Ο μουσικός Μίκης Θεοδωράκης επιστρέφει. Δύο από τους πιο εμβληματικούς μεταπολιτευτικούς δίσκους του έλληνα συνθέτη βγαίνουν ξανά στο φως. Με καινούργιο δέρμα. Ο «Επιβάτης» και το «Ραντάρ» κυκλοφορούν εκ νέου (από τη δισκογραφική εταιρεία Sui Generis Music), σε καινούργια ενορχήστρωση του Μίκη Θεοδωράκη, με τον ίδιο να διευθύνει τη Λαϊκή του Ορχήστρα. Αυτή τη φορά με ερμηνεύτρια τη Φωτεινή Δάρρα. Στο πιάνο, ο Γιάννης Μπελώνης.
Μαζί επιστρέφει και ο πολιτικός Μίκης Θεοδωράκης (και ας ανακοίνωσε επισήμως τον Σεπτέμβριο του 2013 την αποστρατεία του από την πολιτική ζωή της χώρας έπειτα από 70 χρόνια παλλόμενης παρουσίας). Διότι ο «Επιβάτης» και το «Ραντάρ» γεννήθηκαν τότε, αλλά ακουμπούν στο σήμερα. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συνθέτη, αμφότεροι οι δίσκοι πνίγηκαν στη νέα τάξη πραγμάτων που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 και οδήγησε στη σημερινή κρίση. Και οι δύο κυκλοφόρησαν εν έτει 1981, σε μια περίοδο ύφεσης του πολιτικού τραγουδιού, μεσούντος, δηλαδή, του παραμυθιού «της πλαστικής ευτυχίας» και του «σκυλάδικου», που δεν μπορούσε να «σηκώσει» τον αναρχικό στίχο του Κώστα Τριπολίτη. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης είχε επανειλημμένα εκφράσει την πικρία του που τα έργα αυτά, γεννήματα της εποχής τους, δεν εισακούστηκαν τότε, αλλά παραγκωνίστηκαν. Και από το κοινό και από τους τραγουδιστές.
Ιδιαίτερα ο «Επιβάτης» έχει μια ταραχώδη μουσική (δημοσιεύματα της εποχής υπαινίσσονται και προσωπική) ιστορία. Κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα σε δύο εκδοχές (μάλλον συνήθης «θεοδωρακική» αλλά και «χατζιδακική» τακτική, αν λάβουμε υπ’ όψιν, για παράδειγμα, τους δύο «Επιταφίους», με τη Νάνα Μούσχουρη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ή τον «Χειμωνιάτικο ήλιο» που ηχογραφήθηκε εκ νέου σε διάστημα ενός χρόνου, με τον ίδιο μάλιστα ερμηνευτή, τον Μανώλη Μητσιά). Ο πρώτος «Επιβάτης» βγήκε από τη Lyra με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη και ο δεύτερος (παρότι ηχογραφήθηκε… πρώτος) από τη Minos με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά. To «Ραντάρ» τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας (σημειωτέον ότι τερματιζόταν με τη «Σύνοψη», το ντουέτο Νταλάρα – Θεοδωράκη με εκείνο το «ο τιμάριθμος, η μοναξιά κι η βία με της φτώχειας σου τη διαλεκτική»).
Ο καινούργιος «Επιβάτης» και το καινούργιο «Ραντάρ» δεν θα μπορούσαν να γίνουν με τα μουσικά μέσα του ’80. «Αλλωστε η βαθιά αλλαγή που σημάδεψε τη ζωή μας δεν μπορούσε παρά να επιδράσει στη μουσική θεώρηση των στίχων του Τριπολίτη» υπογραμμίζει σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης. «Εγινε πιο βίαιη, πιο επιθετική». Μόνο η ηχογράφηση έγινε με το ήθος και τα ήθη άλλων εποχών. Πριν από το στούντιο πρόβες στο πιάνο, ύστερα πρόβες και με την ορχήστρα. Οι παρατηρήσεις του συνθέτη βιντεοσκοπημένες, «για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό εννοεί». Οι νέοι συντελεστές (Φωτεινή Δάρρα – Γιάννης Μπελώνης) ακούν συχνά, κατά τη διάρκεια των προβών, τον συνθέτη να τους λέει: «Σας ευχαριστώ. Με κάνατε ευτυχισμένο».
Η ακόλουθη σύντομη κουβέντα με τον 88χρονο Μίκη Θεοδωράκη για αυτό το νέο, καλλιτεχνικό, αλλά και βαθιά πολιτικό εγχείρημά του έλαβε χώρα λίγο πριν από την πρόσφατη, ευτυχώς με αίσια έκβαση, περιπέτεια της υγείας του. Η περιπέτεια αυτή ήταν, όπως θα υπογραμμίσει αργότερα ο ίδιος, συνέπεια της τρίωρης γενικής πρόβας με τη Λαϊκή Ορχήστρα, «που είχα την ευτυχία, αλλά και την αποκοτιά να διευθύνω, βέβαιος πως θα το πληρώσω ακριβά. Πράγματι, την επομένη της πρόβας βρέθηκα στο νοσοκομείο. Τελικά γλίτωσα. Ομως εξακολουθώ να πληρώνω το τίμημα». Τριάντα τρία χρόνια μετά, ο μουσικός και πολιτικός Θεοδωράκης, που ποτέ δεν αποχωρίστηκαν, συναντώνται ξανά εδώ, στην πτωχευμένη ηθικά Ελλάδα του 2014, και «γυρεύουνε μια λύση εκρηκτική».
Κύριε Θεοδωράκη, σήμερα εμφυσάτε εκ νέου ζωή σε δύο σημαντικούς κύκλους τραγουδιών σας. Τι είναι αυτό που σας έφερε κοντά τους εν έτει 2014; «Ισως επέδρασε το γεγονός ότι έμειναν ουσιαστικά άγνωστοι στο μεγάλο κοινό».
Ας πάμε όμως στη γέννησή τους, πίσω στη δεκαετία του 1980. Πόσο «συναντηθήκατε» τότε με τους στίχους του Κώστα Τριπολίτη; «Τον «Επιβάτη» και το «Ραντάρ» τα συνέθεσα σχεδόν ταυτοχρόνως στο Παρίσι το 1981, τότε που ο Κώστας Τριπολίτης μού εμπιστεύθηκε τους στίχους του. Πρέπει να ομολογήσω ότι η ποσότητα και η ποιότητα του αναρχισμού που όπως κάθε αξιοπρεπής Κρητικός έκλεινα και κλείνω πάντα μέσα μου, κάπου ξεπεράστηκε από τον επαναστατικό οίστρο του νεαρού τότε ποιητή, ο οποίος προφανώς εξακολουθούσε να παραμένει μεθυσμένος από τις τελευταίες ριπές των ανέμων της αναρχίας του Μάη του ’68 και ίσως και τις δικές μας εξεγερτικές αναλαμπές των Λαμπράκηδων της δεκαετίας του ’60. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να μελαγχόλησε ο ποιητής, δεδομένου ότι κι εγώ ο ίδιος είχα εμπλακεί από το 1972 ήδη στις πολιτικές διαμάχες, αδιάφορο αν πίστευα (κι εξακολουθώ να πιστεύω) ότι στην περίπτωσή μου το θυμικό-εθνικό διαδραμάτιζε μέσα μου τον κύριο ρόλο, επομένως η δικαιολογία που έδινα και δίνω στον εαυτό μου ήταν το γεγονός ότι ποτέ δεν με ενδιέφεραν αυτά καθαυτά τα πολιτικά παιχνίδια».
Θέλετε να πείτε ότι δεν ευοδώθηκε αυτή η απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στον στίχο και στη μουσική; «Νομίζω ότι αυτή η ανεπαίσθητη ψυχική απόσταση ανάμεσα στον ποιητή και στον συνθέτη διακρίνεται στο τελικό αποτέλεσμα. Η μουσική λείανση των ποιητικών εκρήξεων οφειλόταν στο γεγονός ότι επιθυμούσα να θεωρώ την κοινωνική έκρηξη παρελθόν. Είτε, για να το πω πιο καθαρά, με φόβιζε ακόμη και η ιδέα ότι δεν τελείωσαν για μας οι αποτρόπαιοι εφιάλτες και ότι τα χειρότερα δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας».
Για ποιον λόγο πιστεύετε ότι επέμεινε ο Κώστας Τριπολίτης να εναποθέσει στα δικά σας χέρια αυτές τις δύο «ωρολογιακές βόμβες», όπως αποκαλείτε τους δύο συγκεκριμένους κύκλους τραγουδιών; «Θα σας πω το γιατί. Γιατί πράγματι δεν ήθελα να παραδεχθώ ότι ενώ ο λαός μας είχε πληρώσει πολύ μεγάλο τίμημα, ώστε να του αξίζει μια ανάπαυλα γαλήνης, ανασυγκρότησης και προόδου, εν τούτοις, πριν καλά καλά ανασάνει μετά το τέλος της χούντας, νέα μαύρα σύννεφα άρχισαν να σκιάζουν το μέλλον. Κι αυτό συνέβαινε τη στιγμή που σύσσωμη η Αριστερά και η Κεντροαριστερά ζούσαν μέσα σε ένα παραμύθι μιας πλαστικής ευτυχίας. Τόσο μεγάλος και απόλυτος υπήρξε ο δεσμός τους με το λεγόμενο όραμα της Αλλαγής, ώστε να είναι ανίκανοι να δεχτούν ακόμη και την πλέον ανώδυνη μεμψιμοιρία. Και δυστυχώς για μένα, μου έλαχε ο κλήρος να ξαναγίνω άγγελος κακών. Μέσα σε κάθε μου άρθρο, παρέμβαση, δήλωση, ομιλία και, προπαντός, μέσα σε κάθε τραγούδι μου υπήρχε η Αντίθεση. Που το ελάχιστο που μπορούσε να προκαλέσει ήταν η αντιπάθεια, ο αποκλεισμός και η απόρριψη. Ετσι, το τίμημα το οποίο προκάλεσα με την τρικυμία που δημιουργούσε η στάση μου αυτή δεν ήταν μόνο η καταδίκη του «Ραντάρ» και του «Επιβάτη», αλλά του συνόλου του έργου μου, που μόνο σήμερα αρχίζει να βγαίνει στο φως της ημέρας».
Οι εξελίξεις, όμως, φαίνεται ότι τελικά σας δικαίωσαν, δίνοντας νέα ζωή στα ξεχασμένα τραγούδια αυτής της εποχής. «Τι να την κάνω αυτή τη δικαίωση, όταν όλοι μας, και μαζί σας κι εγώ, βιώνουμε τα φαντάσματα που με το έργο μας ο Τριπολίτης κι εγώ θέλαμε από τότε να σταματήσουμε. Από το 1980 ως το 2004 συνέθεσα, ηχογράφησα και κυκλοφόρησα μέσω εταιρειών δίσκων περίπου 25 κύκλους τραγουδιών που περιέχουν γύρω στα 250 τραγούδια, τα οποία είμαι βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα θα γίνουν και αυτά, όπως και τα προηγούμενα, κτήμα του ελληνικού λαού. Το γεγονός ότι σε ένα μεγάλο ποσοστό δεν «πήγαν» στον λαό, θα αποτελέσει στο μέλλον αντικείμενο ειδικής μελέτης και έρευνας».
Ποια είναι η ερμηνεία που εσείς δίνετε; «Εγώ αρκούμαι να πω ότι δεν «πήγαν» στον λαό γιατί δεν τα άφησαν να πάνε στον λαό. Ποιοι και για ποιους λόγους, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να κρύβεται πλέον, δεδομένου ότι έχει ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση που θα τους αποκαλύψει, π.χ., το βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου «Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης –Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του», που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ιanos. Ομως το κύριο έργο για να αποκατασταθεί η αλήθεια θα το αναλάβει η ίδια η μουσική, με μέσο την επανεκτέλεση και γνωριμία των έργων με το σύγχρονο κοινό».
Τι είναι τελικά εκείνο που καθιστά αυτά τα δύο έργα τόσο εκκωφαντικά επίκαιρα 30 χρόνια μετά; «Εχω ήδη μιλήσει για τον εκρηκτικό χαρακτήρα της εποχής μας και την επίδρασή του επάνω στο ελληνικό τραγούδι. Αυτή η ιδιότητα, δηλαδή η έκρηξη, χαρακτηρίζει την ποίηση του Τριπολίτη, ειδικά στον «Επιβάτη» και στο «Ραντάρ». Και επειδή σήμερα στην Ελλάδα των μνημονίων ο ελληνικός λαός βιώνει τη μεγάλη διαμαρτυρία, την κρυμμένη οργή και το βαθύ ψυχικό τραύμα, η έκρηξη είναι για αυτόν «ανάγκη απόλυτη», όπως ακριβώς την ακτινογραφεί η ποίηση του Τριπολίτη, τα δύο έργα, ο «Επιβάτης» και το «Ραντάρ», αποκτούν μεγάλη επικαιρότητα, γίνονται «οργή ξυπόλυτη», «διαδήλωση ορμητική». Δηλαδή συναισθήματα που ο λόγος και η μουσική μεταβάλλουν σε ψυχική ανάταση και προσωπική εγρήγορση και ευθύνη. Τα στοιχεία αυτά πιστεύω ότι αποδίδονται απόλυτα από την ερμηνεία της Φωτεινής Δάρρα και της Λαϊκής μου Ορχήστρας».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Μαρτίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ