Δίκτυο γνωριμιών με δεκάδες αστυνομικούς σε όλη την Ελλάδα φαίνεται ότι είχαν -την τελευταία διετία- τα μέλη της αλβανικής μαφίας διακίνησης ναρκωτικών, που αποκαλύφθηκε προ πέντε ημερών. Οπως αναφέρεται σε καταθέσεις δύο Αλβανών, μελών του κυκλώματος, ηλικίας 36 και 30 ετών «είχαμε γνωρίσει τους αξιωματικούς της Δίωξης Ναρκωτικών στον Βόλο και το Αγρίνιο», είναι ήδη κατηγορούμενοι στην υπόθεση, «από άλλους ένστολους στην Θεσσαλονίκη και στα Γιαννιτσά». Οι Αλβανοί διακινητές, όπως φαίνεται, παρουσιάζονταν αρχικά ως «φερέγγυοι πληροφοριοδότες που δίνουν καλές δουλειές στους αστυνομικούς» και έτσι διεύρυναν τον κύκλο των επαφών τους με ένστολους σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι έψαχναν υπηρεσιακές «επιτυχίες». Όμως οι επαφές αυτές φέρεται ότι γρήγορα ξέφευγαν από τα όρια της σύννομης συνεργασίας και γινόταν «αλισβερίσι» με εμπόρους ναρκωτικών έναντι διαφόρων ανταλλαγμάτων. Ετσι μέσω του παιγνιδιού των πληροφοριών «ενώνονταν» σε όλη την Ελλάδα διακινητές ναρκωτικών και αστυνομικοί, με τους τελευταίους να ψάχνουν «συλλήψεις εμπόρων ναρκωτικών» άσχετα με ποιες υποχωρήσεις και παράνομες συναλλαγές, υπέκρυπταν αυτές.
Υποπτες «πληροφορίες» και συγχωροχάρτια» ενώνουν αστυνομικούς και εμπόρους ναρκωτικών
Δίκτυο γνωριμιών με δεκάδες αστυνομικούς σε όλη την Ελλάδα φαίνεται ότι είχαν -την τελευταία διετία- τα μέλη της αλβανικής μαφίας διακίνησης ναρκωτικών, που αποκαλύφθηκε προ πέντε ημερών. Οπως αναφέρεται σε καταθέσεις δύο Αλβανών, μελών του κυκλώματος, ηλικίας 36 και 30 ετών «είχαμε γνωρίσει τους αξιωματικούς της Δίωξης Ναρκωτικών στον Βόλο και το Αγρίνιο», είναι ήδη κατηγορούμενοι στην υπόθεση, «από άλλους ένστολους στην Θεσσαλονίκη και στα Γιαννιτσά».
Δίκτυο γνωριμιών με δεκάδες αστυνομικούς σε όλη την Ελλάδα φαίνεται ότι είχαν -την τελευταία διετία- τα μέλη της αλβανικής μαφίας διακίνησης ναρκωτικών, που αποκαλύφθηκε προ πέντε ημερών. Οπως αναφέρεται σε καταθέσεις δύο Αλβανών, μελών του κυκλώματος, ηλικίας 36 και 30 ετών «είχαμε γνωρίσει τους αξιωματικούς της Δίωξης Ναρκωτικών στον Βόλο και το Αγρίνιο», είναι ήδη κατηγορούμενοι στην υπόθεση, «από άλλους ένστολους στην Θεσσαλονίκη και στα Γιαννιτσά».
Σημειώνεται πάντως, ότι αυτό το θέμα των παράτυπων συνεννοήσεων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ και εμπόρων ναρκωτικών έχει αναδειχθεί και άλλες φορές, στο παρελθόν. Οπως στην περίπτωση του παραδικαστικού κυκλώματος, την περίοδο 2004-2005, όταν και αποκαλύφθηκε ότι τα τελευταία χρόνια είχαν αφεθεί ελεύθεροι ως «πληροφοριοδότες» της ΕΛ.ΑΣ. -με βάση το άρθρο 24 του Ν. 1729/87- εικοσιεννέα εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις ναρκωτικών, με τους ισχυρισμούς των ένστολων ότι η σχετική διαδικασία ήταν «απόλυτα καθαρή». Παρόμοιες υποθέσεις είχαν αναδειχθεί και με καλλιεργητές χασίς και ναρκωεμπόρους στη Κρήτη στην συνέχεια της υπόθεσης των Ζωνιανών…
Ενα από τα κύρια ερωτήματα, λοιπόν, που απασχόλησαν τους αξιωματικούς της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης που ερεύνησαν την υπόθεση των 35 εμπλεκομένων στην «μαφία των ναρκωτικών», ήταν πώς δημιουργήθηκε η «σχέση» Αλβανών εμπόρων ναρκωτικών με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ σε διαφορετικές περιοχές της χώρας όπως στον Βόλο και στο Αγρίνιο. Στη διερεύνηση της υπόθεσης συμμετείχε και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία με το σύστημα νόμιμων παρακολουθήσεων που διαθέτει.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, αρχικά υπήρχε επαφή των Αλβανών ναρκωεμπόρων με αστυνομικούς στην Θεσσαλονίκη και στις γύρω πόλεις, οι οποίοι έδιναν πληροφορίες για άλλους διακινητές. Γρήγορα αυτές οι σχέσεις επεκτάθηκαν σε όλη την χώρα με βάση «συστάσεις» των αστυνομικών. Οι αστυνομικοί μετέφεραν σε συναδέλφους τους ότι έχει βρεθεί η «χρυσοτόκος όρνιθα»: ομάδα πληροφοριοδοτών που έδινε επιβεβαιωμένα στοιχεία για εμπόριο ηρωίνης και χασίς. Ετσι, από την μια πλευρά οι έμποροι εξασφάλιζαν το ακαταδίωκτο, την εξόντωση αντιπάλων τους συμμοριών αλλά και ότι θα τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης -οι ίδιοι ή οι φίλοι τους- αν συλληφθούν. Από την άλλη πλευρά, ολοένα και περισσότεροι «ένστολοι» έμπαιναν σε αυτό το «κλαμπ» των μυημένων αποδεκτών πληροφοριών. Οι αστυνομικοί φαινομενικά έδειχναν να έχουν σημαντικές επιτυχίες έναντι των ναρκωεμπόρων. Όμως στην πράξη είχαν μετατραπεί σε συνεργούς συγκεκριμένων συμμοριών με οικονομικά ανταλλάγματα και αλληλοδέσμευση σε παράτυπες και παράνομες ενέργειες. Ετσι οι ένστολοι εμφανίζονταν να παίρνουν χρήματα από τους ναρκωεμπόρους, να δίνουν «πιστοποιητικά» πληροφοριοδοτών σε άσχετα πρόσωπα αλλά και να τους δίνουν μερίδιο από τις κατασχεθείσες ποσότητες ναρκωτικών. Και, ίσως, το σημαντικότερο είναι ότι αυτή η «εκφυλιστική σχέση» αρμόδιων αστυνομικών και ναρκοεμπόρων απλώνεται σε όλη την χώρα. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι λόγω αυτών των προβλημάτων τα τελευταία χρόνια στην Αττική έχει καθιερωθεί ότι όταν κάποιος ποινικός-πληροφοριοδότης δίνει στοιχεία για υπόθεση ναρκωτικών να προχωρά σε σχετική αναλυτική ένορκη κατάθεση. Προκειμένου έτσι να αποφεύγονται οι λαθροχειρίες ή οι «παρεξηγήσεις». Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει στην υπόλοιπη χώρα και αυτό φάνηκε στην συγκεκριμένη υπόθεση…
Πάντως, από την άλλη πλευρά, ο κ. Μάκης Καυκόπουλος, νομικός εκπρόσωπος του συλληφθέντα προϊσταμένου της Δίωξης Ναρκωτικών Βόλου, ανέφερε «ο πελάτης μου δεν έκανε τίποτα άλλο από το να εφαρμόσει την τακτική που ακολουθούν κι όλοι οι συνάδελφοι του στην χώρα μας».
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.