Η Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών στο Γουδή διαθέτει 220 οδοντιατρικές μονάδες. Σε αυτές κάθονται αναπαυτικά, αναζητώντας άμεση ανακούφιση και θεραπεία, τουλάχιστον 5.000 ενήλικοι και 2.500 παιδιά ετησίως.
Όμως, Σχολή εκπέμπει SOS, καθώς η υποχρηματοδότηση, η γραφειοκρατία και κυρίως η υποστελέχωση σε εκπαιδευτικό, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό έχουν δημιουργήσει ασφυκτικές συνθήκες όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία της.
Τα έσοδά της που κατατέθηκαν στον ΕΛΚΕ (Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Ερευνας) το περασμένο έτος ανήλθαν στα 1,18 εκατ. ευρώ. Σημειωτέον ότι από αυτά, ούτε ένα ευρώ δεν προήλθε από κρατική χρηματοδότηση.
Για την ιστορία, η τελευταία φορά που η Σχολή ενισχύθηκε οικονομικά με τη διαδικασία της τακτικής χρηματοδότησης ήταν το 2014, όταν έλαβε περίπου 400.000 ευρώ.
Η Σχολή καλείται να καλύψει από ίδια έσοδα τις αμοιβές των συμβασιούχων, που ανέρχονται σε 630.000 ευρώ ετησίως.
«Γίνεται αντιληπτό ότι το υπουργείο Παιδείας οφείλει να αναλάβει τη μισθοδοσία των συμβασιούχων» επισημαίνει στα Νέα της Πέμπτης ο πρόεδρος της Σχολής, Γιώργος Ηλιάδης, και «η Πολιτεία να αντιληφθεί ότι οι Οδοντιατρικές Σχολές προσφέρουν κοινωνικό έργο και ανεβάζουν το επίπεδο του ΕΚΠΑ στις διεθνείς αξιολογήσεις, αλλά έχουν και υψηλό κόστος λειτουργίας για την εκπαίδευση των φοιτητών».
«Η Σχολή έχει πάγιες και επιτακτικές ανάγκες για μόνιμο προσωπικό. Σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, η αναλογία καθηγητών και φοιτητών θα έπρεπε να είναι ένας προς τέσσερις, στην πράξη όμως είναι ένας προς δέκα» συμπληρώνει ο Γιώργος Ηλιάδης.
Στο όνομα της διαφάνειας τα έσοδα της Σχολής οδηγούνται στον ΕΛΚΕ -δηλαδή, στην υπηρεσία που διαχειρίζεται τα κονδύλια που παίρνει κάθε ΑΕΙ από τα ερευνητικά και αναπτυξιακά προγράμματα που οργανώνει- προκειμένου να διασφαλιστεί η «χρηστή» διαχείριση των χρημάτων αυτών. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή προκαλεί ακόμη ένα έμφραγμα γραφειοκρατίας και καθυστερήσεων.
* Αναλυτικό ρεπορτάζ στα Νέα που κυκλοφορούν