Γίνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα, αλλά είναι κάτι παραπάνω από ένα διονυσιακό ξέσπασμα. Είναι μια τελετή ενηλικίωσης των νέων, μύησης στην ιστορία της πόλης και συμμετοχής στα κοινά. Μα για τον επισκέπτη είναι ένα αυθεντικό και θεαματικό δρώμενο, από το οποίο μπορεί να πάρει κομματάκια από τη συγκίνηση που σκορπά στην ατμόσφαιρα.
Συγκλονιστικό!
Ηταν η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, αλλά αυτά τα μπουλούκια από ασημοστολισμένους, επιβλητικούς Γιανίτσαρους και πολύχρωμες, πιο υποταγμένες, Μπούλες δεν πήγαιναν μόνο για ένα διονυσιακό ξεφάντωμα, αλλά και για πόλεμο. Το μαντίλι που έχουν δεμένο στο χέρι είναι για χαρά, τον χορό, αλλά είναι και για λύπη, τον θάνατο για την πατρίδα και την ελευθερία.
Δεν ξέραμε ότι οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες θα μας συνέπαιρναν μετατρέποντάς μας από απλούς θεατές σε συγκινημένους συμμέτοχους στα άγια και στα όσια της ανοιχτόκαρδης πόλης. Κι επειδή έχουμε μεγαλώσει σε παραδοσιακό περιβάλλον, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι βγαίνει από την ψυχή μιας κοινότητας και τι από το κεμέρι της…
Στο μπαλκόνι εμφανίστηκε ο Γιανίτσαρος με υψωμένα τα χέρια. Οι άλλοι από κάτω τον προσκάλεσαν να κατέβει γέρνοντας τον κορμό τους προς τα πίσω και κάνοντας τα ασημικά που είναι φορτωμένο το στήθος τους να κουδουνίζουν. Ο Γιανίτσαρος εξαφανίζεται από το μπαλκόνι και εμφανίζεται στην πόρτα της εισόδου. Κάνει τον σταυρό του, φιλά το χέρι στον πατέρα και τη μητέρα και χαιρετά τους συντρόφους του πηδώντας και στα δυο του πόδια. Πιάνεται χεράκι με τους άλλους και ξεκινούν για το σπίτι του επόμενου μέλους του μπουλουκιού.
Ολόκληρο το έθιμο φαίνεται ότι είχε προσαρμοστεί στην εθνική υπόθεση εκείνη την περίοδο, αφού κάτω από το «πρόσωπο» της Αποκριάς μπορούσαν να κρυφτούν και κλέφτες και να στρατολογούν παλικάρια για τον πόλεμο. Αυτές οι αναμνήσεις εμφανίζονται έντονα σήμερα.
Ο Γιανίτσαρος και η Μπούλα κάνουν επιδεικτικά τον σταυρό τους, αποχαιρετούν τους δικούς τους και στο χέρι τους ανεμίζει ένα μαντίλι που τώρα χρησιμοποιούν για τον χορό, αλλά κάποτε το είχαν για να τους δέσουν τα χέρια αν έπεφταν στον πόλεμο για τον οποίο θα έφευγαν μαζί με τους άλλους μυημένους του μπουλουκιού, όταν θα τελείωνε η επίσκεψη και η δήλωση υποταγής στον Τούρκο μουντήρη.
Η Λία στέκει παραδίπλα με το βελόνι έτοιμο: ράψε εδώ, ράψε εκεί… Παλιά έραβαν ένα-ένα τα ασήμια του στήθους και της φουστανέλας, το γκιουρντάνι, το χαϊμαλί, τον σταυρό με το τίμιο ξύλο, το κιουστέκι της πλάτης, την καρφίτσα στο ταράμπουλο πάνω από το πρόσωπο. Κάπου 20 με 25 κιλά εξαρτήματα που ήταν δύσκολο να τα βγάλουν και να τα ξαναράψουν και γι’ αυτό το βράδυ της Κυριακής, μετά από 12 ώρες πορεία και χορό με αυτό το βάρος, κοιμόντουσαν στην καρέκλα για να είναι έτοιμοι και την Καθαρή Δευτέρα να βγουν στη γύρα χωρίς τους προσωπάδες. Μόνο για τον θώρακα χρειάζονται 750 μεταλλικές δραχμές κοπής 1926 ή παλιά δεκάρικα αφού οι δραχμές παρουσιάζουν έλλειψη.
Ενα ακόμη μικρό άνοιγμα είναι το στόμα. Το μουστάκι γίνεται από αλογότριχα και κατράμι. Η μάσκα της Μπούλας μοιάζει πολύ με τις αρχαίες μάσκες. Ο πρόσωπος της Μπούλας περιβάλλεται από λουλούδια, τούλια και κορδέλες και έχει το σημάδι της παντρεμένης Ανατολίτισσας στο κούτελο, ενώ του Γιανίτσαρου από το ταράμπουλο, τρία κομμάτια ύφασμα, που τα καλύτερα τα έφερναν από την Πόλη, ενωμένα μεταξύ τους με «ψαροκόκαλο», μια παλιά τεχνική κεντήματος.
Στον γύρο διακοσμείται με χειροποίητα φουντάκια. Σε φούντες καταλήγουν και οι άκρες του κορδονιού της μακριάς πάλας του αντάρτη που μένει στο θηκάρι της μέχρι ο δήμαρχος να δώσει την άδεια στο μπουλούκι να κάνει πατινάδα στους δρόμους της πόλης. Τα εξαρτήματα της στολής και όλα όσα έχουν να κάνουν με το δρώμενο έχει καταγράψει το Τάκης Μπάιτσης στο βιβλίο του «Γιανίτσαροι και Μπούλες της Νάουσας».
Μετά έστηνε αφτί για να μάθει τραγούδια, όπως έλεγε ο ίδιος. Και έφτιαχνε μόνος του τους ζουρνάδες του, για να έχουν το ηχόχρωμα που ήθελε αυτός. Λένε πως εκείνος κράτησε ζωντανές τις μουσικές των Γιανίτσαρων και τις παρέδωσε στις επόμενες γενιές, αφού μετά την Κατοχή μόνο αυτός ήξερε να παίζει ζουρνά.
Στο μπουλούκι που ακολουθήσαμε στο μάσιμο τον «ζαλιστό» σκοπό έπαιζε με την ψυχή του και τον ζουρνά του ο εγγονός Βαγγέλης Ψαθάς, κι αυτός από παιδί 12-13 χρονών στα μπουλούκια. Στην πλατεία μπροστά στο δημαρχείο έπαιξε και ο παππούς.
Ο δήμαρχος τώρα δέχεται το αίτημα με χαρά, αλλά παλιά ο τούρκος διοικητής έπρεπε να δει πίσω από τον πρόσωπο ευυπόληπτους πολίτες της πόλης, οι οποίοι έπρεπε να τον βεβαιώσουν ότι όλο το μπουλούκι τους είναι καθώς πρέπει για να δώσει την άδειά του. Θα έβγαζαν και τη μάσκα όλοι αν δεν ήταν τόσο περίπλοκο να τη βάλουν ξανά. Βέβαια μέσα στο μπουλούκι υπήρχαν και οι επαναστάτες, τους οποίους αντικαθιστούσαν νομοταγείς πολίτες λίγο προτού χρειαστεί να βγάλουν τον πρόσωπο στ’ Αλώνια. Είδαν τους δικούς τους, μίλησαν με τα νέα παλικάρια και πήραν χρήματα για τον αγώνα.
Ο αρχηγός του μπουλουκιού θα χορέψει την «Παπαδιά» και η Μπούλα θα μπει μπροστά για να σύρει τη «Μακρινίτσα», τον χορό που χόρεψαν οι γυναίκες πέφτοντας στην Αράπιτσα μετά τον χαλασμό της Νάουσας στα 1822: «Τρία πουλάκια, αμάν και αϊμάν, κι αν κάθουνταν / στης Νιάουστας το κάστρο – Μακρινίτσα μου – καημό πόχει η καρδίτσα μου».
Ο «Νιζάμικος» είναι ο πιο ζωηρός χορός, χτυπούν οι πάλες, και το μπουλούκι ακολουθεί προκαθορισμένο δρομολόγιο χορεύοντας στα τριώδια της κάθε γειτονιάς τη δική της πατινάδα, μέχρι ένα βήμα πριν από την πλατεία των Αλωνίων που βγάζουν τους πρόσωπους και χορεύουν μαζί με τον κόσμο. Πριν, όσο φορούν τις μάσκες, δεν μπορεί άλλος να μπει στον χορό τους. Στ’ Αλώνια χορεύουν τη μελωδία «Δι σ’ άρισαν τ’ Αλώνια, Μαρίγια, τ’ Αλώνια μαχαλά…». Ο τελευταίος χορός χορεύεται στα Καμένα.
Στη Νάουσα, στο ξενοδοχείο (και spa) «Εσπερίδες» (τηλ. 23320 20250, www.esperideshotel.gr).
Στον ωραίο boutique ξενώνα «Παλιά Πόλη» (τηλ. 23320 52520, www.paleapoli.gr).
Στο ξενοδοχείο «Χαγιάτι» (τηλ. 23320 52120, www.villavadola.gr).
Στον δρόμο για τα Τρία-Πέντε Πηγάδια, στον παραδοσιακό ξενώνα «Νιάουστα» (τηλ. 6977 412.072).
Στο Αρκοχώρι, στον ξενώνα «Βίλα Βαδόλα» (τηλ. 23320 23068).
Μέσα στη Νάουσα, στα «Οινομαγειρέματα» (Στ. Δραγούμη, κοντά στο πάρκο), για χοιρινό στον φούρνο, μπάτσο τηγανητό, ντολμαδάκια με σπιτικά αμπελόφυλλα, χανούμισσα (μελιτζάνες με κρέας), στη «Σπονδή» (πλατεία Καρατάσου), για χορτοκεφτέδες, τηγανιά, συκώτι, λουκάνικο σβησμένο με ξινόμαυρο, στη «Φλαμουριά» (στην πλατεία Καρατάσου), για χοιρινό στον φούρνο και «γκαβόψαρα», στην «Αράπιτσα» (στον δρόμο του νοσοκομείου, δίπλα στο ποτάμι), για ζυγούρι στον φούρνο, στο «Παραδοσιακό» (Μεγάλου Αλεξάνδρου).
Στον δρόμο για τα Τρία-Πέντε Πηγάδια, στο «Βαγονάκι».
Στο Αρκοχώρι, στο «Χάραμα», για αγριογούρουνο με κάστανα, ελάφι, μανιτάρια πανέ, στον «Χαρίλα», για τσίπουρο και μεζέδες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ