Από το γραφείο του ατενίζει το πράσινο του λόφου του Φιλοπάππου. Αφήνει εκεί για λίγο το βλέμμα του, έπειτα γυρίζει σε έναν πίνακα ζωγραφικής στους τόνους του μπλε, ανυπόγραφο, που δεσπόζει στον χώρο. Του αρέσει πολύ αυτό το μπλε, που στα μάτια του φαντάζει σαν μια μεγάλη θάλασσα. «Γυναίκα το ζωγράφισε, δεν θυμάμαι το όνομά της, μου την είχε συστήσει ο Τσαρούχης» λέει. Οι υπόλοιποι τοίχοι είναι κοσμημένοι με δεκάδες βραβεία και επαίνους με χρωματιστά και χρυσά μελάνια που «μνημονεύουν» τη ζωή του, και κάποιες φωτογραφίες, όλα μνήμες κατοχυρωμένες.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης, πολίτης του κόσμου και πολιτικοποιημένος, με 15 κινηματογραφικές ταινίες στο ενεργητικό του που τον κατέστησαν διάσημο διεθνώς, με πολλές θεατρικές σκηνοθεσίες, με ένα εξαιρετικό ντοκυμαντέρ με θέμα την Κύπρο, το «Αττίλας ’74», με δάφνες από το Μπρόντγουεϊ ως το Παρίσι και από το Λονδίνο ως τη Μόσχα, με τη γεύση της γνωριμίας με τα σημαντικότερα ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορος από το Πανεπιστήμιο Αθηνών ως το Κολέγιο Columbia του Σικάγου, μελετητής και μεταφραστής αρχαίων αλλά και κλασικών συγγραφέων, έτοιμος να λειτουργήσει ένα πολιτιστικό ίδρυμα που θα φέρει το όνομά του, αρνητής των συνεντεύξεων και των δημοσίων σχέσεων, «δύσκολος» καθώς λέει ο ίδιος, δέχεται, ύστερα από αρκετή επιμονή, να παραχωρήσει μια συνέντευξη στο «ΒΗΜagazino».
Κύριε Κακογιάννη, για να θυμηθούμε τα παλιά, ξεκινήσατε σπουδάζοντας νομικά, για να γίνετε εν τέλει διάσημος καλλιτέχνης… «Ηταν κάτι που αχνοφώτιζε πάντοτε, χωρίς όμως ελπίδα. Εφτασα στο Λονδίνο για να σπουδάσω νομικά, λίγο προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μου στέλνει χρήματα για πολύ και θα έπρεπε να αυτοσυντηρηθώ. Τότε ακριβώς αποκαλύφθηκαν οι κρυφές μου επιθυμίες. Είπα ότι αν πρόκειται να δουλέψω για να σπουδάσω, τουλάχιστον θα σπουδάσω αυτό που θέλω. Επειδή στην οικογένειά μας όμως μάθαμε να είμαστε ευσυνείδητοι, τελείωσα και τις νομικές σπουδές. Εκανα και αίτηση πρόσληψης στην αγγλοελληνική υπηρεσία του BBC και φαίνεται ότι τα γραπτά μου είχαν κάποια ποιότητα, γιατί με προσέλαβαν ως μεταφραστή και εκφωνητή. Στο πρόγραμμα φιλοξενούσα κατά καιρούς και προσωπικότητες από την Ελλάδα, όπως τον Μινωτή και την Παξινού. Αλλά δεν με γοήτευε και τόσο η εργασία μου τότε».
Τότε γίνατε και διευθυντής στην εκπομπή «Κυπριακή Ωρα»; «Η “Κυπριακή Ωρα” αποσχίστηκε από την αγγλοελληνική υπηρεσία του BBC. Κρίθηκε ότι ήμουν ο καταλληλότερος για να τη διευθύνω παρ’ όλο που ήμουν μόλις 20 ετών. Αλλάξαμε και κτίριο και μεταφερθήκαμε στο BusHaus από όπου πραγματοποιούνταν όλες οι εκπομπές προς ορισμένες χώρες. Η παρουσία μου εκεί μου έδωσε τη δυνατότητα να συναντήσω από κοντά και μεγάλους αρχηγούς, όπως τον Σαρλ ντε Γκωλ».
Ησασταν επομένως στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών; «Βεβαίως, από την αρχή τους. Βομβάρδιζαν επί τέσσερα χρόνια. Ηρθα αντιμέτωπος με τους βομβαρδισμούς από το πρώτο κιόλας βράδυ. Αλλά δεν διαλύεται τόσο εύκολα μια μεγάλη πόλη. Στην παλιά μου γειτονιά υπάρχουν ακόμη τα σχολεία, τα μουσεία, τα μικρά ξενοδοχεία…».
Βομβαρδίστηκε το σπίτι σας; Δεν ήσασταν μέσα – ευτυχώς. «Δεν ήμουν. Γυρνώντας όμως – σε ένα είδος ξενοδοχείου που έμενα στο Κένσινγκτον – το είδα σε ελεεινή κατάσταση και στους εξωτερικούς τοίχους τού απέναντι κτιρίου υπήρχαν ίχνη από αίμα. Ερχόταν από τα ανοιχτά παράθυρα… Αποφάσισα να φύγω και τηλεφώνησα σε κάποιους οικογενειακούς φίλους. Ο πατέρας μου είχε φίλους άγγλους κυβερνητικούς. Το ξέρετε ότι ο πατέρας μου είχε τίτλο; Ηταν σερ. Του έδωσαν τον τίτλο στην Κύπρο καθώς ήταν αντιπρόσωπος του ελληνικού πληθυσμού στις διάφορες κυβερνητικές επιτροπές για τα διοικητικά ή άλλα προβλήματα που κατέληγαν στις ανώτατες δικαστικές βαθμίδες. Ετσι, όσοι τον γνώριζαν θεωρούσαν ότι ήταν πρόμαχος των ελληνικών συμφερόντων, λόγω όμως της επαφής του με τους Αγγλους παρεξηγήθηκε… Εν πάση περιπτώσει, έχοντας γνώση των υπηρεσιών που προσέφερε, η αγγλική κυβέρνηση του έδωσε τον τίτλο».
Ασχολείστε πάντα με τα θέματα της Κύπρου; Παίρνετε θέση; «Πώς δεν παίρνω; Μην ξεχνάτε ότι έχω μια αδελφή μεγαλύτερη από μένα, η οποία ήταν σημαντικό στέλεχος της πρώτης κυβέρνησης του Μακαρίου με εξαιρετική καριέρα. Πέρασαν από τα χέρια της πολλά υπουργεία. Είναι μια ιστορική φυσιογνωμία, ευτυχώς ζει ακόμη, Στέλλα Σουλιώτη το όνομά της. Και η οποία μάλιστα τώρα που εγώ δεν μπορώ να πάω στην Κύπρο ήρθε και έμεινε μαζί μου έναν μήνα. Χάρηκα ιδιαίτερα. Είναι εκείνη που έχει γράψει την “Ιστορία της Δημοκρατίας της Κύπρου”, βι- βλίο που θεωρείται πολύ σημαντικό».
Πώς βλέπετε την κατάσταση στην Κύπρο να εξελίσσεται; Πιστεύετε ότι θα φτάσει κάποτε ο κυπριακός λαός στην εκπλήρωση των στόχων του; «Οι Τούρκοι κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να σκοτώνουν κάθε ελπίδα της Ελλάδας για δίκαιη επίλυση του Κυπριακού. Κάνουν οτιδήποτε για να βρισκόμαστε διαρκώς στο αποτέλεσμα της εισβολής, δηλαδή με τους δικούς μας μακριά από τα πατρικά τους σπίτια και χώματα. Βέβαια, υπάρχουν Τούρκοι εκεί, αλλά εμείς δεν τους εμποδίζουμε να έρθουν στον ελληνικό τομέα. Μα δεν βλέπετε εδώ τι γίνεται; Εκεί που είμαστε όλοι μέλη της ευρωπαϊκής κοινότητας, οι Τούρκοι απλώνουν χέρι, ξαφνικά στο χέρι κρατούν και “βόμβες” και τις ρίχνουν για να τρομοκρατήσουν τα νησιά του Αιγαίου».
Είστε εναντίον της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ; «Οχι, οποιαδήποτε πηγή πιέσεως προς τους Τούρκους υπάρξει, τόσο το καλύτερο. Αλλά όχι να ανατρέπουν τις αποφάσεις που έχουν αποδεχτεί».
Πήρατε θέση και εναντίον του σχεδίου Αναν. «Βεβαίως. Ημουν απολύτως εναντίον. Ακόμη και τώρα, με κάποιους της αθηναϊκής μας κοινωνίας μανιώδεις φιλοαμερικανούς που ήταν υπέρ του σχεδίου, δύσκολα μπορώ να συνευρεθώ σε παρέα».
Και τώρα είχαμε και το Ισραήλ που βομβάρδιζε τη Γάζα. «Αυτό που δεν έχει αποκαλυφθεί είναι τι οχλήσεις είχε το Ισραήλ από τη Γάζα. Είναι όμως τρομερό, γιατί ιδίως οι παλαιοί έχουν την πείρα του πολέμου του Χίτλερ. Και τώρα κάνουν τα ίδια πράγματα».
Φοβάστε έναν μεγαλύτερο πόλεμο; Ή επανήλθαμε στην ισορροπία τρόμου; «Αυτό ακριβώς είναι και αυτό φέρνει αίσθημα ασφαλείας. Γιατί ποιος θα πολεμήσει ποιον. Το ίδιο έγινε και με το Ιράκ και με το Αφγανιστάν. Και η εποχή είναι δύσκολη, όπως ήταν πάντοτε».
Θυμάστε εύκολες εποχές; Ηταν, λόγου χάρη, εύκολη για την Ελλάδα η περίοδος μεταξύ ’60 και ’67; «Οχι, γιατί οι μνήμες ήταν ακόμη ζωντανές από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και μην ξεχνάτε τι γινόταν και στη Ρωσία. Γιατί δεν ήταν μόνο η Ελλάδα. Εξαρτάται λοιπόν από το πού ζούσε κανείς και σε ποιο βαθμό και σημείο θεωρούσε ότι καταπατούνταν τα δικαιώματά του».
Σε επίπεδο προσωπικό και δημιουργίας, ποια ήταν η πιο σημαντική περίοδος της ζωής σας; «Η αρχή της καριέρας μου ως σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου. Γενικώς ήμουν ο δημιουργός της ταινίας, ο “δικτάτορας” – να το πούμε έτσι –, γιατί τότε η ποιότητα του αποτελέσματος εξαρτιόταν απολύτως από τον σκηνοθέτη. Ενώ συνήθως την εποχή εκείνη άλλα συνέβαιναν στις ελληνικές κωμωδίες λόγου χάρη, τις έγραφαν χρονογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς… Ελεγαν: “Ας πούμε στον Σακελλάριο να γράψει ένα σενάριο για τον Λογοθετίδη”. Και εκείνος το έγραφε και ερχόταν γάντι στον Λογοθετίδη και γινόταν ταινία».
Εσείς λοιπόν ήσασταν οne man show! Τα είχατε όλα στα χέρια σας. «Τα είχα; Τα απέκτησα!».
Με πολύ κόπο, φαντάζομαι… «Οχι».
Πηγαίο ταλέντο; «Ναι. Το πρώτο μου σενάριο ήταν το “Κυριακάτικο ξύπνημα”. Και δεν το ήλεγξε κανείς για να μου πει αν μια σκηνή είναι υπερβολική ή ό,τι άλλο. Οι ηθοποιοί – και κυρίως η Λαμπέτη και ο Χορν – το δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Εγώ ήμουν ο πρώτος που βγήκε στους δρόμους και γύρισα μια ταινία για την Αθήνα, όπου πρωταγωνίστρια ήταν η Λαμπέτη. Ηταν επιτυχία».
Και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Εδιμβούργου. Εχετε τιμηθεί με πολλά βραβεία αν και λέτε ότι δεν σας αρέσει ο ανταγωνισμός στην τέχνη. «Το βραβείο είναι καλοδεχούμενο αν είναι δίκαιο. Και νιώθω ευγνωμοσύνη. Αλλά οι επιτυχίες όταν λησμονούνται… και στη συνέχεια μια ταινία όταν αδικείται… επειδή δεν είναι, ας πούμε, με αγγλικό διάλογο… Δεν ξέρω, είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα…».
Πόσα βραβεία έχετε πάρει; «Ειλικρινά, δεν ξέρω».
Δεν ήσασταν παρών για να τα παραλάβετε. Γιατί; «Από έναν ελαφρύ σνομπισμό προς τις αξίες που αντιπροσωπεύουν ορισμένα βραβεία. Ούτε στα Οσκαρ πήγα και ας ήμουν τότε στη Νέα Υόρκη. Εγώ δεν ξιπάστηκα ποτέ με τα Οσκαρ. Ο “Ζορμπάς” τιμήθηκε με τρία Οσκαρ, όχι όμως για τη δική μου δουλειά. Δόθηκαν βραβεία άλλα, για τη φύση της Κρήτης, λες και ήταν σκηνικά…».
Υστερα από το «Κυριακάτικο ξύπνημα» τι ακολούθησε; «Λάνσαρα στον κινηματογράφο μια προσωπικότητα της Ελλάδας, τη Μελίνα. Τη “Στέλλα” δεν την έχετε δει;».
Βεβαίως. Είστε από τους λίγους των οποίων τη δουλειά την έχει δει όλη η Ελλάδα. Εσείς ποια ταινία σας αγαπήσατε περισσότερο; «Τις αγάπησα όλες εξίσου και τις έκανα με τις ίδιες ποιοτικές προθέσεις. Και βεβαίως η αναγνώρισή τους ήταν για μένα μέγιστη ικανοποίηση».
Με τις ελληνίδες ηθοποιούς που συνεργαστήκατε φαντάζομαι ότι η σχέση σας θα ήταν πολύ κοντινή και αγαπημένη. Ηταν; «Εξαρτάται από τις Ελληνίδες. Κοιτάξτε, οι Ελληνες για μένα έχουν ιδιοτροπίες τις οποίες δεν κατάλαβα ποτέ. Δεν θέλω να τα θυμάμαι αυτά… Η σχέση μου με τη Μελίνα στην Αμερική ήταν πολύ καλή και στο Παρίσι, επί χούντας, έγινε πολύ πιο έντονη. Οταν επέστρεψα στην Ελλάδα όμως διακόπηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις. Το ίδιο μπορώ να πω και για τη Λαμπέτη. Ερωτεύτηκε τον αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν, ένα έργο του οποίου σκηνοθετούσα, και εγκατέλειψε για αυτόν την Ελλάδα. Και εγώ από τότε δεν αισθανόμουνα ότι μπορούσα να της πω: “Σε μισή ώρα θα περάσω να σε δω”. Θυμάμαι εποχές που άνοιγα τα μάτια το πρωί και έλεγα: “Αραγε έχει ξυπνήσει η Λαμπέτη ή η Παπά, για να πεταχτώ και να καταστρώσουμε τα σχέδια της ημέρας;”. Αυτό, ξέρετε, εξαρτάται και από τη διαθεσιμότητα των άλλων».
Τι σας έλκυε; «Η γοητεία που μπορεί να ασκήσει κάποιος επάνω σου και η οποία γίνεται πλέον καθημερινή ανάγκη».
Εχετε διευθύνει μεγάλα ονόματα της διεθνούς σκηνής, όπως η Κάθριν Χέπμπορν, η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, η Ζενεβιέβ Μπιζόλντ… Ποια εντύπωση σας έχουν αφήσει; «Συνάντησα πολύ σημαντικές προσωπικότητες και ομολογώ ότι κολακεύτηκα όταν άπλωσαν το χέρι να με γνωρίσουν. Αλλά αυτά είναι παροδικά. Χτίζεις σχέσεις με έναν πρωταγωνιστή όταν οι αξίες του είναι στέρεα τοποθετημένες, όπως ήταν η Χέπμπορν. Απέφευγε τη δημοσιότητα, δεν έκανε δημόσιες σχέσεις, δεν πήγαινε ποτέ σε εστιατόρια κτλ., αλλά σου έλεγε: “Το σπίτι μου είναι ανοιχτό και έλα όποτε θέλεις”. Εγώ το προτιμούσα – αυτό έγινε και στην Αγγλία και στο Χόλιγουντ. Και όταν πήγαινα εκεί, το ήξερε από πριν και ερχόταν με ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για να με πάρει, να πάμε εκεί όπου έμενε και όπου δεν τολμούσαν οι παπαράτσι να πλησιάσουν».
Πώς ήταν η συνεργασία των ξένων ηθοποιών με τους έλληνες συναδέλφους τους και οι συνθήκες εργασίας στο Μπρόντγουεϊ; «Οταν σκηνοθέτησα τις “Τρωάδες”, που γνώρισαν τεράστια επιτυχία και παίζονταν για δύο χρόνια, η Ειρήνη Παπά ήταν το τέταρτο μέλος του κουαρτέτου των πρωταγωνιστριών με τη Ρέντγκρεϊβ, την Μπιζόλντ και τη Χέπμπορν. Δεν υπήρξε αντίδραση διότι είχε ήδη κάνει την “Ηλέκτρα”, είχε παίξει στο αμερικανικό θέατρο και μαζί είχαμε ανεβάσει έργα στο Μπρόντγουεϊ. Οταν προτείνεις τη δουλειά σου σε μια πολιτισμένη χώρα που δεν είναι η δική σου αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά των συνθηκών δημιουργίας. Οταν όμως κλείνει η πόρτα του θεάτρου και αρχίζουν οι πρόβες στην Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία διαφορά αν γίνεται κάτι τέτοιο στην Αμερική ή αλλού».
Θυμάστε ίσως κάτι εξαιρετικό που θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας; «Εξαιρετικό και μη αναμενόμενο. Οταν ήταν να παιχτεί ο “Ζορμπάς” στη Νέα Υόρκη είχε διαδοθεί η φήμη ότι επρόκειτο περί μιας εξαιρετικής ταινίας. Ετσι, όταν εμφανίστηκα στην πρεμιέρα βρήκα ένα σωρό μηνύματα διασήμων που ήθελαν να με γνωρίσουν και να με ασπαστούν. Μεταξύ αυτών ήταν και ένα τηλεγράφημα από τον μεγαλύτερο παραγωγό του Χόλιγουντ, τον Ντέιβιντ Σέλζνικ, παντρεμένο με την Τζένιφερ Τζόουνς, πολλά χρόνια μεγαλύτερό της και προστάτη της. Με παρακαλούσε ταπεινά, επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να με επισκεφτεί, να πάω στο σπίτι του. Θεώρησα εξαιρετική τιμή το ότι με καλούσε. Μην περιμένοντας όμως πολλά πράγματα, γιατί ήμουν δύσκολο παιδί, επέμενα στα δικά μου τα σενάρια».
Πήγατε, πάντως… «Πήγα στο ξενοδοχείο. Εκείνος έμενε σε ένα τεράστιο διαμέρισμα. Ο Σέλζνικ φορούσε ρομπ ντε σαμπρ και ήταν ξαπλωμένος σε μια ειδική πολυθρόνα. Ηθελε να με συστήσει στη γυναίκα του και με οδήγησε στα ενδότερα του διαμερίσματός του για να τη συναντήσω. Εκλεισε την πόρτα πίσω μας και είπε: “Σας αφήνω να συνεννοηθείτε”. Η Τζόουνς δεν ήταν από τις μεγάλες μου προτιμήσεις ως ηθοποιός. Ηταν όμως συμπαθέστατη. Και πολύ σεμνά μου είπε: “Λυπούμαι που ο άνδρας μου είναι σε ηλικία που κάνει απρόσμενα πράγματα όπως αυτό, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν θέλετε να κάνετε ταινία μαζί μου, δεν είμαι αρκετά καλή ηθοποιός”. Ο Σέλζνικ είχε πληρώσει τα δικαιώματα περίπου εκατό μυθιστορημάτων, τα οποία έθετε στη διάθεσή μου να διαλέξω για να σκηνοθετήσω την ταινία που θα είχε πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του. Δεν έδωσα συνέχεια. Καταγράφω ως σημαντικό το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος παραγωγός του Χόλιγουντ άνοιγε την πόρτα σε ένα παιδί από την Ελλάδα, που η μόνη διάσημη ταινία του ήταν ο “Ζορμπάς”».
Κάτι άλλο σας έκανε εντύπωση από εκείνους που ήθελαν να σας γνωρίσουν; «Η Τζόαν Κρόφορντ, η οποία μόλις έφτασα στη Νέα Υόρκη για την ίδια πρεμιέρα με κάλεσε στο σπίτι της και έκανε πάρτι προς τιμήν μου. Δεν ήξερα όμως πού να χωθώ… Γιατί κάποια στιγμή που καθήσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι γονάτισε δίπλα μου και επέμενε να με… ταΐζει εκείνη. Γιατί αυτό συνήθιζαν οι παλιές σταρ με τους διάσημους σκηνοθέτες. Μου έκανε εντύπωση ότι τα μάτια της είχαν χρώμα μπλε, ενώ στην οθόνη φαίνονταν μαύρα, και ότι ήταν εντυπωσιακά καλοδιατηρημένη. Ηταν βαθύπλουτη και διηύθυνε την Pepsi Cola, που ανήκε στον άνδρα της ο οποίος είχε πεθάνει».
Για τον Αλαν Μπέιτς με τον οποίο συνεργαστήκατε τι γνώμη έχετε; «Ο Μπέιτς τύγχανε της εκτίμησης των πάντων. Ηταν πάρα πολύ καλός πατέρας, είχε σχέση λατρείας με τον γιο του που είναι ηθοποιός στη Νέα Υόρκη – ο άλλος γιος του δεν ζει πια –, είχαν παίξει μαζί στο θέατρο. Η γυναίκα του όμως ήταν απαράδεκτο πλάσμα, ημίτρελη κατά τη γνώμη μου».
Είστε αυστηρός με τους ανθρώπους γύρω σας; «Και με τον εαυτό μου».
Τι εκτιμάτε περισσότερο σε κάποιον που ασχολείται με την τέχνη; «Σέβομαι απολύτως το ταλέντο του καθενός και τη θέση που του έχει εξασφαλίσει το ταλέντο του. Αυτό ισχύει και για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, του Σακελλάριου ή του Δαλιανίδη – τα έργα τους τα εκτιμώ, απλούστατα δεν θα μπορούσαν να έχουν βγει από τη δική μου πένα».
Ο θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο είχε γράψει για εσάς: «Μαζί με τον Ευριπίδη, ο Κακογιάννης έχει ανέβει στην κορυφή της τέχνης και της ανθρώπινης γνώσης». «Αυτό δεν μπορούσε παρά να με αγγίξει. Ιδίως από έναν άνθρωπο σαν τον Ιονέσκο του οποίου τα έργα δεν θυμίζουν σε τίποτε τη δική μου δουλειά. Ηταν φοβερά ενήμερος τόσο για την τρέχουσα κατάσταση όσο και το ιστορικό γίγνεσθαι – παράλληλα μελετούσε τον Ευριπίδη ο οποίος είχε ασχοληθεί επίσης με τα φλέγοντα προβλήματα της εποχής του. Χίλιες φορές λοιπόν προτιμώ τα άρθρα για τις τρεις τραγωδίες που έγραψε ο Ιονέσκο στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας “Le Figaro” από ένα βραβείο».
Και οι έλληνες κριτικοί; «Το χαρακτηριστικό πολλών από αυτούς είναι ότι υποστηρίζουν τα δικά τους ινδάλματα, ανεξαρτήτως ποιότητας, και αν δεν πέσεις στα κανάλια τους αποκεφαλίζεσαι».
Είστε από τους εξαιρετικά αθόρυβους ανθρώπους, παρά το έργο σας. «Μα δεν είμαι κουτός άνθρωπος…».
Τώρα ετοιμάζετε ένα ίδρυμα. Πότε θα είναι έτοιμο; «Είναι ήδη έτοιμο στην οδό Πειραιώς και σύντομα θα λειτουργήσει. Είναι πάρα πολύ όμορφο αρχιτεκτονικά, πρωτότυπο, φωτεινό, έχει προσεχθεί ιδιαίτερα. Και δεν θα αφορά μόνο τη δική μου δημιουργία, όχι. Ο,τι όμως θα συμβαίνει στους κόλπους του θα είναι αντιπροσωπευτικό της δικής μου σχέσης με την τέχνη, του δικού μου γούστου, της δικής μου σφραγίδας. Διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της Αθήνας και δύο σινεμά λίγων θέσεων. Δυστυχώς, δεν μπορώ εγώ να δημιουργήσω για να “απασχολήσω” τις αίθουσες, γιατί οι δυνάμεις μου δεν είναι τέτοιες. Θα παίζονται όμως έργα της επιλογής μου. Θυμάμαι ταινίες από τη διαμονή μου ακόμη στο Λονδίνο εξαιρετικές, όπως του Πρέστον Στέρτζες, οι οποίες έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου και προσπαθώ να βρω κόπιες για να τις βγάλω στο φως. Διότι εξαιτίας του πολέμου ένα μεγάλο μέρος του καλού αμερικανικού κινηματογράφου δεν προβλήθηκε ποτέ. Το ίδρυμα διαθέτει επίσης μόνιμο εκθετήριο και αίθουσα για περιοδικές εκθέσεις και μπορεί να φιλοξενεί και συνέδρια. Στα απώτερα σχέδιά του είναι να προσφέρονται και υποτροφίες».
Δεν είναι γνωστός στην Ελλάδα ο Στέρτζες, που αναφέρατε. «Δεν είναι. Είχε όμως ταράξει τα νερά γιατί είχε ιδιόμορφο ταλέντο, σύστησε δική του σχολή. Τον γνώρισα στη Γαλλία, ήταν γόνος μεγάλης οικογένειας, μορφωμένος. Τον θυμάμαι με πολλή νοσταλγία και αγάπη. Επειδή έγραφε σενάρια, ένιωσα “εκλεκτικές συγγένειες”. Τότε ήταν σε μεγάλη κατάπτωση, έπινε πολύ. Εγώ πάλι ήμουν γνωστός, ανήκα στο exclusive club του Champs Elysées, εκεί τον είδα και μου απευθυνόταν σαν να ήμουν ο Θεός».
Και τα έργα που θα παρουσιαστούν στο θέατρο; «Εχω διαλέξει κλασικά, σαιξπηρικά, τον “Κοριολανό”, π.χ., που έχω μεταφράσει. Κάποια εξυπηρετούν το ταλέντο ορισμένων καλλιτεχνών που εκτιμώ, όπως είναι η Κάτια Δανδουλάκη, με την οποία έχω ανεβάσει αρκετά έργα μαζί της».
Ενδιαφέρεστε και για τη ζωγραφική; «Εχω και εγώ ζωγραφίσει αλλά δεν έχω εκθέσει. Εγώ όμως είμαι πολύ περίεργος και τα έργα μου δεν είναι καθόλου ρεαλιστικά. Είναι ονειρικά και λίγο μακάβρια. Θα τα εκθέσω στο Ιδρυμα, αλλά όχι σε μόνιμη βάση. Θα μπορούσα να έχω διαλέξει αυτόν τον δρόμο, να είχα γίνει και ζωγράφος και να έκανα σκηνικά. Θα μπορούσα να είχα γίνει και συγγραφέας, έχω γράψει πολλά σενάρια…».
Η τελική επιλογή μας στη ζωή είναι αυτό που αγαπάμε περισσότερο; «Αυτό που αγαπάμε και που μας είναι και εφικτό».
Τι όρισε τελικά την πορεία σας; «Αλίμονο αν μπορούσαμε να τα εξερευνήσουμε όλα και να τα εντοπίσουμε απολύτως. Οταν σου ανοίγονται οι πόρτες, δεν συνειδητοποιείς πόσο σημαντικό γεγονός είναι. Αναδρομικά το βλέπεις. Εγώ ήμουν καλός μαθητής, είχα έφεση στις τέχνες, στο τραγούδι, έγραφα εκθέσεις καταπληκτικές και έπαιρνα τον πρώτο βαθμό, αλλά ως τη στιγμή που έφυγα για σπουδές δεν ήταν τίποτε αποσαφηνισμένο για μένα, δεν είχα προοπτική. Την προοπτική μού την έφερε ο χρόνος, η ιστορία. Ημουν και φιλόδοξο πλάσμα και άδραχνα πάντα τις ευκαιρίες».
Γιατί δεν παντρευτήκατε ποτέ; «Οι λόγοι είναι καμιά φορά της τελευταίας στιγμής, οι αναποδιές… Οι προθέσεις που δεν βρίσκουν αντίκρισμα…».
Μου επιτρέπετε να ρωτήσω τι σας συμβαίνει και έχετε κινητικό πρόβλημα; «Εκανα μια επέμβαση στο ένα ισχίο, μετά έπεσα και εγχειρίστηκα και στο άλλο αλλά δεν ακολούθησα τη γραμμή ανάρρωσης με την αυστηρότητα που απαιτείται. Ευτυχώς που έχω τα μέσα να επιβιώνω. Είμαι και πολύ μεγάλος πια – μπορεί να μη μου φαίνεται απόλυτα αλλά είμαι μεταξύ 80 και 90 ετών. Ξέρετε πολλούς ανθρώπους στην ηλικία μου που να μην το βάζουν κάτω; Απόψε θα πάω να δω μια πρωτοποριακή παράσταση, ξέρω, θα υποφέρω που θα πάω, αλλά θα πάω».
Σας εύχομαι να γίνετε γρήγορα καλά. Οταν θα αναρρώσετε, θα κάνετε κάτι καινούργιο; «Αλλο αν θα το ευχόμουν και άλλο αν διαθέτω τις εσωτερικές δυνάμεις να το κάνω. Δεν ξέρω».
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 15 Μαρτίου 2009, στο τεύχος 439 του περιοδικού.