Ενας διευθυντής τράπεζας στη Θεσσαλονίκη που απεβίωσε προ δύο ετών θεωρείται, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. αλλά και αποκαλύψεις αρχαιοκαπήλων, ένας από τους κύριους οργανωτές της παράνομης αγοραπωλησίας αρχαίων αντικειμένων κοντά στον Τύμβο Καστά στην Αμφίπολη. Ο διευθυντής κεντρικού υποκαταστήματος, κοντά στην Εγνατία οδό, παρέμεινε επί σειρά ετών ο «αόρατος» άνθρωπος που επισκεπτόταν τακτικά την Αμφίπολη και αγόραζε σημαντικά αρχαία αντικείμενα, τα οποία προέρχονταν από λαθρανασκαφές στην περιοχή, για την προσωπική συλλογή του αλλά και με άγνωστη κατάληξη.


Δικογραφία του 1966

«To Βήμα» αποκαλύπτει νέα στοιχεία για το «κύκλωμα της αρχαιοκαπηλίας» στην Αμφίπολη για το οποίο εξετάζεται αν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με παράνομες ανασκαφές στον τεράστιο τύμβο που ερευνούν τις τελευταίες εβδομάδες οι αρχαιολόγοι.
Σύμφωνα με τα νεότερα, πλήρη στοιχεία –μετά και το σχετικό δημοσίευμα του «Βήματος της Κυριακής» –κεντρικό ρόλο στη λαθραία διακίνηση αρχαιοτήτων είχαν περίπου τέσσερις-πέντε ιδιώτες που διατηρούσαν διασυνδέσεις και παράνομες συναλλαγές με περίπου 25-30 λαθρανασκαφείς της Αμφίπολης και των γύρω περιοχών, προκειμένου να προωθούν τις αρχαιότητες της περιοχής σε συλλέκτες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ενα από τα κύρια πρόσωπα που αναζητούσαν αρχαιότητες από την Αμφίπολη φέρεται ότι ήταν ένας στρατηγός της ΕΛ.ΑΣ. που υπηρετούσε παλιότερα στη Βόρεια Ελλάδα και είχε επαφές με πολιτικά πρόσωπα. Ωστόσο, ενδεικτικό των σχέσεων στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας με αρχαιοκαπηλικές δραστηριότητες στην περιοχή της Αμφίπολης ήταν μια δικογραφία που είχε σχηματισθεί το 1966 με την εμπλοκή 20 ατόμων ανάμεσα στους οποίους ήταν πέντε εν ενεργεία και συνταξιούχοι αξιωματικοί της τότε Χωροφυλακής. Συγκατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν σεσημασμένοι αρχαιοκάπηλοι από την ίδια περιοχή, αλλά και ένας κινηματογραφιστής από την Αθήνα.


Σταθερός μεσάζων

Οπως φαίνεται, όμως, σταθερός μεσάζων στην υφαρπαγή αρχαιοτήτων από την Αμφίπολη ήταν ο προαναφερόμενος διευθυντής τράπεζας που είχε συχνές επαφές με τους λαθρανασκαφείς της περιοχής και, ανάμεσα σε αυτούς, με τον πρώην κοινοτάρχη. Η μοναδική φορά που το εν λόγω πρόσωπο έγινε αντιληπτό από την αστυνομική έρευνα και προσδιορίσθηκε ο ρόλος του φέρεται να ήταν σε μια δικογραφία που συνέταξε η Αστυνομία στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τότε υπήρχαν καταθέσεις αστυνομικών αλλά και αρχαιοκαπήλων ότι αυτός ήταν ο παραλήπτης των κλεμμένων αρχαιοτήτων από την Αμφίπολη. Εκείνος όμως αρνήθηκε τις κατηγορίες και έκανε λόγο για ένα απλό ενδιαφέρον ενός συλλέκτη και δεν υπήρχε συνέχεια στη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Ωστόσο, ο ίδιος φέρεται να συνέχισε επί δεκαετίες να προχωρεί σε παράτυπες αγοραπωλησίες αρχαίων από την Αμφίπολη.


Το χρυσό στεφάνι του Γκετί

Τέλος, ίσως η πιο γνωστή υπόθεση αρχαιοκαπηλίας στην περιοχή είναι αυτή του χρυσού στεφανιού, προϊόντος λαθρανασκαφής την περίοδο 1993-94 από περιοχή της Αμφίπολης, που έφθασε στο Μουσείο Γκετί με την εμπλοκή των αρχαιοκαπήλων Νίνο Σαβόκα, Ρόμπιν Σάιμς, Τζιανφράνκο Μπεσίνα και την εμπλοκή τεσσάρων ελλήνων μεσαζόντων. Το χρυσό μακεδονικό στεφάνι εντοπίστηκε από αγρότη στην περιοχή της Αμφίπολης, ο οποίος μάλιστα έβγαλε και φωτογραφίες φορώντας το… υπερήφανος και περιχαρής, με στόχο να το διαφημίσει σε αρχαιοκάπηλους.
Στη δικογραφία που είχε σχηματιστεί τότε μνημονευόταν και ένα πρόσωπο με το όνομα «Μπάμπης Αποστόλου», το οποίο φερόταν να διαμένει στην Εγνατία οδό στη Θεσσαλονίκη, χωρίς ποτέ αυτό το άτομο να ταυτοποιηθεί. Τώρα επανεξετάζεται αν αυτό το άγνωστο πρόσωπο της δικογραφίας του χρυσού στεφανιού σχετίζεται με τον τραπεζικό από τη Θεσσαλονίκη.
Οπως αναφέρει στο «Βήμα», ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Γαρούφας, που έχει ασχοληθεί και με το φαινόμενο της αρχαιοκαπηλίας στην Αμφίπολη, «για να περιορισθεί το φαινόμενο πρέπει οι κρατικοί φορείς να προχωρήσουν σε τρεις σημαντικές ενέργειες. Πρώτον, να υπάρχουν ενημερωτικά σεμινάρια σε σχολεία, δεύτερον να συσταθούν τοπικές επιτροπές με τη συμμετοχή εφόρων αρχαιοτήτων, νομικών και άλλων για την ενημέρωση των κατοίκων και, τρίτον, το κράτος να δίνει σε σύντομο χρόνο μια συμβολική αμοιβή για την παράδοση αρχαίων αντικειμένων. Κάτι που δεν γίνεται τον τελευταίο καιρό…».

HeliosPlus