Στο ατελιέ του Βασίλη Δημητρίου καίει μια σόμπα πετρελαίου. Αυτό δεν είναι το μόνο σημείο αναφοράς σε μια πιο παλιά, ξεχασμένη εποχή. Στον τοίχο του μικρού εργαστηρίου είναι κρεμασμένη μια γιγαντοαφίσα της ταινίας «Αληθινό θράσος», πολύ μεγάλη για τα περιορισμένα τετραγωνικά του χαμηλοτάβανου δωματίου, στη σωστή διάσταση όμως (6 x 2,5 μ.) για να αναρτηθεί στη μαρκίζα του σινεμά Αθήναιον στους Αμπελοκήπους. Το κυριότερο, ζωγραφισμένη στο χέρι και μάλιστα με υλικά που δεν προτιμώνται ως μέσα σύγχρονης έκφρασης.
«Σκόνες αγιογραφίας και ψαρόκολλα» αντί για ακρυλικά τα οποία είναι «σκληρά χρώματα, επάνω σε χαρτί του μέτρου» εξηγεί ο Βασίλης Δημητρίου, ο τελευταίος δημιουργός χειροποίητων κινηματογραφικών αφισών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Με τη σταθερή μουσική υπόκρουση του Τρίτου Προγράμματος, με φόντο τα σύνεργα της δουλειάς, αφίσες, κομμένες φιγούρες της Νικόλ Κίντμαν, της Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, αλλά και τεκμήρια του παρελθόντος του ως πρωταθλητή και εν συνεχεία ως προπονητή πυγμαχίας, μιλάει με πολλή αγάπη για τη δουλειά του.
Την «τέχνη» του όπως την προτιμά – και όπως ενδεχομένως να είναι – δεδομένου ότι είναι ο τελευταίος επαγγελματίας ενός είδους που κάποτε ανθούσε και έχει συνδεθεί άρρηκτα με τη γνήσια, την ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία. Πρόθυμος να μοιραστεί τα μυστικά του επαγγέλματος, υποστηρίζει ότι ναι, παίζει ρόλο να σου αρέσει η ταινία όταν κάνεις την αφίσα και ειδικά ο ηθοποιός. «Αν δεν σου αρέσει ο ηθοποιός, όσο και να προσπαθείς δεν βγαίνει με τίποτε».
{{{ moto }}}
Αγαπημένος του είναι χωρίς δεύτερη σκέψη ο Κλιντ Ιστγουντ. «Είναι και φίλος μου» λέει ο Δημητρίου και εν συνεχεία διευκρινίζει: «Δεν τον γνώρισα. Με γνώρισε αυτός από τις αφίσες. Είναι μέλος του Συμβουλίου του Μουσείου Κινηματογράφου του Λος Αντζελες.Διάβασε μια συνέντευξη που είχα δώσει σε μια αμερικανική εφημερίδα ως ο τελευταίος ζωγράφος γιγαντοαφίσας στην Ευρώπη, οπότε έστειλε έναν φίλο που θα ερχόταν για τους Ολυμπιακούς του 2004 να με βρει. “Να του πεις χαιρετισμούς και να του ζητήσεις μια αφίσα για το μουσείο”. Τρελάθηκα! Του έστειλα ένα κεφάλι του. Δεν θυμάμαι από ποια ταινία. Είναι χιλιάδες οι ταινίες που έχω φτιάξει».
Η Πενέλοπε Κρουζ, από την άλλη, μπορεί να μην έχει επικοινωνήσει μαζί του με κάποιον τρόπο, είναι όμως η ηθοποιός που αγαπά περισσότερο να ζωγραφίζει. «Τη φτιάχνω με κλειστά μάτια. Μου αρέσει και ως ηθοποιός και ως γυναίκα. Δεν μου αρέσουν οι γυναίκες που όταν περπατάνε τρίζει ο τόπος…».
Από ημεδαπούς σταρ, δεν έχει προτιμήσεις. «Η Βουγιουκλάκη δεν μου άρεσε ποτέ» θα εξομολογηθεί, ενώ αποφεύγει να ονομάσει τον μεγάλο αλλά «δύστροπο και παμπόνηρο» έλληνα ηθοποιό ο οποίος «νόμιζε ότι ήταν ωραίος» και είχε θυμώσει επειδή θεωρούσε ότι δεν τον είχε αποδώσει πιστά… Αναμενόμενα, η κουβέντα μαζί του έχει κυρίως άρωμα άλλης εποχής.
Γέννημα θρέμμα της Κυψέλης, ο Δημητρίου έμαθε αυτήν την τέχνη από τα 14 του. «Είχαμε έναν θερινό κινηματογράφο, το Αττικόν Κυψέλης. Ημασταν πιτσιρικάδες. Θέλαμε να δούμε σινεμά, λεφτά δεν υπήρχαν. Βλέπαμε ταινίες από τα δέντρα πλάι στη μάντρα του κινηματογράφου. Μας τσάκωσαν, τις φάγαμε, αλλά ένας είπε: “Αν θέλεις να βλέπεις ταινίες, να έρχεσαι να κάνεις καμιά δουλειά”».
Επειτα από κάμποσες αγγαροδουλειές, πήρε να ζωγραφίσει στο πίσω μέρος της χαρτονένιας επιγραφής της ταινίας τα πρόσωπα των ηθοποιών που έβλεπε στις φωτογραφίες. «Με είδε ο μηχανικός και λέει: “Εσύ είσαι καλός!”. Με πήγαν να μαθητεύσω δίπλα σε έναν ζωγράφο αφίσας.
Ηθελα πολύ να γίνω ζωγράφος, αν και η μητέρα μου πίστευε ότι οι ζωγράφοι πεθαίνουν στην ψάθα. Με ήθελε χασάπη. Με φαντάζεσαι χασάπη;». Η δεύτερη μαθητεία του ήταν στο πλευρό του Βικέντιου Μπέκνερ, ο οποίος «ήταν άφταστος στα γράμματα αφίσας».
Η πρώτη του ανάθεση για μια αφίσα εξ ολοκλήρου δική του έγινε από το σινεμά Αστορ. «Ημουν τρακαρισμένος. Απέναντι έκανε τις αφίσες ο Βακιρτζής, ο καλύτερος της εποχής. Πιο κάτω ο Αλμαλιώτης στον Εσπερο, ακόμη πιο πέρα υπήρχε ο Ορφέας με άλλον μεγάλο ζωγράφο. Τη δεκαετία του ’60 ήμασταν περίπου 10-12 που ασχολούμασταν με αυτήν τη δουλειά».
Σήμερα είναι ο απόλυτος, αν και μοναχικός βασιλιάς της χειροποίητης κινηματογραφικής αφίσας. Στα ακμαιότατα 75 του, δουλεύει ακόμη, αλλά εδώ και έναν χρόνο μόνο για το Αθήναιον.
Από μεράκι αλλά και επειδή, όπως λέει, «σύνταξη δεν είχαμε μυαλό να πάρουμε. Μόνο γήρατος τρεις και εξήντα». Η συνεργασία τους ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και συντηρείται ακόμη, εν μέρει ή κυρίως εξαιτίας της αδυναμίας που του έχουν. «Τον κύριο Βασίλη μας θέλετε;» θα μου πουν όταν τον ψάξω στο σινεμά. «Μέχρι τα 50 μου, Βασιλάκη με έλεγαν.
Μέχρι πέρυσι είχα και τα Αστέρια στην Κηφισιά, πιο πριν και το Αστρον. Παλιά είχα και 10 και 15 σινεμά ταυτόχρονα. Είχα φτάσει σε ένα σημείο να μη κοιμάμαι». Ο ανταγωνισμός, όμως, είχε τη γλύκα του. «Τότε αλλάζαμε τις αφίσες την Κυριακή το βράδυ και όχι την Τετάρτη, όπως σήμερα.
Πηγαίναμε λοιπόν με τη γυναίκα μου τη Δευτέρα, βλέπαμε τις αφίσες των άλλων και κάναμε συγκρίσεις και κριτική. Επαιρνες και ιδέες. Τώρα ό,τι και να φτιάξεις είναι ωραίο. Νοσταλγούμε πολύ αυτήν την εποχή. Πολλές φορές βλέπαμε και δύο ταινίες την ημέρα». Ηταν η χρυσή εποχή του κινηματογράφου στην Ελλάδα, και οι αφίσες άνευ αξίας, γι’ αυτό και πετάγονταν στα σκουπίδια. Σήμερα φυλάει τις αγαπημένες του· μία από αυτές είναι αυτή του «Αληθινού θράσους».
Οι υπόλοιπες, οι οποίες σύντομα θα περάσουν στη σφαίρα του καλτ, τις συλλέγει ένας εκ των συνεταίρων του στο Αθήναιον. Κάποιες άλλες τις είχε μαζέψει το ’60 ένας νεαρός από τα σκουπίδια του Ιντεάλ, τις πλαστικοποίησε, έκανε μια έκθεση στη Γερμανία και κάπως έτσι έφθασε στον Βασίλη Δημητρίου «ένα μεγάλο κανάλι της Κολονίας που ήθελε να με κινηματογραφήσει την ώρα που δουλεύω».
Στην Ελλάδα έγινε προς τιμήν του έκθεση αφιερωμένη στο έργο του για πρώτη φορά πέρυσι, στην Τεχνόπολη, για να τιμήσει τα 60 χρόνια δημιουργίας του. Αναπόφευκτα, λοιπόν, είναι μάρτυρας και του τέλους της χρυσής εποχής του κινηματογράφου. «Ηρθε με τη χούντα. Υπήρχε λογοκρισία, δεν μπορούσες να δεις όλες τις καλές ταινίες, τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Τότε άρχισε η πτώση και δεν υπήρξε ποτέ ξανά ουσιαστική ανάκαμψη. Τη δεκαετία του ’60 το Αθήναιον έκανε 1.500 εισιτήρια την ημέρα και μου έλεγαν “να είσαι standby γιατί μπορεί να αλλάξουμε έργο, δεν τραβάει”. Τώρα κάνει 150 και είναι χαρούμενοι».
Οι παράπλευρες απώλειες της πτώσης αυτής, όπως όλοι τις γνωρίζουμε, οφείλονταν βέβαια και σε άλλους παράγοντες: στην τεχνολογία, με το βίντεο και εν συνεχεία το Internet και το downloading. Για τον Βασίλη Δημητρίου, όμως, υπάρχει πρόβλημα και στην ποιότητα.
«Δεν γίνονται καλές ταινίες όπως οι παλιές. Βέβαια, δεν βλέπω σινεμά τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι πολύ απογοητευτικός. Μπορεί να υπάρχουν καλές ταινίες αλλά δεν τις ξέρω. Εμένα πάντα μου άρεσαν τα καουμπόικα, τα αστυνομικά, αλλά κυρίως τα μιούζικαλ. Τελευταία φορά είδα το “Σικάγο”. Και μετά ζωγράφισα την Κάθριν».
* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 20 Φεβρουαρίου 2011.