Ο Ορχάν Παμούκ εκνευρίζεται εύκολα. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας βρόντηξε δυνατά το φλιτζάνι του τσαγιού του στο τραπέζι και έφυγε από το δωμάτιο φωνάζοντας: «Η ζωή μου είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από αυτό». Γύρισε δύο λεπτά μετά ήρεμος – υποκρίθηκε ότι είχε πάει απλώς στην κουζίνα για να γεμίσει την κούπα του με τσάι. Δεν θέλει να μιλήσει για πράγματα που τον ενοχλούν, είναι φανερό. Θέλει να μιλήσει κυρίως για αυτά για τα οποία έχουμε συνεννοηθεί: Το πρώτο βιβλίο του «Ο Τζεβντέτ Μπέη και οι γιοι του» κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα πριν από λίγους μήνες, ενώ το πολυαναμενόμενο Μουσείο της Αθωότητας (εμπνευσμένο από το ομώνυμο βιβλίο του) θα ανοίξει τις πόρτες του στις 27 Απριλίου. Το διαμέρισμά του έχει εκπληκτική θέα στον Βόσπορο – μπροστά δεσπόζουν οι μιναρέδες του Τζαμιού του Τζιχάνγκιρ –, ενώ η βιβλιοθήκη του πιάνει όλους τους τοίχους του δωματίου από το ταβάνι ως το πάτωμα. Τα βιβλία του είναι κλεισμένα πίσω από τζάμια σαν εκθέματα σε μουσείο.
Γιατί εκνευρίστηκε; Γιατί απλώς είναι ο Παμούκ. Εχει πουλήσει εκατομμύρια βιβλία, έχει κερδίσει το Βραβείο Νομπέλ, έχει βρεθεί στο επίκεντρο μιας διεθνούς πολιτικής διαμάχης, έχει δεχθεί απειλές, έχει δικαστεί, έχει γίνει ένα κανονικό δημόσιο πρόσωπο. Είναι λογικό να προσέχει και την παραμικρή κουβέντα του. Αλλά πριν από το σκάνδαλο, έχουν σημασία κάποιες λεπτομέρειες από τη ζωή του.
Τολστόι και Γούντι Αλεν
Ο Παμούκ γεννήθηκε το 1952 στο μεγαλοαστικό Νισάντασι, όπου και μεγάλωσε, εκεί δηλαδή που εκτυλίσσεται το βιβλίο «Ο Τζεβντέτ Μπέη και οι γιοι του». Προοριζόταν για μηχανικός. «Ο παππούς μου, ο πατέρας μου και οι θείοι μου ήταν μηχανικοί και όλοι πήγαν στο ίδιο πανεπιστήμιο, το Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ήταν η οικογενειακή παράδοση. Επειδή ήμουν καλλιτεχνική φύση, είπαν: “Ας τον αφήσουμε να γίνει αρχιτέκτονας” και έτσι γράφτηκα στη Σχολή Αρχιτεκτονικής. Το πνεύμα των μηχανικών, οι αξίες τους, όλα αυτά είναι πολύ συνηθισμένα στον Τρίτο Κόσμο» εξηγεί.
Δεν άντεξε πολύ. Σύντομα παράτησε τις σπουδές του και στα 22 του ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του βιβλίο, μια επική σάγκα με πολλά στοιχεία αυτοβιογραφίας – ο χαρακτήρας του Τζεβντέτ Μπέη είναι βασισμένος στον παππού του – που καταγράφει έναν ολόκληρο αιώνα τουρκικής ιστορίας. Θυμάται ακόμη πώς έγραψε το βιβλίο: «Εμαθα ότι το να γράφεις ένα μυθιστόρημα σημαίνει να συλλέγεις τα απομνημονεύματά σου και να τα ανασυνθέτεις με μια βαθύτερη οπτική. Το βιβλίο «Ο Τζεβντέτ Μπέη και οι γιοι του» φτάνει τις 800 σελίδες. «Διάβασα ξανά το βιβλίο μου έπειτα από 34 χρόνια – τέλείωσα τη συγγραφή του το 1978. Μου αρέσει το πόσο φιλόδοξος ήμουν» λέει ο Παμούκ γελώντας. Εκνευρίζεται όταν του λέω ότι ένας από τους ήρωές του μοιάζει να έχει τη ραθυμία όλων των πλουσίων. «Ναι, αυτός ο ήρωας είναι πλούσιος, αλλά είναι πλούσιος με τρόπο σχεδόν τολστοϊκό – δεν του αρέσουν τα πλούτη του. Δεν ζει σε ένα αστείο του Γούντι Αλεν. Δεν ρωτάει διαρκώς: “από πού ερχόμαστε; πού πάμε; θα πάμε για ποτό απόψε;”. Ξέρει ότι τα πράγματα είναι πιο βαθιά στην πραγματικότητα».
«Δεν είμαι εξτρεμιστής»
Η πολιτική έχει παίξει ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή του Παμούκ. Παιδί της δεκαετίας του ’70 έζησε σε μια περίοδο έντονα ταραγμένη για την τουρκική σύγχρονη ιστορία. «Δεν ήμουν όπως οι περισσότεροι ριζοσπαστικοί αριστεροί μαρξιστές φίλοι μου που διάβαζαν βιβλία που άλλαξαν τη ζωή τους και μέσα σε δύο χρόνια κατέληξαν στη φυλακή όπου τους βασάνισαν. Εγώ ήμουν πιο προσεκτικός. Οι φίλοι μου μου έλεγαν: “Α, είσαι προσεκτικός, κάθεσαι σπίτι σου και διαβάζεις βιβλία”. Ημουν ένας προσεκτικός αστός. Ημουν πάντα φιλελεύθερος, όχι εξτρεμιστής».
Το διεθνές σκάνδαλο
Ο Παμούκ ήταν ήδη ο διασημότερος τούρκος συγγραφέας διεθνώς – χάρη σε βιβλία όπως «Με λένε Κόκκινο» και «Χιόνι» –
και με πάμπολλα βραβεία στο ενεργητικό του, όταν το 2005 ξέσπασε ένα σκάνδαλο γιγαντιαίων πολιτικών διαστάσεων με διεθνές αντίκτυπο για τον ίδιο, αλλά και τη χώρα του. Hδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε μιλήσει υπέρ της ελευθερίας του λόγου και είχε θίξει το θέμα των πολιτικών δικαιωμάτων των Κούρδων, το απόλυτο θέμα-ταμπού στην Τουρκία ακόμη και σήμερα. Το 2005, όμως, μια συνέντευξή του στην ελβετική εφημερίδα «Das Magazin» άλλαξε τη ζωή του με τρόπο που δεν φανταζόταν. Στη συνέντευξη αυτή φερόταν να δηλώνει: «Τριάντα χιλιάδες Κούρδοι και ένα εκατομμύριο Αρμένιοι έχουν σκοτωθεί. Και κανείς δεν τολμάει να το αναφέρει, οπότε θα το κάνω εγώ». Η δήλωση αυτή, μια δήλωση που ο Παμούκ υποστηρίζει πως είχε άμεση σχέση πολύ περισσότερο με την ελευθερία του λόγου παρά με την ίδια την πολιτική, προκάλεσε μεγάλες πολιτικές αντιδράσεις. Σε προσωπικό επίπεδο ο Παμούκ βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου πάνω από μία φορά για τις απόψεις του, ενώ δεν μπορούσε πλέον να κυκλοφορεί χωρίς σωματοφύλακα. Την ίδια ώρα οι εξτρεμιστές απειλούσαν πως θα κάψουν τα βιβλία του – το 2008 μάλιστα μαθεύτηκε ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονίας του. Εξαιτίας της δήλωσής του άλλαξε η τουρκική νομοθεσία – έγινε πια παράνομο «να προσβάλλει κανείς την Τουρκική Δημοκρατία». Η υπόθεση προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή: μερικοί από τους διασημότερους συγγραφείς του κόσμου έσπευσαν στο πλευρό του – από τον Τζον Απνταϊκ ως τον Γκύντερ Γκρας και από τον Ουμπέρτο Εκο ως τον Κάρλος Φουέντες –, ενώ το ζήτημα επηρέασε έντονα και τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η έκρηξη του Παμούκ
Ο ίδιος τα θυμάται όλα αυτά. «Ηταν μια πολύ δύσκολη περίοδος, ζούσα με σωματοφύλακες και πίστευα ότι θα με εξόριζαν για πάντα. Είχα διάφορες δίκες όλα αυτά τα χρόνια» μου λέει κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Αρνείται πλέον να μιλήσει για την πολιτική, εξοργίζεται όταν τον ρωτάω αν περίμενε ότι μια συνέντευξη θα του άλλαζε τόσο πολύ τη ζωή. «Α, θέλετε να πάτε την κουβέντα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν θέλω να εξηγήσω το τι συνέβη πέντε χρόνια πριν. Ολοι με ρωτάνε αν το περίμενα. Οχι, δεν το περίμενα! Θα απαντούσα σε αυτή την ερώτηση πέντε χρόνια πριν, αλλά σήμερα η ζωή μου είναι πιο ενδιαφέρουσα από αυτό». Φωνάζει δυνατά την ώρα που μου τα λέει αυτά, σηκώνεται όρθιος απότομα και εξαφανίζεται προς την κουζίνα. Αμηχανία. Χαίρομαι που είμαστε σπίτι του και δεν μπορεί να κοπανήσει την πόρτα και να φύγει. Οταν επιστρέφει, μου λέει ότι εκνευρίζεται γιατί κάθε φορά που μιλάει για την πολιτική δεν βλέπει τίποτα τυπωμένο για τα βιβλία του. Οτι τον κουράζει να τον βλέπουν ως πρεσβευτή της Τουρκίας («με ενοχλεί, με κάνει να χάνω τον αυθορμητισμό μου και την ειλικρίνειά μου, σκέφτομαι “τώρα αντιπροσωπεύω κάτι”»). Και στο τέλος επιμένει ότι δεν τον απασχολεί και τόσο η πολιτική. «Η πολιτική απασχολεί λιγότερο από το 2% της ζωής μου. Επειδή είχα πολιτικά προβλήματα, γιατί η κυβέρνηση ή ο οποιοσδήποτε μου επιτέθηκε, όλοι πιστεύουν ότι είμαι ένα πολύ πολιτικό άτομο, αλλά δεν είμαι». Και αυτό το λέει αποφασιστικά.
Ελληνες και Οθωμανοί
Η πολιτική όμως είναι με διάφορους τρόπους παρούσα στα βιβλία του. Το πρώτο του βιβλίο μπορεί να κάνει μεγάλη εντύπωση στους έλληνες αναγνώστες του γιατί δεν έχει καμία σχέση με τα μεταμοντέρνα, πολύπλοκα βιβλία για τα οποία έγινε διάσημος αργότερα. Το βιβλίο ξεκινάει με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τελειώνει στα μέσα της δεκαετίας του ’70 – αν και το μεγαλύτερο κομμάτι του μυθιστορήματος μιλάει για τη δεκαετία του ’30, μία από τις σημαντικότερες εποχές της τουρκικής ιστορίας: είναι η εποχή που ο Κεμάλ Ατατούρκ ιδρύει τη νέα Τουρκική Δημοκρατία. «Ο Τζεβντέτ Μπέη θέλει να είναι κάτι αντικρουόμενο για την εποχή: και μουσουλμάνος και αστός» εξηγεί ο Παμούκ. «Ενας βασικός παράγοντας για την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ότι η αστική τάξη δεν ήταν μουσουλμάνοι, αλλά Ελληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι ή άλλες μη μουσουλμανικές εθνικότητες. Υπό αυτή την έννοια, ο εθνικισμός κόστισε στην Τουρκία την απώλεια της αστικής τάξης της. Το βιβλίο μου καταγράφει την εφεύρεση μιας μουσουλμανικής αστικής τάξης και την εξάρτηση από τον στρατό, έναν στρατό που με έναν τρόπο εφυήρε το έθνος. Ογδόντα χρόνια μετά, όλο αυτό είναι πια σε παρακμή. Εκείνη την εποχή ήμουν ντροπαλός και ανώριμος, αλλά έγραφα για τα πολιτικά προβλήματα: ακόμη μιλάμε για στρατιωτικά πραξικοπήματα, τον ρόλο του στρατού στην Τουρκία, τις κουρδικές εξεγέρσεις».
«Συστήνω σε όλους να κερδίσουν το Νομπέλ»
Η προσοχή που έπεσε πάνω στον Παμούκ όμως μετά την πολιτική διαμάχη του δεν του έκανε μόνο κακό. Το 2006 κέρδισε το βραβείο Νομπέλ, κάτι που πολλοί ισχυρίστηκαν ότι έγινε με πολιτικά κίνητρα. Μετά τα συμβάντα της προηγούμενης χρονιάς η πίεση που του ασκήθηκε ήταν ανελέητη. «Ολοι ασχολούνται μαζί σου, αποκτάς σωματοφύλακα, όλοι σε κοιτάνε υπερβολικά, πρέπει το σακάκι σου να είναι σιδερωμένο. Aλλά φυσικά η θετική πλευρά είναι πολύ πιο δυνατή από αυτή την επιπόλαιη αρνητική πλευρά. Δεν μπορώ να γκρινιάζω επειδή κέρδισα το Νομπέλ. Το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους» μου λέει και γελάει δυνατά και λίγο αμήχανα.
Οσα κάνεις για έναν έρωτα
Το 1998 ο Παμούκ είχε μια ιδέα που ξεπερνούσε τα στενά όρια της λογοτεχνίας. «Η ιδέα μου ήταν να τοποθετήσω μια φανταστική ιστορία σε ένα πραγματικό σπίτι και να κάνω το σπίτι μουσείο. Το σπίτι το αγόρασα το 1998 στο Τσουκούρτζουμα, μια γειτονιά που τότε ήταν πολύ φθηνή και σκέφτηκα ότι εδώ θα εκτυλίσσεται η πλοκή του βιβλίου μου και ότι θα αρχίσω να μαζεύω αντικείμενα της ιστορίας: φλιτζάνια του τσαγιού, ρούχα, τοπία, φωτογραφίες, τραπέζια, οτιδήποτε αντιπροσωπεύει μια κουλτούρα, ένα περιβάλλον, μια χρονική περίοδο. Αν αποφάσιζα ότι ο χαρακτήρας μου, ο Κεμάλ, θα αγόραζε ένα δώρο για την αγαπημένη του, τη Φισούν, πρώτα θα αγόραζα αυτό το αντικείμενο και μετά θα έγραφα για αυτό». Το «Μουσείο της Αθωότητας» – ένα από τα μεγαλύτερα μπεστ σέλερ του και ένα από τα ωραιότερα βιβλία του – κυκλοφόρησε το 2007. Το πραγματικό Μουσείο της Αθωότητας ανοίγει τη προσεχή Παρασκευή. Το βιβλίο καταγράφει την αγάπη του πλούσιου Κεμάλ για την κοινωνικά κατώτερή του Φισούν. Επειδή ο Κεμάλ δεν μπορεί να αποκτήσει τη γυναίκα των ονείρων του, αρχίζει να μαζεύει αντικείμενα που ορίζουν τη σχέση τους με φετιχιστικό ζήλο: τα σκουλαρίκια της, τα εισιτήριά της, η αλατιέρα και τα μπιμπελό του σπιτιού της καταλήγουν σε ένα ιδιόρρυθμο μαυσωλείο αντικειμένων. «Η ιδέα του Μουσείου της Αθωότητας ήταν να μιλήσω για μια κουλτούρα μέσα από τα αντικείμενά της» εξηγεί.
4.213 γόπες με κραγιόν
Μία από τις απαιτήσεις του Παμούκ πριν από τη συνέντευξη ήταν να πάω να δω το Μουσείο της Αθωότητας. Τα διεθνή μέσα περιμένουν χρόνια τώρα τα εγκαίνια του μουσείου. Το κτίριο είναι βαμμένο μπορντό και κρυμμένο σε μια γειτονιά που έχει αλλάξει ριζικά από τότε που αγόρασε ο Παμούκ το σπίτι – όπως έχει εξάλλου αλλάξει κι όλη η Κωνσταντινούπολη, που ζει ένα πρωτόγνωρο οικονομικό θαύμα. Το περίγραμμα της Πόλης έχει γεμίσει ουρανοξύστες, ενώ η φωτογραφία του Κεμάλ, που δέκα χρόνια πριν βρισκόταν σχεδόν παντού, έχει αρχίσει να εκλείπει. Η πρώην φτωχική γειτονιά του Τσουκούρτζουμα, που παραδοσιακά ήταν γεμάτη αντίκες και εργαστήρια επίπλων, έχει γεμίσει με στούντιο καλλιτεχνών, hipsters, δυτικά καφέ και μικρές μπουτίκ με vintage ρούχα. Ο Παμούκ έχει επιμεληθεί το μουσείο και τα αντικείμενά του με σχεδόν ανατριχιαστική προσοχή στη λεπτομέρεια. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αντιστοιχεί και σε μια ξύλινη αριθμημένη προθήκη γεμάτη αντικείμενα. Η πιο εντυπωσιακή από όλες αντιστοιχεί στο Κεφάλαιο 68: είναι μια προθήκη με 4.213 γόπες τσιγάρων, όσα έχει καπνίσει η ηρωίδα του βιβλίου. Πολλές από τις γόπες έχουν αποτυπώματα από κόκκινο κραγιόν. Κάτω από κάθε γόπα ο Παμούκ έχει σημειώσει με μια αξιοθαύμαστη εμμονή πού ακριβώς είχε καπνίσει η ηρωίδα το συγκεκριμένο τσιγάρο. Ο Παμούκ μού δείχνει όλο περηφάνια τον κατάλογο του μουσείου που θα λέγεται «Η αθωότητα των αντικειμένων». Στην Αμερική θα δημοσιευθεί από τον εκδοτικό οίκο Abrams, έναν από τους μεγαλύτερους στην κατηγορία της τέχνης.
Ο Χίτσκοκ και η ματαιοδοξία του συγγραφέα
Στο βιβλίο «Το Μουσείο της Αθωότητας», όπως και στο «Χιόνι», ο Παμούκ είναι ένας από τους ήρωες του βιβλίου. Εμφανίζεται στην αρχή και μετά διηγείται το τέλος της ιστορίας. «Είναι μια χιτσκοκική κίνηση, μου αρέσει, αλλά δεν το θεωρώ ιδιαίτερα σπουδαίο» διευκρινίζει. Τον ρωτάω αν υπάρχει κάτι ματαιόδοξο σε όλο αυτό. «Πιθανόν, αλλά το να γράφεις ένα βιβλίο 600 σελίδων περιέχει επίσης αρκετή ματαιοδοξία, οπότε…». Ο Παμούκ δεν αρνείται ότι υπάρχει κάτι ναρκισσιστικό στην τέχνη της συγγραφής. «Προφανώς, για να γίνεις συγγραφέας, πρέπει να πιστεύεις στη σοβαρότητά σου. Ισως και στην τέχνη της αυτοβιογραφίας να υπάρχει ναρκισσισμός. Αλλά και πάλι εγώ έκανα την αυτοβιογραφία μου (σ.σ.: το βιβλίο «Ιστανμπούλ, Πόλη και αναμνήσεις») πορτρέτο μιας πόλης αντί να γράψω μόνο για μένα. Νομίζω ότι το να είσαι ναρκισσιστής δεν είναι και τόσο κακό. Εξάλλου ως συγγραφέας πρέπει να επιβάλλεις τη δική σου άποψη και ματιά για τον κόσμο και να τη συνδυάζεις με την πραγματικότητα» λέει. Το μόνο άγχος του Παμούκ για το μέλλον είναι ότι δεν θα προλάβει να γράψει όλα τα βιβλία που έχει σχεδιάσει. Ο κατάλογος του Μουσείου της Αθωότητας ήταν το 15ο βιβλίο του. «Εχω έτοιμες πλοκές για οκτώ ακόμη βιβλία. Ετσι λειτουργώ. Πρώτα σκέφτομαι και μετά γράφω όλο και περισσότερες σημειώσεις. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω».
«Οταν έπαιζα μικρός με τα παιχνίδια μου»
Στα 60 του χρόνια ο Παμούκ έχει την αίσθηση ότι του τελειώνει ο χρόνος. «Ολα αυτά τα βιβλία που ετοιμάζω για όλα τα υπόλοιπα χρόνια θέλω να τα γράψω. Ο χρόνος είναι όλο και πιο πολύτιμος. Να απολαύσω τη ζωή μου κοιτώντας έξω από αυτό το παράθυρο, να πάω στην παραλία ή να δουλεύω συνέχεια; Ειλικρινά με βασανίζει αυτό το ερώτημα κάθε στιγμή. Μονίμως ρωτάω τον εαυτό μου γιατί δουλεύω τόσο σκληρά. Προφανώς επειδή μου αρέσει! Ακόμη δεν έχω χάσει τη χαρά τού να γράφω ένα μυθιστόρημα – είναι η ίδια αίσθηση που είχα όταν έπαιζα μικρός με τα παιχνίδια μου. Είναι η ζωή για την ευτυχία; Την απόλαυση της στιγμής; Το να παρηγορείς τον εαυτό σου ότι κάνεις κάτι με νόημα; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που ρωτάω ξανά και ξανά. Πάντα με απασχολούν οι ερωτήσεις – Πώς να χρησιμοποιήσεις τον χρόνο σου; Πώς φθάσαμε εδώ; Πού πάμε; Και φυσικά πού θα πάμε απόψε;». Γελάει δυνατά.