Πόσοι θα παρατούσαν μια σίγουρη δουλειά ύστερα από 20 έτη εργασίας και θα έχαναν τον μισό τους μισθό για να διδάξουν μαθηματικά, φυσική και γεωγραφία στα Πομακοχώρια; Ο κ. Παναγιώτης Σωτηρόπουλος το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Εχασα τον μισό μου μισθό, αλλά τα έχω καλά με τη συνείδησή μου» λέει με εμφανή ικανοποίηση για την επιλογή του.
Με τέσσερα μεταπτυχιακά, ένα διδακτορικό, κάμποσα χρόνια παράλληλης διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο σε Ελλάδα και Γαλλία, επτά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 10 χρόνια στο Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας και δύο έτη δίπλα στον πρώην υφυπουργό κ. Μάρκο Μπόλαρη –ως διευθυντής του υπουργικού γραφείου και ως επιστημονικός συνεργάτης -, ο κ. Σωτηρόπουλος βρέθηκε στο πρωτόγνωρο περιβάλλον στις Θέρμες και στη Γλαύκη του Νομού Ξάνθης.
«Υπήρχε μέσα μου μια αίσθηση κορεσμού. Ενα επαγγελματικό κλίμα, που συνδέεται με το γραφειοκρατικό ελληνικό σύστημα διοίκησης, δεν με άφηνε να εξελιχθώ, ενώ ο άλλος κορεσμός, αυτός που ήρθε από την επαφή μου με την πολιτική, με οδήγησε σε αυτή την απόφαση. Ενιωθα έντονα μέσα μου ότι κάτι πρέπει να κάνω για όλα αυτά τα παιδιά στα Πομακοχώρια. Αλλωστε βοηθούσα όλο αυτό το διάστημα την Ενωση Τσιγγάνων Γυναικών της Θράκης» σημειώνει.
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Παραιτήθηκα από το Ινστιτούτο, όλη μου η προϋπηρεσία, δηλαδή 19 χρόνια δουλειάς, χάθηκε, διορίστηκα εκ νέου και ο μισθός μου έπεσε από περίπου 2.000 ευρώ στα 1.100 ευρώ. Ξεκίνησα από το μηδέν. Ηταν μια πρόκληση. Ηθελα να μπω σε κάτι που θα με απομακρύνει από τη βοή και θα μου επιτρέψει να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και την επιστημονική σκευή μου» λέει ο κ. Σωτηρόπουλος.
Οι γνώσεις του αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, ομολογεί, και σημειώνει ότι σήκωσε τα χέρια ψηλά από την αρχή διότι διαπίστωσε πως το κεφάλαιο γνώσης και εμπειρίας που κουβαλούσε ήταν λιγοστό για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των μαθητών.
Οπως λέει, στα ορεινά Πομακοχώρια τα παιδιά δεν έχουν αίσθηση του χώρου και της γεωγραφίας, και δεν έχουν φύγει ποτέ από τον τόπο τους. «Ενιωσα σοκ από την απαξίωση αυτών των παιδιών για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και ακόμη ψάχνω το γιατί. Φταίει η δυσκολία ή καλλιεργείται αυτή η απέχθεια από ορισμένους κύκλους;» διερωτάται.
Ο κ. Σωτηρόπουλος διδάσκει τρεις φορές την εβδομάδα μαθηματικά και πληροφορική στις Θέρμες (βρίσκεται στα σύνορα με τη Βουλγαρία), όπου πηγαίνουν σχολείο μόλις τέσσερα παιδιά, και δύο φορές την εβδομάδα μαθηματικά και γεωγραφία στη Γλαύκη, όπου υπάρχουν γυμνάσιο και λύκειο. «Στις Θέρμες το σχολείο έχει τέσσερα παιδιά. Από έναν μαθητή στην Α’ Γυμνασίου και τη Β’ Γυμνασίου και δύο στην Γ’ Γυμνασίου. Για αυτά τα παιδιά έσπασε ο κύκλος της απομόνωσης» λέει.
Το άλλο που παρατηρεί ο κ. Σωτηρόπουλος είναι το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα των πατεράδων των μαθητών και τις επιπλοκές που αυτό δημιουργεί. «Τα παιδιά μένουν μόνα με τη μάνα και της συμπεριφέρονται άσχημα, απαξιωτικά. Πολλές ζουν με ψυχοφάρμακα. Η μάνα βιώνει καταπίεση από το παιδί, διότι αναπαράγεται το μοντέλο της φαλλοκρατίας που επιβιώνει σε αυτούς τους πληθυσμούς» λέει.
Παράλληλα ο κ. Σωτηρόπουλος αναφέρει ότι αυξάνεται ο αριθμός των μαθητριών που φορούν μαντίλα, η χρήση της οποίας, όπως λέει επικαλούμενος πληροφορίες που κυκλοφορούν στην περιοχή, επιδοτείται από το τουρκικό προξενείο με 700 ως και 1.000 ευρώ κατ’ έτος και ανά παιδί!
«Οταν ήρθα πριν από 16 χρόνια στην Ξάνθη, έβλεπα ότι τα πράγματα πήγαιναν προς το καλύτερο. Πλέον διακρίνω ότι χειροτερεύουν» σημειώνει, μιλώντας για τις ευθύνες των τοπικών πολιτικών που «συναλλάσσονται ανοιχτά με το προξενείο», τις παρελάσεις και εξορμήσεις των ακροδεξιών, «οι οποίοι ρίχνουν λάδι στη φωτιά», οι οποίες μάλιστα έχουν οδηγήσει και σε διενέξεις με το πομακικό στοιχείο, λόγω ανόητων και ανεύθυνων βανδαλισμών που έγιναν σε μουσουλμανικά μνημεία.
«Επίσης επιβεβαιώθηκε η θεωρία ότι τα 35 χλμ. που χωρίζουν την Ξάνθη από αυτά τα χωριά είναι αρκετά για να μην ξέρουμε τι πραγματικά συμβαίνει και το πώς θα προσεγγίσουμε τους ανθρώπους» εξηγεί ο κ. Σωτηρόπουλος.
Γλωσσική «μπάρα»
«Αγνοούμε πώς να προσεγγίσουμε αυτά τα παιδιά»
Ολο το σύστημα εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, στηρίζεται σε στρεβλώσεις και για να μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου πρέπει να γνωρίζεις ελληνικά, πομακικά και τουρκικά –ιδίως τα τελευταία, στα οποία διδάσκεται το 70% των μαθημάτων στο δημοτικό. «Τα παιδιά όμως δεν είναι τρίγλωσσα, όπως τα θεωρούν πολλοί, και δεν έχουν καμία ισχυρή γλώσσα αναφοράς, με αποτέλεσμα, όταν διδάσκονται μαθηματικά στα ελληνικά να μην μπορούν να καταλάβουν. Αγνοούμε το πώς πρέπει να προσεγγίσουμε αυτά τα παιδιά» συμπληρώνει ο εκπαιδευτικός.
«Αγνοούμε πώς να προσεγγίσουμε αυτά τα παιδιά»
Ολο το σύστημα εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, στηρίζεται σε στρεβλώσεις και για να μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου πρέπει να γνωρίζεις ελληνικά, πομακικά και τουρκικά –ιδίως τα τελευταία, στα οποία διδάσκεται το 70% των μαθημάτων στο δημοτικό. «Τα παιδιά όμως δεν είναι τρίγλωσσα, όπως τα θεωρούν πολλοί, και δεν έχουν καμία ισχυρή γλώσσα αναφοράς, με αποτέλεσμα, όταν διδάσκονται μαθηματικά στα ελληνικά να μην μπορούν να καταλάβουν. Αγνοούμε το πώς πρέπει να προσεγγίσουμε αυτά τα παιδιά» συμπληρώνει ο εκπαιδευτικός.
Ο κ. Σωτηρόπουλος αναγνωρίζει ότι έχουν επενδυθεί πολλά χρήματα στο πρόγραμμα εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων, το οποίο «έβγαλε καλό υλικό, που όμως δεν αποδίδει». Οπως λέει, σε όλον τον χώρο της μειονότητας πρέπει να ενισχυθεί το ελληνόφωνο πρόγραμμα, να δοθεί η δυνατότητα εκμάθησης της τουρκικής ως ξένης γλώσσας και να αναθεωρηθούν τα μορφωτικά πρωτοκόλλα Ελλάδας – Τουρκίας, διότι δεν μπορεί η εκπαίδευση της μειονότητας να στηρίζεται σε δεδομένα των αρχών του 1950 και του 1960. «Δεν θα έχουμε το αποτέλεσμα που θα θέλουμε όσο υπάρχει το απροσπέλαστο τείχος μέσα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όπου το μεγαλύτερο πρόγραμμα διδάσκεται στα τουρκικά» λέει και εξηγεί ότι οδηγεί τελικά σε χαμηλές επιδόσεις στο γυμνάσιο και στο λύκειο, καθώς και σε αδυναμία κατανόησης στο πανεπιστήμιο.
Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, χρειάζεται λεπτός χειρισμός στο ζήτημα της μειονότητας, καθώς, όπως λέει, «έχει υποφέρει από το ψυχροπολεμικό κλίμα» και τις μπάρες (τις οποίες απαγορευόταν να περάσουν) που υπήρχαν στην περιοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον δρόμο για τη Σμίνθη υπήρχε η πρώτη μπάρα με φυλάκιο, το οποίο πλέον έχει μετατραπεί σε έδρα των γυναικείων συνεταιρισμών της Θράκης, όπου εκτίθενται τα προϊόντα που παράγουν.
«Η λέξη Πομάκος είναι απαγορευμένη και οι αυτοδιοικητικοί δεν τη χρησιμοποιούν» σημειώνει. Ωστόσο, παρατηρεί, παρ’ όλο που τα παιδιά δέχονται επιρροές από την τουρκόφωνη ραδιοτηλεόραση, αλλά και τη βουλγαρική ραδιοφωνία (τα Πομακικά είναι σλαβογενής γλώσσα), εν τούτοις ακούνε ελληνική λαϊκή μουσική.
«Το μεγάλο πρόβλημα του μειονοτικού είναι ίδια η εσωστρέφεια της ελληνικής κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί να δει πώς σκέφτεται ο δυτικός κόσμος και έτσι δεν μπορεί να κατανοήσει και τη δική της θέση. Είμαστε ριζωμένοι σε προκαταλήψεις και κατεστημένα συμφέροντα» καταλήγει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ