Αποκαλούσαν τους πρόσφυγες που μετέφεραν προς την Ιταλία ως «μοσχάρια» ή «αγελάδες» στις συνομιλίες τους και τους «ψάρευαν» στο κέντρο της Αθήνας όταν εκείνοι πήγαιναν σε περίπτερα, καφετέριες, εστιατόρια ή άλλα καταστήματα που διατηρούσαν τα μέλη εγκληματικής οργάνωσης.
Τους επέλεγαν και με το σωματότυπο τους για να μπορούν να χωρούν σε ειδικά διαμορφωμένες κρύπτες που είχαν διαμορφώσει σε φορτηγό και μεταφέρονταν ανά έξι αφού πρώτα τους μετέφεραν αρχικά στην πλατεία Καραϊσκάκη και από εκεί σε σπίτια από όπου τους παραλάμβαναν ανά τρεις και τους πήγαιναν σε απομακρυσμένη περιοχή όπου βρισκόταν το όχημα που θα τους μετέφερε εκτός Ελλάδα.
Παράλληλα τους επέτρεπαν μόνο ένα σάκο ενώ τους απενεργοποιούσαν τα κινητά τηλέφωνα και αφού περνούσαν τα σύνορα με τη Βουλγαρία τους έδιναν άλλες κάρτες sim και όταν έφταναν στην Ιταλία επικοινωνούσαν μαζί τους τα μέλη του κυκλώματος δίνοντας τους οδηγίες για τη συνέχεια του ταξιδιού τους προς χώρες της βόρειας Ευρώπης.
Οι «επιχειρηματίες» δρούσαν και ως «εγγυητές» καθώς διαχειρίζονταν τα χρήματα που έδιναν οι πρόσφυγες (περίπου 5000-6000 ευρώ) ενώ τα μέλη της οργάνωσης είχαν τη δυνατότητα ανάληψης των υπολοίπων χρημάτων (γιατί ένα μέρος περίπου 1000-1500 ευρώ δίνονταν για τα πρώτα έξοδα της μεταφοράς) μόνο μετά την ολοκλήρωση της διακίνησης, όταν δηλαδή οι πρόσφυγες έφταναν στο Ούντινε της Ιταλίας και δίνονταν τη συγκατάθεση τους για την «απελευθέρωση» τους. Μέχρι στιγμής έχει διαπιστωθεί η μετακίνηση 29 προσφύγων.
Τα στοιχεία αυτά έγιναν γνωστά κατά τη διάρκεια παρουσίασης υποθέσεων εξάρθρωσης δυο εγκληματικών οργανώσεων οι οποίες δραστηριοποιούνταν στη διακίνηση προσφύγων από την Ελλάδα στην Ιταλία και από εκεί σε χώρες της βόρειας Ευρώπης.
Τις υποθέσεις χειρίστηκαν η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της Ασφάλειας Αττικής σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Ασφαλείας και Προστασίας Θαλασσίων Συνόρων του Λιμενικού Σώματος –Ελληνικής Ακτοφυλακής με τη συνεργασία της Europol.
Ειδικότερα οι αστυνομικοί συνέλαβαν σε Αττική, Κατερίνη και Προμαχώνα 17 μέλη δυο εγκληματικών οργανώσεων. Πρόκειται για 12 υπηκόους Ιράκ (ανάμεσα τους και τα δυο αρχηγικά μέλη ηλικίας 41 και 32 ετών), τρεις έλληνες, έναν υπήκοο Ιράν και ένα υπήκοο Πολωνίας. Ως προς τις υπηκοότητες των προσφύγων που διακινούσαν συνήθως είναι συμπατριώτες των κατηγορουμένων από χώρες της Ασίας.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται άλλα 10 άτομα από τους οποίους τέσσερις αλλοδαποί έγκλειστοι σε φυλακές, δυο έλληνες και υπήκοος Ιράκ οι οποίοι δεν εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης των αστυνομικών καθώς και τρία άτομα τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν πλήρως ταυτοποιηθεί.
Επιπλέον, όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. κ. Θοδωρής Χρονόπουλος, στο πλαίσιο της επιχείρησης εντοπίστηκε στον Προμαχώνα φορτηγό το οποίο οδηγούσε ένα από τα μέλη της οργάνωσης, στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκαν, σε ειδικά διαμορφωμένες «κρύπτες», στην καμπίνα και στο ντεπόζιτο καυσίμων, πέντε αλλοδαποί, τη διακίνηση των οποίων είχε συντονίσει –προγραμματίσει η μια από τις εγκληματικές ομάδες. Σε ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. σημειώνεται ότι η ατμόσφαιρα στις κρύπτες ήταν αποπνικτική και καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη τη διαδρομή για τους διακινούμενους.
Με παρόμοιο τρόπο ως προς τη μορφή εντοπισμού των υπό διακίνηση προσφύγων ως και προς τη διαδικασία κατάθεσης των χρημάτων δρούσαν και οι διακινητές 92 προσφύγων που είχαν εντοπιστεί στις 23 Απριλίου στο ιστιοφόρο σκάφος «Chloe» σημαίας Μάλτας στην περιοχή «Άϊ Γιαννάκης» Πάργας ενώ είχαν συλληφθεί από λιμενικούς και οι δυο αλλοδαποί χειριστές του ηλικίας 31 και 22 ετών. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν 40 άντρες, 22 γυναίκες και 30 παιδιά.
Όπως σημείωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Λιμενικού Σώματος –Ελληνικής Ακτοφυλακής κ. Νίκος Λαγκαδιανός «τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης μεριμνούσαν τόσο για τη διαμονή των διακινούμενων αλλοδαπών σε ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας, όσο και για τη σίτιση τους, σε περίπτωση καθυστέρησης της διακίνησης».
Στη συνέχεια μετά την είσπραξη της αμοιβής, που κυμαίνονταν από 3000 έως 4000 ευρώ για κάθε άτομο, οι διακινούμενοι οδηγούνταν «σε μια διακριβωμένα σημεία στο κέντρο της Αθήνας, όπου επιβιβάζονταν σε λεωφορείο, που μίσθωνε η εγκληματική οργάνωση και μεταφέρονταν οδικώς στην παραθαλάσσια περιοχή της Πρέβεζας, όπου επιβιβάζονταν σε πλωτά σκάφη με προορισμό την Ιταλία.