Πρώτος μπαίνει περπατώντας περήφανα ο Λάμπης. Το μικρό σκυλάκι επιμένει να κάθεται στα πόδια του «κυρίου» του Δημήτρη Λάλου αλλά δεν αναστατώνει την αυλή του θεάτρου Επί Κολωνώ ούτε διακόπτει την κουβέντα «των μεγάλων». Δεν είναι ανασφαλές και κακομαθημένο. Λένε ότι τα σκυλιά παίρνουν το χαρακτήρα των αφεντικών τους. «Η μέρα που έγινα καλύτερος ηθοποιός ήταν όταν παραδέχτηκα ότι δεν είμαι καλός ηθοποιός», θα πει με φυσικότητα ο 12ος και τελευταίος για την ώρα νικητής του βραβείου Χορν για το ρόλο του Χοσεφίνο στο Λα Τσούνγκα του Μάριο Βάργκας Λιόσα. Είναι και αυτή μια άποψη. Γιατί στο βαθμό που μπορεί να είναι αντικειμενική μια αλήθεια, αυτή υπαγορεύει ότι ο Δημήτρης Λάλος είναι καλός ηθοποιός. Είτε ως οργισμένος σκίνχεντ στο Ροτβάιλερ του Γκιγιέρμο Έρας είτε ως Τάβιο στο φετινό Κίεβο του Σέρχιο Μπλάνκο είτε, τελικά, ως απλός συνομιλητής σε μια συζήτηση με στριφτά τσιγάρα και κρύο καφέ όπου διαπιστώνεις ότι διαθέτει αυτό που διατείνεται ότι απέκτησε μόλις στα 33 του: «Επίγνωση». Δηλαδή; «Ένα βραβείο είναι σαν να σου λένε «συνέχισε, καλά πας». Πιστεύω ότι ένας ηθοποιός δεν πρέπει να περιμένει μια επιβράβευση για να διαπιστώσει κάτι τέτοιο. Πρέπει να το καταλαβαίνει από μόνος του. Αυτή είναι η φύση του ηθοποιού. Αν δεν μπορεί να ορίσει τον εαυτό του στο χώρο, θα σκοντάφτει πάνω στα αντικείμενα».
Εξαρτάται. Από τα βιώματά σου, από το DNA σου, από την εποχή σου, από την τύχη. Απ’ όλα αυτά τα κομμάτια του παζλ τα οποία εσύ έχεις στα χέρια σου αλλά μόνο οι άλλοι μπορούν να συνδέσουν μεταξύ τους νηφάλια.
ΜΕ ΔΥΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ
Στην περίπτωσή του οι «γωνίες» του παζλ βρίσκονται αμέσως: πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του έχουν παίξει δύο οικογένειες. Η μία είναι αυτή της ομάδας ΝΑΜΑ, του θεάτρου Επί Κολωνώ. Η πρώτη παράσταση που είδε, εξάλλου, ήταν μια δική τους δουλειά, το Suburbia, που ανέβηκε στο Φούρνο το 1999. Μέχρι τότε ήταν άλλος ένας 19χρονος που δεν ήξερε τι θέλει να κάνει στη ζωή του και σπούδαζε ηλεκτρονικός υπολογιστών, αποπροσανατολισμένος, θαμπός, «ο χειρότερος της τάξης». Θεωρεί λοιπόν το θέατρο αλλά και την τέχνη γενικότερα ως «το μεγεθυντικό φακό ο οποίος σου δείχνει πράγματα που περνούν καθημερινά μπροστά σου. Είναι ένας σπόρος που βάζεις στο χώμα. Μπορεί να μη φυτρώσει ποτέ. Αλλά μπορεί να κάνει λίγο καλύτερο άνθρωπο ένα 19χρονο που θα δει μια παράσταση. Και ποιος ξέρει; Σε 30 χρόνια μπορεί να γίνει πρωθυπουργός…»
Μέχρι να γίνουν οι πολιτικοί καλύτεροι άνθρωποι υπάρχουν οι δημιουργικοί που ωθούν τους άλλους να βρουν τον εαυτό τους. Όπως η σκηνοθέτις Ελένη Σκότη η οποία «έχει πολλή φωτιά και το χάρισμα να ενεργοποιεί τους ανθρώπους γύρω της». Μαζί με τον αρχιτέκτονα Γιώργο Χατζηνικολάου, την αρχιτέκτονα και ηθοποιό Δάφνη Λαρούνη και τον αυτοδίδακτο Δημήτρη Λάλο σχημάτισαν το σκληρό πυρήνα της δημιουργικής ομάδας του Επί Κολωνώ. Και ύστερα ήρθε η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, φέτος και η Φιλαρέτη Κομνηνού, οι οποίες παίζουν σε διπλή διανομή τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Κίεβο. «Η Καρυοφυλλιά είχε δει τον τρόπο που παίζαμε στο Ροτβάιλερ και θέλησε να συνεργαστεί μαζί μας. Συχνά το ακούω από συναδέλφους μου ότι θέλουν να μπουν στην παράσταση και να παίξουν και αυτοί». Η αναζήτηση της αλήθειας στο ψυχολογικό θέατρο του Επί Κολωνώ θέλγει λοιπόν τους επισκέπτες του και εξελίσσει τους μόνιμους «κατοίκους» του. «Μέσα από το θέατρο έχω έρθει σε επαφή με τον εσωτερικό μου κόσμο», ομολογεί. «Στους άνδρες απαγορεύονται τα συναισθήματα πλην του θυμού. Αυτό είναι το μόνο αποδεκτό συναίσθημα. Αν θυμώνεις, είσαι ωραίος. Το θέατρο απενοχοποίησε μέσα μου αυτά τα ταμπού σε σχέση με τα συναισθήματα. Να μπορώ να αγαπήσω, να θαυμάσω, να συναισθανθώ χωρίς να πιστεύω ότι είναι αδυναμία. Θα ήμουν πιο σκληρός άνθρωπος χωρίς το θέατρο».

Η δεύτερη οικογένεια του Δημήτρη Λάλου είναι η βιολογική. «Εισέπραξα πολλή αγάπη και οι γονείς μου με στήριξαν πολύ», λέει. Και χάρη στη μεταναστευτική ιστορία της, η πορεία του στο χάρτη της Ευρώπης σχηματίζει μια τεθλασμένη γραμμή. Κατάγεται από τη Λάρισα, γεννήθηκε στο Βόλο, πήγε στο Βέλγιο, επέστρεψε στη Λάρισα, στα 8 του μετανάστευσε στη Γερμανία. Στα 18 του γύρισε στην Ελλάδα. Η γραμμή σταματάει εδώ. Πεισματικά. «Γύρισα για τον ήλιο. Γύρισα όμως και για τη γλώσσα». Γιατί να μη μείνει στο εξωτερικό; Τα γερμανικά εξάλλου είναι σαν μητρική του γλώσσα. «Σαν», τονίζει την παρομοίωση. «Μητρική γλώσσα είναι αυτή που σου μιλάει η μητέρα σου όταν βρίσκεσαι στην κοιλιά της. Εκεί όπου δεν ακούς «αέρινα» αλλά «οστέινα». Το να μοιράζεσαι τη σκέψη σου στη γλώσσα σου είναι το πιο σημαντικό πράγμα για μένα».

*Κίεβο, στο θέατρο Επί Κολωνώ ως τις 28 Απριλίου 2013