Μην κατηγορείς απλά τον δάσκαλο όταν ένα σύστημα αποτυγχάνει, λέει στη δεύτερη μεγάλη έκθεσή της για την εκπαίδευση η UNESCO, που αναζητά την ερμηνεία της λέξης «λογοδοσία» σε 26 χώρες ανά τον κόσμο, επιλέγοντάς τες με διαφορετικά κριτήρια. Μοζαμβίκη, Βραζιλία και Ην. Βασίλειο ήταν οι χώρες (κέντρα τριών ηπείρων) στις οποίες ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μιας έκθεσης που αποτελεί παγκόσμιο γεγονός και στην οποία η χώρα μας «κερδίζει» για μια ακόμη φορά την… αρνητική βαθμολογία.
Η λέξη «λογοδοσία», που συνδέεται με τη λέξη «αξιολόγηση», κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες με τα εκπαιδευτικά παράδοξα: Η χώρα μας ξεχωρίζει διεθνώς γιατί δεν έχει εθνικό σύστημα αξιολόγησης όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσής της (ή άλλης μορφής λογοδοσίας), πλην εκείνου της αξιολόγησης των πανεπιστημίων (ΑΔΙΠ), το οποίο το υπουργείο Παιδείας τής Ελλάδας θέτει τώρα σε αμφισβήτηση. Ο υπουργός Παιδείας αναρωτήθηκε μάλιστα πρόσφατα στη Βουλή εάν «η αριθμολαγνεία και η ποσοτικοποίηση των πάντων βοηθάει στην κατανόηση της πραγματικότητας», ενώ σε πρόσφατη συνάντησή του με τους πρυτάνεις των ΑΕΙ τούς κάλεσε να αναλογιστούν «τι ΑΔΙΠ θέλουμε».

«Αποκέντρωση και εμπιστοσύνη»
Στην έκθεση της UNESCO καταγράφεται σε όλους τους τόνους ένα συμπέρασμα: είναι ευθύνη των κυβερνήσεων να παρέχουν καθολική εκπαίδευση καλής ποιότητας στους πολίτες τους. Και εδώ η Ελλάδα μπαίνει στο «στόχαστρο» ως μια περίπτωση που αξίζει να ερευνηθεί (case study) καθώς στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης της εκπαίδευσης που έχει η χώρα μας και η έλλειψη αξιολόγησης και λογοδοσίας δεν είναι κάτι που συνηθίζεται. Γιατί λοιπόν εδώ; Και γιατί έτσι;
Γ
ια τη χώρα μας τη σχετική έκθεση συνέταξαν η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Βάσω Κιντή και ο διδάκτωρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής Αποστόλης Δημητρόπουλος.
«Πρέπει να υπερβούμε το σημερινό αδιέξοδο. Παρά τις προσπάθειες πολλών υπουργών και κυβερνήσεων, η Ελλάδα δεν έχει ακολουθήσει τις αλλαγές στην εκπαίδευση που έχουν σημειωθεί στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες τις τελευταίες 3 δεκαετίες» λέει ο κ. Δημητρόπουλος μιλώντας στο «Βήμα».
«Η ποιότητα της ελληνικής εκπαίδευσης είναι, οπωσδήποτε, συλλογική ευθύνη. Απαιτούνται άμεσα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, ιδιαίτερα όμως μεταξύ πολιτείας, κομμάτων, εκπαιδευτικών συνδικάτων και εκπαιδευτικών. Η αποκομματικοποίηση της διοίκησης της εκπαίδευσης είναι ένα απαραίτητο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Κόμματα και συνδικάτα πρέπει να αλλάξουν, περιορίζοντας τον ρόλο τους στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση πρέπει να αποκεντρωθεί και οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στην παροχή της εκπαίδευσης, ενώ το κεντρικό κράτος πρέπει να εστιάσει στον έλεγχο της ποιότητας της εκπαίδευσης» δηλώνει.
Η UNESCO καλεί επίσημα τις κυβερνήσεις να σχεδιάσουν συστήματα λογοδοσίας για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς που να είναι υποστηρικτικά και να αποφεύγουν τους τιμωρητικούς μηχανισμούς. Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο, όπως αναφέρει η έκθεση, είναι ένα: «Η εφαρμογή αξιοκρατικού και δίκαιου συστήματος αξιολογήσεων και ανταμοιβών για τους εκπαιδευτικούς».

Τι αναφέρει για την Ελλάδα
Η έκθεση περιγράφει τη «μικρή ιστορία της αξιολόγησης στη χώρα» και όλες τις προσπάθειες που έγιναν κατά καιρούς για τη θεμελίωσή της, τα «πολιτικά αντανακλαστικά» δασκάλων και καθηγητών που θεωρούσαν πάντα ότι θα λειτουργήσει ως μέσο πολιτικής πίεσης, τις ενστάσεις και τις αντιπαραθέσεις.
Στην Ελλάδα, όπως περιγράφεται, το σύστημα είναι συγκεντρωτικό και ο υπουργός Παιδείας αποφασίζει για όλα. «Οχι μόνο για τις κατευθυντήριες γραμμές του γενικού προγράμματος σπουδών αλλά και τις λεπτομέρειες του τι διδάσκονται οι μαθητές, πώς εξετάζονται, έως και το πώς συντάσσονται τα ωρολόγια προγράμματα στα σχολεία (συμπεριλαμβανομένων των σχολικών διαλειμμάτων)» αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
«Η Ελλάδα είναι χώρα με χαμηλές επιδόσεις σε διεθνείς δοκιμές (PISA, PIAAC) και παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, η χώρα δεν ενεργεί για να αποκαταστήσει τα πράγματα καθώς δεν διαθέτει τους μηχανισμούς αντιμετώπισης των προαναφερθέντων προβλημάτων» σημειώνουν οι συντάκτες του κειμένου.
Η εικόνα δε του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος μοιάζει αποκαρδιωτική: «Οι μαθητές κατευθύνονται για να προχωρήσουν από επίπεδο σε επίπεδο χωρίς κανένα πραγματικό έλεγχο σχετικά με αυτό που μαθαίνουν ή τι έχουν επιτύχει. Οι μόνες εξετάσεις που οργανώνονται σε εθνικό επίπεδο και οι πιο σοβαρές στο εκπαιδευτικό σύστημα, εκείνες που ρυθμίζουν την είσοδο σε ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, δεν ελέγχουν ακριβώς το επίτευγμα, αλλά λειτουργούν ως λεπίδα που μειώνει τον αριθμό των σπουδαστών που υπερβαίνει τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων.
Για να εξασφαλιστεί δε η αντικειμενικότητα της δοκιμής, δίνεται έμφαση, όπου είναι εφικτό, στην απομνημόνευση που ενθαρρύνει την εν λόγω δοκιμασία –όχι στη γνώση, στην εκμάθηση. Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση η παρακολούθηση των μαθημάτων δεν απαιτείται και σε πολλά τμήματα που δεν διαθέτουν υποχρεωτικές ασκήσεις εργαστηρίου (π.χ. ιατρική, μηχανική), οι μαθητές εμφανίζονται μόνο σε εξετάσεις».
Ειδική αναφορά γίνεται στην κομματικοποίηση των πανεπιστημίων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μέσω πολιτικών παρατάξεων.
Το παράδειγμα της Φινλανδίας
Αν η Ελλάδα αποτυγχάνει σε όλες τις εκδοχές αξιολόγησης, η Φινλανδία θριαμβεύει. Ενα βαθιά δημοκρατικό σύστημα, ανοικτό σε όλους τους πολίτες και διαρκώς αξιολογούμενο ώστε να μην τους αφήνει ανικανοποίητους, παρουσιάζει η έκθεση που αναφέρεται στην περίπτωση της Φινλανδίας. Μαθαίνουμε έτσι πως:
l Παρότι τα πανεπιστήμια χρηματοδοτούνται από το κράτος, το κράτος δεν παρακολουθεί, ούτε ελέγχει πώς τα διαχειρίζονται.
l Υπόκεινται σε τρεις μορφές αξιολογήσεων, ενώ τα μοντέλα χρηματοδότησής τους περιλαμβάνουν έναν δείκτη σχετικό με την ικανοποίηση των σπουδαστών, ο οποίος καθορίζεται από εθνική «σχολαστική» έρευνα σπουδαστών.
l Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές των σχολείων θεωρούνται από τους κύριους παράγοντες επιτυχίας του φινλανδικού εκπαιδευτικού μοντέλου. Απολαμβάνουν υψηλό κοινωνικό κύρος, το επάγγελμά τους προσελκύει τους καλύτερους φοιτητές, έχουν όλοι παιδαγωγική κατάρτιση αλλά και απαραιτήτως μεταπτυχιακές σπουδές προτού προσληφθούν. Η κουλτούρα εμπιστοσύνης και αυτονομίας που περιβάλλει τους εκπαιδευτικούς στη Φινλανδία είναι με έναν τρόπο μια έξυπνη μορφή λογοδοσίας και αξιολόγησης, αφού έχουν ισχυρό αίσθημα ευθύνης και συμμετέχουν στη διαμόρφωση της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας.
l Μόνο το 1,5% των μαθητών της χώρας παρακολουθούν ιδιωτικά σχολεία, καθώς στην πλειονότητά τους είναι απολύτως ικανοποιημένοι από τα δημόσια. Τα ιδιωτικά σχολεία επίσης χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο, δεδομένου ότι «μόνο το 2% περίπου των χρημάτων που επενδύονται στην εκπαίδευση στη Φινλανδία είναι ιδιωτικά κεφάλαια, ο μικρότερος αριθμός στον κόσμο»…
l Τα σχολεία διαχειρίζονται οι τοπικές αρχές (δήμοι κ.λπ.) ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρηματοδότησης προγραμμάτων σπουδών αποφασίζουν τα ίδια τα σχολεία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ