«Αρκεί να σας πω το εξής συγκλονιστικό» διηγείται διεθνούς φήμης έλληνας οικονομολόγος, ο οποίος πριν από 20 χρόνια βρέθηκε μπροστά στις «πύλες» της τότε ΑΣΟΕΕ, αλλά τελικά δεν μπήκε. «Οταν έδωσα πανελλαδικές εξετάσεις το 1992, μπήκα 22ος πανελλαδικά στη δέσμη μου. Το ξέρω γιατί οι εφημερίδες δημοσίευαν τότε τα ονόματα με τους 50 καλύτερους ανά δέσμη. Επειδή ήμουν περήφανος κράτησα το απόκομμα –προφανώς το ίδιο έκαναν και οι 50. Τότε δεν έμαθα τα ονόματά τους. Δεν υπήρξε κανείς συμφοιτητής μου επειδή έφυγα με υποτροφία στη γερμανόφωνη Ελβετία. Η ειρωνεία είναι ότι γνώρισα ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς περίπου 10 χρόνια μετά σε διάφορες ομιλίες μου σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Με λίγα λόγια, όλα αυτά τα μυαλά έφυγαν από την Ελλάδα. Και αν αυτό γινόταν το 1992, φανταστείτε τι γίνεται το 2013».
Στα ελληνικά πανεπιστήμια, για τα οποία εκατοντάδες νέοι και νέες αφιέρωσαν μήνες άγχους και πίεσης προκειμένου να ενταχθούν στη μεγάλη κοινότητά τους, η εικόνα που συναντά κανείς σήμερα είναι αντιφατική. Από τη μία, καθηγητές στην πλειονότητά τους μάχιμοι και έτοιμοι να ενισχύσουν το επιστημονικό τους προφίλ, προσφέροντας δε εθελοντικές υπηρεσίες πολλάκις· από την άλλη, οι αγκυλώσεις στη γραφειοκρατική λειτουργία τους και η υποχρηματοδότησή τους τα οδηγεί σε μια ορατή πλέον επιστημονική εσωστρέφεια. Κλείνουν όμως οι πύλες του κόσμου για τα πανεπιστήμια της Ελλάδας;
Η περίπτωση ενός 17χρονου κοριτσιού που συγκέντρωσε πάνω από 19.700 μόρια εφέτος, αλλά επέλεξε –για λόγους άσχετους με την οικονομική κρίση –τα πανεπιστήμια της Γερμανίας (επίσης κρατικά) προκάλεσε… διπλωματικό επεισόδιο.
Εφερε όμως στην επιφάνεια έναν γνώριμο προβληματισμό: Τι είναι εκείνο που φταίει πραγματικά; Η οικονομική κρίση; Η γραφειοκρατία και το ασφυκτικό «αγκάλιασμα» του κράτους; Ο κομματισμός;

«Σχεδόν είκοσι χρόνια πριν έκανα την ίδια επιλογή με την αριστούχο»
λέει ο συνομιλητής μας, οικονομολόγος πλέον σε αμερικανικό πανεπιστήμιο, που όμως θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Είχα περάσει στο ελληνικό πανεπιστήμιο και με πολύ καλή σειρά. Οπως εκείνη, είχα πολύ καλές γνώσεις γερμανικών και τη δυνατότητα να σπουδάσω σε γερμανόφωνα πανεπιστήμια».

«Το πανεπιστήμιο στο εξωτερικό ξεκινούσε τρεις εβδομάδες μετά το ελληνικό»
συνεχίζει. «Οπότε είχα τρεις εβδομάδες να αποφασίσω αν θα έμενα στην Ελλάδα ή θα έφευγα. Χρειάστηκε λιγότερο από μία βδομάδα. Με το πού μπήκα, με πλησίασαν εκπρόσωποι των κομμάτων για να γραφτώ στη ΔΑΠ, στην ΠΑΣΚ, στην ΚΝΕ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί χρειαζόταν κανείς να γραφτεί σε κόμματα για να μπορέσει να πάρει πιο γρήγορα τις σημειώσεις –τουλάχιστον έτσι μας υπόσχονταν, δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια. Αυτός ο κομματισμός με αηδίασε. Μετά τις τρεις βδομάδες έφυγα» δηλώνει χαρακτηριστικά.
Πάντως, όπως φαίνεται και σε έρευνα του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα χάνει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των παιδιών της για σπουδές στο εξωτερικό.
Και απ’ ό,τι φαίνεται η αφαίμαξη αυτή συντελείται εδώ και δεκαετίες. «Επαναλαμβάνω ότι τα παιδιά που φεύγουν έξω κάνουν το σωστό. Το λάθος βρίσκεται στη χώρα μας και στο γεγονός ότι οι πανεπιστημιακοί έχουν ανεχθεί για τόσο καιρό την πολιτική διάβρωση των πανεπιστημίων. Δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας λόγος για τόση πολιτικοποίηση μέσα στο πανεπιστήμιο. Σας διαβεβαιώ ότι στα πανεπιστήμια του εξωτερικού ούτε που ξέρει (ή ενδιαφέρεται) ο ένας συνάδελφος τι ψηφίζει ο άλλος» αναφέρει ο συνομιλητής μας.

«Σε μία σύγχρονη οικονομία τα πανεπιστήμια είναι ατμομηχανές ανάπτυξης. Οποιος νομίζει ότι αυτή η φράση είναι μια κενή περιεχομένου φράση ας κοιτάξει το παράδειγμα της Βόρειας Καρολίνας στην Αμερική. Λόγω των πανεπιστημίων της μετετράπη, από αγροτική και καπνοπαραγωγική, σε οικονομία με βιομηχανίες αιχμής, όπως η βιοτεχνολογία. Ο λόγος; Το λεγόμενο «research triangle» (Duke University, University of North Carolina, North Carolina State University). Εμείς έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό να κάνουμε κάτι αντίστοιχο, ακριβώς λόγω των πολλών παιδιών που διώξαμε σε μικρή ηλικία και τώρα όλοι τους είναι φτασμένοι επιστήμονες. Θα ήθελαν κάποια στιγμή να γυρίσουν πίσω και να κάνουν κάτι για την πατρίδα τους»
καταλήγει.

«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι νέοι άνθρωποι είναι προικισμένοι με δύο χαρακτηριστικά τα οποία δύσκολα αναγνωρίζει κάποιος σε ώριμους ή μεσήλικες: διαίσθηση και αγωνία για το μέλλον τους»
λέει χαρακτηριστικά ο πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κ. Σίμος Σιμόπουλος. «Είναι επίσης γεγονός ότι τα εσωτερικά αυτά χαρακτηριστικά των νέων και σκεπτόμενων ανθρώπων τους οδηγούν, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, σε αναζήτηση λύσεων –θα έλεγα με επιτυχία –ως προς την πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση σε διακεκριμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου αδιαμφισβήτητα διασφαλίζονται προοπτικές περαιτέρω ακαδημαϊκής, και όχι μόνον, ανέλιξης» δηλώνει.

«Πληθαίνουν τα συγκεκριμένα καταγραφόμενα περιστατικά όπου ελληνόπουλα, μολονότι έχουν ήδη διασφαλίσει την εισαγωγή τους σε περιζήτητες σχολές ελληνικών πανεπιστημίων, έχουν ήδη αρχίσει την προετοιμασία τους για το μεγάλο ταξίδι στο MIT, στο Χάρβαρντ ή στο Μπέρκλεϊ. Η κρίση μάλιστα έχει σπρώξει πίσω τον άξονα της δύσκολης αλλά θαρραλέας αυτής απόφασης στην ηλικία των 18. Και εμείς, η υποτιθέμενη πνευματική ηγεσία του τόπου, παρακολουθούμε απλώς και καταγράφουμε ή οφείλουμε –αν φυσικά μπορούμε –να αντιδράσουμε προσπαθώντας να εμπνεύσουμε τους νέους μας; Και βέβαια οι νέοι μας, η ελπίδα για την ανάκαμψη του τόπου, δεν πείθονται από ξύλινους αλγόριθμους και τις διοικητικές παρεμβάσεις για το ξεγέλασμα μιας σκληρής πραγματικότητας. Οι νέοι θέλουν πρότυπα και έμπρακτες αποδείξεις ότι μπορούν να ελπίζουν σε κάτι. Και φοβάμαι ότι έχουν απογοητευτεί»
λέει χαρακτηριστικά ο κ. Σιμόπουλος. «Διερωτώμαι μήπως το χαρμόσυνο κουδούνι του ελληνικού πανεπιστημίου θα αργήσει να ξαναχτυπήσει σημαίνοντας το όραμα. Και οι πρώτοι που θα φταίμε γι’ αυτό θα είμαστε εμείς. Υπάρχει άραγε χρόνος;» αναρωτιέται.

Δημόσια πανεπιστήμια
Κρίση υποδομών και εσωστρέφειας

Τα ελληνικά πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν εφέτος έναν άλλον τεράστιο κίνδυνο, ο οποίος ωστόσο χαρακτηρίζει πλέον μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας: τη «φτωχοποίηση» τη δική τους, αλλά και των φοιτητών τους. Πανεπιστημιακοί που αγοράζουν μόνοι τους κιμωλίες, χαρτί φωτοτυπικού και αναλώσιμα είναι πλέον η νέα πραγματικότητα. Αίθουσες εξετάσεων χωρίς κλιματισμό. Καθηγητές πανεπιστημίου χωρίς συνδρομές σε επιστημονικά περιοδικά και δυνατότητα να συμμετάσχουν σε επιστημονικά συνέδρια ανά τον κόσμο.

«Οι πανεπιστημιακές αρχές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και πολύ καιρό»
αναφέρει η κυρία Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. «Η χώρα συνολικά περνάει μία περίοδο πρωτοφανούς κρίσης, αλλά όλα είναι θέμα ιεράρχησης. Η Παιδεία ιεραρχείται χαμηλά. Δεν αποτελεί προτεραιότητα» αναφέρει για να συμπληρώσει: «Ωστόσο, όσο περνάει ο καιρός είναι σε βάρος μας».
Η κυρία Κουλούρη όμως αναφέρει ότι οι καλοί φοιτητές θα αναζητήσουν όπως πάντα σπουδές εντός της Ελλάδας, καθώς τα πανεπιστήμια της χώρας προσφέρουν πλέον υψηλοτάτου επιπέδου σπουδές και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. «Δεν μπορούμε να μην πούμε ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια περνούν μία πολύ σοβαρή κρίση υποδομών και εσωστρέφειας. Εμείς, ως επιστήμονες, δεν μπορούμε να συμμετάσχουμε πλέον σε διεθνή συνέδρια, οι βιβλιοθήκες δεν ενημερώνονται, κάτι που επίσης το έχουμε απόλυτα ανάγκη, ακόμη και αν βρούμε τελικά λεφτά να συμμετάσχουμε σε μία επιστημονική συνάντηση» λέει η κυρία Κουλούρη.
Οπως εξηγεί, τη δυνατότητα αυτή την έχουν κυρίως ανάγκη οι νέοι επιστήμονες που όμως λόγω των χαμηλότερων μισθών τους αδυνατούν να καλύψουν τα έξοδα μόνοι. «Η κρίση όμως δεν είναι μόνο ελληνική. Σχεδόν όλοι γύρω μας έχουν πρόβλημα. Και φυσικά τα δημόσια πανεπιστήμια δεν μπορούν σε αυτή την περίοδο να δημιουργήσουν γύρω τους δίκτυα από τα οποία να αντλήσουν πόρους» αναφέρει.
Πάντως, η κυρία Κουλούρη δηλώνει ότι εκείνο που πραγματικά την ανησυχεί δεν είναι ο τόπος που επιλέγει σήμερα ένας νέος ή μία νέα για να σπουδάσει, αλλά το αν θα γυρίσει ποτέ στη χώρα του…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ