Είναι άδικο να κρίνεις έναν αθλητή από αυτά που λέει και όχι από αυτά που κάνει, αλλά στην περίπτωση του Γκάρι Πέιτον δεν ήταν δύσκολο. Στα 17 χρόνια που έπαιζε σε υψηλό επίπεδο στο ΝΒΑ, αν ήταν γνωστός για κάτι, αυτό ήταν το «βρώμικο» στόμα του. Για το trash talking, το οποίο ο ίδιος εξέλιξε σε τέτοιο επίπεδο, που έφτασε να θεωρείται ο μεγαλύτερος «trash-talker» στην ιστορία του ΝΒΑ. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Ηταν ένας από τους πιο σκληρούς αμυντικούς της εποχής του. Ο αθλητής που ονομαζόταν «το γάντι» από τον τρόπο με τον οποίο εφάρμοζε την άμυνά του στους συμπαίκτες του έγινε μέλος του Hall of Fame του ΝΒA και πλέον, στα 46 του, είναι ένας άνθρωπος που δεν σκέφτεται τι θα δηλώσει. Μιλώντας στο ΒΗmagazino, επιτίθεται στο ΝΒΑ, το οποίο δεν σέβεται πια, νιώθει ευλογημένος που δεν αγωνίζεται στην εποχή των social media και εξηγεί πώς ξεπέρασε την κατάθλιψη που έπαθε μετά το τέλος της καριέρας του.

Η ομιλία σου κατά την τελετή ένταξης στο Hall of Fame του ΝΒΑ ήταν συγκινητική. Θα μπορούσες να θυμηθείς τα βασικότερα εμπόδια που κλήθηκες να υπερνικήσεις ώστε να λάβεις αυτή την τεράστια τιμητική διάκριση μετά το τέλος της καριέρας σου;
«Τα δύο πρώτα χρόνια στο ΝΒΑ ήταν δύσκολα. Για την ακρίβεια, ήταν ο ορισμός της δυσκολίας. Με επέλεξαν στο Νο 2 του ντραφτ, αλλά δεν έπεσα στον κατάλληλο προπονητή. Για καλή μου τύχη, ο ιδιοκτήτης των Σόνικς με λάτρευε και μια μέρα με κάλεσε στο γραφείο του για να με ρωτήσει τι μου συνέβαινε. Του απάντησα ότι ήθελα έναν προπονητή που θα με άφηνε να παίξω, όπως συνέβαινε στην ομάδα του Κολεγίου. Αμέσως έφερε τον Τζορτζ Καρλ και όλα άλλαξαν. Το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο ήταν ότι επαναπαύτηκα. Οταν άρχισα να παίρνω πολλά χρήματα και βρέθηκα ψηλά, σταμάτησα να κάνω τα πράγματα που με είχαν φέρει σε εκείνο το σημείο. Η σκληρή, καθημερινή δουλειά, οι ατελείωτες ώρες στο γήπεδο το καλοκαίρι, η ατομική προπόνηση για τη σωματική βελτίωση και κατ’ επέκταση για τη βελτίωση του παιχνιδιού μου. Ευτυχώς, αναθεώρησα γρήγορα, έκανα την αυτοκριτική μου και μπόρεσα να γίνω ο παίκτης που ξέρετε».
Υπήρξες σταρ του ΝΒΑ. Πόσο δύσκολο είναι για έναν νεαρό αθλητή να διαχειριστεί το χρήμα και την υπερβολική δημοσιότητα;
«Το χρήμα φέρνει περισσότερα προβλήματα. Ολη αυτή η υπερέκθεση στα ΜΜΕ σε φέρνει στο επίκεντρο και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο για έναν νεαρό αθλητή. Το καλό με τη δική μου γενιά είναι ότι δεν είχαμε social media. Δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα με κάμερα ούτε Twitter ούτε Instagram. Οταν το φιλοσοφώ, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι θα ήταν πολύ χειρότερα αν υπήρχαν στην εποχή μου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μπορώ να πω ότι στάθηκα τυχερός που δεν υπήρχαν όλα αυτά όσο έπαιζα μπάσκετ. Τώρα, όλα είναι διαφορετικά. Γι’ αυτό δεν μου αρέσει το σκηνικό που έχει στηθεί και στον επαγγελματικό αθλητισμό. Ο κόσμος γνωρίζει υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες για την καθημερινότητά σου. Ο αθλητής και ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται ελευθερία, έχει ανάγκη την ιδιωτικότητα. Δεν αντιλέγω, όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο είναι λογικό να εκτίθεσαι περισσότερο, αλλά υπάρχουν στιγμές που ψάχνεις λίγη ηρεμία και ειδικά στη σημερινή εποχή δεν τη βρίσκεις».
Πόσο σπουδαίο είναι το τρίπτυχο κίνητρο – υπομονή – αποφασιστικότητα; Εχασες τον τίτλο στους τελικούς του 1996 με τους Μπουλς του Τζόρνταν, αλλά κατέκτησες το δαχτυλίδι του πρωταθλητή δέκα χρόνια αργότερα με τους Μαϊάμι Χιτ.
«Οφείλεις να είσαι υπομονετικός γιατί δεν είναι εύκολο να φτάνεις κάθε χρόνο στους τελικούς, ενώ και η ομάδα σου μπορεί να μην έχει τις δυνατότητες και τους παίκτες για να τα καταφέρει. Πάρτε για παράδειγμα τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, ο οποίος υπήρξε σπουδαίος παίκτης, αλλά δεν βρέθηκε ποτέ σε ομάδα που θα μπορούσε να κατακτήσει τον τίτλο. Ή τους Τζον Στόκτον και Καρλ Μαλόουν, που είναι τεράστιες μορφές, κατέχουν από μια θέση στο Hall of Fame, αλλά δεν έχουν κατακτήσει το δαχτυλίδι. Φυσικά, παίζουν ρόλο και οι συγκυρίες, γιατί αμφότεροι συνάντησαν τους Σικάγο Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν στους τελικούς και έχασαν δύο φορές. Οπως και εγώ με τον Σον Κεμπ στο Σιάτλ. Βρήκαμε στον δρόμο μας τον Τζόρνταν. Προσωπικά, αισθάνομαι ευλογημένος, γιατί είχα την ευκαιρία να αγωνιστώ τρεις φορές στους τελικούς και να κατακτήσω ένα πρωτάθλημα».
Πόσο δύσκολη είναι η περίοδος της αποχώρησης από την ενεργό δράση; Ακούμε για αθλητές που καταφεύγουν στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, που πάσχουν από κατάθλιψη.
«Είναι υπερβολικά δύσκολη για τον απλούστατο λόγο ότι έκανες ένα συγκεκριμένο πράγμα για πολλά χρόνια και ξαφνικά πρέπει να βρίσκεσαι μέσα σε ένα σπίτι τόσο πολλές ώρες. Σκέφτεσαι ότι οφείλεις να βρεις τρόπους ώστε να αξιοποιήσεις και να διαχειριστείς τα χρήματα που έβγαλες, γιατί αν τραβήξεις τον διακόπτη από την πρίζα και πεις αυτό ήταν, τα χρήματα δεν θα διαρκέσουν για πάντα και τότε θα είναι πολύ αργά για επανεκκίνηση. Εγώ για δύο χρόνια έμενα κλεισμένος στο σπίτι μου και δεν έκανα απολύτως τίποτα, είχα κατάθλιψη. Ηταν πολύ στενάχωρο. Το μυστικό είναι να βρεις τρόπο ώστε να ξοδεύεις εποικοδομητικά τον χρόνο σου. Αλλαξα τη ζωή μου και τώρα αισθάνομαι γεμάτος. Κάνω τηλεόραση, ταξιδεύω, συναναστρέφομαι και καθοδηγώ μικρά παιδιά, ενώ έχω ιδρύσει και έναν φιλανθρωπικό οργανισμό».
Κόμπι Μπράιαντ, Λεμπρόν Τζέιμς ή Κέβιν Ντουράντ;
«Κόμπι Μπράιαντ! Γιατί ξεκίνησε να παίζει στην εποχή μου και είχε την ευκαιρία να μάθει το μπάσκετ με τον τρόπο με τον οποίο το διδαχθήκαμε εμείς. Μου αρέσει, λοιπόν, πάρα πολύ και τον σέβομαι απεριόριστα. Αντιθέτως, δεν μπορώ να τρέφω τα ίδια αισθήματα για το σύγχρονο ΝΒΑ και γι’ αυτό δεν επιθυμώ να γίνω προπονητής. Κανείς δεν παίζει άμυνα, όλοι σκέφτονται να σκοράρουν. Το σύστημα ευνοεί τον επιτιθέμενο, ώστε να μπορεί να σημειώνει 50 και 60 πόντους κάθε βράδυ. Η τάση έχει μεταφερθεί ακόμη και στα βιντεογκέιμ, όπου ο κάθε πιτσιρικάς ταυτίζεται με έναν παίκτη που μπορεί να βάλει καλάθι με χίλιους τρόπους. Σας διαβεβαιώνω ότι αν οι σύγχρονοι σκόρερ έπαιζαν στην εποχή μου, δεν θα είχαν φτάσει καν στο καλάθι μας. Θα τους είχαν ισοπεδώσει προτού πατήσουν το ζωγραφιστό. Τώρα, όμως, κάθε επαφή καταλογίζεται ως φάουλ. Το παιχνίδι έχει χάσει τη γοητεία του, αφού δεν υπάρχει άμυνα».
Στα μάτια των περισσοτέρων ήσουν ένας επαναστάτης για το ΝΒΑ και πάντα αντιδραστικός. Ακόμη και όταν ο Τζορτζ Καρλ αντικατέστησε εσένα και τον Σον Κεμπ για μια αποτυχημένη συνεργασία, είχες δηλώσει πως αν εμφανιζόταν ξανά η ευκαιρία θα επιχειρούσες την ίδια πάσα. Τι σήμαινε τελικά για σένα το μπάσκετ;
«Πού το θυμήθηκες αυτό το περιστατικό; Για μένα το μπάσκετ ανέκαθεν ήταν διασκέδαση. Οταν έπαιζα στα γήπεδα της γειτονιάς, το έκανα χωρίς λεφτά, αλλά το μπάσκετ με χαλάρωνε, με ευχαριστούσε. Οταν έγινα επαγγελματίας και άρχισα να βγάζω χρήματα, ο προπονητής μου προσπάθησε να με βάλει σε καλούπι. Μια μέρα, λοιπόν, τον έπιασα και του είπα: «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να καταστρέψεις τη χαρά μου για το παιχνίδι». Στο ίδιο ματς, λοιπόν, όταν μας επανέφερε στο παρκέ, σκάρωσα την ίδια και ακόμη πιο εντυπωσιακή φάση, που έμελλε να γίνει ένα από τα ωραιότερα highlights».
Μπορείς να θυμηθείς έναν διάλογο με κάποιον αντίπαλο που προσπάθησε να συγκρουστεί μαζί σου λεκτικά, αλλά απέτυχε παταγωδώς;
«Ο Στιβ Φράνσις ήταν ένας από τους παίκτες που είχαν προσπαθήσει να παίξουν με το μυαλό μου, αλλά το έκανε με λανθασμένο τρόπο. Οταν ήταν μικρός, με θαύμαζε. Ημουν το είδωλό του. Οταν, όμως, μπήκε στο ΝΒΑ, θέλησε να με αντιμετωπίσει λεκτικά, μόνο που εγώ ήμουν αυθεντία στο trash-talking και όλο αυτό τού γύριζε μπούμερανγκ στους αγώνες. Αντί να με επηρεάζει αρνητικά, επηρέαζε τον ίδιο. Η πλάκα είναι ότι μετά την απόσυρσή μας από το παρκέ έχουμε γίνει πολύ καλοί φίλοι. Μια μέρα, λοιπόν, καθώς του μιλούσα στο τηλέφωνο, παραδέχθηκε ότι με φοβόταν και για να με σταματήσει κατέφευγε σε ανεπιτυχείς μεθόδους».
*Ο Γκάρι Πέιτον βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένος του OTE TV για τη διεξαγωγή του NBA 3X, που πραγματοποιήθηκε στο Golden Hall.

**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ