Οταν κοιμάται, ο τετράχρονος γιoς μου μοιάζει με μπίζνεσμαν που μόλις έκλεισε ένα καλό deal. Τον κοιτάζω συχνά έτσι όπως είναι ξαπλωμένος στο κάτω κρεβάτι της κουκέτας, αγέρωχος, μακάριος, παραδομένος σε κάποιο ανέφελο παιδικό όνειρο με γαϊδούρια και φάλαινες (οι πιο πρόσφατες εμμονές του). Στο επάνω κρεβάτι, η αδελφή του, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα στις τέσσερις γωνίες σαν ακρίδα, μονίμως ξεσκέπαστη, με το πρόσωπό της μωρουδίστικο ακόμη, στα έξι της χρόνια. Εγώ, πάλι, που από συνήθεια πλέον σηκώνομαι κάνα-δυο φορές μέσα στη νύχτα κάποιον να σκεπάσω, σε κάποιον να φέρω νερό ή να χαϊδέψω διώχνοντας μακριά «το κακό ονειράκι», αναπολώ συχνά τις ημέρες που μπορούσα να κοιμάμαι χωρίς διαλείμματα, χωρίς ενοχές και, βέβαια, χωρίς κάποιον να σκαρφαλώνει ξημερώματα πάνω μου και να με ρωτάει: «Οι δεινόσαυροι έχουν αφτιά;».
Πάει, τελείωσε, η μητρότητα πάει πακέτο με τον διακεκομμένο και τον ταραγμένο ύπνο. Τα πρωινά στο σχολείο ήμουν ο περίγελος των φίλων μαμάδων. Εμφανιζόμουν με φόρμα, πρόχειρα πιασμένο μαλλί και μαύρο γυαλί, ενώ δεν είχα προλάβει να πιω ούτε γουλιά καφέ, γεγονός που σαφώς επιδείνωνε την κατάσταση. Δεν υπήρξα ποτέ πρωινός τύπος και το να σηκώνομαι στις 07.15, κυνηγώντας δύο μικρούς ανθρώπους να ντυθούν «γρήγορα γρήγορα», καταλήγει συχνά σκέτος εφιάλτης. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες μητέρες, με πιο καλοκουρδισμένο βιολογικό ρολόι από το δικό μου, συμφιλιώνονται πιο εύκολα με αυτή τη νέα πραγματικότητα. Εξού και κάμποσες πέφτουν για ύπνο από τις 10.00 και έτσι μπορούν να εμφανίζονται πρωί πρωί φρέσκες και καλοχτενισμένες δίπλα στο δικό μου απομεινάρι.
Βέβαια, δεν θα άλλαζα με τίποτε αυτές τις υπέροχες, μουλωχτές αγκαλιές, με τα μικρά χέρια να τυλίγονται ικετευτικά γύρω από τη μέση μου ενώ κοιμάμαι. Οπως δεν θα άλλαζα και τις εκπλήξεις. Οταν ο γιος μου ήταν δυόμισι ετών, μια θυμωμένη κραυγή με ξυπνούσε συχνά μέσα στο άγριο σκοτάδι: «Είμαι ξεσκέπαστοοος!». Σηκωνόμουν τρεκλίζοντας από τη νύστα και τα γέλια.