Στα μέσα του 80 τα αγόρια στη Θεσσαλονίκη καβαλάνε 50αράκια παπιά. Τα οδηγούν σαν να είναι παλιές μαύρες BMW και τα παρκάρουν έξω από το σχολείο. Οταν είναι καλοκαίρι μπορεί να σηκώνουν τα μανίκια και να στερεώνουν τα κόκκινα Marlboro, αλλά το κάνουν για πλάκα. Εχουν μακριά μαλλιά και έχουν κοντά μαλλιά. Τα κάνουν κοκκοράκι όπως οι Smiths, τα φουντώνουν με τζελ όπως οι Cure, τα αφήνουν προς τα κάτω όπως οι Ramones. Πίνουν μέτριο με γάλα. Φοράνε τζην και αρβύλες και μπλουζάκια με στάμπες από συγκροτήματα. Ακούνε punk και new wave και πειρατικούς σταθμούς. Κυνηγιούνται με τους καρεκλάδες και τα ροκαμπίλια. Μερικές φορές διαβάζουν NME και το τοπικό φανζίν Rollin Under. Ζούνε στο κέντρο της πόλης και κάνουν βόλτες στην πλατεία Ναβαρίνου. Μαζεύουν λεφτά για να αγοράσουν ένα δίσκο και περιμένουν εβδομάδες μέχρι να εμφανιστεί στο δισκάδικο στην διαγώνιο. Κάνουν παρέα με μεγαλύτερους. Κάνουν ό,τι κάνουν οι μεγαλύτεροι. Πίνουν βότκα ή μια Amstel όλο το βράδυ. Αλωνίζουν κάθε μέρα την πόλη ψάχνοντας, χωρίς να το ξέρουν, τα μικρά βαφτίσματα της ενηλικίωσης.
Πηγαίνουν στη Σελήνη πίσω από το ΚΘΒΕ, που παίζουν live οι Τρύπες και παλιότερα ο Σιδηρόπουλος. Ακούνε Μωρά στη Φωτιά, Blues Wire και Γκούλαγκ. Θα ήθελαν να είναι οι Joy Division, οι Clash, o Bowie, οι Ramones, ή ο Neil Young. Πηγαίνουν σε συναυλίες στο στέκι της Φιλοσοφικής και στις καταλήψεις. Τα βράδια του καλοκαιριού την βγάζουν στην Προξένου Κορομηλά, έξω από το Λούκι Λουκ και το Μπερλίν. Μπορεί να φάνε ένα παγωτό από την Ωραία. Θέλουν να παίξουν μουσική. Θέλουν να είναι και αυτοί σε ένα συγκρότημα. Η οικογένεια τούς παίρνει μια κιθάρα ή ένα μπάσο. Το ροκ στην Θεσσαλονίκη είναι ένας κόσμος που κινείται ανάμεσα στο Φόστερ το προβάδικο στη Νικηφόρου Φωκά, κάνει παρέα με τα συγκροτήματα της Ανω Κατω και της Lazy Dog, συχνάζει στο δισκάδικο Rollin Under και ηχογραφεί στο στούντιο του Βατσέρη και στο Αγροτικό του Παπάζογλου. Δεν είναι μόνοι τους στο κέντρο της πόλης. Από την Μπιενάλε του 1986 μέχρι να τελειώσει η δεκαετία, στις παρέες της Θεσσαλονίκης είναι οι αριστεριστές και οι αναρχικοί φοιτητές των στεκιών και των υπόγειων ρεμπετάδικων της Δαγκλή, οι σινεφίλ που ανανεώνονται με κάθε ετήσιο φεστιβάλ και ανακαλύπτουν τον Νικολαΐδη και τον Βέντερς, οι εστέτ και οι διαννοούμενοι που συχνάζουν νωρίς το βράδυ στο Ντε Φάκτο και αργότερα στο καμπαρέ της Προξένου, το Μπανάλ του Ηρακλή Δούκα. Η ιδεολογία που θα χαρακτήριζε το ανεξάρτητο ελληνικό ροκ μέχρι και πριν από λίγα χρόνια- και μέρος αυτού που αργότερα είπαμε έντεχνο- φτιάχτηκε στους δρόμους ανάμεσα στην Εθνικής Αμύνης μέχρι την Αριστοτέλους, εκεί που οι 20αρηδες του κέντρου γνωρίζανε τους φοιτητές από την Ανω Πόλη και τους ροκάδες από την Νεάπολη.
{{{ moto }}}
Οταν ο Μανώλης Φάμελλος ήτανε αγόρι στα 16 είδε μια αγγελία στο φουαγιέ του Φόστερ που έγραφε “παίζω κιθάρα, φυσαρμόνικα και τραγουδάω” και από κάτω είχε μια διεύθυνση: Μητροπόλεως 106. Ούτε τηλέφωνο, ούτε τίποτα. Επειδή το νούμερο αυτό δεν ήταν μακριά από την Φωκά, στο τετράγωνο μετά την διαγώνιο, αποφάσισε να περπατήσει κατευθείαν εκεί μετά τις πρόβες. Ηταν στην διαδικασία της αναζήτησης των καινούργιων πραγμάτων που μόνο οι νέες συναναστροφές σου δίνουν, και τότε, στην εφηβεία, περιγράφει τον εαυτό του σαν ένα σκυλί που γύρναγε και μύριζε από εδώ κι από εκεί. Ηταν λίγα χρόνια από τότε που είχε ακούσει τον πρώτο του δίσκο, το Leave Home των Ramones, δανεικό από μια γειτόνισσα στην Νέα Παραλία που έμενε, και ήξερε ότι ήθελε να γίνει μουσικός. Το προσπαθούσε με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι αυτής της γενιάς μαθαίνοντας το όργανο που είχε επιλέξει όσο καλύτερα γινόταν. Το ζητούμενο της εποχής ήταν οι καλοί σολίστες, αυτοί που μπορούσαν να παίξουν ακριβώς αυτά που άκουγαν στους δίσκους και μεταξύ τους υπήρχε ένας ανταγωνισμός για την πιο πιστή αναπαραγωγή σαν να ήταν αθλητές του στίβου.
Χτύπησε το κουδούνι και ο Χρήστος Οικονόμου του άνοιξε την πόρτα του ισόγειου διαμερίσματος. Η μέρα ήταν η 20η Νοεμβρίου του 1984 και όταν μετά από ώρες βγήκε από το σπίτι τη μάρκαρε μέσα του για να την θυμάται για πάντα. “Η πρώτη φορά που συνάντησα έναν άνθρωπο που έκανε τα δικά του πράγματα ήταν σαν να συνάντησα έναν θαυματοποιό. Είχα βρει το νόημα του πράγματος. Με το φίλο μου τον Χρήστο Οικονόμου συνεργαστήκαμε όταν ξεκινούσα, αλλά επειδή πέθανε νέος δεν παρουσιάστηκε ποτέ σαν μονάδα”. Σε αυτή την περίοδο μετά από αυτή την συνάντηση ο Φάμελλος αναγνωρίζει την πρώτη του ενηλικίωση. Κοιτώντας πίσω, είναι 44 χρονών σήμερα, αναγνωρίζει ακόμα δύο, στα 25 και τα 35 του, ηλικίες που συνήθως συμβαίνουν οι σημαντικές αλλαγές στα αγόρια όπως μεγαλώνουν. Τα χρόνια στην Θεσσαλονίκη, από την εφηβεία μέχρι την πρώτη νεότητα τα θυμάται σχεδόν ανάγλυφα, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από αυτά που ακολούθησαν. Δεν είναι μόνο ότι η απόσταση πια τα κάνει πιο λαμπερά, είναι και το ότι θυμάται τον εαυτό του να τα νιώθει κάπως έτσι την ίδια στιγμή που γινόντουσαν. “Η λάμψη της πόλης μου φαίνεται ότι ήταν μια λάμψη που έδινα εγώ, επειδή εκεί μου είχαν πρωτοφανερωθεί τα πράγματα και μου φαίνονταν μοναδικά και ανεπανάληπτα”.
Στην αρχή νομίζει ότι κάνει μια καριέρα παίζοντας μόνο μπάσο. “Με ενδιέφερε να έχω δημιουργικό ρόλο αλλά δεν ήθελα να εκτίθεμαι και τόσο, ήμουν αγοραφοβικός. Είχα και μια τραυματική εμπειρία και αποφάσισα ότι θα έπαιζα μπάσο κινώντας τα νήματα”. Το 1989 ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια με ένα σχήμα που λεγόταν Απέναντι, και το 1991 το πρώτο άλμπουμ μαζί με μια παρέα φοιτητών του τμήματος μουσικών σπουδών που αποφασίζουν να ονομάζονται Ποδηλάτες. Στο Οικονομικό της Νομικής που είχε περάσει έχει να πατήσει από το 90, και συνειδητοποιεί ότι πλέον ούτε που ήξερε πια που ήταν αυτή η σχολή. Το 1992 στο Παραρλάμα εμφανίζεται για πρώτη φορά μαζί με τους Ποδηλάτες και ο ρόλος του δεν είναι πια σε κανένα παρασκήνιο. Ο δίσκος που είχε ηχογραφήσει καθυστερεί με καθυστέρηση 2 χρόνων από τη δισκογραφική εταιρεία του Μύλου, του καινούργιου τότε πολιτιστικού πολυχώρου στα Σφαγεία. Ολο αυτό το διάστημα ο Φάμελλος εμφανίζεται εκεί με το συγκρότημά του. Δεν είναι όμως έτσι όπως το είχε φτιάξει στο μυαλό του. “Βρέθηκα να παίζω τα τραγούδια του δίσκου μου που δεν είχε κυκλοφορήσει, ενώ παράλληλα λειτουργούσα ως διασκεδαστής σε διάφορους χώρους στην Θεσσαλονίκη, στο Παραρλάμα και το Μύλο. Δεν είχα φανταστεί ότι θα είχα το ρόλο να παίζω διασκευές και να δημιουργώ μια ευχάριστη ατμόσφαιρα. Παίζαμε 2 χρόνια σαν μπάντα και είχαν περάσει και 2 χρόνια μέχρι να κυκλοφορήσει το άλμπουμ. Επειδή είχα απομακρυνθεί από το δίσκο πια, και επειδή ήμουν μωρό και μεγάλωνα με μεγάλη ταχύτητα, αισθανόμουν ότι εξέφραζε έναν παλιό μου εαυτό”.
Στο μυαλό του κατέγραψε ως δεύτερη ενηλικίωσή του αυτή την περίοδο από τα 24 έως τα 26, όταν ο πρώτος δίσκος δεν είχε τις πωλήσεις που θα ήθελε, και ήταν ακόμα ο νέος καλλιτέχνης που δεν ξέρει αν θα έχει την τύχη να κάνει δεύτερο. “Αυτό που ήθελα να πω απείχε από αυτό που ήθελε να ακούσει ένα ευρύτερο κοινό. Στα 25 κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχα φανταστεί. Ο κόσμος δεν θα ήταν μια ανοιχτή αγκαλιά που θα δεχτεί αυτό που έκανα. Η περίοδος αυτή ήταν η πιο μελαγχολική περίοδος της ζωής μου, αν και αν δω αναδρομικά τον εαυτό μου μάλλον ποτέ δεν ήμουν καλά”. Ακολούθησε όμως αυτή που θεωρεί την πιο χαρούμενη από τα 26 ως τα 30 του. “Υπήρχε τότε ένα χαμόγελο της τύχης και για τα εύκολα και για τα δύσκολα. Για τα ζουμερά και τα γεμάτα”. Το Πάρκο των Σκύλων ήταν ο δίσκος που έφερε την μεγάλη επιτυχία, και η Μαύρη Αγάπη ο τελευταίος με τους Ποδηλάτες, που στα 7 χρόνια ζωής τους μέτρησαν 26 μουσικούς στη σύνθεσή τους. Το 99 ο Φάμελλος αποφάσισε να μην παρκάρει πια τη μία του μηχανή στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, να κατεβαίνει από το αεροπλάνο στην Αθήνα για να παίρνει την άλλη. Μετακόμισε μια και καλή στην Αθήνα, στη Γλυφάδα. Στην Θεσσαλονίκη “έζησα την παρακμή του πράγματος και ένιωθα ότι όλες οι πιθανές διασταυρώσεις είχαν γίνει ήδη. Η Αθήνα ήταν ένα νέο πεδίο και για το ταξίδι του εαυτού. Οταν γνώρισα τη σκοτεινή πλευρά της Θεσσαλονίκης άρχισα να εξιδανικεύω το παρελθόν και να καταγγέλλω το παρόν ως παρακμή. Μπορεί να ήταν και η δικιά μου παρακμή επειδή δεν μπορούσα να ξανανιώσω όπως τότε”. Εκείνος ο πρώτος δίσκος που έφερε μόνο του το όνομά του και είχε τίτλο “Καθώς μικραίνει η μέρα αρχικά μπέρδεψε τους ακροατές του που τον θεώρησαν περισσότερο ηλεκτρικό από τους προηγούμενους. Στην διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του αιώνα ακολούθησαν άλλα 6 άλμπουμ και ο κόσμος κατάλαβε ότι ανάμεσα στην ποπ, την ροκ, την ελληνική μουσική του προηγούμενου αιώνα και τις αναφορές στο ιρλανδικό φολκ ήταν κάπου ο ήχος του Φάμελλου. Αν τον τοποθετούσαν κάπου ήταν λόγω των συνεργασιών του και των χώρων στους οποίους εμφανιζόταν, οπότε θα έλεγαν ότι ο Φάμελλος κάνει έντεχνο.
Στους Ελληνες μουσικούς δεν αρέσει ο όρος έντεχνο τραγούδι, έντεχνη μουσική. Δεν αρέσει σε αυτούς που κάνουν λαϊκή μουσική, σε αυτούς που κάνουν ποπ, αυτοί που παίζουν ροκ μπορεί να χρησιμοποιήσουν τον όρο υποτιμητικά, πολύ περισσότερο δεν αρέσει σε αυτούς που θα έβαζε κανείς στην κατηγορία έντεχνο. Είναι όμως ένας όρος που ο κόσμος χρησιμοποιεί εδώ και χρόνια και με τον οποίο συνεννοούμαστε. Αν θέλουν οι μουσικοί μπορούμε να κάνουμε όλοι μια συμφωνία και να πούμε ότι δεν εννοούμε τίποτα με αυτό, ότι δεν περιγράφει και δεν χαρακτηρίζει μια μουσική, ότι είναι απλά μια κατηγορία, ελλείψει κάποιας άλλης που όλοι οι εμπλεκόμενοι να αποδέχονται. Ας συμφωνήσουμε σε αυτήν την διαδοχή γραμμάτων, στην τελική δεν έχει και σκοπό να θίξει κανένα. Η χρυσή εποχή του έντεχνου ξεκίνησε στην δεκαετία του 90 και κράτησε όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά στην Ελλάδα, υπήρχε δισκογραφία από την οποία μπορούσε να ζήσει ένας μουσικός, και τα live club, που την μια νύχτα είχαν κάποιον έντεχνο και την άλλη κάποιον ροκ, ήταν γεμάτα. Η ιδεολογία της έντεχνης μουσικής απηχούσε εκείνο το πρώτο μείγμα που είχε ζυμωθεί στη Θεσσαλονίκη το 80, χωρίς πλέον όμως να είναι ξεκάθαρη η προέλευσή τους. Υπήρχε ένα “αντί” στον αέρα, ένα “κατά του lifestyle ηδονισμού” που είχε αναφορές σε μια γενικότερη αριστερή παράδοση, αλλά δεν μπορούσες να πεις ότι όλοι όσοι συμμετείχαν ήταν αριστεροί. Περισσότερο αυτοί που την άκουγαν αναγνώριζαν στους ήχους και τους στίχους των τραγουδοποιών μια αφτιασίδωτη αυθεντικότητα, την απλότητα του να μιλάς στην γλώσσα σου με μελωδίες που από όπου και να επηρεάζονταν δεν μπορούσες να μην αναγνωρίσεις και αυτές ως ελληνικές. Τα τραγούδια δεν ήταν μίας χρήσης, εξέφραζαν πραγματικά συναισθήματα και ο τρόπος τους ήταν προσεγμένος και πρωτότυπος. Οι άνθρωποι που άκουγαν αυτή την μουσική, διάβαζαν το Δίφωνο και πήγαιναν αργότερα στο Σταυρό του Νότου, ήταν προοδευτικοί και νέοι. Σε αντίθεση με αυτούς που ξημεροβραδιάζονταν την ίδια εποχή στα πάρτυ των μεγάλων clubs ή των Pure η διαφορά ήταν ότι ένιωθαν την ανάγκη να κοιτάζουν προς το εξωτερικό λιγότερο. Σύμφωνα με το στερεότυπο ήταν ίσως λίγο παραπάνω μελαγχολικοί και εσωστρεφείς.
Ο Φάμελλος λέει ότι “δεν ήμουν ποτέ οργανικό μέρος του πράγματος. Ημουν πολύ ηλεκτρικός για τους έντεχνους και πολύ νερόβραστος για τους ηλεκτρικούς. Και πάνω σε αυτή τη γραμμή προσπαθούσα να ισορροπήσω γιατί αισθανόμουν ότι εκεί ακουγόταν η φωνή μου. Ηθελα να πω αυτό που είχα να πω”. Αυτό που είχε να πει τις περισσότερες φορές ήταν σκοτεινό και μελαγχολικό και αυτό είναι κάτι για το οποίο έχει επίγνωση. “Eπιγραμματικά θα έλεγα ότι ένιωσα από νωρίς ότι όλα είναι μάταια και από τότε προσπαθώ να αποδείξω στον εαυτό μου και όχι μόνο το αντίθετο. Είναι αυτοσκοπός η χαρά; Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσα να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν ήταν το ζητούμενο. Αν σουτάρεις ηρωίνη τα βλέπεις όλα πιο σπουδαία. Δεν είσαι ο πιο ευτυχισμένος στον κόσμο; Αν ο αυτοσκοπός είναι η χαρά χωρίς να βλάψουμε κανένα μπορούμε να δοκιμάσουμε τα πάντα. Ολα όμως τελειώνουν και τίποτα δεν κρατάει για πάντα”.
Οταν κάνεις την δουλειά που αγαπάς έχεις το προφανές πλεονέκτημα και όλες τις παρενέργειές του. Ο Φάμελλος είναι από αυτούς. Αν τον ρωτήσεις σου λέει ότι δεν αισθάνεται ότι κάνει κάποια δουλειά, λέει ότι όλα είναι δουλειά και τίποτα δεν είναι. Η παρενέργεια είναι αυτή: να μην υπάρχει κανένας διαχωρισμός, να μην μπορείς να γυρίσεις σπίτι από την δουλειά. Να μην υπάρχει κανένα φυσικό και ψυχολογικό όριο και ακόμα και τα ερωτήματα της εργασίας “είναι καλό αυτό που φτιάχνω; είμαι αρκετά καλός;” να είναι και αυτά αντικείμενο δημιουργικής έκφρασης. Ακόμα περισσότερο όταν είσαι καλλιτέχνης τα πάνω κάτω της ζωής σου δεν μπορούν να διαχωριστούν από τα πάνω κάτω του επαγγέλματός σου. Ο ίδιος λέει ότι “οι καλλιτέχνες παλινδρομούν πάντα στο είμαι άχρηστος – είμαι μοναδικός. Και αυτό παράγει τον ηλεκτρισμό. Αν δεν υπάρχει η καταπακτή δεν μπορείς να ανυψωθείς”. Φαντάζομαι ότι τα υλικά της δημιουργικότητας τα κουβαλάνε οι καλλιτέχνες στο κεφάλι τους και η χαρά τους έρχεται όταν μπορούν να τα συνδυάζουν με τρόπο που να αρέσει. “Η χαρά του να βλέπεις κάτι να γεννιέται από τα χέρια σου δε συγκρίνεται με κάτι. Ξεκινάει από μια ιδέα που είναι συνήθως κάποιες λέξεις και το παιδεύω. Συνήθως η μουσική ολοκληρώνεται πρώτα. Συμβαίνει και το αντίθετο αλλά νιώθω ότι το αποτέλεσμα είναι πιο σφιγμένο. Βρίσκεις μια διέξοδο στα συναισθήματα που υπάρχουν έτσι κι αλλιώς μέσα σου. Σίγουρα είναι βασανιστική η διαδικασία αλλά πληρώνει καλά. Δεν μιλάω για το οικονομικό. Διευκρινίζεις πράγματα σε σχέση με τον εαυτό σου και αυτά που σε βασανίζουν”. Στις περισσότερες συνεντεύξεις θα διαβάσετε να περιγράφουν την δημιουργία σαν μια κατάσταση αυτοϊασης, αυτοθεραπείας, ότι έχεις κάποιες εμμονές, κάποια επίμονα συναισθήματα που πρέπει να μοιραστείς και έτσι όπως αερίζεις τα άπλυτά σου αισθάνεσαι καλύτερα. Για τον Φάμελλο που είναι ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει στις τελικές λύσεις είναι “ένα βήμα παρακάτω. Θα μπορούσες να πεις ότι ήμουν υγιής, προσεβλήθην από ιό, αλλά τελικά δεν επέστρεψα στην πρότερη κατάσταση. Το ζήτημα δεν είναι να το λύσεις αλλά να εμβαθύνεις στο ερώτημα. Είναι ένα καθήκον μου να τοποθετηθώ απέναντι σε κάποια ζητήματα που είναι ερωτήματα της δικής μου ύπαρξης και όποιου μπορεί να αφορά. Οταν επιστρέφει το τραγούδι σου σε σένα είναι κάτι άλλο από αυτό που άφησες να περιπλανηθεί πριν από καιρό. Ειναι πιο περίπλοκο από το να κάνεις το καλό και να το ρίχνεις στο γιαλό”.
Ολα αυτά που λέμε μεταξύ μας κανείς άλλος δεν τα ακούει. Μόνο γράφονται στο κασετοφωνάκι που είναι ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι μαζί με τους κρυωμένους καφέδες και τα χάρτινα σουβέρ. Καθόμαστε ένα απόγευμα στην άκρη αυτού του μπαρ της Σταδίου, κρυμμένοι στην γωνία του δίπλα στην κουζίνα, πάνω από το υπόγειο. Ολοι έρχονται σε αυτό το παλιό ποτάδικο. Αυτοί που ακούνε Αλεξίου και Πορτοκάλογλου. Αυτοί που ακούνε National και Black Keys. Οι αριστεροί μαζί με τους φωτισμένους δεξιούς φίλους τους. Οι εναλλακτικοί και αυτοί που παλιά ήταν προοδευτικοί. Οι 50αρηδες που θέλουν να πιουν 3 ποτά για να αρχίσουν να μιλάνε δυνατά και οι 20άρηδες που εκτιμούν αυτό το παλιό ντεκόρ σαν background της εξόδου τους. Ο Φάμελλος έχει γυρισμένη την πλάτη του στους θαμώνες του μπαρ ούτε καν έχει δει ότι πίσω του κάθονται μια παρέα από γνωστούς του. Απέναντί του είμαι μόνο εγώ, ένας σκουρόχρωμος τοίχος που, έτσι όπως δεν φωτίζεται, θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε χρώμα, και η αρχή μιας παλιοκαιρισμένης σκάλας. Ολα είναι παλιοκαιρισμένα εκεί μέσα. Τα μπουκάλια στα ράφια -όχι αυτά που χρησιμοποιούνται, τα διακοσμητικά- που πρέπει να έχουν μπει σε αυτές τις θέσεις τουλάχιστον πριν από μια δεκαετία. Το γυαλιστερό ξύλινο μπαρ με τα καψίματα από τα τσιγάρα. Η κουρτίνα που καλύπτει την τζαμένια είσοδο μέχρι την μέση. Ο μπάρμαν που είναι τελικά αυτός που μοιράζει όλα αυτά τα χάρτινα σουβέρ, διεκπεραιωτικά, αλλά με προσήλωση, σαν μεταλαβή στους πιστούς. Ολα φθαρμένα είναι εκεί μέσα αλλά με έναν περίεργο τρόπο, όχι όπως θα περίμενε κανείς, σαν κάτι να τους λείπει και δεν έχουν την συνηθισμένη πατίνα των αντικειμένων που γερνάνε. Το επόμενο πρωί που περνάω ξανά έξω από το μπαρ καταλαβαίνω ότι έτσι όπως είναι χωμένο μέσα σε αυτή τη στοά, ποτέ δεν το έχει χτυπήσει ο ήλιος, όχι κατευθείαν, όχι με δύναμη, εξασθενισμένες αντανακλάσεις μόνο φτάνουν και πέφτουν πάνω στην πόρτα του. Οι ετικέτες των μπουκαλιών του ποτέ δεν θα ξασπρίσουν όσα χρόνια ακόμα κι αν τα ξεχάσουν εκεί.