Αρνητικά συναισθήματα λόγω οικονομικής κρίσης εκφράζει το 44% των Ελλήνων, με το μεγαλύτερο ποσοστό να αφορά άτομα με χαμηλό εισόδημα, ενώ παράλληλα παρατηρείται αύξηση της καταθλιπτικής διάθεσης, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ). Επιπλέον, η υγεία των Ελλήνων ακολουθεί πτωτική τάση, αφού το 25% αδυνατεί να λάβει τη θεραπεία του λόγω κόστους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του 11ου Πανελληνίου Συνεδρίου της ΕΣΔΥ (10-12 Δεκεμβρίου), η υγεία του ελληνικού πληθυσμού καταγράφεται ως σταθερά πτωτική, ενώ διαπιστώνεται ευθεία συσχέτιση του αυτοαναφερόμενου επιπέδου υγείας με το εισόδημα. Σύμφωνα με την έρευνα παρατηρείται πτώση του επιπέδου της υγείας στις νεαρές ηλικίες, μεταξύ 2011 και 2015.
Το 1/3 των Ελλήνων τον περισσότερο καιρό δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν το σύνολο των εισοδημάτων κατευθύνεται σε λογαριασμούς και χρέη, η αυτοεκτίμηση υγείας να βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο. Επίσης, για λόγους κόστους, το 25% του πληθυσμού δεν λαμβάνει τη θεραπεία του ή δεν κάνει τις ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις.
Οι Έλληνες βαθμολογούν, κατά μέσο όρο, με 74% την κατάσταση της υγείας τους όταν το 100 αναλογεί στην άριστη υγεία. Τα υψηλότερα ποσοστά καλής υγείας, καταγράφονται στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα χειρότερα στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, λόγω δυσχερούς πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας.
Όσον αφορά τον αυτοχαρακτηρισμό του επιπέδου υγείας ανά εισοδηματική κατηγορία, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν καλύτερος αναλογικά με το ύψος του εισοδήματος, με εξαίρεση τα άτομα χωρίς «καθόλου εισοδήματα», τα οποία αναφέρουν καλή υγεία. Αυτό το παράδοξο εύρημα αποδίδεται στη νεαρή ηλικία των ατόμων που ανήκουν σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία.
Πάντως η έρευνα εντοπίζει και θετικά χαρακτηριστικά συμπεριφορών εν καιρώ οικονομικής κρίσης, όπως μείωση στα ποσοστά του καπνίσματος, της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ή κόκκινου κρέατος, μια τάση που επιβεβαιώνεται από μελέτες των τελευταίων 13 ετών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, το 42% των ατόμων που απάντησαν στη έρευνα έχει διαγνωσθεί με χρόνιο νόσημα, οι περισσότεροι από τους μισούς ήταν γυναίκες, 2 στους 3 ήταν υπέρβαροι και παχύσαρκοι, ενώ 1 στους 5 ασθενείς με χρόνιο πρόβλημα παραμένε καπνιστής –με την αναλογία αυτή να είναι 1 στους 3 για τους ασθενείς με χρόνιο πνευμονολογικό πρόβλημα.
Η μελέτη επιβεβαιώνει, επομένως την υψηλή νοσηρότητα του μεταβολικού συνδρόμου και καταγράφει ότι το 59% του δείγματος που έκανε χρήση υπηρεσιών υγείας ήταν παχύσαρκοι και υπέρβαροι.