«Eίναι ο Ενγκρ του υπαρξισμού», «καλλιτέχνης γνωστός για τη μεγέθυνση των χαρακτηριστικών εκείνων που οι άνθρωποι προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύψουν», «κάνει τα γυμνά του Ρούμπενς να μοιάζουν υποσιτισμένα»: Το να ισχυριστεί κανείς ότι οι απόψεις για το έργο του Λούσιαν Φρόιντ διίστανται θα ήταν παραπλανητικό. Αναντίρρητα πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ωστόσο, ακόμη και εκείνοι που είναι έτοιμοι για ουρανομήκεις ζητωκραυγές στο άκουσμα του ονόματός του δεν είναι απολύτως σίγουροι για το περιεχόμενο των επαίνων τους – εκτός από τον ακραίο ενίοτε νατουραλισμό του και την αόριστη αίσθηση ανησυχίας που προξενεί στον θεατή του έργου του. «Τίποτε δεν εξιδανικεύεται, τίποτε δεν τυποποιείται σε όσα παρουσιάζονται. Οι στάσεις είναι συχνά αμήχανες και τα πρόσωπα που απεικονίζονται κάθονται ανακούρκουδα ή με τα πόδια ανοιχτά. Τα γεννητικά όργανα μπορεί να εκτίθενται, κάθε άλλο όμως παρά ερωτισμό αποπνέουν» παρατηρεί ο Μάλκομ Ρούελ σε ένα κείμενο όπου συγκρίνει πτυχές της αναπαράστασης στον Φρόιντ και στον Ροντέν. Εχοντας βγει νωρίς από την αφάνεια, ζωγραφίζοντας συχνά φίλους και οικείους και σπανίως μοντέλα, δηλώνοντας στο «Los Angeles Magazine», τον Απρίλιο του 2003, ότι «για μένα ο πίνακας είναι ο άνθρωπος», ο Λούσιαν Φρόιντ προδιαθέτει όποιον ασχολείται με την προσωπικότητά του να υποθέσει ότι δεν στερείται εκκεντρικότητας – και αυτή η εκτίμηση δεν είναι λανθασμένη.

Οντας μέλος μιας από τις εμβληματικότερες αστικές οικογένειες του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα, μαθαίνει κανείς ασφαλώς να συμβιώνει με τη διασημότητα, όχι απαραίτητα όμως και να εξοικειώνεται μαζί της. Ο γεννημένος το 1922 στο Βερολίνο εγγονός του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ και γιος του αρχιτέκτονα Ερνστ Φρόιντ δεν υπήρξε ποτέ φίλος της δημοσιότητας. Εχοντας εγκαταλείψει τη Γερμανία το 1933, σε ηλικία 11 ετών, ο εγκατεστημένος στο Λονδίνο μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια Λούσιαν πολιτογραφήθηκε Βρετανός το 1939. Σπουδάζοντας στην Κεντρική Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου, στη Σχολή Ζωγραφικής και Σχεδίου Σέντρικ Μόρις και στο Κολέγιο Γκόλντσμιθς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, διατηρούσε ένα γενικά χαμηλό προφίλ. Λέγεται βέβαια ότι συνήθιζε να τριγυρνά στους δρόμους με ένα εκπαιδευμένο γεράκι στον ώμο του και ότι πιθανώς είναι υπεύθυνος για τον εμπρησμό της Σχολής Σέντρικ Μόρις εξαιτίας κάποιου αναμμένου τσιγάρου που δεν βρέθηκε στο τασάκι την ώρα που έπρεπε, αλλά οι νεανικές αμαρτίες αν μη τι άλλο οφείλουν να συγχωρούνται. Αλλωστε, ο νεαρός Φρόιντ εκείνα τα χρόνια αναζητούσε εμπειρίες: Υπηρέτησε για έναν χρόνο στο εμπορικό ναυτικό στις νηοπομπές του Ατλαντικού, ταξίδεψε στο Παρίσι και περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1946. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν ήδη μέλος της αποκαλούμενης «Σχολής του Λονδίνου», μιας χαλαρής ομάδας με κύριο εκπρόσωπο τον Φράνσις Μπέικον, η οποία εν μέσω κυριαρχίας της αφηρημένης τέχνης επέμενε στην παραστατική ζωγραφική. Συν τω χρόνω, ο Λούσιαν απέκτησε ολοένα αυξανόμενη φήμη, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μετέβαλε το ύφος του, επικεντρωμένος σε πορτρέτα, συχνά γυμνά. Η αποδοχή του έφτασε στο οικονομικό απόγειό της τον Μάιο του 2008, όταν το πορτρέτο του με τίτλο «Benefits Supervisor Sleeping» πωλήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Christie’s αντί 33,6 εκατ. δολαρίων – η υψηλότερη τιμή που έχει καταβληθεί ως σήμερα για έργο καλλιτέχνη εν ζωή. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος παραμένει ως σήμερα απρόθυμος να εκτεθεί σε δημόσια θέα: Οταν το 2002 μια σημαντική έκθεση έργων του οργανώθηκε στην Γκαλερί Tate Britain απέφυγε να εμφανιστεί στα εγκαίνια.

Οι καλλιτεχνικές συναναστροφές του ωστόσο κάθε άλλο παρά ενθουσίαζαν τους δικούς του. Σύμφωνα με την Εβα Βαϊσβάιλερ, συγγραφέα του έργου «Φρόιντ: Η βιογραφία μιας οικογένειας» (εκδ. Μεταίχμιο), η θεία του Ματίλντε, γράφοντας στον αδελφό της Ολιβερ το 1952, δεν μασούσε τα λόγια της σχετικά με τα αισθήματα που έτρεφε ο ευυπόληπτος εβραϊκός αστικός περίγυρός του για τον Λούσιαν: «Ο Λουξ δεν χρησιμοποιεί καθόλου το κύρος της οικογένειας, κάτι για το οποίο όμως εμείς δεν του κρατάμε κακία. Είναι βέβαια ένας ταλαντούχος, αλλά πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος, ο οποίος ζει εντελώς έξω από τα δικά μας αστικά πλαίσια. Συχνά απορώ πώς βρέθηκε στην οικογένειά μας». Η απορία βέβαια δεν είναι μέγεθος μονοσήμαντου χαρακτήρα – την ίδια ακριβώς εκφράζει με τον τρόπο του και ο Λούσιαν. Η σειρά των πορτρέτων της μητέρας του, Λούσι, σε προχωρημένη ηλικία από το 1970 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, λίγο πριν από τον θάνατό της, ήταν μια μακροχρόνια προσπάθεια να βελτιώσουν την ψυχρή σχέση μεταξύ τους. Στην περίπτωση του αδελφού του, Κλέμεντ, η τελευταία απόπειρα παρόμοιας προσέγγισης χρονολογείται από το 1955. Οπως τουλάχιστον υποστηρίζει εκείνος, ο Λούσιαν επισκέφθηκε μια ημέρα το κλαμπ όπου σύχναζε και ζήτησε να τον δει άμεσα, έχοντας ανάγκη από ένα επείγον δάνειο. Ο Κλέμεντ Φρόιντ απουσίαζε και ώσπου να επιστρέψει ο αδελφός του είχε φύγει μαινόμενος. Από τότε η πλησιέστερη περίσταση στην οποία έφτασαν κοντά στο να μιλήσουν ο ένας στον άλλον ήταν πριν από κάποιες δεκαετίες, όταν ο Κλέμεντ μπήκε κατά τύχη με τον εγγονό του, Ντόμινικ, στο ίδιο παγωτατζίδικο του Βόρειου Λονδίνου όπου βρισκόταν ο αδελφός του. «Γιατί έφυγε εκείνος ο κύριος και άφησε το παγωτό του;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Γιατί ήταν ο θείος σου, ο Λούσιαν» απάντησε ο παππούς του.

Για ορισμένους ομοτέχνους του ο «θείος Λούσιαν» τρέφει ακόμη χειρότερες απόψεις. Στο πρόσφατο βιβλίο του κριτικού τέχνης Μάρτιν Γκέιφορντ «Man with a Blue Scarf» (εκδ. Thames & Hudson), καρπό των οκτώ μηνών κατά τους οποίους πόζαρε ως μοντέλο του Φρόιντ, ο ζωγράφος φέρεται να θεωρεί τον Πικάσο επιδειξιμανή και κατώτερο του Ματίς. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι ο βρετανός καλλιτέχνης έχει εκφραστεί πιο υποτιμητικά και για μεγαλύτερα ονόματα. Οι μορφές του Ντα Βίντσι, για παράδειγμα, δεν τον συγκινούν καθόλου: Μοιάζουν, ισχυρίζεται, σαν να έχουν ζωγραφιστεί με αερογράφο. Ειλικρίνεια ή σνομπισμός; Κάτι ενδιάμεσο ενδεχομένως, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι αρνείται συστηματικά να φιλοτεχνήσει πορτρέτα ανθρώπων που δεν συμπαθεί: Αποδέκτες της απόρριψής του, μεταξύ άλλων, ο Αντριου Λόιντ Γουέμπερ και η σύζυγός του, ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β΄ και η λαίδη Νταϊάνα. Μικρό το κακό – γλίτωσαν τον σάλο που ξέσπασε μετά την παρουσίαση εκείνου της βασίλισσας Ελισάβετ: Ο Τύπος αντέδρασε ισχυριζόμενος ότι η ρεαλιστική απεικόνισή της ήταν ασεβής προς τον θεσμό.

Η ιδιωτική ζωή του Φρόιντ είναι ακόμη πιο εκκεντρική από τη δημόσια εικόνα του. Επειτα από δύο γάμους στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές της δεκαετίας του ’50, άρχισε να συνάπτει μια σειρά εφήμερων σχέσεων με διάσημες και μη συντρόφους, από τις οποίες απέκτησε δεκάδες παιδιά. Ο ακριβής αριθμός τους δεν είναι καταγεγραμμένος: Τα αναγνωρισμένα τέκνα του είναι τουλάχιστον 13 και τα 40 εξώγαμα που ανέφερε κάποτε ο φίλος του, Ντέιβιντ Φάρσον, ελέγχονται ως υπερβολή. Ερωμένες λιγότερο γνωστές από την Τζέρι Χολ και την Κέιτ Μος, που φέρονται ως πρώην κατακτήσεις του, αποδίδουν, σύμφωνα με τη βρετανική «Daily Express», το πλήθος των επιτυχιών στη μαγνητική προσωπικότητά του. Από την άλλη πλευρά, κάποιες από τον εσμό αυτόν των σχέσεων, περιστασιακών και μη, δεν απέκτησαν ποτέ ούτε τον αριθμό του τηλεφώνου του – χαρακτηριστικό δείγμα έλλειψης εμπιστοσύνης. Αλλωστε, η Κίτι Επσταϊν, η πρώτη του σύζυγος, είχε καταφερθεί από νωρίς κατά της ανευθυνότητάς του, ενώ η συγγραφέας Τζόαν Γουίνταμ, ύστερη σύντροφος, τον χαρακτήριζε επιεικώς ψυχρό. Η Εμιλι Μπέαρν δεν θα συμφωνούσε: Οταν χώρισαν, ο 80χρονος τότε Φρόιντ είχε θεαθεί στο κατώφλι της να κλωτσά ωρυόμενος την πόρτα του 29χρονου μοντέλου του. Ο καλύτερος τελικά τρόπος για να προσεγγίσει κανείς έναν τόσο περίπλοκο και κλειστό χαρακτήρα είναι εκείνος που περιγράφει η μυθιστοριογράφος κόρη του, Εστερ Φρόιντ: «Πόζαρα για αυτόν στα 16 μου. Ετσι τον γνώρισα».

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 549 του περιοδικού, στις 23-24 Απριλίου 2011.