Στις 10 Αυγούστου 1913 υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, επισφραγίζοντας το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Οι παλιοί σύμμαχοι του Α’ Βαλκανικού Πολέμου είχαν διασπαστεί και αναμετρηθεί μεταξύ τους σε έναν πόλεμο ο οποίος, παρ’ όλο που διήρκεσε μόλις έναν μήνα, υπήρξε πολύ πιο φανατισμένος, αιματηρός και καταστροφικός από τον προηγούμενο.
Το 1912 οι βαλκάνιοι σύμμαχοι, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο, ενωμένοι είχαν συγκρουστεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μια αναμέτρηση η οποία είχε τα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής σύγκρουσης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων αφενός και που πρόβαλλε το ιδεώδες της ελευθερίας των υπόδουλων λαών αφετέρου. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος απέδειξε ότι στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν αυτονόητες συμμαχίες με βάση θρησκευτικές ή πολιτισμικές συγγένειες: Ελληνες, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι συμμάχησαν με τον «προαιώνιο εχθρό» τους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εναντίον της Βουλγαρίας. Στη συμμαχία αυτή εναντίον της Βουλγαρίας προσχώρησε και η Ρουμανία. Η Βουλγαρία πλήρωσε ακριβά τον μαξιμαλισμό και τη φιλοπόλεμη επιπολαιότητα των ηγετών της. Κατάφερε βεβαίως να διατηρήσει την έξοδο στο Αιγαίο, αλλά έχασε το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών της από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.
Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου καθόρισε τα νέα σύνορα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Υστερα από δύο διαδοχικούς πολέμους η Ελλάδα είχε κερδίσει την Ηπειρο, τη Νότια Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, την Κρήτη, καθώς και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η Σερβία απέκτησε το Κοσσυφοπέδιο, το Νόβι Παζάρ, καθώς και τη Βόρεια και Κεντρική Μακεδονία, μαζί με το Μοναστήρι. Στη Ρουμανία δόθηκε ένα σημαντικό μέρος της Δοβρουτσάς. Η Βουλγαρία κράτησε ένα μικρό μέρος της Μακεδονίας, καθώς και τη Δυτική Θράκη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατόρθωσε να ανακτήσει την Ανατολική Θράκη που είχε κατακτήσει η Βουλγαρία στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Η μικρή αυτή νίκη βεβαίως δεν ανέτρεπε την εικόνα της διάλυσης της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε χάσει σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών εδαφών της. Πράγματι, ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Τουρκίας είχε μειωθεί κατά 83% ενώ, αντίθετα, ο πληθυσμός της Ελλάδας είχε αυξηθεί κατά 68%, της Σερβίας κατά 82% και της Βουλγαρίας 29%.
Το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», που ταλαιπωρούσε τη διεθνή διπλωματία επί δεκαετίες, είχε επομένως λυθεί με τα όπλα και σε πείσμα όλων των σχεδιασμών επί χάρτου. Το ζήτημα αυτό μπορεί να αναλυθεί σε τρεις άξονες: τον διπλωματικό ανταγωνισμό μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για την κυριαρχία στα οθωμανικά εδάφη· τη σταδιακή παρακμή της αυτοκρατορίας του σουλτάνου· τα εθνικοαπελευθερωτικά, τέλος, κινήματα των βαλκανικών λαών, οι οποίοι αγωνίζονταν για την ίδρυση των ιδιαίτερων εθνών-κρατών τους. Στην κρίση της περιόδου 1875-1878 έδωσαν τέλος οι Μεγάλες Δυνάμεις με το Συνέδριο του Βερολίνου. Εκεί αποφασίστηκε η ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας και της Σερβίας, η δημιουργία της Ηγεμονίας της Βουλγαρίας και της αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας. Επιπλέον, η Υψηλή Πύλη υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να παραχωρήσει αυτονομία και σε άλλες ευρωπαϊκές κτήσεις της. Η διοίκηση της Κύπρου παραχωρήθηκε στη Βρετανία, ενώ η Αυστροουγγαρία κατέλαβε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Νόβι Παζάρ.
Κανένα από τα βαλκανικά έθνη δεν κατάφερε να πετύχει την εθνική του ολοκλήρωση μέσα σε ένα κράτος και η επιδίωξη της ολοκλήρωσης αυτής έγινε ο κύριος άξονας της εξωτερικής τους πολιτικής. Αυτή ακριβώς η ορμή προκάλεσε πολλές κρίσεις: την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία και τον επακόλουθο σερβοβουλγαρικό πόλεμο το 1885· τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897· τον ξεσηκωμό στη Μακεδονία το 1903· την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και τη διακήρυξη της βουλγαρικής ανεξαρτησίας το 1908· την αλβανική εξέγερση της περιόδου 1910-1912 και κάποιες ακόμη μικρότερης σημασίας εντάσεις.
Ολοι οι βαλκανικοί εθνικισμοί, όπως εκφράζονταν με τις αντίστοιχες «μεγάλες ιδέες» (η Μεγάλη Σερβία, η Μεγάλη Βουλγαρία υπήρχαν ως ιδεώδη, παράλληλα και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανταγωνιστικά, με την ελληνική Μεγάλη Ιδέα), είχαν ως στόχο την απόκτηση εδαφών. Το «μεγάλο κράτος» από άποψη εδαφικής έκτασης ταυτιζόταν με την ανάπτυξη και την πρόοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη στιγμή της ίδρυσής του το ελληνικό κράτος πρόβαλλε ως μία από τις βασικές αιτίες της δυσπραγίας του την «εδαφική καχεξία».
Για το ελληνικό κράτος, το οποίο είχε πετύχει, χωρίς πόλεμο, δύο φορές την επέκταση των συνόρων του, το 1864 (προσάρτηση Ιονίων) και το 1881 (προσάρτηση Θεσσαλίας και Αρτας), παρέμεναν ανοιχτά κυρίως δύο ζητήματα: το Κρητικό και το Μακεδονικό. Το αίτημα των Κρητών για ένωση με την Ελλάδα είχε διατυπωθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και δεν είχε αντισταθμιστεί από παραχωρήσεις προς τους χριστιανούς και τις μεταρρυθμίσεις της Πύλης. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια του χριστιανικού πληθυσμού οδήγησε στην πρώτη κρητική επανάσταση (1866-1869), το 1889 έγινε μια νέα απόπειρα να κηρυχθεί, μονομερώς, η ένωση με την Ελλάδα, ενώ μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, παρά την ήττα της Ελλάδας, η θέση του ύπατου αρμοστή της Κρήτης ανατέθηκε στον πρίγκιπα Γεώργιο, γιο του βασιλέα της Ελλάδας Γεωργίου Α’.
Η Ελλάδα στήριζε διακριτικά και ανεπίσημα τον κρητικό αγώνα, μέσω κυρίως πατριωτικών επιτροπών, όπως και στην περίπτωση της Μακεδονίας. Το μακεδονικό ζήτημα βεβαίως ήταν σαφώς πιο περίπλοκο από το κρητικό. Η δημογραφική πολυμορφία της περιοχής, η ανάδυση πολλών αντίπαλων εθνικισμών στο ίδιο έδαφος και η ρευστότητα ακόμη και των γεωγραφικών ορίων της καθιστούσαν τη Μακεδονία τον πιο δυσεπίλυτο γρίφο του Ανατολικού Ζητήματος. Μπροστά στον κίνδυνο της συστηματικής βουλγαρικής διείσδυσης, ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο (1903) και ελληνικές ένοπλες ανταρτικές ομάδες οργανώθηκαν στη Μακεδονία.
Ο μακεδονικός αγώνας ενορχηστρώθηκε μυστικά από το ελληνικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη και διήρκεσε ως την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Ωστόσο η λήξη του μακεδονικού αγώνα δεν σήμαινε και λύση του μακεδονικού ζητήματος. Στην πραγματικότητα, το μακεδονικό, όπως και το κρητικό ζήτημα, θα βρει τη λύση του με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Εν τούτοις η λύση αυτή, όπως και η ειρήνη στα Βαλκάνια, δεν θα έχει τον χαρακτήρα οριστικής διευθέτησης.
Πράγματι, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου δεν έκλεισε εν τέλει τα ανοιχτά ζητήματα στα Βαλκάνια. Εγραφε χαρακτηριστικά η Διεθνής Επιτροπή για τη Διερεύνηση των Αιτίων και του Τρόπου Διεξαγωγής των Βαλκανικών Πολέμων Carnegie (1914): «Από όσα είδε και άκουσε, η Επιτροπή δεν νιώθει καμιά αισιοδοξία αναφορικά με το άμεσο πολιτικό μέλλον της Μακεδονίας. Η Σερβία βρίσκεται τώρα σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία, η Βουλγαρία μηρυκάζει αυτό που θεωρεί άδικη μεταχείριση και η Ελλάδα δεν νιώθει ακόμα ασφάλεια για το καθεστώς των νέων κτήσεων που προστέθηκαν στην επικράτειά της. Κανένα από αυτά τα έθνη δεν μπορεί να μειώσει τον στρατό του δίνοντας θέση στην ειρήνη, διότι οι γείτονές του είναι έτοιμοι να παραβιάσουν τις συνθήκες με την ίδια ευκολία με αυτήν που τις υπέγραψαν. Αναμφίβολα, η μεγαλύτερη απειλή εναντίον της ηθικής και κοινωνικής ευημερίας των βαλκανικών κρατών είναι η αυξανόμενη κυριαρχία του μιλιταρισμού, καθώς έτσι οι χώρες γίνονται έρμαια των εμπόρων όπλων και άλλου πολεμικού υλικού, δαπανούν τεράστια χρηματικά ποσά και οδηγούνται στην εθνική πτώχευση».
Καμία από τις χώρες επομένως δεν ήταν πλήρως ευχαριστημένη με τα νέα της σύνορα, ενώ η δυσαρέσκεια ήταν πολύ μεγαλύτερη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη Βουλγαρία και στην Αλβανία. Η Ελλάδα απαιτούσε τα νησιά του Αιγαίου, η Σερβία επιδίωκε μια διέξοδο προς τη θάλασσα και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη· το Μαυροβούνιο ήθελε τη Σκόδρα και η Ρουμανία ενδιαφερόταν για την Τρανσυλβανία και τη Βεσαραβία. Οι εθνικοί αυτοί πόθοι διαμόρφωσαν αντίστοιχα τις πολιτικές των βαλκανικών κρατών λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε στα Βαλκάνια. Νικητές και ηττημένοι των Βαλκανικών Πολέμων προσχώρησαν στους δύο μεγάλους ευρωπαϊκούς συνασπισμούς –τις Δυνάμεις της Αντάντ και τις Κεντρικές Δυνάμεις αντίστοιχα. Στην πραγματικότητα η περίοδος ανάμεσα στις 10 Αυγούστου 1913 και τις 28 Ιουνίου 1914 ήταν μια μικρή παρένθεση που προετοίμαζε τον επόμενο πόλεμο. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αν τον δούμε από τη βαλκανική σκοπιά, ήταν η συνέχεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ