Η Μαρία Φαραντούρη βρίσκεται συνεχώς καθισμένη στην πολυθρόνα της. Κι όμως θα ορκιζόσουν πως τόση ώρα την έβλεπες σαν αεικίνητη φιγούρα να οργώνει το καθιστικό της. Είναι το πάθος της όταν μιλάει, ο τρόπος της, που δεν σε αφήνει ποτέ να αφαιρεθείς, έστω και για λίγο, βομβαρδίζοντάς σε με συνεχή «κατάλαβες;», ο αυθορμητισμός με τον οποίο σου τραγουδάει τη μελωδία ενός τραγουδιού (στην προκειμένη περίπτωση την «Μπαλάντα του Αντρίκου») για να θυμηθείς εσύ τον τίτλο του, επειδή εκείνης της διαφεύγει, που καθιστούν απολαυστική (και απολύτως διαδραστική)τη συνομιλία μαζί της.
«Α, δεν έχεις ακούσει το «Mikis»; Φανταστικός δίσκος, μόνο στη Γερμανία έχει κυκλοφορήσει, μισό λεπτό να σου φτιάξουμε μια κόπια». Χαίρεσαι να την ακούς, χαίρεται κι εκείνη να μιλάει για ό,τι έχει περάσει. Χωρίς νοσταλγία όμως. Διότι «όταν νοσταλγείς κάτι, μένεις στο παρελθόν, δεν έχεις παρόν και, πολύ περισσότερο, μέλλον. Εγώ αισθάνομαι σαν να ξεκινάω τώρα. Συμπορεύομαι με τον χρόνο. Αν η φωνή μου κρατήσει, θα συνεχίσω, αν όχι, θα αποσυρθώ. Τον αιχμαλωτίζεις τον χρόνο με αυτές τις στιγμές, μέσα από το πάθος για τη μουσική. Το πάθος για το τραγούδι, πέντε φιλίες, πέντε έρωτες, αυτή είναι η ζωή μας».
Την έχουν αποκαλέσει «Τζόαν Μπαέζ της Μεσογείου», «φωνή-δώρο των θεών του Ολύμπου», «Μαρία Κάλλας του λαού». Εχει μοιραστεί τη σκηνή με θρυλικές ντίβες όπως η Μίριαμ Μακέμπα, η Μερσέντες Σόσα και η Ζιλιέτ Γκρεκό. Ακουγε Πολ Ανκα ως έφηβη στο δωμάτιό της λίγο προτού βρεθεί να ερμηνεύει το «Μαουτχάουζεν» του Μίκη Θεοδωράκη. Ηταν εκείνη που τραγούδησε πρώτη ζωντανά τον «Δρόμο» του Μάνου Λοΐζου. Η σπουδαία τραγουδίστρια, με τόσο πολύτιμες αποσκευές, θα δυσκολεύτηκε λογικά να επιλέξει τραγούδια για τη συναυλία που θα δώσει στο Ηρώδειο, σήμερα, Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου, η οποία θα είναι αφιερωμένη στα 50 χρόνια της πορείας της, όπως δυσκολεύεται να περιορίσει την αφήγηση της ζωής της. Σαν μπάμπουσκα είναι κάθε ιστορία που θυμάται, μέσα της περιέχει κι άλλες ιστορίες, όλες συναρπαστικές.
Το καταφύγιο της μουσικής
«Είναι πολύ περίεργο, αλλά σχεδόν από τριών χρόνων είχα συνείδηση ότι θα αφοσιωθώ στο τραγούδι. Ακουγα με τεράστια προσήλωση το ραδιόφωνο, στο σχολείο έλεγα την προσευχή και στις επετείους τα τραγούδια, η ύπαρξή μου ήταν ταυτισμένη με τη μουσική. Είχα ταλαιπωρημένα παιδικά χρόνια εξαιτίας της πολιομυελίτιδας, για έξι μήνες είχα νοσηλευτεί σε μια κλινική για παιδιά στη Βούλα. Το καταφύγιό μου ήταν η μουσική, σαν να άκουγα την ηχώ του
κόσμου ένιωθα, ακόμη και κλεισμένη σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Γεννήθηκα με την ανάγκη να τραγουδήσω».
κόσμου ένιωθα, ακόμη και κλεισμένη σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Γεννήθηκα με την ανάγκη να τραγουδήσω».
Ποιες ήταν, όμως, οι μουσικές αναφορές της αρχής της ζωής της; «Ο πατέρας μου ήταν από την Κεφαλλονιά, του άρεσαν οι καντάδες και το μπελ κάντο. Η μητέρα μου ήταν Κυθηρία. Μέναμε στη Νέα Ιωνία, τα ακούσματα της γειτονιάς ήταν το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, μετέπειτα το αρχοντορεμπέτικο. Εκεί έμεναν η Γιώτα Λύδια και ο Καζαντζίδης. Ολα ήταν αληθινά τότε, είχαν μια γνησιότητα, δεν υπήρχε τίποτα χυδαίο. Και το βασικό κριτήριο για τους τραγουδιστές ήταν η ωραία φωνή και το πηγαίο συναίσθημα. Εστηναν εξέδρες στην πλατεία και θυμάμαι ερχόταν η Αννα Χρυσάφη και τραγουδούσε. Πέραν αυτών, αγάπησα πολύ και τη μουσική του Βέρντι. Ηρθα σε επαφή με τις όπερές του στο σπίτι ενός θείου μου που έμενε στο Κολωνάκι».
Στη συναυλία της στο Ηρώδειο, εκτός από τις γνώριμες συνεργάτιδές της Ελλη Πασπαλά και Σαβίνα Γιαννάτου, θα συμμετάσχει και ο Διονύσης Σαββόπουλος, φίλος της από τα χρόνια της πρώιμης νιότης: «Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήρθε στην Αθήνα πολύ νέος και τον πήραμε στον Σύλλογο Φίλων της Ελληνικής Μουσικής. Του αγοράσαμε ένα κρεβάτι και κοιμόταν εκεί, εκεί έγραψε και τα πρώτα του τραγούδια. Πηγαίναμε στις συνοικίες και παίζαμε, δύο ακόρντα ήξερε όλα κι όλα, στην κιθάρα αρχικά. Εμφανιζόμασταν οι δυο μας, μαζί και με τον Μάνο Λοΐζο, τα βράδια στη «Στοά», την μπουάτ του Γιώργου Κούνδουρου, αδελφού του Νίκου, στο Κολωνάκι. Μας άκουγαν οι πιο ανήσυχοι αστοί της εποχής. Υπήρχε μια διάθεση ανατροπής και αμφισβήτησης εκείνα τα χρόνια».
Η μοναξιά του Μάνου, η ποίηση του Μίκη
Η Μαρία Φαραντούρη ανήκει σε μια εξαιρετικά ολιγάριθμη, ευλογημένη χορεία καλλιτεχνών που έχουν συνεργαστεί και με τους δύο μεγάλους της ελληνικής μουσικής: τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Το όνομά της ταυτίστηκε κυρίως με το έργο του πρώτου, όμως και με τον δεύτερο συνεργάστηκε στενά, σε κύκλους τραγουδιών που θεωρούνται κλασικοί. «Ο δρόμος του Μάνου Χατζιδάκι ήταν ο μοναχικός δρόμος. Τον Μίκη τον τροφοδοτούσε η σχέση του με τον λαό.Ηταν πολύ αγαπημένοι οι δυο τους. Ο ένας στήριζε τον άλλον, αντίθετα με την αντίληψη που επικρατεί. Καμιά φορά, αυτοί που βρίσκονται στο στενό περιβάλλον ενός δημιουργού είναι βασιλικότεροι του βασιλέως και δημιουργούν τις κόντρες. Εγώ τους έβλεπα πάντα ως εξής: σαν να βρίσκονται και οι δύο στο ίδιο δωμάτιο, μπροστά σε ένα παράθυρο, μόνο που ο ένας προσπαθεί να το ανοίξει με τη γροθιά του και ο άλλος να σηκώσει τη γρίλια. Η φωτεινή εσωστρέφεια, η αρμονία του Μάνου, σε αντίστιξη με τη δοξασία του Μίκη, που εμπεριέχει την ιστορία και την ποίηση. Ο ένας Απόλλωνας και ο άλλος Διόνυσος».
Τι θυμάται πιο έντονα από τις προσωπικές στιγμές μαζί τους; «Τον Μάνο τον απολάμβανες μετά τις συναυλίες, όταν είχε πια αποβάλει το άγχος της εμφάνισης. Εκλεινε συνήθως κάπου ένα τραπέζι για να φάμε όλοι μαζί, καθόταν στην κορυφή και συνομιλούσε με τους φίλους και τους συνεργάτες, σπουδαία λόγια έλεγε, ήταν δάσκαλος. Τον διέκρινε ένα σαρκαστικό χιούμορ, η χυδαιότητα τον τρόμαζε φοβερά. Ο Μίκης ήταν πιο αυστηρός, για να είμαι ειλικρινής μερικές φορές κουραζόμουν από τη συνεχή ενασχόλησή του με τα πολιτικά θέματα, γι’ αυτό ενίοτε προτιμούσα τη συντροφιά του Μάνου, που μοιραζόταν πιο ανοιχτές φιλοσοφικές σκέψεις και ζητούσε από το κάθε πρόσωπο το ερωτικό του μάξιμουμ, χωρίς να θίγει ποτέ την αξιοπρέπεια κανενός. Είχαν και όλοι οι φίλοι του διάθεση περιπαικτική. Ο Μίκης είχε κι εκείνος χιούμορ, άλλου είδους, και υπήρξε και ερωτικό πρόσωπο, όπως αντίστοιχα ο Μάνος είχε αιχμηρό πολιτικό λόγο».
Με τον Φιντέλ στην Αβάνα
«Κατά τη διάρκεια της χούντας ζήσαμε εκτός Ελλάδας μια πολύ συγκινητική ατμόσφαιρα. Ξένοι καλλιτέχνες μετέφραζαν το έργο του Μίκη. Απίστευτα πράγματα. Δίναμε συναυλίες σε όλον τον κόσμο και είχε δημιουργηθεί ένα δυναμικό κίνημα αλληλεγγύης. Ξέρετε, δεν ήταν η Ελλάδα η μόνη χώρα με προβλήματα, και η Χιλή είχε δικτατορία λίγα χρόνια αργότερα, έβγαιναν γκρουπ από εκεί που είχαν αρχικά ανταπόκριση, αλλά ξεχνιόντουσαν γρήγορα, εμείς πέσαμε σε έναν Μίκη που ήξερε μουσική, είχε ωραίες μελωδίες. Ποιους να πρωτοθυμηθώ από όσους γνώρισα… Τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, την Πέγκι Ασκροφτ, τον σερ Τζον Γκίλγουντ, τον Ιβ Μοντάν… Με τη Μελίνα Μερκούρη κάναμε κάποια στιγμή μια περιοδεία και για να το γιορτάσουμε έδωσε ένα πάρτι στο Λονδίνο στο οποίο ήρθαν ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, η Μία Φάροου και ο Φρανκ Σινάτρα. Μαζεύαμε χρήματα σε αυτές τις εκδηλώσεις και τα στέλναμε πίσω στην Ελλάδα για τη στήριξη των οικογενειών των διωκόμενων από το καθεστώς».
Αν υπάρχει ένα θέμα που να πυροδοτεί τη μνήμη της με εκρηκτικό τρόπο, αυτό είναι τα χρόνια που πέρασε εκτός Ελλάδας εξαιτίας της δικτατορίας, αλλά και πιο μετά στο πλαίσιο της καριέρας της στο εξωτερικό. Το name-dropping δεν έχει σταματημό και οι αναμνήσεις πέφτουν σαν ριπές πολυβόλου: «Υπάρχει μια βιντεοταινία που τραγουδάμε το «Κάντο Χενεράλ» στην πλατεία της Αβάνας παρόντος του Φιντέλ Κάστρο, την τράβηξε η γυναίκα του Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, που ήταν κινηματογραφίστρια. Συνάντησα και τους Beatles, το 1968, σε ένα στούντιο στο Παρίσι. Είχε μεσολαβήσει ο Αλέξης Μάρδας. Είχαν έρθει ο Μακ Κάρτνεϊ και ο Λένον με τη Γιόκο Ονο. Σκέφτονταν να επισκεφθούν την Ελλάδα για συναυλία. Πολύ απλοί. Εδειξαν ενδιαφέρον για την κατάσταση στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν την καταπίεση και τις απαγορεύσεις. Θυμάμαι επίσης έντονα τον Ούλωφ Πάλμε, τον δημοκρατικότερο πρωθυπουργό που γνώρισα στη ζωή μου, με κάλεσε και τραγούδησα στο Κοινοβούλιο της Σουηδίας».
Η Μαρία Φαραντούρη είχε δεχθεί προτάσεις να μείνει να δουλέψει στο εξωτερικό. «Φωνή-χρυσωρυχείο» την είχαν αποκαλέσει στη Γαλλία. Δεν το θέλησε. Επιθυμούσε να επιστρέψει στη χώρα της. «Η Ελλάδα μού έλειπε πολύ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο Μάνος Χατζιδάκις με βοήθησε μέσω των γνωριμιών του να έρθω στην Αθήνα για 48 ώρες, χωρίς διαβατήριο, για να κηδέψω τον πατέρα μου. Ζήτησα από μια φίλη μου να με πάει μετά την κηδεία να δω την Επίδαυρο, να δω το φως στο αρχαίο θέατρο. Και έφυγα μετά. Επτά χρόνια. Και ήρθα στην Ελλάδα μόνο εκείνη τη φορά».
«Αγάπη είναι να αντέχεις τον άλλον»
Τον σύζυγό της, ποιητή και πολιτικό Τηλέμαχο Χυτήρη, τον γνώρισε εκείνη την περίοδο. «Είχα μια συναυλία στη Φλωρεντία και ζήτησα να μου συστήσουν κάποιον που να γνωρίζει καλά τις δύο γλώσσες για να μεταφράσει στα ιταλικά κάποιους ελληνικούς στίχους. Εμφανίστηκε ο Τηλέμαχος Χυτήρης με δύο φίλους του –ήταν φοιτητής εκεί. Διέκρινα την καλοσύνη του και μια εσωστρέφεια που συνοδευόταν ωστόσο από χιούμορ. Με γοήτευσε. Ηταν μια ωραία ερωτική ιστορία, αλλά δεν περίμενα ότι θα κρατούσε πολύ. Του έλεγα: «Εγώ, παιδί μου, γυρίζω με μια βαλίτσα σε όλον τον κόσμο». Ηρθε, όμως, λίγο καιρό μετά στο Αμστερνταμ να με δει, μετά στο Παρίσι, ε, και επιλέξαμε να είμαστε μια ζωή μαζί. Δεν ήταν πάντοτε τέλεια η ζωή μας, αλλά η αγάπη που νιώθουμε ο ένας για τον άλλον δεν γνώρισε τη φθορά. Ολα αλλάζουν με τον χρόνο, ασφαλώς, αλλά φτιάξαμε τη φωλιά μας, και εδώ είμαστε, και ελεύθεροι και δεσμευμένοι».
Αγάπη τι είναι; Να περνούν τα χρόνια και να αντέχει ο ένας τον άλλον; «Ναι, αυτό είναι αγάπη. Οπως και το να ξέρεις τα όρια της ελευθερίας του συντρόφου σου και να τα σέβεσαι, κι εκείνος αντίστοιχα τα δικά σου. Δεν μπορείς να αισθάνεσαι φυλακισμένος σε έναν γάμο. Εμείς ήμασταν και οι δύο χίπηδες. Εγώ δεν ήθελα καν να παντρευτώ. Παντρευτήκαμε αφού γέννησα το παιδί μας, οι οικογένειές μας επέμεναν για να μη συναντήσει κάποιο πρόβλημα μετέπειτα στη ζωή του. Η επικοινωνία είναι το πιο σημαντικό πράγμα σε μια συμβίωση. Οι έρωτες περνούν, δεν κρατούν πολύ. Να μπορείς, όμως, να πεις τις πιο μύχιες σκέψεις σου στον άνθρωπό σου χωρίς ενοχές, αυτό πόσο συχνά το συναντάς;».
Το 1985 η Μαρία Φαραντούρη χρειάστηκε να ερμηνεύσει ακόμη έναν ρόλο, εκείνον της μητέρας. «Οταν γέννησα τον γιο μας (σ.σ.: λέγεται Στέφανος, ζει στη Νέα Υόρκη και είναι μουσικός) είχα φοβίες και στρες και ενοχές ότι δεν περνούσα αρκετό χρόνο μαζί του γιατί ταξίδευα πολύ. Ο Τηλέμαχος είχε μπει στην πολιτική και αφιέρωνε πολλή από την ενέργειά του εκεί. Αποφάσισα τότε να περιορίσω τις εμφανίσεις μου. Πήγαινα να τραγουδήσω όποτε προέκυπτε κάποια πρόταση από το εξωτερικό. Να είμαι κάθε βράδυ σε κάποιο μαγαζί δεν το διανοήθηκα καν. Δεν μπορούσα. Ζήλευα τις τραγουδίστριες που κατάφερναν να είναι κάθε βράδυ καλοκουρδισμένες –φαντάζομαι είναι η αγάπη του κόσμου που σου δίνει τη δύναμη, εγώ δεν μπορούσα να μπαίνω τόσο συχνά σε αυτό που λέμε έμπνευση, είχα άλλους ρυθμούς».
Οι ρυθμοί της μοιάζουν, βέβαια, να έχουν επιταχυνθεί. Την έχει αναζωογονήσει τα τελευταία χρόνια και η συνεργασία της με τον φημισμένο σαξοφωνίστα της τζαζ Τσαρλς Λόιντ: «Πρέπει οπωσδήποτε να ακούσεις το «Hagar’s Song», το τελευταίο του άλμπουμ με τον πιανίστα, Τζέισον Μοράν –κάνουν θαύματα! Θα σου δώσω κι από αυτό μια κόπια». Κι εκεί, χαζεύοντας τα μαξιλάρια στον καναπέ της που γράφουν La traviata και τα αγόρασε από μαγαζί με αναμνηστικά της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης, τη ρωτάω αν είχε φανταστεί πριν από 50 χρόνια ότι ξεκινούσε ένα ταξίδι που θα την έφερνε σήμερα εδώ. «Δεν είχα στο ξεκίνημά μου πλήρη συνείδηση. Καταλάβαινα, όμως, ότι οι εποχές εκείνες θα έμεναν στην Ιστορία. Από μικρό παιδί ζούσα σε ένα περιβάλλον ποιητικό, αγωνιστικό, πολιτικό, πνευματικό, κατά καιρούς φωτιζόταν η μία πλευρά του περισσότερο από την άλλη. Ή το έχεις ή δεν το έχεις το χάρισμα –χρειάζεται ένα κομμάτι ευαισθησίας που, όταν βρεθεί στις σωστές συνθήκες, μπορεί να εξωτερικευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
* Η συναυλία της Μαρίας Φαραντούρη στο Ηρώδειο με τίτλο «Χθες άρχισα να τραγουδώ» θα γίνει σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου. Την εκδήλωση θα τιμήσει με την παρουσία του ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ συμμετέχουν φιλικά ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Ελλη Πασπαλά και η Σαβίνα Γιαννάτου.
**Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ