Αποζημίωση και μισθούς τουλάχιστον 15χρόνων -αντιστοιχεί σε ποσό της τάξης των 400.000 ευρώ- αναμένεται να δώσει πλέον η ΕΛ.ΑΣ σε πρώην διοικητή αστυνομικών υπηρεσιών που είχε κατηγορηθεί το 2003 για μεγάλης έκτασης διαφθορά.
Ανάμεσα σε αυτά κατάχρηση εξουσίας, εκβίαση και ξέπλυμα χρήματος που φέρεται να έγινε μέσω κερδισμένων δελτίων του ΟΠΑΠ. Σύμφωνα με πληροφορίες η αθωωτική απόφαση για το στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ και όλους τους συγκατηγορούμενους του προέκυψε μετά από απουσία κρίσιμων μαρτύρων, μεταβολές σε καταθέσεις άλλων μαρτύρων αλλά και ισχυρισμούς ότι υπήρξε «μεγάλη εύνοια της τύχης στα δελτία του ΟΠΑΠ» και όχι ξέπλυμα χρήματος».
Το πρώτο αναλυτικό έγγραφο που συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ για την υπόθεση αυτή έφερε ημερομηνία 27 Ιουνίου 2003. Η έρευνα αφορούσε έναν 46χρονο αστυνομικό που υπηρετούσε παλαιότερα στο Τμήμα Λεσχών και Παιγνίων της Ασφαλείας Αττικής και μετά σε αστυνομικά τμήματα της Αττικής. Στο έγγραφο των «αδιάφθορων» της ΕΛ.ΑΣ επισημαινόταν ότι «την τελευταία επταετία ο συγκεκριμένος αξιωματικός ως προϊστάμενος του Γραφείου Ασφαλείας αστυνομικού τμήματος με την απειλή διενέργειας ελέγχων σε καταστήματα με παράνομα ηλεκτρονικά μηχανήματα (ρουλέτες, φρουτάκια κ.α.) εκβίαζε τους καταστηματάρχες της περιοχής που αστυνομεύονταν από την υπηρεσία του. Ελάμβανε από αυτούς χρήματα, τουλάχιστον 150.000 δρχ. (σ.σ. περίπου 450 ευρώ) μηνιαίως από έκαστο εξ αυτών, προς αποφυγή των αστυνομικών ελέγχων.
Ακόμη εκβίαζε καταστηματάρχες προκειμένου αφενός αυτοί να τοποθετήσουν στα καταστήματά τους παράνομα ηλεκτρονικά μηχανήματα που διέθετε ένας 51χρονος έμπορος (σ.σ φίλος του αστυνομικού που υπήρξε και συγκατηγορούμενός του) λαμβάνοντας ποσοστά από τις εισπράξεις των μηχανημάτων, αφετέρου δε ειδοποιούσε αυτούς που ενέδιδαν στην απαίτησή του για αστυνομικούς ελέγχους». Από τις έρευνες σε τράπεζες προέκυψε ότι ο τότε διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας της ΕΛ.ΑΣ και η σύζυγός του διαπιστώθηκε ότι διατηρούσαν περίπου 25 λογαριασμούς σε πολλές τράπεζες των Αθηνών, μέσα από τις οποίες διακινούνταν ποσά εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο αξιωματικός της ΕΛ. ΑΣ. είχε συναλλαγές με μια 64χρονη που έχει κατηγορηθεί για απάτη σε βάρος μεγάλης ασφαλιστικής εταιρείας. Επιπλέον προέκυψε ότι ο εν λόγω αξιωματικός αγόρασε δύο καταστήματα, στο κέντρο της Αθήνας και στη Νέα Σμύρνη, και τρία οικόπεδα, στο Σοφικό Κορινθίας, στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και στην Βούλα όπου έκτισε πολυτελή, τετραώροφη βίλα με πισίνα που είχε κοστολογηθεί τότε σε 1,4 εκ ευρώ.
Είχε εκτιμηθεί τότε ότι ο αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ «ξέπλενε» χρήματα με δελτία του ΟΠΑΠ, με την βοήθεια συγγενών του. Ενδεικτικό είναι ότι από τις φορολογικές δηλώσεις του εν λόγω στελέχους της ΕΛ.ΑΣ προέκυπτε ότι την περίοδο 1998-2001 δήλωνε ότι είχε εισπράξει συνολικά 1.494.000 ευρώ (509.341.658 εκατ. δρχ.) από κέρδη 15 δελτίων συμμετοχής του στο Τζόκερ, στο Προ – Πο και στο Στοίχημα! Από την περαιτέρω ανάλυση προέκυψε ότι ο αξιωματικός της ΕΛ. ΑΣ. έπαιζε δελτία Στοιχήματος με πονταρίσματα της τάξεως των 20.000-30.000 ευρώ. Ωστοσο οι αστυνομικοί έκαναν έλεγχο «χρόνου» σε αυτά τα δελτία και διαπίστωσαν είχαν κατατεθεί τον Μάιο του 2001 σε πρακτορείο της Αγίας Παρασκευής.
Όμως από εξέταση στα υπηρεσιακά βιβλία του τμήματος όπου ήταν διοικητής ο συγκεκριμένος αξιωματικός διαπίστωσαν ότι την ίδια ώρα που έπαιζε στοίχημα στην Αγία Παρασκευή, ήταν υπεύθυνος μέτρων ασφαλείας σε ποδοσφαιρικό αγώνα σε γήπεδο της περιοχής του.
Στην δίκη σε δεύτερο βαθμό υπήρξαν απουσίες βασικών μαρτύρων, ενώ ένα από τα θύματα του κυκλώματος υποστήριξε ότι «δεν είχε προσωπικά βιώματα από την εκβίαση αλλά απλώς είχε ακούσει ασαφείς αναφορές τρίτων». Ακόμη διατυπώθηκαν ισχυρισμοί ότι η σκανδαλώδης «εύνοια» της τύχης δεν ήταν σικέ και ότι τα μεγάλα κέρδη υπήρξαν από μεγάλα πονταρίσματα κι από μεθοδικές ενέργειες. Με τον αρμόδιο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ να μιλάει στο φιλικό περιβάλλον του για «μία μεγάλη δικαίωση».