«Τον θυμάμαι σαν τώρα να μου λέει με μάτια στρογγυλά: “Ολια, στην Αλβανία είναι ο παράδεισος, αλλά δεν μας το λένε. Μας το κρύβουν”. Και εγώ τον κοιτούσα εντυπωσιασμένη και έλεγα: “Αλήθεια, Αντώνη;”. Ηταν έντονα πολιτικοποιημένος και με ψάρωνε». Ολα αυτά το μακρινό 1982, στα γυρίσματα της ταινίας «Το στίγμα» του Παύλου Τάσιου. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, γνωρίζουμε αφενός πως η Αλβανία ουδέποτε υπήρξε σοσιαλιστικός παράδεισος, αφετέρου ότι η Ολια Λαζαρίδου και ο Αντώνης Καφετζόπουλος συναντιούνται ξανά στη σκηνή του θεάτρου Ροές για το ανέβασμα από τον ταλαντούχο σκηνοθέτη Ευριπίδη Λασκαρίδη του εμβληματικού έργου του θεάτρου του παραλόγου «Οι καρέκλες» του Ευγένιου Ιονέσκο.

Στη φωτογράφιση που πραγματοποίησαν για τις ανάγκες προώθησης της παράστασής τους, τα 30 χρόνια γνωριμίας/φιλίας/συνεργασιών έπαιζαν τον ρόλο τους. Κάτι υπήρχε στην ατμόσφαιρα: μια παραπάνω άνεση, μια έλλειψη ανάγκης να ειπωθεί οτιδήποτε περιττό. Ανήμερα των γενεθλίων του, ο Αντώνης Καφετζόπουλος, μόλις τελείωσαν τις πόζες, αφηγήθηκε στη συμπρωταγωνίστριά του ένα σουρεαλιστικό όνειρό του με ηρωίδα μια ταμία θεάτρου που το υποσυνείδητό του την είχε μετατρέψει σε σωσία της Πέγκυς Ζήνα, και εκείνη γέλασε – φορώντας ακόμη μια μεγάλη γαμψή μύτη, αξεσουάρ από την παράσταση. Εκείνες τις ημέρες, ωστόσο, εξελισσόταν πολύ κοντά τους, σχεδόν στον διπλανό δρόμο, ένα άλλο θέατρο του παραλόγου, οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της παράστασης «Corpus Christi».

«Μου λείπει ο Χατζιδάκις»

Η Ολια Λαζαρίδου ξεσπαθώνει: «Θα πω το αυτονόητο, ότι είναι αίσχος αυτό που συνέβη. Εγώ πιστεύω κιόλας, και νομίζω ότι σε λίγο θα ντρέπομαι να το λέω, γιατί κάποιοι θα συμπεραίνουν ότι είμαι και εγώ σκοταδίστρια. Υπάρχει πάρα πολύ σκοτάδι παντού και φόβος, με κάνουν όλα αυτά να θυμάμαι τα έργα του Μπρεχτ, πώς μιλούσε για τον φόβο και τη σιωπή που επικρατούσαν τον Μεσοπόλεμο στη Γερμανία. Και δεν σχετίζεται αυτό που ζούμε καθόλου με την καλλιτεχνική αξία κάποιου έργου, αλλά με την ελευθερία. Περίμενα μια πιο θαρρετή αντιμετώπιση από όλους. Μου λείπει ο Χατζιδάκις, έβαζα στο YouTube και άκουγα την απάντησή του στις συκοφαντίες της “Αυριανής” για να παίρνω θάρρος. Αυτός ήταν άνδρας, με τόλμη και προσωπική ελευθερία. Τα έβαζε με όλους. Αισθάνομαι ότι εμείς σήμερα είμαστε τσαλαπατημένοι, δεν μπορούμε να ορθώσουμε το ανάστημά μας».

Αλλά το ανάστημα ορθώνεται ακόμη και από τη σκηνή ενός θεάτρου. Ενα έργο τέχνης μπορεί να είναι ταυτόχρονα ερώτηση και απάντηση. Πώς, όμως, δύο άνθρωποι με κοινό ίσως ξεκίνημα, αλλά πορείες που αποκλίνουν αρκετά, αποφάσισαν να βρεθούν ξανά μαζί; Για την Ολια Λαζαρίδου εύκολα βρίσκει κανείς τις αιτίες. Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης και ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι φίλοι της. Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του πρώτου ερμήνευσε, άλλωστε, και πέρυσι το «Κορίτσι Μπαταρία», ένα δικό της κείμενο εμπνευσμένο από προσωπικές ιστορίες και αναμνήσεις, οι οποίες περιγράφονταν άλλοτε με ρεαλιστικό και άλλοτε με ποιητικό τρόπο στον χώρο «Προσωρινός», δημιουργώντας μια νέα συνθήκη στη θεατρική Αθήνα.

Το εξηγεί και η ίδια: «Με τα χρόνια χόρτασα, έχω κάνει και ρόλους, αν και δεν είχα ποτέ τη μεγάλη ανάγκη να παίξω τις μεγάλες ηρωίδες. Δεν ονειρευόμουν νεότερη, για παράδειγμα, τη Νίνα (σ.σ.: από τον “Γλάρο” του Τσέχωφ). Για εμένα, αυτή η δουλειά μού έδινε την ευκαιρία να βρίσκομαι με τους φίλους μου, με μια παιδική όρεξη, και να δοκιμάζουμε να κάνουμε κάτι ωραίο μαζί. Αισθανόμουν, λοιπόν, ότι θα ταίριαζαν στον Ευριπίδη οι “Καρέκλες”, ο οποίος και νεότερος είναι και διαθέτει ένα χιούμορ που του ταιριάζει, διότι το έργο ήθελε ένα φρεσκάρισμα, έχει και κομμάτια daté (ξεπερασμένα), όσο υπέροχο και αν είναι. Με τον Αντώνη νιώθω τόση ευλογία που έχουμε ξαναβρεθεί, σαν να συναντιόμαστε μετά τον στρατό.

Συνυπήρξαμε παλαιότερα με ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια, ο Τάσιος, η Γώγου, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, και αυτό μας ενώνει αντί να μας χωρίζει. Υπάρχει ένας κατακτημένος κοινός κώδικας από δύο πολύ διαφορετικούς ανθρώπους». Ο Αντώνης Καφετζόπουλος συμπληρώνει τα κενά. «Με την Ολια έχουμε κάνει και πολλή παρέα, ταυτόχρονα όμως για αρκετό καιρό δεν παρακολουθούσαμε στενά ο ένας τη δουλειά του άλλου. Υπήρχε, ωστόσο, πάντα ισχυρή η επιθυμία να συνεργαστούμε, μου φάνηκε μια καλή αφορμή η τωρινή, υπήρχαν και ευτυχείς συγκυρίες και έφτασε η στιγμή να είμαστε στη σκηνή μαζί».

«Να γελάς με τα χάλια σου»

«Μονάχα, να, κατέχει το μεγάλο ταλέντο οι κραυγές του αυτές της απελπισίας να έχουν ποίηση και, προπάντων, χιούμορ ποιότητας, πράγμα σπάνιο στη σκυθρωπή εποχή μας» έγραφε το 1990 ο Κώστας Σταματίου στο πρόγραμμα που συνόδευε το ανέβασμα τριών μονόπρακτων του Ιονέσκο στο Γκαράζ της Κουμουνδούρου για το Εθνικό Θέατρο. Μπορεί το χιούμορ να αντηχεί ακόμη και μέσα σε μια κραυγή απελπισίας; «Μπορεί. Μέσα από το λυτρωτικό γέλιο της παράστασης καταλαβαίνει κανείς πόσο προσκολλημένοι είμαστε στις μικρές μας συνήθειες, στο μικρό μας εγώ, στις μικρές μας μιζέριες, στη λατρεία για την εξουσία. Πόσο τεράστιο φόβο έχουμε για το κενό που δεν τολμάμε να διακινδυνεύσουμε τίποτα, ακόμη και όταν αυτό που διακυβεύεται είναι η ελευθερία μας. Ολα αυτά είναι βέβαια ιδωμένα με τον τρόπο της μαύρης κωμωδίας, και είναι στ’ αλήθεια λυτρωτικό να βλέπεις τα χάλια σου γελώντας και όχι κλαίγοντας. Υπάρχει κάτι σαρκαστικό σε αυτή την υπαρξιακή κωμωδία» περιγράφει η Ολια Λαζαρίδου. «Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η διακαής επιθυμία του Ιονέσκο ήταν ο κόσμος να γελάει, λίγο-πολύ τα έχουμε δει όλα. Νομίζω ότι και το συμβάν που αναφέραμε στην αρχή, όλο αυτό που έγινε έξω από το Χυτήριο, δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις με άλλον τρόπο πέρα από κατεδαφιστικό χιούμορ», θέτει και μια άλλη παράμετρο στο ζήτημα ο Αντώνης Καφετζόπουλος.

«Ανεβάζουμε ένα έργο 60 ετών, το οποίο, όπως κάθε θεατρικό, μπορεί να το δει κανείς με πολλούς τρόπους και να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Συνήθως, όταν ασχολούμαστε με ένα θεατρικό κείμενο, εντοπίζουμε και απομονώνουμε τα στοιχεία εκείνα που μας αρέσουν. Οι “Καρέκλες” αφορούν την πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης που συνορεύει με τη γελοιότητα, εδώ εστιάζουμε σε αυτό, αν και σαφώς δεν υπάρχει μόνο αυτή η πλευρά στη φύση του ανθρώπου. Κι όμως… πόσο μπορεί κανείς να καγχάσει με την ανθρώπινη ύπαρξη; Kάθε άνθρωπος έχει μια τόσο μεγάλη δόση γελοιότητας που θα μπορούσε αν το συνειδητοποιούσε να σκάσει ανά πάσα στιγμή στα γέλια.

Σε μια εποχή που φαινομενικά απαιτεί άλλα πράγματα, μεγάλες ιδέες, ανασυγκρότηση του ανθρώπου γενικά, αλλά και του Ευρωπαίου ειδικότερα, να ξαναδεί το μέλλον, το ποιος είναι, εμείς, επειδή το έργο αφορά τη μηδαμινότητα, είπαμε να ασχοληθούμε με αυτό, για να υπάρχει ισορροπία. Καλό θα είναι, πάντως, γενικά να βλέπουμε και τις δύο πλευρές του εαυτού μας. Και τη δημιουργική, την ενδιαφέρουσα και χρήσιμη για τους άλλους, αλλά και εκείνη που είναι βαθύτατα εγωκεντρική και, εν τέλει, ασήμαντη» λέει ο 61χρονος ηθοποιός αναλύοντας το έργο του Ιονέσκο, αλλά και το σκεπτικό πίσω από το τωρινό ανέβασμά του.

«Μας χωρίζει απόσταση μιας αγκαλιάς»

Η Ολια Λαζαρίδου θέλει να αναφερθεί και σε κάτι άλλο, που θα είναι βασικό χαρακτηριστικό αυτής της παράστασης: «Οι αναφορές που έχουμε είναι των κλόουν, κλόουν σαν τον Μπάστερ Κίτον και τον Τσάρλι Τσάπλιν, οι οποίοι διαχειρίζονται το κενό παίζοντας. Η αέναη δημιουργικότητα είναι κάτι πολύ ισχυρό, το οποίο μπορείς να αντιτάξεις στον φόβο του κενού. Νιώθω ότι είμαστε γενικά πολύ κουρασμένοι. Με ρώτησε κάποιος αυτές τις ημέρες “μα πώς μπορείς να είσαι χαρούμενη με όλα αυτά που συμβαίνουν, πώς γίνεται να μην έχεις καταρρακωθεί”; Γίνεται, επειδή αισθάνομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε πιο δύσκολα. Εχω μια αίσθηση του μέτρου. Αισθάνομαι ευνοημένη κι έτσι δεν μπορώ ούτε να παριστάνω τον κριτή, ούτε να κατηγορήσω τον άλλον που τρέχει όλη μέρα για να βγάλει το ψωμί του και είναι κουρασμένος και δεν κατεβαίνει στη διαδήλωση. Επίσης, κάποιος που πιστεύει στον Θεό, όσο μαύρο και αν είναι το τούνελ, βλέπει λίγο φως. Εχω πλήρη επίγνωση ότι δεν με έχει χτυπήσει η ζωή τόσο σκληρά όσο θα μπορούσε και νιώθω ευγνωμοσύνη για αυτό, αλλά είναι και ο χαρακτήρας μου τέτοιος, η φύση μου. Είμαι προσανατολισμένη προς τη χαρά, την τροφοδοτώ έτσι τη ζωή μου».

Τι είναι αυτό που τρομάζει την Ολια Λαζαρίδου περισσότερο σε αυτή την περίοδο που ζούμε; «Υπάρχει τρομακτική υποκρισία. Αυτό που συνέβη με τη Λένα Κιτσοπούλου, για παράδειγμα, με είχε ταράξει πολύ. Να βγαίνει κάποιος και να κάνει τον ηθικό κατήγορο. Στην τέχνη πρέπει να υπάρχουν όλα, πρέπει να υπάρχει και ο μαύρος κόκορας που λαλεί. Αλλιώς επικρατεί μονάχα ο φόβος και το πρώτο πράγμα που κάνει ο φόβος είναι να σε αναγκάζει να διαχωρίζεις τον εαυτό σου. Είναι αισχρό. Το ισχυρότερο όπλο είναι ο αντίλογος: με τα έργα μας, με τη στάση ζωής μας. Η αλληλεγγύη, η ουσιαστική επικοινωνία, είναι οι ισχυρότερες ασπίδες προστασίας, τώρα που ζούμε σε μια κοινωνία αυτοκαταστροφική και δεν καταλαβαίνουμε ότι η μόνη ελπίδα είναι ο άλλος. Μια κοινωνία διάτρητη και απελπισμένη, όπου ο ένας δαγκώνει τον άλλον, χωράει πάντα και πολύ χειρότερα.

Γι’ αυτό θα πρέπει να βρεθεί μια πλατφόρμα να μας ενώσει όλους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, να υψωθεί μια φωνή που να υπερασπίζεται τα αυτονόητα, διότι εκεί έχουμε φτάσει. Ο,τι γίνεται αυτόν τον καιρό είναι λάθος. Αποφάσισαν ξαφνικά να διώξουν τον Λούκο. Πώς να μην υποψιαστώ εγώ ότι κρύβεται από πίσω κάποιος μικροπολιτικός σκοπός; Ενας άνθρωπος που έχει μια επιτυχημένη πορεία γιατί να χάσει τη θέση του, έτσι ξαφνικά, χωρίς δικαιολογίες και επιχειρήματα; Νομίζω ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία σε αυτοκτονικό τριπ. Ετσι ξεπήδησαν και τα φαντάσματα, που μαγαρίζουν με το σκοτάδι τους τις αξίες μας, την πίστη μας, τον πολιτισμό μας».

Ο μεγάλος θεωρητικός του θεάτρου Γιαν Κοτ είχε γράψει για τους ήρωες του θεάτρου του παραλόγου ότι «πρέπει να παίζουν ακόμη κι όταν το παιχνίδι είναι σκάρτο». Τους μοιάζουμε οι Ελληνες του 2012; Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι σαφής: «Δεν έχουμε άλλη επιλογή, παθιαζόμαστε και παίζουμε ακόμη κι αν δεν υπάρχει περιθώριο νίκης, ακόμη κι αν είναι το παιχνίδι στημένο. Αυτή είναι η φύση μας». Δεν υπάρχει όμως κάτι για να κρατηθούμε; Από πού μπορεί να αντλήσει κανείς σήμερα δύναμη για να προχωρά;

Η Ολια Λαζαρίδου θυμάται μια σκηνή που έζησε πρόσφατα, η οποία έμοιαζε με μικρή παραβολή: «Ημουν στο Φίλιον και έπινα καφέ. Ηταν εκεί και μια κυρία μόνη της και έπινε τον καφέ της και πέρασε ένα πρεζόνι σε άθλια κατάσταση. Την πλησίασε, κάτι πρέπει να είπαν, και αυτή σηκώθηκε και τον αγκάλιασε. Εφυγαν και οι δύο ύστερα από λίγο. Δεν κατάλαβα τι έγινε. Γνωρίζονταν; Tην έπιασε μια συγκίνηση συγκεκριμένη; Δεν έχω ιδέα, αλλά αυτή η σκηνή λειτούργησε σε μένα σαν μια παραβολή που δεν ξέρεις τι νόημα έχει, αλλά σου λιώνει την καρδιά για λίγο και σκέφτηκα ότι αυτό που μας χωρίζει είναι ίσως η απόσταση μιας αγκαλιάς και μόνο. Να μην αισθανόμαστε ό,τι δεν μας μοιάζει, εχθρικό. Από κατανόηση και έλεος έχουμε ανάγκη όλοι. Εχουμε πολλή κτηνωδία μέσα μας και χρειάζεται αγώνας για να τη δαμάσουμε». l

* Οι «Καρέκλες» θα παρουσιάζονται από τις 9 Νοεμβρίου στο θέατρο Ροές (Ιάκχου 16, Γκάζι), τη νέα σκηνή του θεάτρου Ακροπόλ.