Η Μαρία βρίζει. Βρίζει αισχρά και φωνάζει δυνατά. Κάποιος της χρωστάει χρήματα και εκείνη τον έχει μπροστά της, στο γραφείο της, τον αποκαλεί «μαλάκα» και γεμίζει το στόμα της μετρημένες 74 φορές σε 4 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή τον χτυπάει και λίγο, του φέρεται σαν σκουπίδι, τον κοιτάζει με ένα παγωμένο μίσος, σχεδόν τον φτύνει. Επειτα πέφτει για λίγο σιωπή και μετά συνεχίζει να τον βρίζει. Επικρατεί ένταση, κάποιες μικρές ρυτίδες οργής σχηματίζονται στο μέτωπό της, ο ήχος από τις βρισιές έπειτα από λίγο αρχίζει να σε ενοχλεί – αυτός είναι ο στόχος – και το πρόσωπό της παραμορφώνεται. Παραμένει όμορφο.

Αυτή είναι μια εικόνα που δεν φεύγει από το μυαλό. Λίγο προτού συναντηθούμε, η σκηνή από την ταινία «Η ψυχή στο στόμα», του Γιάννη Οικονομίδη, μία από τις δεκάδες δουλειές της Μαρίας Ναυπλιώτου, είναι το μόνο που κυριαρχεί. Είναι μια τόσο έντονη στιγμή, πεζοδρομιακού λυρισμού, τόσο εξωφρενικά δυνατή, που υπερισχύει οποιασδήποτε άλλης, όπως κάνουν όλες οι κραυγές. Η φωνή, όμως, κερδίζει για λίγο. Στο τέλος, πάντα χάνει από την ομορφιά.

Στους κανόνες της δημοσιογραφίας, το «να ξεκινάς από την είδηση» είναι τόσο αυτονόητο, που καταντά κουραστικό. Και η είδηση – όσο κουραστική, στερεοτυπική και αναμενόμενη και να είναι όταν επαναλαμβάνεται – είναι ότι η Μαρία Ναυπλιώτου είναι όμορφη. Είναι όμορφη με έναν περίεργο, αρχαιοελληνικό, όχι επιθετικό, όχι φτιαχτό, γήινο και απλό τρόπο.

Δεν είναι μόνο αυτό. Πριν λίγες ημέρες ολοκλήρωσε τις εμφανίσεις της σε μία από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς, τον «Ηλίθιο» του Στάθη Λιβαθηνού, ετοιμάζεται για το «Insenso», του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο Φεστιβάλ Αθηνών τον Ιούλιο, ενώ το φθινόπωρο θα εμφανιστεί στην «Οδύσσεια» του Μπομπ Γουίλσον στο Εθνικό. Μόλις, όμως, αναφέρει κάποιος το όνομα «Μαρία Ναυπλιώτου», όλοι θα πουν αυθόρμητα, σχεδόν αταβιστικά, «όμορφη». Προφανώς την ενοχλεί λίγο, όπως θα ενοχλούσε κάθε ταλαντούχο άνθρωπο η ανάδειξη ενός εξωτερικού χαρακτηριστικού.

Σε ενοχλεί όντως; «Λίγο. Αλλά εντάξει, δεν είναι και πρόβλημα. Στο σπίτι μου, μεγαλώνοντας, κανείς δεν ασχολιόταν με την ομορφιά. Και ο αδελφός μου είναι ένας πολύ όμορφος άνδρας, αλλά οι γονείς μας δεν μας πιπίλιζαν τα αφτιά με αυτό. Οταν ήμουν 11 χρόνων, η μητέρα μου αποφάσισε ότι δεν είχα καλή στάση σώματος. Και με πήγε στο μπαλέτο. Ηταν η στιγμή που η ζωή μου από ασπρόμαυρη έγινε πολύχρωμη. Και από τότε, τα πρότυπα της ομορφιάς άλλαξαν…».

Τι εννοείς; «Στον χορό, η ομορφιά έχει άλλο νόημα. Το σώμα μιας χορεύτριας απέχει πολύ από μια επιθυμητή γυναίκα. Και το κεφάλι της δεν έχει ιδιαίτερη σημασία – αρκεί να έχει την κατάλληλη τοποθέτηση. Κανείς δεν νοιάζεται αν είσαι όμορφη ή άσχημη, αρκεί να χορεύεις σωστά. Ως τα 25 μου ήμουν επαγγελματίας χορεύτρια. Κανείς δεν μιλούσε για ομορφιά με τους όρους του θεάτρου. Και εγώ δεν ασχολιόμουν…».

Δεν μπορεί να μην το είχες καταλάβει… «Δεν ήμουν νάρκισσος. Δεν είναι ότι δεν αγαπώ τον εαυτό μου, ότι δεν έχω τις μικρές ή μεγάλες ματαιοδοξίες μου, αλλά η ομορφιά δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός. Δεν είχα καταλάβει, αλήθεια, αν είμαι όμορφη ή άσχημη. Και μετά, ήρθε το θέατρο…».

Εκεί η εμφάνιση έγινε μείζον θέμα. «Ακριβώς. Δεν είναι ότι ήθελα από μικρή να γίνω ηθοποιός. Ξεκίνησα στα 25 μου, όπως όλοι, λίγο τυχαία. Και στην αρχή, όλη αυτή η κουβέντα για την ομορφιά μού φάνηκε σοκαριστική. Είχα μάθει να δουλεύω από μέσα προς τα έξω στον χορό, όχι το αντίστροφο. Στην αρχή ήταν εμπόδιο, είχα συνηθίσει να μιλάω για ουσία, όχι για εμφάνιση. Επειτα από λίγο, όμως, έπαψε να έχει σημασία».

Μοιάζεις σαν να απαξιώνεις κάτι που θεωρείς δεδομένο και πολλοί (πολλές) θα το ήθελαν απεγνωσμένα… «Οχι, όχι, δεν το απαξιώνω. Απλώς ξέρω ότι δεν έκανα τίποτε για αυτό. Οι γονείς μου έκαναν, και αυτοί χωρίς να το ξέρουν. Τα γονίδια. Και ξέρω πως – όπως και η πρώτη νιότη – η ομορφιά φεύγει εύκολα. Αν δεν χτίσεις έναν εσωτερικό κόσμο αρκετά δυνατό, τότε είσαι κατεστραμμένος, ακόμη και αν δεν το ξέρεις».

Φυσικά, αυτό φέρνει και φθόνο. «Στην υποκριτική, δεν είναι τόσο πρόβλημα ο φθόνος. Είναι ένας χώρος ο οποίος, ενώ έχει πολλούς ενδιαφέροντες, διαβασμένους, φωτισμένους – τι λέξη είπα τώρα, σαν να ζω στο 1930 – ανθρώπους, έχει και κακία και κακές συμπεριφορές. Το πιο δύσκολο πράγμα είναι οι σχέσεις, οι άκομψοι τρόποι, η έλλειψη σεβασμού, η αντίληψη κάποιων παραγωγών ότι οι ηθοποιοί δεν είναι απαραίτητοι για ένα έργο. Ε, μάλλον είναι. Και αυτό είναι ένα από τα προβλήματα. Εδώ και καιρό, και εμείς οι ηθοποιοί αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα όλου του κόσμου, τα οικονομικά θέματα. Τουλάχιστον εγώ είμαι μόνη μου, υπάρχουν άλλοι συνάδελφοι με οικογένεια, οι οποίο πιέζονται πολύ».

Πάντως, είναι περίεργο να διαβάζεις αρνητικά πράγματα για σένα… «Στην αρχή ήταν σοκαριστικό. Ολοι έχουμε τις αποτυχίες μας. Απλώς στη δική μου τη δουλειά μια αποτυχία αποτελεί δημόσια κατάσταση. Αλλά κάποια στιγμή λες – ό,τι και να γράφουν για σένα – “εγώ αυτό θέλω να κάνω”. Και βελτιώνεσαι…».

Είσαι εργασιομανής; «Οχι ακριβώς. Αλλά υπάρχουν και περίοδοι που τρέχω από το πρωί ως το βράδυ. Εδώ και λίγο καιρό, όταν κάναμε τον “Ηλίθιο” και είχα ξεκινήσει και πρόβες για το “Insenso”, δεν είχα χρόνο για τίποτε. Αλλά περνάω και πιο χαλαρές περιόδους».

Μήπως δουλεύεις τόσο πολύ για να μη σκέφτεσαι όλα όσα βιώνουμε; «Ε, όχι. Ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου. Ζω και εγώ τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο. Ενημερώνομαι, δεν θέλω οι άλλοι να αποφασίζουν για μένα. Αηδιάζω και εγώ, βλέπω ανθρώπους στις τηλεοράσεις να μιλάνε με βαθιά γνώση για πράγματα για τα οποία στην ουσία δεν έχουν ιδέα, καταλαβαίνω ότι όλη αυτή η σκιά υπήρχε πάντα, απλώς τώρα αναδεικνύεται, προσπαθώ να παραμείνω ψύχραιμη, να μη γίνω δικαστής ούτε οικονομολόγος, διαφωνώ με όσους λένε “να γίνουν όλα στάχτη” και παράλληλα προσπαθώ να δημιουργώ και μικρές στιγμές αισιοδοξίας…».

Μήπως χρειάζεται να φτάσουμε στον πάτο; «Σε όλα τα πράγματα χρειάζεται αυτό. Και στη ζωή, και στον έρωτα, και μάλλον και στη δημοκρατία. Για να προσδιορίσεις ξανά τα πράγματα και να τα δουλέψεις αλλιώς στο μυαλό σου. Οπως και η υποκριτική, νομίζω ότι και η δημοκρατία θέλει πειθαρχία. Οταν αυτή εξαφανιστεί, γίνεται ασυδοσία. Και αφού ανεχθήκαμε τόσο καιρό την ασυδοσία, τώρα έρχεται και μας επιτίθεται. Νομίζω ότι η Ελλάδα είναι κάπως σαν το καναρίνι που χρησιμοποιούσαν παλιά οι ανθρακωρύχοι. Το έβαζαν στη στοά, πήγαινε μπροστά και, αν πέθαινε, καταλάβαιναν ότι υπήρχε πρόβλημα. Ας αποφύγουμε να πεθάνουμε και ας μη σκοτωθούμε μεταξύ μας. Γιατί βλέπω μηδενισμό, βλέπω ανθρώπους που θέλουν να καταστραφούν όλα. Δεν είναι λύση αυτή. Και καλά εγώ, δεν έχω οικογένεια και παιδιά. Βλέπω φίλους μου με οικογένειες που είναι πραγματικά φοβισμένοι…».

Ενώ μιλάς συχνά για την οικογένειά σου, για τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσες, δεν έχεις δημιουργήσει δική σου. Γιατί; «Η οικογένειά μου είχε μεγάλη σημασία για μένα. Ηταν δεμένη, με τα δικά της μικρά ή μεγάλα “εγκλήματα”, όπως όλες οι οικογένειες. Αλλά αισθανόμουν ότι ανήκα κάπου. Και γι’ αυτό επιστρέφω σε αυτούς πνευματικά και γι’ αυτό τους χρωστάω τόσα πράγματα…».

Μήπως επειδή έχεις υψηλά στάνταρ δεν έχεις τολμήσει να κάνεις δική σου; «Δεν αποκλείεται να είναι αυτός ο λόγος. Δεν αποκλείεται να είναι τα σκοτάδια που μας κυνηγάνε όλους μας. Αλλά, αν ποτέ κάνω παιδί, δεν θέλω να το κάνω τυχαία, δεν θέλω να το κάνω επειδή πρέπει. Είναι σημαντικό να το κάνω μέσα σε μια συντροφική σχέση. Και γι’ αυτό δεν το έχω τολμήσει. Δεν αξίζει να κάνεις εκπτώσεις πουθενά. Βέβαια, το πληρώνεις – τίποτε δεν σου χαρίζεται – με μοναξιά. Αλλά δεν αξίζει διαφορετικά».

Φαίνεται να σκέφτεσαι τα πράγματα υπερβολικά πολύ, να παρατηρείς, να αναλύεις. Μήπως όμως, έτσι χάνεις λίγο τη ζωή; «Δεν είναι κακό να ψάχνεσαι. Μόνο έτσι μπορείς να εκτιμήσεις πράγματα. Παλιά, ήμουν πολύ σκληρή με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Αυτό με εμπόδιζε να χαρώ. Δεν ένιωθα μέσα μου ευχαριστημένη όπως ζούσα, δεν έλεγα πού και πού “εντάξει, καλά τα έχεις καταφέρει ως εδώ”. Εκανα διαρκώς επίθεση στον εαυτό μου. Κάποια στιγμή, με πολλή δουλειά, αποδέχθηκα τα πιο σκοτεινά κομμάτια μου και συμφιλιώθηκα μαζί τους. Αλλά θα συνεχίσω να παλεύω όπως όλοι, για πάντα».

Η ζωή, πάντως, χρειάζεται και την ελαφρότητά της. Οχι μόνο ανάλυση και αυτομαστίγωμα… «Πάντα! Είμαι υπέρ της ελαφρότητας, μπορεί να μοιάζω αυστηρή και να έχω την αρχαιοελληνική κατατομή που κληρονόμησα από τη μητέρα μου – ήταν σαν να έχει “ξεκολλήσει” από την Ακρόπολη –, αλλά πιστεύω στην ελαφρότητα. Ισως να χρειάζεται πολύ, επειδή η ζωή δεν είναι εύκολη. Μικρή δεν ήμουν ανέμελη, “πυροβολήθηκα” από προσωπικές τραγωδίες που είχαν να κάνουν με την απώλεια και τον θάνατο. Δεν ήμουν ποτέ ξέγνοιαστη, μέχρι που κατάλαβα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω σε ένα τόσο βαθύ τούνελ. Αλλά πρέπει να παλέψεις με το σκοτάδι, να το νικήσεις…».

Πάντως, όση ώρα και να μιλάς, εξακολουθώ να έχω στο μυαλό μου εκείνη τη σκηνή από τον Οικονομίδη… «Ναι, ήταν σοκαριστική. Αλλά γι’ αυτό έγινα ηθοποιός, για να κάνω πράγματα που δεν είμαι εγώ, να τσαλακώνομαι».

Δηλαδή, στην πραγματική ζωή δεν βρίζεις έτσι; «Οχι, βέβαια».

Κρίμα.