Οι στράτες των τραγουδιών
Η Κρήτη μάς ταξιδεύει στους μύθους και στα όνειρα εδώ και 4.000 και βάλε χρόνια. Πάνω στο πέτρινο καράβι που σκάρωσαν ο χρόνος και δύο γίγαντες, η αφρικανική και η ευρασιατική πλάκα, αναπτύχθηκε το μέτωπο συνάντησης μεγάλων δυνάμεων, μεγάλων πολιτισμών, μεγάλων ιδανικών και μεγάλης ανυπακοής. Ειδικά στην πέτρινη αυλαία πάνω από τη Ζούρβα, εντοπίζουν τη δημιουργική δράση των πλακών. Πίσω από την αυλαία αρχίζει η Μαδάρα, και το πιο ωραίο στολίδι των απότομων, άδεντρων βουνών (αυτά λένε μαδάρες στην Κρήτη) ήταν πάντα οι αντάρτες, οι πραγματικοί (στους ταραγμένους καιρούς των κατοχών) και οι ανυπόταχτες ψυχές των ειρηνικών χρόνων, οι μαχητές και οι οραματιστές, όπως ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο Θεοφάνης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Κορνάρος τραγουδούσε: «Για μένα όλα σφάλουσι και πάσι άνω κάτω, για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτων», ο Θεοφάνης ζωγράφιζε τον αυστηρό Αη Γιώργη να σκοτώνει το θεριό, κι ο Καζαντζάκης άρχιζε έτσι το ταξίδι του στη χώρα που μεγαλούργησε ο Ελ Γκρέκο: «Το ταξίδι κ’ η εξομολόγηση (κ’ η δημιουργία είναι η ανώτερη και πιστότερη μορφή εξομολόγησης) στάθηκαν οι δυο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου». Και είναι όντως χαρά να ταξιδεύεις και να εξομολογείσαι τις σκέψεις σου από το σπίτι του Βενιζέλου στη Χαλέπα, να περνάς μέσα από το φαράγγι του Θερίσου και το αρχηγείο του, να σκαρφαλώνεις στο παρατηρητήριό του, και να ανασαίνεις ελεύθερη αύρα περπατώντας στη Στράτα των Μουσούρων, στον Ομαλό και στα τειχιά της Ελύρου στο Ροδοβάνι ή μπαίνοντας μέσα στην αγκαλιά της παρέας στο καζάνι του Καράνου…
Χαλέπα, Θέρισο, Ζούρβα, στα βήματα του Ελευθέριου
Στη Χαλέπα, το αριστοκρατικό προάστιο των Χανίων, ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα η έδρα των προξένων των ευρωπαϊκών κρατών, και εκεί συνέκλιναν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα τα οποία είχαν επηρεάσει τον νεαρό ηγέτη Ελευθέριο Βενιζέλο. Ωστόσο περισσότερο τον είχαν ορίσει οι αδιάκοπες κρητικές επαναστάσεις για την ελευθερία. Το ίδιο το βαπτιστικό όνομά του ήταν αφιερωμένο σε αυτήν. Ο νονός του, ηγούμενος της μονής Χρυσοπηγής, τον βάφτισε Ελευθέριο, ελπίζοντας ότι αυτός θα ελευθερώσει την Κρήτη από τον τουρκικό ζυγό. Και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να εκπληρώσει την ελπίδα και την ευχή του ηγουμένου. Κι αυτός, ο μετριοπαθής, έγινε πολλές φορές επαναστάτης γι’ αυτό. Τώρα, στη Χαλέπα, στο επιβλητικό σπίτι του, στη βίλα που λειτουργεί ως μουσείο με πολλά δικά του αντικείμενα –όπως το περίστροφό του, τα τρυπημένα από τις δολοφονικές σφαίρες εσώρουχά του ή το διάτρητο αυτοκίνητό του ύστερα από μιαν άλλη απόπειρα δολοφονίας –σε τυλίγει μαζί με τα ευρωπαϊκά φιλελεύθερα ρεύματα και η προσωπική ακτινοβολία ενός ανθρώπου που δικαιούται τον τίτλο του εθνάρχη.
Τη δεύτερη φορά που ο Ελευθέριος Βενιζέλος έγινε επαναστάτης, το 1905, μπήκε στο φαράγγι του Θερίσου. Κάπου 7 χλμ. από το κέντρο των Χανίων, την τόσο ζωντανή Αγορά, ο δρόμος τρέχει προς τα Λευκά Ορη και μπαίνει στο στενό φαράγγι. Οι τοίχοι του είναι τόσο απότομοι που είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά πεδία για αναρρίχηση. Σε πολλά σημεία της διαδρομής μέσα στο φαράγγι βλέπεις τους αναρριχητές να παλεύουν με τον λείο βράχο. Σταματάς και τους παρακολουθείς με κομμένη την ανάσα ως και λίγο πριν από το χωριό Θέρισο. Εδώ, απέναντι από την παλιά εκκλησιά του Αϊ-Γιώργη, σε ένα ταπεινό σπιτάκι, διώροφο, που κι αυτό λειτουργεί τώρα ως μουσείο, ήταν το στρατηγείο του Βενιζέλου. Επαναστάτησε επικεφαλής πολλών αποφασισμένων Κρητικών, κατά των χειρισμών του Υπατου Αρμοστή των μεγάλων δυνάμεων πρίγκιπα Γεώργιου, για τον χειρισμό του Κρητικού Ζητήματος.
Στο επάνω πάτωμα του μικρού κρητικού σπιτιού, στάθηκα μπροστά στη σημαία των επαναστατών και τριγυρισμένος από πλήθος φύλλων του «Ελευθέρου Βήματος». Ηταν μια ευτυχής συγκυρία. Η εφημερίδα μας, που εφέτος εορτάζει τα 90ά γενέθλιά της, γεννήθηκε το 1922 από τον Δημήτριο Λαμπράκη, μέσα σε αυτό ακριβώς το φιλελεύθερο πνεύμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, το οποίο δεν σταμάτησε ποτέ να συγκρούεται με πρίγκιπες και βασιλιάδες, και μετά το 1910 που έφυγε από την Κρήτη και έγινε ηγέτης της Ελλάδας ολάκερης.
- Το στρατηγείο του Βενιζέλου στο Θέρισο λειτουργεί 10.30-13.30 και είναι κλειστό Τρίτη και Σάββατο.
Απειραθές, γεύση Λευκών Ορέων
Ψηλά πάνω από τη Ζούρβα, οι επαναστάτες είχαν εγκαταστήσει σε ένα μικρό κτίσμα, ίδιο με μητάτο, ένα παρατηρητήριο για να βλέπουν ως κάτω τα Χανιά και την ακτή, τις κινήσεις των καραβιών και του στρατού των μεγάλων δυνάμεων. Ετσι μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι στο Θέρισο. Αυτή η ήρεμη εικόνα εκτυλίσσεται και τώρα δεξιά και αριστερά του δρόμου, όσο κρατούν τα σπίτια του χωριού και τα πολλά εστιατόρια με ονόματα που παραπέμπουν στην ιστορία του Θερίσου, όπως «Αντάρτης» και «Μετερίζι». Λειτουργεί επίσης και η ταβέρνα «Λεβεντογιάννης» και στις «Μαδάρες» μια αυθεντική κρητική φυσιογνωμία στήνει γύρω από τη φωτιά τις σούβλες με το αντικριστό αρνί, ένας παραδοσιακός τρόπος ψησίματος από τον Μυλοπόταμο.
Πράγματι, από εδώ και πάνω αρχίζει η Μαδάρα, και η Ζούρβα (5 χλμ. από τη διακλάδωση προς Δρακόνα, ένα επίσης ορεινό χωριό βοσκών) βρίσκεται ήδη σκαρφαλωμένη σε αυτήν, στα 570 μέτρα πάνω από το Κρητικό Πέλαγος και κάτω από τους βράχους Απειραθές. Ανεβαίνουμε παρέα με τον Νίκο Τσιβουράκη, δημοσιογράφο από τα Χανιά, ο οποίος δημιούργησε μια ζεστή γωνιά εδώ πάνω στο βουνό, τις «Απειραθές» (τηλ. 6944414710, www.apirathes-zourva.gr, μέλος του δικτύου www.guestinn.com), για τους απαιτητικούς όσο και ανήσυχους περιηγητές. Για την ακρίβεια τρεις γωνιές: Τον «Ερωντα», τον «Αμάραντο» και τα «Ανέγνωρα». Και δεν είναι γωνιές, αλλά τρεις πετρόχτιστες μεζονέτες των 75 ή 105 τετραγωνικών, με πολλές γωνιές τελικά, με πιο ζεστή αυτή γύρω από το τζάκι. Γιατί εδώ πάνω όλα είναι ταιριαστά με το περιβάλλον και ο χειμώνας έχει πολλά καπρίτσια, με πιο φαντασμαγορικό την ομίχλη που κατεβαίνει από τις κορφές του βουνού και των βράχων πάνω από τη Ζούρβα και τυλίγει τον μικρό οικισμό στη μαγεία του χειμώνα. Τώρα είναι που το ξύλινο πάτωμα του ευρύχωρου υπνοδωματίου παίζει τον ρόλο του, καθώς η ομίχλη περνά έξω από τα πολλά παράθυρα και συχνά την ακολουθεί και το χιόνι.
Η Ζούρβα, ως γνήσιο τέκνο της Μαδάρας, φιλοξενούσε τους αντάρτες του Βενιζέλου, αλλά και πριν, την επίσης επαναστατική περίοδο του 1866-1869, ήταν μαζί με τα Μεσκλά η έδρα της επαναστατικής συνέλευσης υπό τον Ζυμβρακάκη. Κι έτσι έγινε ως και την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Η μόνη στιγμή που σκοτεινιάζει το πρόσχαρο πρόσωπο της κυρίας Αιμιλίας Μαναρολάκη και τα μάτια της γεμίζουν είναι όταν θυμάται την ημέρα του Αγίου Χαραλάμπους, στις 10 Φεβρουαρίου 1944, όταν οι Γερμανοί κύκλωσαν τη Ζούρβα και πήραν δυο δωδεκάδες χωριανούς και τους φόρτωσαν για το Νταχάου, μαζί και τον πατέρα της. Γύρισαν μόνο τέσσερις, και ο πατέρας της δεν ήταν μέσα σε αυτούς…
Η κυρία Αιμιλία ξεχνά τον πόνο της όταν μιλά για το εστιατόριο που έστησε εδώ πάνω, ξεκινώντας από ένα μικροσκοπικό καφενείο, μέχρι που έγινε από τα πιο γνωστά στέκια παραδοσιακού φαγητού στα Χανιά και σε όλη την Κρήτη. «Θα τρώτε, θα πίνετε και δεν θα μιλάτε. Καημός του που λέει πως δε θέλει» λέει η κυρία Αιμιλία και στο τραπέζι έρχονται για του λόγου το αληθές τσιγαριαστό αρνί, κατσικάκι κοκκινιστό με πατάτες, κόκορας κρασάτος, αρνάκι ψητό στον φούρνο με πατάτες, στάκα με αβγά, μαραθόπιτα, γραβιέρα, σταμναγκάθι. Ολα τα υλικά τα παράγουν οι ίδιοι, τα κρέατα, τα γαλακτοκομικά, τα κηπευτικά, το μέλι, και όλα είναι ενταγμένα στη φιλοσοφία που εκφράζει με τα δικά της λόγια η κυρία Αιμιλία: «Να είσαι άνθρωπος με τους ανθρώπους. Με τον εαυτό σου να είσαι ό,τι θέλεις»…
Ο Νίκος είναι γιος της κυρίας Αιμιλίας, αλλά και της Μαδάρας. Εκείνος μας ανεβάζει ως τον Βισαλόπορο, στην αγκαλιά του βουνού, 1.000 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, 15 χλμ. από τη Ζούρβα, από τα οποία τα τελευταία 8 χλμ. είναι δύσκολο χώμα. Πρώτα περνάμε από το Παρατηρητήριο του Βενιζέλου, το ερειπωμένο σπιτάκι, απ’ όπου βλέπεις σαν σε ανάγλυφο χάρτη όλο τον τόπο ως κάτω τη βόρεια ακτή των Χανίων και τα ίδια τα Χανιά.
Από τον Βισαλόπορο που σταματά ο χωματόδρομος, περπατάμε στο μονοπάτι που συνεχίζει πίσω από τους βράχους ως την Τρομάρισσα. Κατεβαίνει την πλαγιά μέχρι το βάθος της ρεματιάς και μετά ανηφορίζει μέχρι τις πηγές και τα πλατάνια, στη σκιά των οποίων υπογράφηκε η συμφωνία μεταξύ του ΕΑΜ και της ΕΟΚ το 1944, η οποία μαζί με τις συμφωνίες του Θέρισου το 1943 και του Αποκόρωνα το 1945, πρόλαβαν τα χειρότερα του εμφυλίου πολέμου στην Κρήτη. Η διαδρομή ως εκεί είναι περίπου 1 ώρα και το χρώμα αυτή την εποχή δίνουν στο βουνό τα σφενδάμια και τη μυρουδιά η λαγουδοκοιμητέ. «Ηταν καημός μου να βγω στο κυνήγι και να κάμω κοιμητέ (στρώμα) από αυτόν τον θάμνο, και να κοιμηθώ. Μύρισε…» λέει ο Νίκος καθώς μαζεύει με τον σουγιά του μαρουλίδες, το άγρια χόρτα που βγαίνουν μόνο στο βουνό.
Από τον δρόμο της επιστροφής φεύγουμε δεξιά για να ανεβούμε στα 1.200 μέτρα στον Ασφεντιλόλακκο, σε ένα πραγματικό μητάτο. Οι βοσκοί έχουν κατέβει πιο χαμηλά για να ξεχειμωνιάσουν, αλλά τα πράγματά τους μένουν εκεί όπως τα άφησαν. Επιστρέφουμε γρήγορα στη Ζούρβα, λόγω… ανωτέρας βίας. Η κυρία Αιμιλία σχολιάζει: «Η Μαδάρα θέλει παξιμάδι και ελιές. Εσείς πήγατε σαν τους τουρίστες»… Οι τουρίστες όμως που έρχονται εδώ πάνω είναι πραγματικοί αντάρτες της καθημερινότητας και πάνε στο βουνό οργανωμένοι. Η πιο δημοφιλής διαδρομή είναι να ανέβουν από τη Ζούρβα στην πηγή της Τρομάρισσας, μέσα από το ομώνυμο φαράγγι που καταλήγει εκεί έπειτα από δυο ώρες «κάνιονιγκ».
- Τη διαδρομή έχει σηματοδοτήσει ο Ορειβατικός Σύλλογος Χανίων (τηλ. 28210 44647, μετά τις 21.00), από τον οποίο οι περιηγητές μπορούν να ζητήσουν πληροφορίες και για τα αναρριχητικά πεδία στο Θέρισο από τον έφορο Μιχάλη Βουράκη.
Παρέα τρισχιλιόμορφη στο ρακιδιό του Περικλή
Πέτρες πετώ του φεγγαριού κι εκείνο τις διαγέρνει,
για κουζουλάθηκε κι αυτό, για ίδιος καημός το δέρνει.
Ολα τα παιδιά είχαν θητεύσει στα γράμματα και τα περισσότερα έφυγαν για να σπουδάσουν, αλλά γύρισαν πίσω στον τόπο τους. Εχω ζήσει άπειρες φορές φοβερά γλέντια στο τόξο της λύρας –την Κρήτη, την Κάσο και την Κάρπαθο -, αλλά αυτό το αγκάλιασμα καθώς τραγουδούσαν δεν το είχα ξαναδεί. Δεν ξέρω γιατί με άγγιξε τόσο. Ισως γιατί μου έκαναν την τιμή να καλέσουν κι εμένα στην αγκαλιά τους, ίσως γιατί τώρα είναι η πιο καλή ώρα για να πορευόμαστε αγκαλιασμένοι.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το αγκάλιασμα της παρέας έξω από το οικογενειακό καζάνι του Περικλή Φραγκεδάκη και του άξιου διαδόχου του Βαγγέλη Σφακιανάκη, του ανιψιού του, στη γειτονιά Ανω Καρές του χωριού Καράνου. Συναντηθήκαμε στον Φουρνέ, στον «Σαλίγκαρο» του Νίκου Φυτούρη, που το ονόμασε έτσι το μαγαζί για χάρη του «γαμπρουλακιού» του. Κατηφορίσαμε από τη Ζούρβα στα Μεσκλά (5 χλμ.) και κατόπιν στον Φουρνέ (4 χλμ. μετά). Μετά το καλωσόρισμα με τσικουδιά και γλυκό του κουταλιού, ο Νίκος συνοψίζει τη φιλοσοφία της Κρήτης: «Χθες, της Αγίας Αικατερίνης, μαζευτήκαμε στο έμπα του Φουρνέ 300 άνθρωποι για ένα εικονοστάσι 30×30 και κάναμε ένα πανηγύρι πρώτο. Αυτά είναι πράγματα»…
Τα καζανέματα τελειώνουν στην Κρήτη στα μέσα του Νοέμβρη, αν και εφέτος το ξακουστό ρωμαίικο σταφύλι («αυτό βρήκαμε από τους πατεράδες μας, αυτό έχουμε κι εμείς» όπως λέει ο Περικλής) τρυγήθηκε εδώ στις αρχές Οκτώβρη. Ο Περικλής όμως καθυστέρησε την πανηγυρική τελευταία καζανιά και ο Αντώνης Μυλωνάκης έσμιξε για χατίρι μας την παρέα. Εξάλλου γι’ αυτό πρώτ’ απ’ όλα λειτουργεί το καζάνι. «Εχουμε 20 στρέμματα αμπέλια, αποστάζουμε για εμάς, αλλά δεν πίνουμε όλη την τσικουδιά, πουλάμε κιόλας. Ετσι διασκεδάζουμε και βγάζουμε και το μεροκάματο». Γι’ αυτό υπάρχει το μεγάλο τραπέζι δίπλα στο καζάνι. Οι φίλοι έρχονταν με τα φέρματά τους. Απλωναν τα έτοιμα φαγητά στο τραπέζι, οι γυναίκες τηγάνιζαν τα μανιτάρια και οι άνδρες έβαζαν τα κρεατικά στην ψησταριά. Δίπλα της η παρέα «έκανε όρεξη» τραγουδώντας «βαριά» ριζίτικα και μαντινάδες με τη συνοδεία του λαούτου και του μαντολίνου:
Πέτρες πετώ του φεγγαριού κι εκείνο τις διαγέρνει,
για κουζουλάθηκε κι αυτό, για ίδιος καημός το δέρνει.
Φεγγάρι από τον κήπο σου όλα τα άνθη κόψε
και στείλε τα του Στέλιου μας, απού γιορτάζει απόψε.
και στείλε τα του Στέλιου μας, απού γιορτάζει απόψε.
Ολα τα παιδιά είχαν θητεύσει στα γράμματα και τα περισσότερα έφυγαν για να σπουδάσουν, αλλά γύρισαν πίσω στον τόπο τους. Εχω ζήσει άπειρες φορές φοβερά γλέντια στο τόξο της λύρας –την Κρήτη, την Κάσο και την Κάρπαθο -, αλλά αυτό το αγκάλιασμα καθώς τραγουδούσαν δεν το είχα ξαναδεί. Δεν ξέρω γιατί με άγγιξε τόσο. Ισως γιατί μου έκαναν την τιμή να καλέσουν κι εμένα στην αγκαλιά τους, ίσως γιατί τώρα είναι η πιο καλή ώρα για να πορευόμαστε αγκαλιασμένοι.
Φύγαμε τρισευτυχισμένοι, ακούγοντας τον Γιώργο Κατσουλάκη και την υπόλοιπη παρέα, τον Στέλιο Λαμποθάκη, τον Γιώργο Ροδουσάκη, τον Αντώνη Μπελεγράκη, τον Τάσο Φραγκομιχελάκη, να τραγουδούν το τραγούδι του καζανιού:
Αμπέλι μου πλατύφυλλο και μακροκοντυλάτο,
οι χρωφελέτες ήρθανε και θε να σε πουλήσω.
Πουλήσεις με, χαρίσεις με, το χρέος δε το βγάνεις.
Βάλε να με κλαδέψουνε γέροντες με τα γένια
και βάλε να με σκάψουνε απάρθενα κοπέλια,
βάλε να με τρυγήσουνε απάρθενα κοράσια,
τότε θα ιδείς, αφεντικό, το χρέος πώς το βγάνεις.
οι χρωφελέτες ήρθανε και θε να σε πουλήσω.
Πουλήσεις με, χαρίσεις με, το χρέος δε το βγάνεις.
Βάλε να με κλαδέψουνε γέροντες με τα γένια
και βάλε να με σκάψουνε απάρθενα κοπέλια,
βάλε να με τρυγήσουνε απάρθενα κοράσια,
τότε θα ιδείς, αφεντικό, το χρέος πώς το βγάνεις.
Στη Στράτα των Μουσούρων ως την Αρχαία Ελυρο
Tαξιδέψαμε για την Κρήτη με το «Ελυρος», το καμάρι της ANEK Lines (www.anek.gr). Ωραίο καράβι, με άνετες καμπίνες και πολυτελείς χώρους, με εξαιρετικό φαγητό, μια καλή αρχή της κρητικής εμπειρίας.
Η Ελυρος ήταν η πιο σπουδαία πόλη στη Νοτιοδυτική Κρήτη την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή. Τα τείχη της ξεκινούν από το Ροδοβάνι, από το Τειχί, ανηφορίζουν στον λόφο και αρχίζουν να ανεβοκατεβαίνουν μετά στους επόμενους λόφους ως κάτω στη Σούγια και στο Λιβυκό πέλαγος. Καθώς δεν έχουν γίνει ακόμη εκτεταμένες ανασκαφές, είναι ενταγμένα στη ζωή των κατοίκων της περιοχής. Αποτελούν κι αυτά μέρος των ξερολιθιών που συγκρατούν το χώμα και δημιουργούν τις πεζούλες, τους λώρους της ζωής, που τώρα αρχίζουμε να ανακαλούμε ξανά στη μνήμη μας.
Περιμέναμε ότι αυτή την εποχή οι άνθρωποι θα σκεπάσουν με τα πανιά τους τα αρχαία τειχιά για να μαζέψουν τις ελιές τους. Και πράγματι, ο Γιάννης και η Δήμητρα Παπαγρηγοράκη ήταν εκεί. Ο Γιάννης βιώνει τούτα τα ερείπια και μιλά γι’ αυτά σαν το σπίτι του να είναι χτισμένο από αυτές τις «καματεμένες πέτρες». «Βλέπεις αυτό που μοιάζει με μνήμα, είναι αύλακας που έφερνε το νερό από το διπλανό χωριό. Εδώ είχαν αγγειοπλαστείο. Ο τόπος είναι γεμάτος βίσαλα (σ.σ.: θραύσματα αγγείων). Ο,τι υπάρχει ακόμη από την Ελυρο είναι κάτω από το χώμα. Σε λίγα σημεία φαίνονται τα τείχη, όπως εκεί πάνω στην κορφή, τσι Παραθύρες που λέμε εμείς. Εκεί έχει λαξευτούς τάφους. Από εκεί ξεκινά ο παλιός δρόμος και σε πολλά σημεία τον έχει πατήσει ο καινούργιος. Από αυτόν κατέβαιναν τα κάρα στη Σούγια, περνώντας από του Βολάκαρη τις στροφές, κάπου 11 χλμ. Στο κομμάτι από εδώ ως απέναντι στις ελιές έχουν βρεθεί 20 μνήματα. Και στου Βωβού τα Πεζούλια υπάρχουν μνήματα και στην αναμεσάδα των λόφων υπάρχει ένα θολωτός τάφος που τον λέμε Φούρνο. Τα πιο πολλά έχουν συληθεί. Ο πατέρας μου είχε καφενείο και άκουγα πολλά. Ερχονταν οι Λόρδοι, έτσι έλεγαν τους ξένους, και αγόραζαν αρχαία»…
Ο Γιάννης μάς προέτρεψε όλα αυτά να τα δούμε από κοντά, και ο Ευτύχης Πυροβολάκης, αντιδήμαρχος Καντάνου-Σελίνου, του αποκάλυψε το σχέδιο που έχουμε κατά νουν, να εξερευνήσουμε τις αρχαίες πόλεις της περιοχής, την Υρτακίνα, τη Λισό, τη Σύια και φυσικά την Ελυρο, και ο Γιάννης θα ήταν ο ιδανικός οδηγός μας.
Με τον Ευτύχη βρισκόμαστε πάντα εδώ στα μέρη του Σελίνου. Συναντηθήκαμε στο Ροδοβάνι και ήπιαμε την τσικουδιά για το καλό σμίξιμο στο καφενείο του Μανόλη Πετράκη, πάνω στον δρόμο. Ξεκινήσαμε από τη Ζούβρα και απέναντι από τον ερειπωμένο νερόμυλο στα Μεσκλά, πήραμε το δρομάκι αριστερά και αρχίσαμε να κερδίζουμε ύψος και απίθανες εικόνες του χωριού και των ψηλών βουνών που κρέμονται από πάνω του. Οι ελιές μετάνιζαν από τον πολύ καρπό και εμείς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε ως τον δρόμο που έρχεται από τον Φουρνέ και συναντά τους ωραίους Λάκκους (4 χλμ. από τα Μεσκλά), ένα χωριό-μπαλκόνι πάνω από τη ρεματιά του Κερίτη ποταμού, όπου βρίσκονται τα Μεσκλά και ο Φουρνές.
Μετά τους Λάκκους (3 χλμ.) υπάρχει η διακλάδωση προς τη γειτονιά Πάνω Καρές (1 χλμ.) του Καράνου, όπου βρισκόταν το καζάνι του Περικλή. Από εκεί πιάνουμε την περίφημη Στράτα των Μουσούρων, για την οποία μιλάει και το διαδεδομένο ριζίτικο «Πότε θα κάμει ξαστεριά», αλλά είναι ένας αρχαίος δρόμος που ξεκινά από την άκρη του κάμπου του Σκινέ και φθάνει στο οροπέδιο του Ομαλού (12 χλμ.). Ο δρόμος περνά μέσα από ένα υπέροχο δάσος αγριοκυπάρισσων και ανεβαίνει στο οροπέδιο και στο χωριό Νέος Ομαλός. Υστερα από 1 χλμ. ο δρόμος διακλαδώνεται αριστερά για το Ξυλόσκαλο του φαραγγιού της Σαμαριάς (4 χλμ.) και δεξιά προς τα χωριά του Σελίνου (η πινακίδα γράφει «Σούγια 41 χλμ.»). Εδώ στο οροπέδιο του Ομαλού έχω ακούσει την πιο μελωδική συναυλία από τα κουδούνια των προβάτων. Τότε όμως ήταν καλοκαίρι και βρίσκονταν εδώ πολλά κοπάδια. Αλλά και τώρα θα συναντήσετε τουλάχιστον ένα «κουράδι» να περπατά μέσα στον αυτοκινητόδρομο. Προχωρήστε σιγά και αυτά θα σας κάνουν αργά χώρο να περάσετε.
Βγαίνουμε από το οροπέδιο και αρχίζουμε να κατηφορίζουμε προς την Αγία Ειρήνη (5 χλμ. από τη διακλάδωση στο οροπέδιο, όπου βρίσκεται και η είσοδος του περίφημου φαραγγιού που βγάζει στη Σούγια), αμέσως μετά (1 χλμ.) συναντάμε το Επανοχώρι (με την ταβέρνα της κυρίας Πόπης με τη δυνατή μουρνόρακη), μετά τις Πρινές (1 χλμ.) και μετά τα Τσισκιανά (1 χλμ.), όπου έχουμε την πρώτη θέα του Λιβυκού πελάγους. Ακολουθούν Καμπανός (3 χλμ.), Αγριλές (4 χλμ. μετά) και το Ροδοβάνι (1 χλμ.).
Εν τω μεταξύ οι παρέες εξακολουθούν να σμίγουν γύρω από τα μικρά ρακοπότηρα, όπως στο σπίτι του Αντρέα Κουτσοπεράκη στο Ροδοβάνι, χρόνια οδηγός λεωφορείου και τώρα ανήσυχος αγρότης, γιατί «απού φελά παντού φελά». Μιλάμε για όλα, για τα αμπέλια, τις ελιές, τα κάστανα, την τσικουδιά. Γυρνάμε και πίσω, στους αντάρτες της Μαδάρας, και ο Ευτύχης βγάζει μια πολυκαιρισμένη δερμάτινη θήκη με παλιές φωτογραφίες. Ο πατέρας του, οι θείοι του, άλλοι χωριανοί φωτογραφημένοι ως παρέα στην Αλβανία, στο βουνό, στο καΐκι που φεύγουν από τη Σούγια για τη Μέση Ανατολή, στο Ελ Αλαμείν, στη Δαμασκό όπου βαπτίζουν παιδιά, στον Ιερό Λόχο, και μετά πάλι στα βουνά στην Κρήτη. Είναι ένα φροντιστήριο απλών μαθημάτων Ιστορίας και φιλοσοφίας του καθημερινού η ζωή και οι παρέες σε αυτά τα μέρη.
Το «καλώς όρισες» και το «καλό ταξίδι» των Χανίων
Μόλις το «Ελυρος» άραξε την Κυριακή το ξημέρωμα στη Σούδα, φύγαμε αμέσως για το κέντρο των Χανίων για τη φημισμένη μπουγάτσα του Ιορδάνη, για το «καλώς ήλθατε». Αλλά τα Χανιά μας κατευόδωσαν κιόλας με μία γευστική εμπειρία: στο φημισμένο εστιατόριο «Λεβέντης» στον Πάνω Σταλό. Φτάνεις εκεί από τον παραλιακό δρόμο, προς Αγία Μαρίνα αριστερά στο φανάρι, ακολουθώντας τις πινακίδες προς Πάνω Σταλό. Εκεί λοιπόν μπορείς να βρεις, μεταξύ άλλων, πάνω στο στρωμένο τραπέζι, κρεατότουρτα (πίτα με αρνί, μυζήθρα, τυρομάλαμα και δυόσμο), σουπιές στο τσικάλι (με μάραθα και πράσινες ελιές), αντικριστό αρνί, μπουρέκι (κολοκύθια, πατάτες, δυόσμο, λαδοτύρι, μυζήθρα), κουνέλι τηγανητό λεμονάτο, γαμοπίλαφο, χταπόδι με αβρονιές (σπανάκι και φρέσκα κουκιά), φασολάδα με μακαρόνια, καρότο, ντομάτα, σέλινο και δάφνη κ.ά.
Πρωτύτερα κατεβήκαμε από τη Ζούρβα από τον άλλο δρόμο, από τα Μεσκλά και τον Φουρνέ –από τον δρόμο που διασχίζει ένα απέραντο περιβόλι με πορτοκαλιές, μανταρινιές, κιτριές. Μετά τον Φουρνέ, περάσαμε από το γεφύρι του Αλικανού (3 χλμ.) και μετά 4 χλμ., μετά το στρατόπεδο, πήγαμε αριστερά προς Κυτρωμάδο για τη λίμνη της Αγιάς (2 χλμ.), ένα ωραίο τοπίο που του δίνουν περισσότερη ζωντάνια τα πουλιά που κολυμπούν στον καθρέφτη της λίμνης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ