» Αν συνέβαινε σήμερα, δεν θα το κατήγγελλα «
Πρόκειται για την τελευταία καταγγελία η οποία έγινε από διαιτητή Α’ Εθνικής κατηγορίας. Ο Κώστας Ακρίδας το 1989 τόλμησε να καταγγείλει απόπειρα δωροδοκίας, αλλά σήμερα, σχεδόν 11 χρόνια μετά, όπως ο ίδιος δηλώνει και με βάση την εξέλιξη που είχε εκείνη η καταγγελία, θα τηρούσε διαφορετική στάση.
«Με βάση τα όσα έγιναν από την ημέρα που έκανα την καταγγελία και την αντιμετώπιση που γνώρισα από όλους, αν σήμερα μου συνέβαινε ανάλογο γεγονός ασφαλώς και δεν θα το κατήγγελλα» δηλώνει ευθαρσώς ο Ακρίδας, και εξηγεί: «Σε αυτή την ιστορία ουδείς, μα ουδείς με στήριξε. Οι συνάδελφοί μου, άνθρωποι με τους οποίους είχα πολύ καλές σχέσεις στον χώρο εργασίας, εξαφανίστηκαν, η ζωή μου απειλήθηκε σε τέτοιο βαθμό που αναγκάστηκα να προσλάβω ιδιωτικό αστυνομικό και επιπλέον δεν μου επετράπη να σφυρίξω ποτέ ξανά σε αγώνα επαγγελματικού πρωταθλήματος, προφανώς ως ανταμοιβή για την εντιμότητά μου».
Ηταν παραμονές της αναμέτρησης ανάμεσα στον Λεβαδειακό και τη Λάρισα για το πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής κατηγορίας. Το ματς ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο για τους γηπεδούχους καθώς ήθελαν μόνο νίκη για να παραμείνουν στην κατηγορία και μετά από κλήρωση η οποία έγινε ο Ακρίδας κληρώθηκε να διευθύνει την αναμέτρηση. «Η κλήρωση έγινε την Τετάρτη και οι εφημερίδες έγραψαν την Πέμπτη ότι θα διευθύνω το ματς ανάμεσα στον Λεβαδειακό και τη Λάρισα. Την ίδια ημέρα το πρωί δέχθηκα ένα τηλεφώνημα στο μαγαζί μου από συνάδελφο ο οποίος διατηρεί κατάστημα με είδη γραφικών τεχνών στη Λιβαδειά. «Κώστα, καλημέρα. Είναι αλήθεια ότι σφυρίζεις την ομάδα την ερχόμενη Κυριακή; » με ρώτησε, και του απάντησα θετικά. «Υπάρχει ένας τρόπος για να βγάλουμε πολλά λεφτά, αρκεί να φροντίσεις να νικήσει ο Λεβαδειακός» συνέχισε, αλλά εγώ τον σταμάτησα. Δεν θέλω να συνεχίσεις, του είπα και τον παρότρυνα να μη με ενοχλήσει ξανά. Την επόμενη ημέρα όμως επανήλθε και ανέφερε και συγκεκριμένα ποσά. Μου πρότεινε 1,5 εκατ. δρχ. για να εξυπηρετήσω τα συμφέροντα της ομάδας του Λεβαδειακού. Τότε ήταν που αποφάσισα να τον καταγγείλω στην επιτροπή διαιτησίας, η οποία με παρέπεμψε στην Αστυνομία.
Πήγα στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα και μου ζήτησαν να κανονίσω ραντεβού να πάρω τα χρήματα και να τους συλλάβουν επ’ αυτοφώρω. Συμφώνησα και κλείσαμε το ραντεβού για Σαββάτο πρωί, παραμονή του αγώνα σε κεντρικό σημείο της Αθήνας. Εκανα ό,τι μου είπαν οι αστυνομικοί και αυτοί συνέλαβαν τους δύο ανθρώπους οι οποίοι δοκίμασαν να με δωροδοκήσουν. Ηταν ο γενικός αρχηγός της ομάδας του Λεβαδειακού κ. Καλομοίρης και ο μεσάζων συνάδελφός μου καταστηματάρχης από τη Λιβαδειά κ. Παπαδημητρίου. Η σύλληψη έγινε μπροστά στα μάτια μου και τη Δευτέρα το πρωί και οι δύο οδηγήθηκαν στα δικαστήρια, όπως άλλωστε κι εγώ.
Στο δικαστήριο πήγα μόνος μου, καθώς ουδείς με συνόδευσε από την επιτροπή διαιτησίας. Εξω από τον χώρο των δικαστηρίων είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες φίλοι του Λεβαδειακού οι οποίοι ήταν έτοιμοι να με λιντσάρουν. Αφού γλίτωσα, στη συνέχεια κατέθεσα και φεύγοντας συναντήθηκα με τον τότε πρόεδρο του Λεβαδειακού κ. Μιχάλη Σκλαπάνη στο ασανσέρ. «Με κατέστρεψες εσύ, θα σε καταστρέψω κι εγώ» μου είπε, και λίγα λεπτά αργότερα έμαθα από τους δημοσιογράφους ότι ήδη είχα βγει από τους πίνακες διαιτητών. Από τότε δεν ξανασφύριξα ποτέ, χωρίς να μάθω φυσικά την αιτία της αποπομπής μου. Γι’ αυτό ακριβώς σας είπα ότι, αν μου ξανασυνέβαινε, θα κρατούσα διαφορετική στάση».
Από εκείνη την καταγγελία, η οποία έγινε το 1989, δηλαδή πριν από 11 χρόνια, δεν έχει γίνει καμία άλλη από διαιτητή Α’ Εθνικής για απόπειρα δωροδοκίας. Είναι τυχαίο;