«Σούπερ» σαλμονέλες, με ιδιαίτερη αντοχή στα αντιβιοτικά, εντόπισαν επιστήμονες σε ποτάμια και θαλάσσια ύδατα της Ηπείρου. Οι ερευνητές απομόνωσαν πολλά βακτηρίδια (λιστέρια, σταφυλόκοκκο, ψευδομονάδα κτλ.), μόνο όμως τα στελέχη της σαλμονέλας εμφάνισαν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά. Μάλιστα σε ορισμένα από αυτά καταγράφηκε πολυανθεκτικότητα σε περισσότερα από τρία αντιμικροβιακά φάρμακα. Με άλλα λόγια, υπάρχει κίνδυνος αν προσβληθεί κάποιος από τα συγκεκριμένα ανθεκτικά στελέχη να είναι δύσκολη η αντιμετώπιση της μόλυνσης.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα σε διεθνές επιστημονικό έντυπο («International Journal of Hygiene and Environmental Health»), πραγματοποιήθηκε από ειδικούς επιστήμονες των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων και Κολονίας, καθώς και του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Σαλμονέλας στο Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων Θεσσαλονίκης.
Συνολικά στη διάρκεια ενός έτους συλλέχθηκαν 240 δείγματα νερού από επιλεγμένα σημεία του Αχέροντα και του ποταμού Καλαμά, καθώς και από ακτές του Ιονίου πελάγους (Αμμουδιά, Βατάτσα, Ηγουμενίτσα, Πλαταριά και Δρέπανο). Τα δείγματα αναλύθηκαν για σαλμονέλα, λιστέρια, καμπυλοβακτηρίδιο, Escherichia coli O157, σταφυλόκοκκο, ψευδομονάδα, ολικά κολοβακτηρίδια, κολοβακτηριοειδή κοπρανώδους προελεύσεως, εντερόκοκκους, ολική μικροβιακή χλωρίδα, μύκητες και πρωτόζωα (κρυπροσπορίδιο και γκιάρντια). Ακολούθησαν δοκιμές ευαισθησίας των βακτηριδίων που απομονώθηκαν σε εννέα αντιμικροβιακές ουσίες (αμπικιλίνη, αμικασίνη, αμοξικιλίνη – κλαβουλανικό οξύ, κεφουροξίμη, σιπροφλοξασίνη, κεφοξιτίνη, τετρακυκλίνη, τικαρκιλίνη – κλαβουλανικό οξύ, αμπικιλίνη-σουλβακτάμη).
Σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κυρία Χρυσάνθη Παπαδοπούλου, επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας, απομονώθηκαν πολυανθεκτικοί ορότυποι σαλμονέλας τόσο από τους δύο ποταμούς όσο και από τα θαλάσσια ύδατα. Μάλιστα το 34,8% των ορότυπων της Salmonella enteritidis και το 100% της Salmonella virchow βρέθηκαν ανθεκτικά σε περισσότερα από τρία αντιβιοτικά. Δηλαδή, οι σαλμονέλες παρουσίασαν υψηλή αντίσταση στα «όπλα» που διαθέτει αυτή τη στιγμή η ιατρική επιστήμη για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων. Αυτό, όπως λέει η καθηγήτρια, σχετίζεται με την ανεξέλεγκτη χορήγηση αντιβιοτικών σε ανθρώπους και ζώα (συχνά χωρίς συνταγογράφηση), η οποία οδηγεί στη δημιουργία σούπερ βακτηριδίων, διότι οι παθογόνοι μικροοργανισμοί έχουν πολύ καλή ικανότητα να προσαρμόζονται σε αντίξοα περιβάλλοντα.
Ανθεκτικές στα αντιβιοτικά σαλμονέλες ανιχνεύθηκαν στον Καλαμά και στον Αχέροντα, κυρίως τους χειμερινούς μήνες (από Νοέμβριο ως Ιανουάριο). Αυτή η παρατήρηση μπορεί να οφείλεται στις μεγάλες βροχοπτώσεις, οι οποίες συνεπάγονται υψηλές αγροτικές απορροές στα ποτάμια. Ανάλογες ήταν και οι παρατηρήσεις παλαιότερης μελέτης που είχε γίνει σε ποτάμια της Βόρειας Ελλάδας από το Εργαστήριο Υγιεινής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Arvanitidou et al., 1997), ωστόσο τότε είχε εντοπιστεί πολυανθεκτικότητα σε χαμηλότερα ποσοστά.
Υπαίτιοι άνθρωποι και… πουλιά
Οι ερευνητές πάντως επισημαίνουν ότι τα αποτελέσματα τους εξέπληξαν διότι στον Καλαμά, ο οποίος δέχεται λύματα από την πόλη των Ιωαννίνων, το μικροβιακό φορτίο ήταν μικρότερο από εκείνο του Αχέροντα, όπου δεν καταγράφονται απορροές από μεγάλο αστικό κέντρο. Οι επιστήμονες συμπεραίνουν ότι η επιδείνωση της μόλυνσης του ιστορικού ποταμού μπορεί να οφείλεται στα υψηλά ποσοστά αγροτικών δραστηριοτήτων (κτηνοτροφικές μονάδες) στις όχθες του.
Οι ειδικοί απομόνωσαν ανθεκτικά στελέχη σαλμονελών και στα θαλάσσια ύδατα –στη Βατάτσα, στο Δρέπανο αλλά και στην Αμμουδιά όπου καταλήγει ο Αχέροντας. Τα αποτελέσματα ωστόσο για τη λιμνοθάλασσα της Βατάτσας τούς προβλημάτισαν διότι απομόνωσαν ανθεκτικά στελέχη βακτηριδίων κοπρανώδους προελεύσεως σε περιοχή προστατευόμενη (Δίκτυο NATURA 2000), η οποία αποτελεί καταφύγιο άγριων πτηνών, μεταξύ των οποίων και ερωδιών. Σύμφωνα με την κυρία Παπαδοπούλου, η μόλυνση μπορεί να προέρχεται από τα κόπρανα άγριων πτηνών που είναι φορείς σαλμονελών, κάτι που έχουν παρατηρήσει και άλλοι ερευνητές σε περιοχές όπου ο πληθυσμός των άγριων πτηνών είναι μεγάλος. Επίσης υπάρχουν μελέτες από άλλες χώρες όπου συχνά απομονώνονται σαλμονέλες σε παράκτιες περιοχές όπου υπάρχουν πολλά θαλασσοπούλια και τα νερά είναι ρηχά και ζεστά, όπως και στις παραπάνω περιοχές.
Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης υπογραμμίζουν την πολυπλοκότητα των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των παθογόνων βακτηριδίων και των δεικτών (indicator bacteria) που μετρούν το υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και το υπουργείο Υγείας σε ποτάμια, λίμνες και θαλάσσια ύδατα της χώρας. «Είναι καλό να μην περιορίζονται οι έλεγχοι ρουτίνας μόνο σε ορισμένους μικροβιακούς δείκτες (ολικά κολοβακτηρίδια, ολική μικροβιακή χλωρίδα, ολικά κολοβακτηριοειδή και εντερόκοκκους) τους οποίους μετρούν υποχρεωτικά οι αρμόδιες υπηρεσίες. Πρέπει να αρχίσουν να ψάχνουν και άλλους δείκτες διότι σε περιοχές που φαίνονται «καθαρές», σύμφωνα με τις μετρήσεις ρουτίνας, μπορεί ναυπάρχουν και άλλα παθογόνα μικρόβια και ιδιαίτερα ανθεκτικά βακτήρια» τονίζει η κυρία Παπαδοπούλου.
Ωστόσο η καθηγήτρια επισημαίνει ότι συγκριτικά με άλλες χώρες (Μεξικό, Λίβανο, Ινδία, Βραζιλία, ΗΠΑ), ακόμη και ευρωπαϊκές (Ισπανία και Γαλλία), τα ύδατα στη χώρα μας είναι ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση όσον αφορά την παρουσία βακτηριδίων αλλά και την ανθεκτικότητά τους σε αντιβιοτικά.Και καταλήγει: «Μπορούμε ακόμη να σώσουμε το υδάτινο περιβάλλον της Ελλάδας και να το διατηρήσουμε. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια σταδιακή έκπτωση στη μικροβιολογική ποιότητά του και αυτό είναι κρίμα. Πρέπει να το φροντίσουμε όσο ακόμη μπορούμε».
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 8 Αυγούστου 2013
HeliosPlus