Δεν σκοπεύει να παραιτηθεί ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Θοδωρής Δρίτσας απαντώντας στα κόμματα της αντιπολίτευσης που τον κατηγόρησαν για ανακολουθία λόγων και έργων στο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ.

Αυτό ανέφερε απαντώντας σε σχετική ερώτηση του «Βήματος» λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κάθε τρεις μέρες υπάρχει και ένας υπουργός που μπαίνει στο στόχαστρο και ζητούν την παραίτησή του. Δεν είναι κάτι καινούργιο. Και συνήθως με παρεμφερείς αιτιολογίες. Δεν με αγγίζει αυτό διότι και εγώ και όλοι οι υπουργοί αυτής της κυβέρνησης είμαστε στις θέσεις αυτές με τη συνείδηση ότι είμαστε όσο έχουμε την εμπιστοσύνη του Πρωθυπουργού».

Σχετικά με το τι είχε πράξει στο παρελθόν, πρόσθεσε ότι «οι διαδηλώσεις που έχω συμμετάσχει κυρίως διεκδικούσαν ένα πράγμα: να ανοίξει ο δρόμος για έναν στρατηγικό σχεδιασμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης του λιμανιού του Πειραιά με δημόσιο έλεγχο και στην κατεύθυνση της αναβάθμισης του κοινωνικού οφέλους. Δεν συμφωνούσαμε ποτέ με τον υπάρχοντα ΟΛΠ. Δεν το θεωρούσαμε μοντέλο δημόσιας λειτουργίας. Ούτε ποτέ ζητήσαμε κρατικοποίηση του ΟΛΠ. Ζητήσαμε δημόσιο λιμάνι και δημόσιο λιμάνι είναι μια σύνθεση πάρα πολλών παραμέτρων, λειτουργίας, δημοσίου ελέγχου που δεν εξαντλείται στην ιδιοκτησία των μετοχών και μόνο».
Για τον «θόρυβο» που προκλήθηκε μετά τη συνέντευξή του την Κυριακή στον τηλεοπτικό σταθμό Mega ο κ. Δρίτσας κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι «επιδίδεται τελευταία σε μια ανεύθυνη πρακτική απαξίωσης των πάντων, εγκληματική πολλές φορές πρακτική, ώστε να μην έχει ο ελληνικός λαός αυτοπεποίθηση παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει για φθορά της κυβέρνησης».
Αναφερόμενος στον νέο αρχηγό της ΝΔ, που, όπως είπε, θέλει να δείξει ένα άλλο πρόσωπο σε σχέση με τον προκάτοχό του τον κ. Α. Σαμαρά, είπε ότι έχει επεξεργαστεί ένα άλλο μοντέλο αντιπολιτευτικής τακτικής για τη φθορά της κυβέρνησης, ένα μοντέλο ιδιοτελές, ταξικό, μεροληπτικό, απολίτικο και επίσης επικίνδυνο.
«Είναι ηγήτορες ενός κινήματος πολιτικής ορθότητας όπου υπάρχει το πολιτικά ορθό και θέτοντάς το αυτό σε σύγκριση με την κυβερνητική πολιτική εκεί ανακαλύπτουν αντιφάσεις και επιδίδονται σε αυτή τη φθοροποιά επαναλαμβανόμενη πρακτική τού άλλα λέγατε πριν, άλλα λέτε τώρα, άλλα λέει ο ένας, άλλο ο άλλος, και αυτός είναι μηχανισμός που αναπαράγεται διαρκώς και δεν βοηθά σε τίποτα την ενημέρωση του ελληνικού λαού και σε εναλλακτικές πολιτικές συγκρότησης για το μέλλον που αυτό είναι υποχρέωση της αντιπολίτευσης» σημείωσε.
Ο κ. Δρίτσας σημείωσε επιπροσθέτως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε να διαχειριστεί την ευθύνη, όχι όμως άνευ όρων, όπως έκαναν οι προηγούμενοι, και χάρην του δημοσίου συμφέροντος πήραν τις αποφάσεις.
«Τροποποιημένη σύμβαση»
Ο κ. Δρίτσας επαναλάμβανε διαρκώς τη φράση «τροποποιημένη σύμβαση» θέλοντας να αναδείξει τις αλλαγές που έγιναν από τον Σεπτέμβριο. Όπως σημείωσε, η κυβέρνηση κατάφερε να γίνουν τροποποιήσεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και πρόσθεσε ότι έγιναν προκειμένου να εξασφαλιστεί το όφελος του κοινωνικού συνόλου αλλά και του δημοσίου συμφέροντος χαρακτηρίζοντας καίριας σημασίας ότι ενώ αρχικά στο σχέδιο προβλεπόταν η πώληση του 67% του οργανισμού αυτό έγινε 51% + 16% μετά την πρώτη πενταετία.
Αυτό σημαίνει, υπογράμμισε ο υπουργός, ότι το 16% παραμένει στο ΤΑΙΠΕΔ για αυτό το χρονικό διάστημα και τα οφέλη που προκύπτουν πάνε στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Επίσης δήλωσε ότι η κυβέρνηση προχώρησε σε μια σειρά εξαιρέσεων, όπως της ακτογραμμής στην περιοχή των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα αλλά και πολλών περιοχών και αρχαιολογικών χώρων της χερσονήσου της Κυνόσουρας, του κτιρίου της Σχολής Λιμενοφυλάκων αλλά και των θέσεων ελλιμενισμού των σκαφών του Λιμενικού Σώματος μέσα στο λιμάνι του Πειραιά.
Σε αυτό το σημείο ο υπουργός ανέφερε ότι οι προβλήτες που έχουν διατεθεί από χρόνια στο Λιμενικό Σώμα και που αποτελούν ζωτικής σημασίας χώροι για να μπορεί να ανταποκρίνεται στον ρόλο του δεν υπήρχαν καν στη συμφωνία και θα έπρεπε να γίνει διαπραγμάτευση με τον νέο επενδυτή ή να νοικιάζει χώρους να ελλιμενίζονται τα σκάφη του Λιμενικού ή να παραχωρήσει «κατά τη δική του μεγαθυμία τις συγκεκριμένες θέσεις».
Ο κ. Δρίτσας πρόσθεσε επίσης ότι αλλαγές έγιναν αναφορικά και με το επίπεδο διακίνησης των μονάδων εμπορευματοκιβωτίων που ορίζονταν δεσμευτικά να είναι κατ’ ελάχιστον 250.000 teu χωρίς αυξητική τάση και προοπτική και αν υπήρχε αναπτυξιακή πορεία το όφελος θα μπορούσε να το διεκδικήσει το Δημόσιο από την πρωτοφανή αυτή αλλαγή ύστερα από 18 χρόνια και όχι νωρίτερα.
«Εμείς αλλάξαμε το ελάχιστο δυναμικό που είναι υποχρεωμένος ο επενδυτής να εξασφαλίσει από 250.000 teu καθέτως την πρώτην 10ετία σε 325.000 και 400.000 teu στο τέλος της 20ετίας» υπογράμμισε.
Επίσης είπε ότι εξαιρέθηκαν περίπου 40 ιδιωτικά ακίνητα που βρίσκονταν εκτός της χερσαίας ζώνης του λιμανιού και ήταν ιδιοκτησίες του ΟΛΠ από δωρεές ή χορηγίες με συγκεκριμένη ρύθμιση που προβλέπει ότι τα δικαιώματα που παραχωρούνται με την παρούσα σύμβαση δεν θα επεκτείνονται σε ιδιοκτησίες του ΟΛΠ που βρίσκονται εκτός των χερσαίων εγκαταστάσεων του λιμανιού.
Εργασιακά
Αναφερόμενος στα εργασιακά τόνισε ότι συμπληρώθηκε στη συμφωνία έγγραφη δέσμευση σε μια παράγραφος η οποία σε ένα πλαίσιο υποστηρίζει ότι ο νέος ΟΛΠ ή ο νέος ιδιοκτήτης θα συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις των εφαρμοστέων νόμων και κανονισμών σχετικά με την απασχόληση, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις καθώς και με την υγεία και ασφάλεια στον χώρο της εργασίας.
Σχετικά με τις λιμενικές λειτουργίες είπε ότι το κόστος σχετικά με την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και τις υπηρεσίες για τους επιβάτες θα επιβαρύνει πλέον τον νέο ιδιοκτήτη και όχι το Δημόσιο, όπως προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση.