Το να υπάρχεις ως συγγραφέας, ως καλλιτέχνης γενικότερα, σημαίνει να μπορείς να εκφράζεσαι. Κάθε τι που είναι ξεχωριστό όμως απαιτεί και μια γλώσσα ξεχωριστή. Αναρωτιόμουν από πού ξεκινάει αυτή η ξεχωριστή γλώσσα στην οποία γράφει η Ιζαμπέλ Αλιέντε: «Το σπίτι των πνευμάτων», «Η πόλη των θηρίων», «Του έρωτα και της σκιάς» και άλλες τόσες ιστορίες που μοιάζουν να αφορούν συγκεκριμένες κουλτούρες, αλλά με μια γλώσσα που τελικά αγγίζει και γίνεται αντιληπτή και αγαπητή από τόσο διαφορετικούς λαούς. Το πρώτο λοιπόν που ακούς από το τηλέφωνο, από το σπίτι της στην Καλιφόρνια, όπου η διάσημη χιλιανή συγγραφέας ζει τα τελευταία χρόνια, είναι μια πολύ άνετη, εντελώς ακομπλεξάριστη, χαρούμενη Λατίνα, με ανάλογη προφορά στα αγγλικά της. Η χαρά της ζωής, αλλά και η χαρά των δυσκολιών της όταν μιλάει για αυτές. Μερικές φορές πολύ αιφνιδιαστικά ανάλαφρη στις απαντήσεις της, άλλες πολύ «ψαγμένη».
Κυρία Αλιέντε, ποιο είναι το πιο βασικό στοιχείο που χρειάζεται ένας συγγραφέας όταν γράφει; Να έχει ένα έντιμο «εγώ»; Οταν έχεις ένα έντιμο «εγώ» βρίσκεις τις κατάλληλες λέξεις για το βιβλίο που γράφεις;
«Ναι. Και νομίζω ότι το έχω, αλλά δείτε τι γίνεται: Καμιά φορά νιώθω ότι όταν ξεκινά η ιστορία που γράφω οι χαρακτήρες αρχίζουν να συμπεριφέρονται μόνοι τους, να δρουν από μόνοι τους και κάνουν πράγματα που εγώ δεν τα περιμένω, είναι έξω από μένα. Να σας πω ότι δεν νιώθω επαγγελματίας για τα βιβλία και τις ιστορίες μου, γιατί στην πραγματικότητα δεν νοιάζομαι και τόσο πολύ. Δεν ξέρω για ποιον λόγο νιώθω την ανάγκη να “πω” μια ιστορία. Μερικές φορές νιώθω ότι έχω πολλές ιστορίες μέσα μου, σαν καρπούς που σιγά σιγά αρχίζουν να ωριμάζουν και να με “ενοχλούν” και καταλήγω στο να τις γράφω. Οταν γράφω μια ιστορία, πραγματικά δεν ξέρω γιατί γράφω αυτήν και όχι κάποια άλλη, και μόνο αφού έχω ξοδέψει χρόνο γράφοντας και διαβάζω το τι έχω γράψει, τότε καταλαβαίνω περί τίνος πρόκειται. Επίσης αργότερα είναι που καταλαβαίνω ότι αυτό που έγραψα σχετίζεται με μένα και ανακαλύπτω ότι όλα τα βιβλία που έχω γράψει έχουν μέσα μια προσωπική εμπειρία ή κάποιο βαθύ αίσθημα το οποίο κουβαλούσα μέσα μου για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα».
Οι συγγραφείς και οι ποιητές είστε κάπως σαν τους τυφλοπόντικες. «Σκάβετε», ανίδεοι πότε θα βγείτε και σε ποια επιφάνεια και αν κάποιος θα σας καταβροχθίσει μόλις ξεμυτίσετε.
«Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, αλλά κάθε φορά πραγματικά νιώθω ότι τελείωσα μια δουλειά, ένα “ζήτημα”, το οποίο όταν το ξεκινούσα ούτε που ήξερα πού θα με βγάλει. Να σας πω κάτι που μου συμβαίνει επίσης; Ποτέ δεν διαβάζω τα βιβλία μου αφού εκδοθούν! Είναι όπως με το παρελθόν, δεν το σκέφτομαι πια».
Ακόμη και τα πιο σημαντικά πράγματα, για να γίνουν γνωστά, χρειάζονται κάποιον να τα φέρει στην επιφάνεια. Στα βιβλία σας τι νομίζετε ότι είναι το πιο σημαντικό πράγμα που φέρνετε στην επιφάνεια;
«Το σκέφτομαι και εγώ αυτό και πιστεύω ότι το πιο σημαντικό που προσπαθώ να φέρω “μπροστά” είναι κάτι σαν μια ρεαλιστική αισιοδοξία. Είναι παράξενο που τα βιβλία μου τα τοποθετούν στην κατηγορία “μαγικός ρεαλισμός”, εγώ τα βλέπω ως “ρεαλιστική λογοτεχνία”. Λένε ότι αν ο Κάφκα είχε γεννηθεί στο Μεξικό, θα ήταν ένας ρεαλιστής συγγραφέας, τόσο μεγάλο ρόλο παίζει το πού έχεις γεννηθεί! Εχω λοιπόν ζήσει αρκετά πράγματα σε αυτήν τη ζωή για να μάθω ότι για κάθε βάσανο υπάρχει λύτρωση. Επίσης πιστεύω ότι οι άνθρωποι που κάνουν άσχημες πράξεις τελικά πληρώνουν. Υπάρχει κάτι σαν φυσική δικαιοσύνη. Πιστεύω ότι υπάρχουν κάποιοι άγραφοι νόμοι. Πιστεύω επίσης και στην ελευθερία του μυαλού και του πνεύματος που σε οδηγεί σε ελεύθερες επιλογές και ότι συνέχεια μπορείς να αλλάζεις πράγματα μέσα σου, και εν τέλει γι’ αυτό είσαι εδώ: Για να αλλάξεις τον κόσμο. Στη ζωή μου έχω δει ότι ο κόσμος δεν χειροτέρεψε, αλλά γίνεται καλύτερος».
Πιστεύετε, δηλαδή, ότι διαχρονικά το καλό νικά το κακό;
«Είναι ένα συνεχές πηγαινέλα. Και δεν μιλάω για χαρούμενο τέλος, τα μυθιστορήματά μου δεν έχουν όλα χαρούμενο τέλος, γιατί και η ζωή δεν πάει έτσι, αλλά όταν κάνεις καλό, συνήθως παίρνεις καλό, όταν κάνεις κακό, εισπράττεις κακό. Είναι ένα διαχρονικό είδος δικαιοσύνης».
{{{ moto }}}
Μιλάτε σαν θρησκευόμενο άτομο.
«Δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο, όμως πιστεύω στο “πνεύμα”. Είμαι σίγουρη ότι τα πάντα δεν είναι ο υλικός κόσμος στον οποίο ζούμε. Εχουμε την τάση να πιστεύουμε μόνο αυτό που μπορούμε να ελέγξουμε και αυτό που μπορούμε να εξηγήσουμε, αλλά η ζωή μας είναι ένα κομμάτι του Σύμπαντος. Και το Σύμπαν είναι τόσο μυστηριώδες. Πώς μπορούμε να τα κατανοήσουμε όλα; Αδύνατον!».
Μιλάτε για «πνεύμα». Θεωρείτε ότι το πνεύμα και η συνείδηση συνδέονται με κάποιον τρόπο;
«Μάλλον όχι, αλλά είναι πολύ δύσκολη η ερώτηση. Η ουσία του πνεύματος είναι η ουσία της ίδιας της ζωής. Η συνείδηση περιλαμβάνει τον εαυτό μας σε σχέση με πολλά πράγματα, έτσι είναι σε κάποιον βαθμό κάτι προσωπικό».
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας στη ζωή; Ακόμη και αν δεν είναι ορατός;
«Πιθανότατα η ιδέα ότι εμείς είμαστε το κέντρο του κόσμου. Το “εγώ” μας, που είναι υπεύθυνο για τα καλύτερα και τα χειρότερα μαζί. Αλλά, ξέρετε, δεν είμαι φιλόσοφος και είναι δύσκολο για μένα να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Οπως όμως σας έλεγα πριν, στη ζωή μου έχω δει τον κόσμο να γίνεται καλύτερος και όχι χειρότερος. Γεννήθηκα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον καιρό του Ολοκαυτώματος και της ατομικής βόμβας. Εχω δει δικτατορίες – μην ξεχνάτε ότι με τον Σαλβαδόρ Αλιέντε τα έζησα όλα από κοντά –, έχω δει πολέμους, αλλά τουλάχιστον τώρα υπάρχουν νόμοι. Οι οποίοι, όχι πάντα, αλλά κάποιες φορές τηρούνται. Οπότε είδα μεγάλες αλλαγές, μάλλον προς το καλύτερο».
Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο θείος σας, είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία ακόμη και σήμερα. Οταν τον ζούσατε από κοντά αντιλαμβανόσασταν ότι ζούσατε με ένα πρόσωπο που έγραφε Ιστορία και θα γραφόταν σε αυτήν με κεφαλαία γράμματα;
«Το ποιος ήταν πραγματικά και το ότι είχε μια τόσο μεγάλη ιστορική διάσταση το κατάλαβα μετά την επιβολή της χούντας. Οταν φύγαμε από τη Χιλή και πήγαμε πρόσφυγες στη Βενεζουέλα, κάθε φορά που έλεγα το όνομά μου σε κάποιον με ρωτούσε αν έχω συγγένεια με τον Αλιέντε και όταν έλεγα “ναι”, αυτός το φώναζε δυνατά και ξαφνικά μαζεύονταν πολλοί άνθρωποι γύρω μου, με ρωτούσαν, μου μιλούσαν, με φιλούσαν. Εκεί συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας θρύλος, ένας ήρωας».
Εχετε ακούσει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα. Μας θεωρούν λίγο περιθώριο κάποιοι στην Ευρώπη.
«Και ποιος θέλει να είναι mainstream; Το να είσαι περιθωριακός είναι σαν να κουβαλάς πολλά αυθεντικά στοιχεία, είναι σαν να είσαι ένας μετανάστης της ζωής. Αν μπορείς να μετατρέψεις την περιθωριοποίηση σε κάτι θετικό αντί για κάτι αρνητικό, είναι μια υπέροχη πηγή δύναμης στη ζωή».
Πηγαίνετε σε πανεπιστήμια και δίνετε διαλέξεις σε νέους ανθρώπους. Βλέπετε κάποια σπίθα στα μάτια τους; Πάθος για τη ζωή; Ή μήπως ο μόνος τους στόχος είναι μια καλή δουλειά με καλά λεφτά;
«Ισως αυτό να είναι αλήθεια ως ένα σημείο, αλλά υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που είναι έντονα μέσα στα πράγματα, που έχουν κίνητρο. Οι νέοι άνθρωποι σήμερα σαφώς δεν έχουν τα ίδια κίνητρα που είχαμε εμείς, δεν υποκινούνται από τα ίδια πράγματα. Εμείς ενεργοποιούμασταν από τα πολιτικά. Οταν μεγάλωνα στη Χιλή υπήρχε η αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός θα ήταν η απάντηση στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο κόσμος, ότι αν είχαμε μια κοινωνία ισότητας και νοιαζόμασταν για το κοινό καλό, όλα τα προβλήματα θα λύνονταν. Ε, αυτό δεν έγινε και η νέα γενιά σήμερα κρατά αποστάσεις από την πολιτική. Παρ’ όλα αυτά νοιάζεται για πράγματα που για εμάς δεν ήταν σημαντικά. Νοιάζεται πολύ για το περιβάλλον. Εγώ δεν είχα ακούσει ποτέ για περιβαλλοντικά ζητήματα όταν μεγάλωνα».
Οντως, μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν ξέραμε καν τι είναι το περιβάλλον, νομίζαμε ότι περιβάλλον είναι ο αέρας που αναπνέουμε.
«Ναι, και τώρα βλέπω την επιθυμία τους να βγούνε εκεί έξω και να δουλέψουν, να κάνουν πράγματα για τους άλλους ανθρώπους. Τα παιδιά που είναι τώρα γύρω στα 20 είναι αυτά που θα κυριαρχήσουν στον κόσμο, θα τον κυριεύσουν και θα τον θέσουν σε κίνηση».
Το λέτε ως καλό αυτό, φαντάζομαι.
«Πιστεύω ότι είναι καλό. Νέες ιδέες, καινούργιες κοσμοθεωρίες, φρέσκο αίμα και νεανική ενέργεια θα έρθουν στον κόσμο. Πιστεύω ότι θα μιλάμε για το περιβάλλον ολοένα και περισσότερο, γιατί δεν θα μπορούμε πια να αντέξουμε και να παρατείνουμε αυτού του είδους τον πολιτισμό που έχουμε. Βέβαια, κυριαρχεί μια ιδέα ότι η σημερινή νέα γενιά δεν νοιάζεται για τίποτε, αλλά αυτό είναι απόλυτα λάθος».
Ερχεστε συνεχώς αντιμέτωπη με τη φήμη σας. Πιστεύετε ότι τελικά η φήμη είναι στην πραγματικότητα ένα πέπλο παρανόησης που απλώνεται πάνω από την «ουσία» ενός ανθρώπου;
«Πιστεύω ότι η φήμη, η διασημότητα, είναι κυρίως δημιούργημα της περιέργειας του κοινού για κάποιο άτομο. Και, ξέρετε, δεν κρατά πολύ. Σήμερα μπορεί να είσαι διάσημος και αύριο ούτε που να σε θυμούνται. Η διασημότητα έχει μικρή διάρκεια ζωής και πιστεύω ότι ο εκάστοτε διάσημος θα πρέπει να τη χρησιμοποιεί υπέρ του, να δει μέσα από αυτή το “πώς ήμουν“ και “πώς έγινα”: καλύτερος ή χειρότερος; Η φήμη κρύβει παγίδες και είναι επικίνδυνη. Οταν έρθει σε νεαρή ηλικία, μπορεί να σου καταστρέψει τη ζωή. Ευτυχώς, στην περίπτωσή μου, η όποια δημοσιότητα μου δόθηκε ήταν σε τέτοια ηλικία που μπόρεσα να τη διαχειριστώ. Δεν είμαι βέβαια και ροκ σταρ· μια απλή συγγραφέας είμαι. Αλλωστε έχω δίπλα μου ανθρώπους που με κρατούν προσγειωμένη. Τα εγγόνια μου, τον γιο μου, τον άνδρα μου».
Μπορεί κάποιος να δημιουργήσει πραγματικά αν έχει το μυαλό του συνέχεια στη δημόσια εικόνα του; Αυτό που είναι απαραίτητο στον καλλιτέχνη δεν είναι η μοναξιά; Η μεγάλη εσωτερική μοναξιά; Να βυθίζεται στον εαυτό του;
«Ναι. Εγώ, για παράδειγμα, έχω μια πολύ τρελή ζωή και πραγματικά χρειάζομαι αυτήν την ήσυχη στιγμή για να δω μέσα μου και να μείνω για λίγο “ακίνητη”. Στην ησυχία ανιχνεύεται η δημιουργικότητα. Αν είμαι πολύ απασχολημένη, δεν μπορώ να δημιουργήσω τίποτε, αλλά όταν γράφω απομονώνομαι σε ένα σπιτάκι που έχουμε στον κήπο και έχω το γραφείο μου. Δεν έχω τηλέφωνο, δεν έχω καμία επαφή με τον έξω κόσμο και περνάω εκεί κάθε ημέρα δέκα ώρες σε απόλυτη ησυχία. Εκεί θα πάω μόλις τελειώσουμε και αυτήν την κουβέντα μας, γιατί τελειώνω το γράψιμο ενός βιβλίου».
Ποιος είναι ο τίτλος του;
«Δεν έχω αποφασίσει, αλλά πρόκειται για μια πολύ διαφορετική ιστορία, σύγχρονη και νεανική. Και επειδή το τελειώνω προσπαθώ να μπω σε αυτήν την ήσυχη κατάσταση όλο και περισσότερο».
Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη των βιβλίων σας;
«Φαντάζομαι έναν άνθρωπο με ανοιχτό μυαλό. Καμιά φορά λέω ότι ένα άτομο με ανοιχτό μυαλό έχει και ανοιχτή καρδιά ως φυσικό επακόλουθο. Είσαι γενικά ανοιχτός στον κόσμο, στη ζωή. Δεν μου αρέσει ο αναγνώστης που από την αρχή του βιβλίου αρχίζει να λέει ότι “αυτό είναι ανέφικτο” ή “αυτό είναι πολύ συναισθηματικό και ρομαντικό”. Αυτός δεν μου αρέσει. Εγώ του λέω “δώσε μου απλώς μια ευκαιρία να σου πω την ιστορία”».
Στο βιβλίο σας «Ολες οι μέρες», που αποτελεί ουσιαστικά μια αυτοβιογραφία, κλείνετε με τη φράση: «Το τέλος. Για τώρα…».
«Ναι. Και είναι αστείο, γιατί δέκα ημέρες αφού τελείωσα το βιβλίο σχεδόν όλα είχαν αλλάξει. Το πρόβλημα με τη βιογραφία είναι όπως με τη φωτογραφία: Δείχνει τους ανθρώπους σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής τους, σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Για το πρώτο μου μεμουάρ βιβλίο, το “Πάολα”, ο κόσμος με ρωτάει τι απέγινε ο Ερνέστο, ο άνδρας της Πάολα, της κόρης μου που έχει πεθάνει. Δεν μπορούν να πιστέψουν ότι δεν είναι ακόμη χήρος, ότι παντρεύτηκε, έκανε δίδυμα και είναι πολύ ευτυχισμένος. Μένουμε κοντά και είμαστε φίλοι. Ο κόσμος νομίζει ότι αυτό είναι κάποιου είδους προδοσία, ξέρετε»…
Εσείς δεν το βλέπετε έτσι;
«Οχι, βέβαια. Εγώ έψαξα να του βρω νύφη! Μια καλή κοπέλα για εκείνον».
Αλήθεια;
«Αλήθεια. Πίστευα ότι πρέπει να προχωρήσει για να ξεπεράσει όλο αυτό που έζησε και να μην είναι πια μόνος, και η γυναίκα που διάλεξε είναι τέλεια για εκείνον. Είναι ψηλή, ξανθιά, κλασική Αμερικανίδα, δεν έχει την εύθραυστη εικόνα που είχε η Πάολα. Ηταν τόσο συναισθηματικό το κορίτσι μου…».
Πρέπει να σας πω ότι το να μιλάω μαζί σας είναι πολύ πιο συναρπαστικό από ό,τι φανταζόμουν.
«Αλήθεια; Γιατί;».
Γιατί αυτά που λέτε δεν είναι απλώς η άποψη ενός ανοιχτού μυαλού αλλά ενός ανθρώπου με ανοιχτή καρδιά και μου αρέσει πολύ αυτό.
«Δεν ξέρω γιατί το λέτε αυτό, αλλά νομίζω ότι και εσείς το ίδιο θα κάνατε στη θέση μου».
Οχι, δεν είμαι τόσο βέβαιος, πιστέψτε με, με ξέρω. «Οταν βλέπεις ένα άτομο που αγαπάς να υποφέρει θέλεις να κάνεις κάτι για αυτό. Και ο άνδρας της Πάολα, ο Ερνέστο, υπέφερε, ενώ ήταν πάντα τόσο ευγενικός και γλυκός με το παιδί μου».
Ναι, μα η αγάπη σημαίνει και κτητικότητα. Ακόμη και αν δεν αφορά ερωτικούς συντρόφους αλλά φίλους. Ετσι δεν είναι η ανθρώπινη ψυχή;
«Νομίζω ότι όταν αγαπάς κάποιον και κάνεις σεξ μαζί του υπάρχει κτητικότητα, αλλά όταν αγαπάς κάποιον και δεν υπάρχει σεξ, τότε δεν υπάρχει καθόλου κτητικότητα. Φυσικά και δεν θα ήθελα ο δικός μου άνδρας να τριγυρνάει με ψηλές ξανθιές».
Γιατί όχι;
«Α, όχι, δεν το θέλω αυτό, αν τον έπιανα θα τον σκότωνα!».
Αλήθεια; Αυτό είναι καλό! Επιτέλους κάτι που μου ακούγεται πιο λατινικό και πιο ελληνικό.
«Ε, τότε στο ξαναλέω. Αν τον έπιανα με άλλη, θα τον σκότωνα!».
Μια και αναφέρατε την κόρη σας, την Πάολα, πιστεύετε ότι ο χρόνος «γιατρεύει» ή απλώς βάζει τα πράγματα στη θέση τους και επιφέρει την «τάξη»;
«Νομίζω ότι ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο για να κερδίσουμε – και τελικά να χάσουμε τα πάντα. Ερχόμαστε τελείως γυμνοί, δεν έχουμε τίποτε και κατά τη διάρκεια της ζωής μας αποκτούμε σχέσεις, αγάπη, εμπειρίες και φυσικά αποκτούμε πράγματα, αλλά όταν φεύγουμε δεν έχουμε τίποτε. Αρα έχουμε έρθει σε αυτόν τον κόσμο για να μάθουμε να χάνουμε. Κάποιες απώλειες βέβαια είναι πιο σκληρές από μερικές άλλες και υπάρχουν απώλειες στη ζωή που ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξεχάσεις. Νομίζω ότι το να χάσεις ένα παιδί είναι μάλλον μία από τις χειρότερες απώλειες. Οταν έγραφα το βιβλίο “Πάολα” έκλαιγα ασταμάτητα και ερχόταν κάθε τόσο η βοηθός μου και μου έλεγε: “Δεν είναι υποχρεωτικό να το γράψεις αυτό το βιβλίο”. Της έλεγα όμως: “Κλαίω, γιατί κλείνει η πληγή μου”».
Ο πόνος δεν ανέχεται ερμηνείες…
«Και να φανταστείτε πως θυμάμαι ότι όταν έφυγα από τη χώρα μου, τη Χιλή, με το πραξικόπημα του 1973, δεν μπορούσα να αντέξω στην ιδέα ότι χάνω τη χώρα μου, την οικογένειά μου, το μικρό σπιτάκι μου, τη δουλειά μου. Ο,τι ήταν οικείο σε μένα το έχασα μέσα σε 24 ώρες. Και, ξέρετε, έπειτα από καιρό συνειδητοποίησα ότι πια δεν θυμάμαι καν τι άφησα πίσω μου…».
Αλλωστε, όπως λένε, η ματαιότητα είναι ένας κήπος όπου τρέχουμε και παίζουμε τους αθάνατους…
«Σωστά, και εγώ ούτως ή άλλως δεν πιστεύω ούτε στην υστεροφημία. Ούτε ο θάνατος με φοβίζει. Με τρομάζει περισσότερο η ιδέα τού να φτάσω σε ένα σημείο που να εξαρτώμαι από κάποιον και να μην είμαι “εγώ” πια. Να μην είμαι ο εαυτός μου. Το δουλεύω αυτό μέσα μου γιατί ξέρω ότι δεν θέλω να περάσω μέσα από αυτήν την ταπείνωση, τον εξευτελισμό».
Πιστεύετε ότι η ζωή μας παίρνει νόημα μόνο όταν την περιγράφουμε σε κάποιον;
«Ναι. Και πιστεύω ότι μπορείς να πεις την ιστορία σου με τέτοιον τρόπο, ώστε να αλλάξει και η ίδια σου η ζωή. Οταν δίδασκα, έλεγα στους μαθητές μου να γράψουν κάτι για τους εαυτούς τους και μετά τους έλεγα: “Πάρτε τώρα από την αρχή το κείμενο να αλλάξετε τα επίθετα με τα αντίθετά τους, για παράδειγμα, θλιμμένος – χαρούμενος κτλ. και μετά διαβάστε το κείμενο. Θα δείτε ότι διαβάζεται σε άλλον τόνο”. Τώρα, αλλάζοντας τα επίθετα, έχεις έναν πιο αισιόδοξο τόνο. Εστω και αν είναι λίγο φτιαχτό, τεχνητό και βγαλμένο από το μυαλό σου, συνειδητοποιείς ότι η ζωή σου είναι καλύτερη… Δεν χρειάζεται να είσαι συγγραφέας· και ως άνθρωπος, όταν λες τη δική σου ιστορία, επιλέγεις το πώς θα την πεις. Αν λες την ιστορία σου μόνο με τα μελανά της σημεία, με τις άσχημες πλευρές της, τότε μοιραία γίνεται έτσι και η ζωή σου».
Οι γυναίκες υπολογίζουν περισσότερο τις επιπτώσεις, τις συνέπειες στη ζωή, από ό,τι οι άνδρες. Οταν γράφετε ένα βιβλίο, σας συμβαίνει αυτό;
«Οχι, δεν το σκέφτομαι συνέχεια, αλλά ξέρω ότι ίσως επηρεάσω κάποιον με το γραπτό μου. Για παράδειγμα, όταν περιγράφω μια άσχημη κατάσταση, σκέφτομαι ότι έχω ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες μου και στον κόσμο. Ετσι δεν κηρύττω τίποτε, δεν κάνω ηθικό δίδαγμα. Στα βιβλία μου υπάρχει σχεδόν πάντα βία, προσπαθώ λοιπόν να περάσω απλά την κατάσταση, να δείξω τι συμβαίνει και όχι να το περιγράψω, γιατί δεν θέλω να είμαι εγώ η υπεύθυνη – μέσω του βιβλίου – για έναν μανιακό δολοφόνο ή μια γυναίκα που θα κόψει τις φλέβες της. Για ποιον λόγο;».
Εσείς «ασχολείστε» με τις λέξεις. Πιστεύετε ότι μπορούν να χτίσουν περισσότερα πράγματα ή να γκρεμίσουν περισσότερα;
«Η δύναμη της λέξης είναι πολύ μεγάλη, είναι αυτό που κάνουν και στην πολιτική. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα με τέτοιον τρόπο ώστε να κάνουν τον κόσμο να πιστέψει. Ναι, πιστεύω ότι είναι πολύ δυνατές, και μπορούν να χτίσουν και να γκρεμίσουν τα πάντα».
Πώς νιώθετε για αυτούς τους ανθρώπους στη Νότια Αμερική που δεν έχουν βρει την ευκαιρία τους στη ζωή, εξαιτίας μερικών πολιτικών συστημάτων που υπάρχουν ακόμη εκεί;
«Σε όλον τον κόσμο υπάρχουν τέτοιοι λαοί, αλλά δεν νομίζω ότι τα πολιτικά καθεστώτα θα τους δώσουν ποτέ την ευτυχία. Μπορεί να κάνουν τη ζωή σου πιο εύκολη, με λιγότερο άγχος, αλλά δεν θα σου δώσουν την ευτυχία».
Αν είχατε ένα μαγικό ραβδάκι και μπορούσατε με ένα άγγιγμα να δώσετε κάτι σε αυτόν τον κόσμο, τι θα ήταν αυτό;
«Θα προσπαθούσα να τους δώσω την ικανότητα να απολαμβάνουν, να μάθουν να απολαμβάνουν τη ζωή. Προέρχομαι από ένα πολύ αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, με μεγάλωσαν οι παππούδες μου που ήταν πολύ αυστηροί και πάντα με τη λογική ότι θα έπρεπε να είμαι έντιμη, υπεύθυνη, εργασιομανής. Στο σπίτι μου δεν είχαμε γιορτές και συγκεντρώσεις και βέβαια η Χιλή, ως τόπος, δεν ήταν καθόλου κατάλληλη για αυτό. Ετσι όταν έφυγα εξαιτίας του πραξικοπήματος και πήγα στη Βενεζουέλα, ως πολιτικός πρόσφυγας, σοκαρίστηκα από τη δυνατότητα που είχαν οι άνθρωποι εκεί να απολαμβάνουν τη ζωή τους. Είχαν σχεδόν έναν ηδονιστικό τρόπο ζωής, που στην αρχή ήταν τόσο ξένος και σοκαριστικός. Εκεί έμαθα ότι το οτιδήποτε πρέπει να αποτελεί μια καλή δικαιολογία για γιορτή, για διασκέδαση. Γιατί δεν χορεύουμε, γιατί δεν τραγουδάμε περισσότερο; Οπως στη Βενεζουέλα, που είμαι σίγουρη ότι το κάνουν ακόμη, γιατί είναι θέμα χαρακτήρα ενός λαού και όχι πολιτικής συγκυρίας. Βέβαια, γνωρίζω ότι η Βενεζουέλα έχει πολλά πολιτικά προβλήματα και ο κόσμος είναι σε μεγάλο βαθμό δυσαρεστημένος από την κυβέρνηση, αλλά δεν νομίζω ότι η διασκέδαση έχει αλλάξει. Εγώ, όσο καιρό έμεινα εκεί, έμαθα πόσο σημαντικό είναι να γιορτάζεις, να έχεις εορταστική στάση απέναντι στη ζωή».
Ποιο είναι το αληθινό νόημα της ζωής; Τι πιστεύετε ότι είναι η ζωή τελικά;
«Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Για μένα η ζωή είναι μια διαρκής ευκαιρία που έχει η ψυχή για να μάθει κάτι. Τα έμβια όντα όμως βιώνουμε τη ζωή με διαφορετικούς τρόπους. Εγώ, για παράδειγμα, αυτήν τη φάση της ζωής μου τη βιώνω ως γυναίκα κάποιας ηλικίας, αλλά ο σκύλος μου, η Ολίβια, βιώνει τη ζωή με τελείως διαφορετικό τρόπο. Και οι δύο όμως έχουμε ψυχή, απλώς την εκδηλώνουμε με διαφορετικό τρόπο. Πιστεύω πως ό,τι υπάρχει στην “πλάση” έχει ψυχή, τα ζώα, τα φυτά, τα πάντα, και όλα σχετίζονται και γίνονται ένα “πράγμα” στο τέλος. Αρα, η ευκαιρία μου είναι να βιώσω κάτι στη ζωή, κάτι που τελικά θα δώσω πίσω, θα ανταποδώσω, σε αυτήν την κοινή ψυχή που όλοι έχουμε. Δεν πιστεύω όμως ότι είμαι ξεχωριστή σε αυτό».
Δεν το πιστεύετε ότι είστε ξεχωριστή, όμως ξέρετε ότι είστε σημαντική συγγραφέας. Μήπως οι άνθρωποι δεν πρέπει με την ίδια ευκολία που μιλάμε για τα μειονεκτήματά μας να μιλάμε και για τα πλεονεκτήματά μας; Αλλιώς είναι κάτι σαν αντίστροφο κόμπλεξ.
«Ναι, αλλά υπάρχει διαφορά μεταξύ του είμαι σημαντικός και του είμαι μια διασημότητα. Είμαι τυχερή αφού τα βιβλία μου πουλάνε και υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο, αλλά μέσα μου είμαι το ίδιο άτομο με αυτήν που ήμουν και στα επτά μου χρόνια. Είμαι το ίδιο πρόσωπο και δεν έχει αλλάξει κάτι πολύ μέσα μου, εκτός βέβαια από το γεγονός ότι έχω μάθει πράγματα».
Πιστεύετε ότι σήμερα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς υπάρχουν περισσότεροι ή λιγότεροι καλλιτέχνες από άλλες εποχές; Εννοώ ότι ίσως ο κόσμος απορροφάται από τα προβλήματα και ενώ εκεί έξω στη ζωή υπάρχει «τέχνη» δεν υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες.
«Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλοί μουσικοί, ζωγράφοι, συγγραφείς, ναι. Η τέχνη είναι παντού και αυτό που κάνει είναι να συνοψίζει, να συμπτύσσει, να αποκωδικοποιεί ένα κοινό αίσθημα, ένα μήνυμα και να το δίνει πίσω στο κοινό με τέτοιον τρόπο, που να γίνεται πια κατανοητό. Η τέχνη μπορεί να είναι απροσδόκητη, μη αναμενόμενη. Οι καλλιτέχνες ίσως να μην καταλαβαίνουν ότι τη δεδομένη στιγμή κάνουν τέχνη. Για έναν ζωγράφο, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ένας ακόμη πίνακας, αλλά όταν ο Πικάσο έκανε την Γκερνίκα συνόψισε μέσα σε αυτόν τον πίνακα όλον τον ισπανικό εμφύλιο. Ετσι, όταν σκεφτόμαστε τον ισπανικό εμφύλιο αυτόματα έρχεται στο μυαλό μας η Γκουέρνικα. Αλλο παράδειγμα είναι οι φωτογράφοι στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο πόλεμος αυτός είναι σχεδόν όλος απεικονισμένος μέσα από φωτογραφικά καρέ. Οι ίδιοι μπορεί να μην είχαν ιδέα για το τι φωτογράφιζαν εκείνη τη στιγμή. Αυτή η περίφημη φωτογραφία, το γυμνό κορίτσι να τρέχει στον δρόμο και από πίσω της να πέφτουν οι ναπάλμ. Πρόσφατα είχαμε έναν φοβερό σεισμό στη Χιλή και η εικόνα που περιέγραψε αυτήν την κατάσταση ήταν ένα φωτογραφικό καρέ: Ενας άνδρας, το σπίτι του οποίου ήταν ισοπεδωμένο και τα πάντα γύρω του είχαν καταρρεύσει, είχε βγάλει μια χιλιανή σημαία, η οποία ήταν βρώμικη, και την κρατούσε. Κάπως σαν να την κοιτούσε και να της μιλούσε. Ολη η εικόνα του σεισμού μέσα από αυτήν τη φωτογραφία. Αυτό νομίζω ότι είναι και το αληθινό νόημα της τέχνης, να εκφράσει κάτι που όλοι καταλαβαίνουν και αισθάνονται».
Ο έρωτας και η τέχνη είναι τα δύο «πεδία» σε αυτήν τη ζωή, που μπορούν να σε κάνουν να ξεφύγεις από τα όρια ενός μέσου ανθρώπου. Εσείς πώς θα προτρέπατε έναν νέο άνθρωπο να μη γίνει ένας συνηθισμένος, ένας κοινός άνθρωπος;
«Θα έλεγα, πάρτε ρίσκα, μη φοβάστε την αλλαγή, τον πόνο, την αποτυχία, απλώς αντιμετωπίστε τη ζωή και κάντε όλα τα λάθη που πρέπει να κάνετε. Δεν υπάρχει πρόβλημα, πάντα υπάρχει και δεύτερη ευκαιρία. Μη σταματάτε και μη φοβάστε, ζήστε τη ζωή μέχρι τελικής πτώσεως και συλλέξτε εμπειρίες».
Οταν γράφετε ένα βιβλίο προσπαθείτε κυρίως να σας καταλάβει ο κόσμος ή εσείς να καταλαβαίνετε τον εαυτό σας;
«Προσπαθώ να επικοινωνήσω, να “ταρακουνήσω” και να προσεγγίσω τον κόσμο. Δεν θέλω απλώς να με καταλαβαίνουν, θέλω να μπουν μέσα στη διαδικασία, να συγκινηθούν».
Αν μπορούσατε να κάνετε ένα γκραφίτι σε έναν τοίχο της Αθήνας, τι θα γράφατε;
«“Ολες οι μέρες, όλοι οι πόνοι και οι χαρές που έχουμε ζήσει και θα ζήσουμε είναι η μοίρα μας”. Αυτό».
* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο BHMagazino τα Χριστούγεννα του 2011.