, ενώ φυσικά επηρεάζουν και την αντίληψη του κόσμου για τη δουλειά μας εν γένει. Είναι μία εν εξελίξει εμπειρία, που προσωπικά δεν σταματά να με εκπλήσσει».
Ολες αυτές οι αλλαγές είναι τελικά μόνο για το καλό της δημοσιογραφίας ή μπορείτε να εντοπίσετε ορισμένα μελανά σημεία; «Είμαι δεινός χρήστης διαφόρων κοινωνικών δικτύων. Σε κάποιο βαθμό βασίζομαι σε αυτά για να αναδείξω τη δουλειά μου και για να αντλήσω πληροφορίες, είτε ψυχαγωγικού είτε ενημερωτικού χαρακτήρα. Με γοητεύει η διαδραστικότητά τους. Το Facebook λόγω της δημοφιλίας του μπορεί να αυξήσει ραγδαία την επισκεψιμότητα ενός online μέσου. Το Twitter ενδείκνυται περισσότερο για γρήγορες συζητήσεις, σοβαρές ή μη. Από αυτή την «ψιλή κουβέντα» μπορούν να προκύψουν χρήσιμες πληροφορίες, να αναδειχθούν ζητήματα που αφορούν τους πολίτες και που υπό άλλες συνθήκες ίσως να μην έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Αναγνωρίζω, όμως, ότι έχει και κάποια εγγενή αρνητικά χαρακτηριστικά –όπως είναι ο περιορισμός των 140 χαρακτήρων και η δυνατότητα ανωνυμίας των χρηστών. Ομως ακόμη κι αν υπάρχουν μελανά σημεία, δεν μπορούμε να αναλωνόμαστε σε «λουδίτικες» σκέψεις, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την τεχνολογία αν θέλουμε να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας».
Η φωτογραφία εξωφύλλου του τεύχους του «New York Times Magazine» από την Κυριακή 26 Απριλίου είναι πραγματική. Μοιάζει ψηφιακά επεξεργασμένη, αλλά δεν είναι. Είναι φωτογραφία που τράβηξε από ελικόπτερο ο γάλλος καλλιτέχνης JR. Πρόκειται για τη φωτογραφία μετανάστη που φωτογραφήθηκε από τον JR να περπατάει στη Νέα Υόρκη, η οποία μεγεθύνθηκε, έγινε στένσιλ και – σε συνεννόηση με τον Δήμο της Νέας Υόρκης – τοποθετήθηκε στην καρδιά του Μανχάταν, μπροστά από το διάσημο Flatiron Plaza. Λίγες ώρες μετά, απομακρύνθηκε, πετυχαίνοντας τον σκοπό του: Ελάχιστοι περαστικοί πρόσεξαν πάνω σε τι περπατούσαν, όπως ελάχιστοι προσέχουν τους μετανάστες στο κέντρο του Μανχάταν.

Οταν αναλάβατε τη διεύθυνση του «New York Times Magazine» δηλώσατε ότι στόχος σας θα ήταν να φέρετε πιο κοντά το περιοδικό με το newsroom της εφημερίδας και ταυτόχρονα να κάνετε ακόμη πιο σαφή την ταυτότητά του. Πρόκειται τελικά για δύσκολη ισορροπία; «Ενα περιοδικό από τη φύση του έχει διαφορετική ύλη. Τα ρεπορτάζ είναι μεγαλύτερα από αυτά που δημοσιεύονται στην εφημερίδα, αφήνουν στον αναγνώστη μια πιο λογοτεχνική αίσθηση και έχουν γενικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την «περιοδικίστικη» γραφή από την «εφημεριδίστικη». Επιπλέον, αν και η φωτογραφία και το ντιζάιν είναι προφανώς σημαντικά για την εφημερίδα, στο περιοδικό αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι δεν πρέπει να δημιουργείται χάσμα ανάμεσα στο περιοδικό και στο υπόλοιπο newsroom –άλλωστε όλοι δουλεύουμε στον ίδιο οργανισμό. Συνεχώς προτρέπω το προσωπικό του περιοδικού να έρθει σε επαφή με την εφημερίδα. Είναι για το καλό όλων μας».


Πριν από το «New York Times Magazine» υπήρξατε διευθυντής του εστέτ μηνιαίου περιοδικό «Texas Monthly». Συμφωνείτε με αυτούς που υποστηρίζουν ότι η ομάδα ενός ένθετου περιοδικού σε μια εφημερίδα, αν και εργάζεται σε ένα θεωρητικά πιο ασφαλές περιβάλλον σε σχέση με ένα περιοδικό που αντιμετωπίζει το άγχος των πωλήσεων, πρέπει να δουλεύει πιο σκληρά για να πείσει τους αναγνώστες ότι δεν πρόκειται απλώς για ένα συμπληρωματικό κομμάτι ύλης που παίρνουν δωρεάν μαζί με την κυριακάτικη εφημερίδα τους; «Στην Ευρώπη είναι πιο σύνηθες να κυκλοφορούν υψηλής ποιότητας περιοδικά κάθε Κυριακή, μαζί με τις εφημερίδες. Στις ΗΠΑ το «New York Times Magazine» είναι μια κατηγορία από μόνο του. Ως ανταγωνιστές μας αντιμετωπίζω τα καλά περιοδικά που πωλούνται στα περίπτερα. Εχουμε ορισμένα σαφή συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά και μερικά μειονεκτήματα. Ενα από αυτά είναι ότι ακριβώς επειδή δεν πωλούμαστε στα περίπτερα, κάποιοι ίσως να μη μας αντιλαμβάνονται ως περιοδικό με την ίδια έννοια όπως το «New Yorker» ή το «Atlantic», γιατί δεν έχουν συνηθίσει να αντικρίζουν το εξώφυλλό μας στον δρόμο. Ταυτόχρονα, όμως, εκεί εντοπίζω ένα μεγάλο πλεονέκτημά μας. Εφόσον δεν χρειάζεται να «πουλάμε» τον εαυτό μας, έχουμε μεγαλύτερη ελευθερία ως προς τι θα βάλουμε στο εξώφυλλο, μπορούμε να είμαστε πολύ πιο δημιουργικοί, να υλοποιούμε ιδέες που φαντάζουν παράτολμες σε συνθήκες λιανικού εμπορίου. Εξάλλου, μπορούμε να αξιοποιήσουμε το τεράστιο δυναμικό της εφημερίδας και σε επίπεδο ρεπορτάζ. Και πράγματι, είναι σημαντικό το αίσθημα σταθερότητας που σου προσφέρει το περιβάλλον εργασίας ενός μεγάλου δημοσιογραφικού οργανισμού. Στον Τύπο, όπως ξέρετε, δεν υπάρχει μεγαλύτερος από τους «New York Times»».

Εχετε δηλώσει θιασώτης των μεγάλων, ερευνητικών ρεπορτάζ, της longform δημοσιογραφίας, όπως αποκαλείται σήμερα. Με δεδομένο ότι εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης των media λιγοστεύουν αυτά που μπορούν να διαθέσουν πόρους για τέτοιες έρευνες, κινδυνεύει να γίνει είδος υπό εξαφάνιση;
«Θίγετε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Πρόσφατα έδωσα μια διάλεξη και κάποιος με ρώτησε: «Δουλεύω σε ένα online μέσο.
Οταν λες longform, πόσες λέξεις εννοείς;». Του απάντησα ότι κατά τη γνώμη μου ως longform νοείται ένα ρεπορτάζ ανάμεσα στις 3.500 και στις 8.000 λέξεις. Κοιτώντας με έκπληκτος, μου είπε ότι πίστευε πως οτιδήποτε πάνω από 1.000 λέξεις είναι απαγορευτικό. Η προσπάθεια, οι πόροι και το ταλέντο που απαιτούνται για να γίνει πραγματική longform δημοσιογραφία γίνονται ολοένα και πιο δυσεύρετα. Είναι απίστευτα δύσκολο να γράψεις ένα καλό κείμενο 8.000 λέξεων. Πάντα έτσι ήταν. Συνεχίζω, όμως, να είμαι απόλυτα αφοσιωμένος σε αυτή τη φόρμα. Δεν πιστεύω ότι ισχύει αυτό που λένε κάποιοι, ότι ο κόσμος δεν έχει πια τη διάθεση να ξοδέψει μία ώρα για να διαβάσει μία σοβαρή έρευνα».
Αν οι σημερινοί τριαντάρηδες είναι η τελευταία γενιά που μεγάλωσε έχοντας βιωματική σχέση με τον χάρτινο Τύπο, πώς μπορούμε να πείσουμε τους νεότερους, που έχουν συνηθίσει να καταναλώνουν δωρεάν πληροφορίες από το κινητό τους, ότι η σοβαρή δημοσιογραφική δουλειά που γίνεται από έντυπα ή ψηφιακά μέσα είναι κάτι για το οποίο αξίζει να πληρώσει κανείς, γυρνώντας την πλάτη του στα sites που αναπαράγουν παράνομα το πρωτογενές περιεχόμενο το οποίο έχουν δημιουργήσει άλλοι; «Ενα περιοδικό ή μια εφημερίδα, ακόμη κι αν έχει πολύ ενεργή online παρουσία, δεν μπορεί να περιμένει από το κοινό να πλησιάσει μόνο του. Πλέον η δουλειά μας έχει να κάνει περισσότερο με το να πηγαίνουμε εμείς στους αναγνώστες, να παρουσιαζόμαστε πολύ πιο ελκυστικοί σε σχέση με το παρελθόν. Δεν ζούμε απλώς στην ψηφιακή εποχή, αλλά και στην εποχή της υπερπληροφόρησης. Παλιότερα μια εφημερίδα όπως οι «New York Times» θεωρούσε δεδομένο ότι εκατομμύρια αναγνώστες θα διάβαζαν κάθε λέξη –γιατί πού αλλού θα έβρισκαν τόσο σφαιρική κάλυψη των γεγονότων; Αυτό δεν ισχύει πια. Οι δημοσιογράφοι, εκτός από το να κυνηγάνε ένα καλό ρεπορτάζ, πρέπει να παρακολουθούν την αέναη εξέλιξη της τεχνολογίας. Πρέπει να δουλεύουμε πολύ πιο σκληρά για να πείσουμε τον κόσμο να μας διαβάσει. Είναι δύσκολο αλλά εφικτό, αρκεί να φερθείς έξυπνα ως προς τη στρατηγική σου, σε μεγάλο βαθμό ως προς τα social media. Επειδή οι νέες γενιές δεν μεγαλώνουν αποκλειστικά με χάρτινα περιοδικά και εφημερίδες, δεν σημαίνει ότι μεγαλώνουν χωρίς την επιθυμία για ποιοτική δημοσιογραφία».

Πάντως, ακόμη και ο Ντιν Μπακέ (σ.σ.: διευθυντής των «New York Times») έχει δηλώσει πως το αργότερο σε 40 χρόνια οι εφημερίδες δεν θα τυπώνονται πια, τουλάχιστον όχι σε καθημερινή βάση, συμπεριλαμβανομένων και των «Times». «Η βιομηχανία των media είναι σε διαρκή αναταραχή. Οσοι αποτελούμε κομμάτια της δεν μπορούμε να πάρουμε τίποτε ως δεδομένο. Πρέπει να επιδεικνύουμε προσαρμοστικότητα. Δεν χρειάζεται, όμως, να νιώθουμε σαν ένα μαύρο σύννεφο να πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας, ο πεσιμισμός δεν βοηθά. Οσον αφορά το δικό μου περιοδικό, μιας και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κυριακάτικης έκδοσης των «Times», θεωρώ ότι ο κόσμος που θέλει να το πιάνει στα χέρια του και να το ξεφυλλίζει, θα μπορεί να το κάνει για πολλά χρόνια ακόμη».
Στον έναν χρόνο που κρατάτε το τιμόνι του περιοδικού το οποίο κάθε εβδομάδα ίσως και να φτάνει σε περισσότερο κόσμο από οποιοδήποτε άλλο περιοδικό στον κόσμο, ποια στιγμή θα ξεχωρίζατε ως την πιο έντονη; «H κυκλοφορία, τον Φεβρουάριο, του πρώτου τεύχους μετά τον ριζικό ανασχεδιασμό, για τον οποίο εργαστήκαμε σκληρά δέκα ολόκληρους μήνες, ήταν μια πολύ φορτισμένη εμπειρία. Πέραν αυτού, και μόνο το να εργάζεσαι σε έναν τόσο σημαντικό οργανισμό, ο οποίος παραμένει απρόσκοπτα αφοσιωμένος στη δημοσιογραφία του υψηλότερου επιπέδου παρά τους δύσκολους «ανέμους της αλλαγής» που πνέουν στη δουλειά μας, είναι μια εμπειρία που δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. Ελπίζω, λοιπόν, σε δέκα χρόνια από τώρα να είμαι ακόμη εδώ και να προσπαθώ να κάνω ακόμη καλύτερο το »New York Times Magazine»».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ