Το πρωινό εκείνο του Απριλίου του 1945 ο Ρίχαρντ Στράους μελετούσε αμέριμνος στο ησυχαστήριό του στο Γκάρμις, ένα ορεινό θέρετρο στη Βαυαρία. Την ηρεμία του διέκοψε ο 17χρονος συνονόματος εγγονός του, ο οποίος, θορυβημένος από την παρουσία των αμερικανών αξιωματικών στη βίλα, όρμησε στο γραφείο του παππού του και του είπε: «Ελα γρήγορα, μας διέταξαν να φύγουμε σε 20 λεπτά!».
Ο συνθέτης καθησύχασε το παιδί και ατάραχος, με αργές κινήσεις, άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε από μέσα διάφορα πιστοποιητικά που βεβαίωναν την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη από διάφορες αμερικανικές πόλεις, καθώς και μερικά μουσικά χειρόγραφα. Ψηλός, ευθυτενής, στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού του και είπε στ’ αγγλικά στους αμερικανούς αξιωματικούς: «Κύριοι, είμαι ο Ρίχαρντ Στράους. Ο συνθέτης του «Ιππότη με το Ρόδο» και της «Σαλώμης». Ορίστε, ρίξτε μια ματιά, αν θέλετε…». Ο επικεφαλής έκανε ένα βήμα πίσω αμήχανος. Μετά απ’ αυτό όχι μόνο κανείς δεν ενόχλησε την οικογένεια του συνθέτη, αλλά λίγες ημέρες αργότερα ο ίδιος αξιωματικός και οι άνδρες του επέστρεφαν για δείπνο μαζί του. Σύντομα ο Ρίχαρντ Στράους και η σύζυγός του έπαιρναν τον δρόμο για την Ελβετία. Το 1948, μετά τη γερμανική «αποναζικοποίηση», ο συνθέτης κατεγράφη ως «μη ενοχοποιηθείς».
Η παραπάνω ιστορία αποτελεί τον επίλογο στην πολυσυζητημένη σχέση του Ρίχαρντ Στράους με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας, η οποία κατά καιρούς έχει πυροδοτήσει έντονες αντιπαραθέσεις. Περί τίνος επρόκειτο, άραγε; Συνειδητή ιδεολογική επιλογή; Ανθρώπινη προσπάθεια ενός πατέρα να προστατεύσει την οικογένειά του; Ουτοπική ελπίδα ενός μουσικού ότι θα μπορούσε ο ίδιος να επηρεάσει ευνοϊκά τις εξελίξεις στην τέχνη του;
Ο εικονοκλάστης «δημόσιος υπάλληλος»


Παρά την αυστηρά παραδοσιακή μουσική εκπαίδευσή του και την εμφάνισή του, η οποία παρέπεμπε σε «τακτοποιημένο» δημόσιο υπάλληλο, η δημιουργία του Ρίχαρντ Στράους προκάλεσε έντονες αναταράξεις. Τα «εικονοκλαστικά» συμφωνικά έργα του πυροδότησαν ανεξάντλητες αντιπαραθέσεις μεταξύ των ειδικών, ενώ οι όπερές του με τα τοληρά θέματά τους προκάλεσαν θύελλες διαμαρτυριών.
Συνθέτης της ύστερης ρομαντικής περιόδου, ο Ρίχαρντ Στράους γεννήθηκε στο Μόναχο στις 11 Ιουνίου 1864. Ο πατέρας του Φραντς ήταν ο πλέον περιζήτητος ερμηνευτής κόρνου στη Γερμανία και χάρη σε αυτόν έλαβε σφαιρική μουσική μόρφωση. Το 1872 και έχοντας στο μεταξύ περάσει ένα διάστημα παρακολουθώντας πρόβες της Αυτοκρατορικής Ορχήστρας του Μονάχου και μελετώντας θεωρία της μουσικής και ενορχήστρωση, άρχισε να σπουδάζει βιολί. Δύο χρόνια αργότερα άκουσε τις πρώτες όπερες του Βάγκνερ: τον «Λόενγκριν» και τον «Ταγχόιζερ». Ο πατέρας του όμως τον απέτρεψε από το να τις μελετήσει καθώς ο ίδιος αντιμετώπιζε με καχυποψία τα έργα του Βάγκνερ. Παρά την αναμφισβήτητη επιρροή του Φραντς Στράους στη διαμόρφωση της αισθητικής του γιου του, ο τελευταίος μεγαλώνοντας εξέφραζε τη λύπη του για την έχθρα του οικογενειακού του περιβάλλοντος απέναντι στα ανανεωτικά έργα του συνθέτη της μνημειώδους «Τετραλογίας».
Εχοντας παράλληλα σπουδάσει Φιλοσοφία και Ιστορία Τέχνης στο Μόναχο, ο Ρίχαρντ Στράους εγκαινίασε τη μουσική καριέρα του με τη σύνθεση και την παρουσίαση κάποιων συμβατικών συμφωνικών έργων, καθώς και με μια σειρά ρεσιτάλ πιάνου στο Βερολίνο. Εκανε ένα επιτυχημένο πέρασμα από το πόντιουμ, συνέχισε όμως το δημιουργικό έργο του στρεφόμενος σε πιο τολμηρούς μουσικούς δρόμους.
Το 1889 η παρουσίαση του έργου του «Δον Χουάν» άφησε το κοινό άναυδο: την επόμενη στιγμή οι μισοί επευφημούσαν ενώ οι άλλοι μισοί σφύριζαν αποδοκιμαστικά. «Τώρα καταλαβαίνω ότι έχω βρει τον δρόμο επάνω στον οποίο θέλω να βαδίσω με τη σταθερή πεποίθηση ότι ουδέποτε υπήρξε πραγματικός καλλιτέχνης που δεν αμφισβητήθηκε από την πλειονότητα των συγχρόνων του» σχολίαζε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Το 1905 με την όπερά του «Σαλώμη» ο Στράους πέρασε στην Ιστορία ως ο συνθέτης του πιο σκανδαλώδους θεάματος της γενιάς του. Η παρακμή και ο παθιασμένος ερωτισμός που απέπνεε ξένισαν την αστική κοινωνία της εποχής. Το έργο ανέβηκε στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης τη μία βραδιά για να κατέβει την αμέσως επομένη κατόπιν οργισμένης αντίδρασης του κοινού. Στην πρεμιέρα της Δρέσδης η πρώτη ερμηνεύτρια του ρόλου αντιτάχθηκε στον περίφημο «Χορό των επτά πέπλων» αναφωνώντας: «Δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μια αξιοπρεπής γυναίκα!».
Η επόμενη όπερά του, η «Ηλέκτρα», όχι μόνο αναζωπύρωσε το κλίμα έντασης αλλά δημιούργησε και νέες «ζώνες πυρός». Κατόπιν όμως, τόσο ξαφνικά όσο εγκαινιάστηκε, η φάση της ανατρεπτικής δημιουργίας του Ρίχαρντ Στράους τελείωσε. Αρχίζοντας από τον «Ιππότη με το Ρόδο» και συνεχίζοντας με την «Αριάδνη στη Νάξο», τη «Γυναίκα δίχως σκιά», την «Αιγυπτία Ελένη» και την «Αραμπέλα», που κάλυψαν το διάστημα από το 1911 ως το 1933, οι εν λόγω όπερες χάρισαν στον Στράους το ευγενικό χειροκρότημα του κοινού και την αποδοχή των κριτικών, οι οποίοι βέβαια δεν έκρυψαν την έκπληξή τους για την εντυπωσιακή στροφή του συνθέτη.
Τον Νοέμβριο του 1933, μερικούς μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Στράους αποδέχθηκε τον διορισμό του στη θέση του προέδρου του Κρατικού Γραφείου Μουσικής ύστερα από πρόταση του Γκέμπελς. Μερικά χρόνια πριν, το 1924, ο μοναχογιός του Φραντς είχε παντρευτεί μια γυναίκα εβραϊκής καταγωγής χαρίζοντας στον συνθέτη δύο εγγόνια. Καθώς ουδέποτε έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και εθεωρείτο μάλλον απολίτικος, αρκετοί υποστήριξαν πως ο λόγος που αποδέχθηκε την πρόταση ήταν για να προστατέψει την οικογένειά του. Αλλοι θεώρησαν βασικότερο λόγο την ελπίδα του ότι ο Χίτλερ, φανατικός βαγκνερικός και θαυμαστής του Στράους από την εποχή της «Σαλώμης», θα προωθούσε γενικότερα τον γερμανικό πολιτισμό.
Ο Στράους άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Σεπτεμβρίου 1949, σε ηλικία 85 ετών. Στη διάρκεια της ζωής του θεωρήθηκε ο σπουδαιότερος συνθέτης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα: κανείς άλλος από την εποχή του Βάγκνερ δεν είχε πιο καίρια συμβολή στην ιστορία της όπερας. Τα ύστερα έργα του, βασισμένα «στον θεϊκό Μότσαρτ στο τέλος μιας ζωής γεμάτης ευγνωμοσύνη», έχουν καταγραφεί ως οι σημαντικότερες συνθέσεις σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον 80χρονο συνθέτη…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ